Χαράματα Παρασκευῆς 21ης Μαΐου 2010, Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, ἄφησε τήν πνοή του ὁ Πολύκαρπος στό Ἱπποκράτειο Νοσοκομεῖο Θεσσαλονίκης, μετά ἀπό ἰσχυρό ἐγκεφαλικό ἐπεισόδιο πού ἔπαθε τήν περασμένη Κυριακή. Τό προηγούμενο βράδυ τοῦ Σαββάτου ἤπιε τό κρασάκι του στό δωμάτιό του στή Σχολή Τυφλῶν παρέα μέ τούς ἀγαπημένους του φίλους, τόν Βασίλη καί τόν Στέλιο. Ἦταν χαρούμενος, πολύ χαρούμενος, καί ὅταν διαπίστωσε πώς εἶχε τελειώσει τό κρασί εἶπε στόν Στέλιο πώς αὔριο πρέπει ὁπωσδήποτε νά πάει ν\’ ἀγοράσει καινούριο μπουκάλι. Λίγο μετά ἔπαθε τό ἐγκεφαλικό, ἐντελῶς αἰφνίδια καί χωρίς νά ἔχει κανένα πρόβλημα ὑγείας. Εἶχε κάνει ὅλες τίς γνωστές καί συνήθεις ἐξετάσεις πού ἔδειχναν ἕναν καταγερό ἄνθρωπο στήν ἡλικία τῶν ἑβδομήντα τεσσάρων χρονῶν.
Πέμπτη πρωί πληροφορήθηκα τό ἐγκεφαλικό του. Ἦταν μεγάλο τό αἱμάτωμα, εἶπε ὁ γιατρός, καί σέ περίπτωση πού θά συνερχόταν θά ἔμενε σέ ἀναπηρική καρέκλα. Εἶναι οἱ περιπτώσεις πού δέν ξέρεις τί νά εὐχηθεῖς, δέν τολμᾶς νά τό πεῖς, νά τό ἐξωτερικεύσεις, δέν τολμᾶς οὔτε νά τό σκεφτεῖς. Τυφλός, κωφός καί σέ ἀναπηρικό καροτσάκι; Ἦταν πολύ γιά νά τό εὐχηθεῖς. Τό βράδυ πρίν κοιμηθῶ καί καθώς προσευχόμουν, μ\’ ἕναν τρόπο ἀκατανόητο ἔνιωθα πώς φεύγει καί τή λύπη συνόδευε ἡ χαρά. Τό πρωί εἶδα τήν ἀναπάντητη κλήση τοῦ κοινοῦ μας φίλου καί κατάλαβα πώς ὁ Πολύκαρπος εἶχε ἤδη φύγει. Μιλήσαμε μέ τόν φίλο καί τό ἐπιβεβαίωσε.
Πέρασα ἀμέσως μετά τήν δουλειά μου ἀπό τή Σχολή Τυφλῶν. Εἶχε ἔρθει ὁ ἀδερφός του, ἀπό τήν Κρήτη καί ἤθελα νά τόν γνωρίσω καί νά μάθω καί κάτι τις περισσότερο ἀπό ὅσα ἤδη γνώριζα γι\’ αὐτόν τόν σπάνιο ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο ἀφιέρωσα ἕνα κεφάλαιο στό βιβλίο μου \”Σέ τέμπο κόκκινο\”, καί πού πολύ ἀγάπησα. Δέν τόν βρῆκα τόν ἀδερφό του, ἔτρεχε γιά τίς τελευταῖες ἐκκρεμότητες, ἔμαθα ὅμως ἀπό φίλους του τά παρακάτω, πού δέν γνώριζα καί νομίζω πώς ἔχει νόημα νά καταθέσω.
Ἡ οἰκογένειά του, πρόσφυγες ἀπό τό Ἰκόνιο στή Δράμα. Γεννιέται πρῶτα ἡ μεγάλη ἀδερφή, μετά δεύτερος ὁ Πολύκαρπος καί μετά ἀπό ὀχτώ χρόνια o ἀδερφός του. Τόν πατέρα τους τόν σκοτώνουν οἱ Βούλγαροι. Λίγο μετά, ὑπολογίζουμε γύρω στά ἑφτά του, ὁ Πολύκαρπος, πού ἦταν ἕνα ὑγιέστατο παιδί, παθαίνει μηνιγγίτιδα. Χάνει τήν ὅραση καί τήν ἀκοή. Πάνω πού κατακτᾶ τόν λόγο, χάνει καί τόν λόγο. Μέσα στίς συνθῆκες τῶν πολέμων, τῆς φτώχιας καί τῆς ἀνημπόριας, τῆς φοβερῆς ἀνέχειας, καί ποιός ξέρει γιά πόσους ἄλλους λόγους, ἡ μητέρα τους ἀφήνει τήν μεγάλη κόρη ψυχοκόρη σέ μία οἰκογένεια, τόν Πολύκαρπο σ\’ ἕνα ἵδρυμα τῆς Δράμας, πιθανόν ὀρφανοτροφεῖο, καί φεύγει γιά τήν Κρήτη ὅπου μᾶλλον ἔχει κάποιους συγγενεῖς ἐκεῖ ἀπ\’ τήν πατρίδα, μόνον μέ τόν μικρό γιό της, στόν ὁποῖο δέν ἀναφέρει καθόλου τήν ὕπαρξη τοῦ μεγαλύτερου ἀδερφοῦ του.
Αὐτός θά μάθει γιά τόν ἀδερφό του μόνον ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά πάει στόν στρατό. Τότε, προκειμένου νά ὑπηρετήσει μειωμένη θητεία ὡς προστάτης οἰκογένειας, τοῦ τό λέει ἡ μητέρα του. Κάνει τή θητεία του καί μόλις τελειώνει, ἐπισκέπτεται ἀμέσως τή Σχολή Τυφλῶν Θεσσαλονίκης. Ἔχει κλείσει τό ἵδρυμα τῆς Δράμας καί γύρω στό 1946-7 ἔχει ἀνοίξει ἡ Σχολή Τυφλῶν στήν ὁποία κάποιος ἄγνωστος ἄνθρωπος μεριμνᾶ νά μεταφερθεῖ ἀμέσως ὁ Πολύκαρπος. Ὅσο ζοῦσε στό ἵδρυμα τῆς Δράμας, ἡ μάνα του φεύγοντας ζήτησε ἀπό μία γνωστή της γυναίκα νά πηγαίνει πότε πότε καί νά τόν ἐπισκέπτεται.
Εἶναι λίγο περισσότερο ἀπό δέκα χρονῶν ὅταν φτάνει στή Σχολή Τυφλῶν ὁ Πολύκαρπος. Χωρίς κανέναν συγγενή, χωρίς φῶς, χωρίς ἀκοή, χωρίς γλώσσα. Ἕνα πανικοβλημένο παιδί. Οἱ Φιλάνθρωποι, ὅπως ὀνομάζονταν αὐτοί πού τήν ἵδρυσαν, φροντίζουν νά ἔρθει ἀπό τήν Ἀμερική μία δασκάλα πού γνωρίζει τό σύστημα τῶν τυφλοκωφῶν, ἡ ὁποία ἀναλαμβάνει τόν μικρό Πολύκαρπο καί δουλεύει γιά πολλά χρόνια μαζί του, μαθαίνοντάς του τήν γλώσσα τῆς ἁφῆς, ἀλλά ἐκ τῶν ὑστέρων καί τό Μπράιγ. Αὐτή γίνεται μάνα, ἀδερφή, φίλη του. Γίνεται ἡ εἴσοδός του στόν κόσμο τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς ζωῆς. Μαθαίνει καί τά κεφαλαῖα γράμματα τῆς ἀλφαβήτας πού σχηματίζει στίς παλάμες ὅσων δέν γνωρίζουν τή γλώσσα του, προκειμένου νά ἐπικοινωνεῖ μέ ὅλους. Μαθαίνει ἐπίσης ἀπέξω ὅλο τό ἑορτολόγιο. Ἀρκεῖ νά τοῦ πεῖς ἕνα ὄνομα, ἀκόμα καί τό πιό ἀσυνήθιστο καί νά σοῦ πεῖ πότε ἀκριβῶς γιορτάζει. Μεγαλώνοντας ἐκπαιδεύεται στήν τέχνη τοῦ ἀργαλειοῦ καί γίνεται μεγάλος μάστορας. Ξεχωρίζει τίς χρωματιστές κλωστές ἀπό τήν ἁφή. Ἔτσι διαμορφώνεται στόν ἄνθρωπο-ἁφή. Φτιάχνει περίφημα ὑφαντά, ἐκ τῶν ὁποίων ἔχω τήν τύχη νά ἔχω δύο πετσέτες κουζίνας πού κάποτε ἀγόρασε ἀπό μία ἔκθεση τῆς σχολῆς -ὅταν ἡ σχολή εἶχε πλῆθος ἐργαστηρίων πού κατόπιν διακόπηκαν-, ὁ φίλος μου Ἀποστόλης πού μοῦ τά χάρισε. Ἀπό αὐτή τή δουλειά συνταξιοδοτεῖται.
Δέν μοῦ εἶναι καθόλου εὔκολο νά μιλήσω γι\’ αὐτήν τήν τεράστια φυσιογνωμία, τήν ἀνυπέρβλητη προσωπικότητα, αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού ἦταν ὅλος φῶς καί χαρά, χιοῦμορ, φροντίδα καί μέριμνα γιά ὅλους τοὺς τυφλούς τῆς σχολῆς καί πολύ παραπάνω γιά τά μικρά παιδιά. Ἡ τρομακτική του ἀντίληψη δέν περιγράφεται. Μποροῦσες νά τόν κάνεις σβούρα, ὅπως μοῦ περιέγραφε ἕνας φίλος του, καί στό τέλος νά σέ ὁδηγήσει ἐκεῖ πού ἤθελες χωρίς νά χάσει καθόλου τόν προσανατολισμό του. Σηκωνόταν χαράματα καί ἔφτιαχνε τούς καφέδες γιά τούς φίλους του, βάζοντας τόν δείχτη τοῦ χεριοῦ στό σωστό σημεῖο γιά νά ἀντιλαμβάνεται πότε φουσκώνει. Ξύριζε καί κούρευε τούς τυφλούς κι ἄν κανείς κουνιόταν ἔδινε καί καμιά σφαλιάρα ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση τῆς ἐπικινδυνότητας τοῦ ξυραφιοῦ. Ὁ ἴδιος ἦταν πάντα κοκέτης, μέ τά λακόστ του καί τά καολλαρισμένα του παντελόνια. Ἦταν ὁ νοικοκύρης τῆς σχολῆς. Μάζευε τά ξεχαρβαλωμένα καλώδια, ἐπισκεύαζε ὅ,τι χαλασμένο ἔπεφτε στήν ἀντίληψή του, ἅπλωνε καί μάζευε τίς μπουγάδες καί ὅταν κάποιος τυφλός ἔχανε κάποιο ροῦχο του πού πάνω του, ὅπως ὅλα, εἶχε κεντημένο τό μονόγραμμά του, ὁ Πολύκαρπος τό ἔβρισκε.
Ὅταν ἔφτανε τό σχολικό γιά νά ἐπιστρέψει τά τυφλά παιδάκια τοῦ Δημοτικοῦ στά σπίτια τους, ἦταν πάντα ἐκεῖ γιά νά τά παίρνει ἕνα ἕνα καί νά τά βοηθᾶ νά ἀνεβαίνουν τά σκαλιά τοῦ λεωφορίου.
Ἦταν ἄρχοντας. Δέν καταδεχόταν νά φάει δεύτερη φορά μέσα στή μέρα τό ἴδιο φαγητό. Τό βράδυ ἀγόραζε κάτι ἀπέξω. Μετά ἀπό μία ἐμφύτευση ἀκουστικοῦ ἔφτασε νά συλλαμβάνει κάποιες συχνότητες. Ἀγόρασε ἕνα κασετοφωνάκι κι ἄκουγε μουσική, ἐνῶ ξετρελαίνονταν ἀπό τήν τηλεόραση νά ἀκούει τή Βουλή. Τοῦ ἄρεζε πολύ τό βάλς καί εἶχε ζητήσει ἀπό τόν Βασίλη νά τοῦ τό μάθει στό τουμπελέκι. Τό ἔμαθε καί τό χτυποῦσε συχνά μή χάνοντας καθόλου τόν ρυθμό καί ἔνιωθε πολύ περήφανος γι\’ αὐτό. Ἔπαιρνε καί τή φυσαρμόνικά του κι ἔβγαινε στήν αὐλή. Φυσοῦσε καί χόρευε. Καί χαιρόταν πολύ νά τόν ρωτᾶς τί ὥρα εἶναι. Ἄνοιγε τό καπάκι τοῦ ρολογιοῦ του, ψηλαφοῦσε τούς δεῖκτες καί μέ φωνή ἀσυνήθιστη πού ἄν ἐξοικειωνόσουν μποροῦσες νά κατανοήσεις τίς λέξεις της, σοῦ ἔλεγε ἀργά καί μέ πολύ προσπάθεια τήν ὥρα. Ἡ μοναδική δασκάλα του, πού δυστυχῶς δέν ζεῖ πιά, τοῦ εἶχε διδάξει νά βγάζει φθόγγους βάζοντας τό χέρι της στό στόμα του καί τοποθετώντας τή γλώσσα στίς ἀνάλογες θέσεις. Αὐτά τά εἶδα μέ τά μάτια μου καί τ\’ ἄκουσα μέ τ\’ ἀφτιά μου.
Πρίν ἀπό δύο χρόνια τόν κάλεσα στό σπίτι γιά φαγητό. Ἦταν μία Κυριακή. Ἦρθε μέ τόν Βασίλη πού γνώριζε τήν γλώσσα του, κάλεσα καί τούς φίλους μας καί φάγαμε παρέα. Καθόμουν ἀριστερά του. Σχολίαζε κι ἔκανε πλάκα, γελούσαμε καί ἦταν σάν Πάσχα. Ὅταν διακριτικά καί ἀθόρυβα σηκωνόμουν νά φέρω ἕνα πιάτο, ἔστρεφε τό κεφάλι. Μέ ἔνιωθε καί μ\’ ἀγαποῦσε ὅσο κι ἐγώ αὐτόν.
Ἔλεγε ὁ ἀδερφός του πώς τόσα χρόνια πού περνοῦσε μαζί τους τέσσερις μῆνες τό χρόνο στό νησί, μία φορά δέν γκρίνιαξε, μία φορά δέν παραπονέθηκε γιά τίποτα. Φρόντιζε πάντα νά εἶναι καθαρός, ἀθόρυβος, διακριτικός. Ὅλα τοῦ ἄρεζαν καί χαιρόταν πολύ νά εἶναι μαζί τους. Ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε γιά νά δίνει στούς ἄλλους χαρά. Ὁ ἀδερφός πονάει ἀκόμα γιά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Πολύκαρπου ἀπό τήν μητέρα τους, παρότι ὁ ἴδιος ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπό τό χέρι του γι\’ αὐτόν. Θά μποροῦσε ἡ κηδεία νά γίνει στή Θεσσαλονίκη. Νά μήν ἐπιβαρυνθεῖ τά ἔξοδα καί ὅλη τή φασαρία τῆς μεταφορᾶς του. Εἶπε ὅμως ὄχι. Πῶς θά ξεπληρώσω τό χρέος μου στόν ἀδερφό μου; Θά τόν πάρω κοντά μου, νά τόν ἔχω ἐκεῖ. Σέ ἕνα ἀπό τά τρία του παιδιά ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ Πολύκαρπου.
Πέρσι προσπάθησα νά τόν γνωρίσω καλύτερα. Βαθύτερα, ἄς πῶ. Βρεθήκαμε κάποιες φορές, ἀλλά σύντομα τόν ἄφησα στήν ἡσυχία του γιατί κατάλαβα πώς τοῦ ἔλειπαν μνῆμες. Τοῦ ἔλειπαν λέξεις καί εἰκόνες τοῦ παρελθόντος. Ὅταν ἡ συζήτηση ἔφτανε στά παιδικά του χρόνια μιλοῦσε γιά μία ἔκρηξη καί πάθαινε πανικό. Ἡ ἔννοια τοῦ πατέρα δέν σήμαινε τίποτα γι\’ αὐτόν. Ὑπῆρχαν δυσαναπλήρωτα κενά. Κατάλαβα πώς τόν παιδεύω καί δέν τό ἤθελα. Παρόλο πού καιγόταν ἡ καρδιά μου νά γράψω ἕνα βιβλίο γι\’ αὐτόν τόν μοναδικό ἄνθρωπο, δέν ἦταν ἐφικτό. Ἡ ζωή του θά παραμείνει βουβή καί σκοτεινή. Θά παραμείνει μυστική, ὅπως τή θέλησε ὁ Θεός.
Ἡ Σχολή Τυφλῶν σήμερα ἔχασε τόν ἄνθρωπό της. Τόν νοικοκύρη της. Τόν ἀφέντη της. Τήν ἴδια στιγμή βρῆκε τόν προστάτη της. Οἱ φίλοι του ἔχασαν τό ἐφήμερο στήριγμά τους καί βρῆκαν τό παντοτινό. Ὁ ἀέρας ἄλλαξε. Ἔφυγε ἀπό τή ζωή ἕνας ἄγγελος. Ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο μας μία ἀστραπή πού φώτισε ζωές. Ἔφυγε ἥσυχα, ὄμορφα, ἀνώδυνα. Εὐτυχεῖς ὅσοι τούς ἄγγιξε. Εὐτυχής κι ἐγώ πού λίγο τόν ἔζησα. Τά τεράστια χέρια του πού ἦταν σάν τανάλιες, χάιδευαν σάν πούπουλα. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀλλιώτικο τό ἄγγιγμα τῶν ἀγγέλων. Αὐτό εἶναι. Εἶμαι βέβαιη. Καί τώρα πετάει ὁ ἀγαπημένος μας στούς οὐρανούς. Τώρα εἶμαι βέβαιη πώς ὅλα τά βλέπει, ὅλα τά ἀκούει, γιά ὅλα μπορεῖ νά μιλήσει καί μεριμνᾶ περισσότερο ἀπό ποτέ γιά ὅλους ὅπως καί γιά τό \”σπίτι\” του. Εἶναι ἀπό τίς φορές πού, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στούς θανάτους μικρῶν παιδιῶν, ἔχεις μία βεβαιότητα πού δέν ἐπιτρέπει καμιά ἀμφιβολία. Ὁ Πολύκαρπος πορεύεται γιά νά σταθεῖ πλάι στό θρόνο τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ μέ ὅλο του τό θάμβος, μέ ὅλο του μεγαλεῖο, ὅλο τό φῶς πού καί ἐδῶ ἐξέπεμπε.
Αἰωνία ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ τρυφεροῦ σπουργίτη τοῦ Θεοῦ…
ΥΓ. Στή φωτογραφία: ὁ Πολύκαρπος μέ τόν νεαρό φίλο του Μάκη Ρουσoμάνη, πού εἶχε τήν καλοσύνη νά μοῦ τή στείλει καί τόν εὐχαριστῶ.
http://animusanimus.blogspot.com/2010/05/blog-post_21.html