Προτάθηκε σὲ ἕναν φίλο νὰ ἀναλάβει μία θέση στὸν εὐρύτερο δημόσιο τομέα καὶ ἤθελε νὰ ἀκούσει μία ἀκόμη γνώμη. Πρόκειται γιὰ σοβαρὸ ἄνθρωπο, ποὺ ἔχει κάνει καριέρα στὸ ἐξωτερικό, δὲν ἔχει περάσει οὔτε ἔξω ἀπὸ κομματικὸ γραφεῖο καὶ ἀγνοεῖ παντελῶς αὐτὸ ποὺ δημοσιογραφικὰ ἀποκαλεῖται «πιάτσα». Ὁμολογῶ, καὶ νιώθω ἀμήχανα γι’ αὐτό, πὼς ἡ πρώτη μου ἀντίδραση ἦταν «καλά, τρελὸς εἶσαι, ξέρεις ποὺ πᾶς νὰ μπλέξεις;». Ἦταν μία ἐνστικτώδης ἀπάντηση βασισμένη σὲ δεκάδες διηγήσεις σοβαρῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς τους ἔνιωσαν τὴν ἀνάγκη νὰ δώσουν κάτι στὸν τόπο ἀναλαμβάνοντας μία θέση στὸν κρατικὸ τομέα. Οἱ περισσότεροι τὸ ἔκαναν μειώνοντας τὶς ἀποδοχές τους καὶ χωρὶς νὰ ξέρουν ἀκριβῶς ποὺ ἔμπλεκαν.
Τί συνάντησαν; Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ πόστο. Ὅλοι σχεδὸν ὑπέστησαν ἐπιθέσεις, ἀκόμη καὶ μικροὺς ἢ μεγάλους ἐκβιασμούς, ἀπὸ αὐτὸν τὸν εἰδικὸ τύπο δημοσιογραφίας ὁ ὁποῖος ἀνθεῖ στὴν Ἑλλάδα. Ὅταν δὲν ἔχεις ξαναμπεῖ στὸ καμίνι τῆς πολιτικῆς, ἁπλὰ τρελαίνεσαι τὴν πρώτη φορὰ ποὺ διαβάζεις κάτι ἀπίστευτα ἐξωφρενικό, τὸ ὁποῖο ναὶ μὲν σὲ ἀφορᾶ ἀλλὰ δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν πραγματικότητα ποὺ ξέρεις. Κατόπιν συναντᾶς τὸ ἄλλο νεοελληνικὸ εἶδος τοῦ φαύλου συνδικαλιστῆ, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅτι συνδιοικεῖ μὲ τοὺς μάνατζερ καὶ μπορεῖ εὔκολα νὰ ἀλλάξει μία ἀπόφαση μὲ ἕνα τηλεφώνημα σὲ κάποιον βουλευτή. Μετὰ συναντᾶς τὸν ἐκπρόσωπο μιᾶς μικρῆς «μαφίας», ὁ ὁποῖος ἔχει συμφέροντα ποὺ δὲν συμβαδίζουν ἀπαραίτητα μὲ τὴ χρηστὴ διαχείριση τοῦ κράτους. Ἂν δύο ἐκ τῶν παραπάνω συνεργασθοῦν, πράγμα ἀρκετὰ πιθανό, τότε εἶναι σχεδὸν βέβαιο πὼς θὰ συναντήσεις καὶ ἕναν ἢ περισσότερους ἀνακριτὲς οἱ ὁποῖοι θὰ ἐρευνοῦν διάφορες ὑποθέσεις, μὲ ἢ χωρὶς εἰσαγωγικά.
Αὐτὲς εἶναι ἐμπειρίες ποὺ ἔχουν περάσει ἄνθρωποι ποὺ ἔμπλεξαν εἴτε ἐπὶ Σημίτη εἴτε ἐπὶ Καραμανλὴ καὶ κατάλαβαν πὼς μάνατζμεντ καὶ πολιτικὴ εἶναι δύο ἐντελῶς διαφορετικὰ πράγματα. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε στενὸς συνεργάτης πρώην πρωθυπουργοῦ διηγεῖται συχνὰ πῶς ἔβρισκαν ἀνθρώπους γιὰ ἕνα κορυφαῖο πόστο: «Ξεκινάγαμε μὲ τὸν καλύτερο στὴν ἀγορὰ ὁ ὁποῖος μᾶς ἔλεγε “νὰ βοηθήσω, ἀλλὰ μὴ μὲ μπλέκετε, σᾶς ἰκετεύω”. Φτάναμε στὸν προτελευταῖο ὁ ὁποῖος δὲν ἄξιζε ἀπαραίτητα πολλά, ἀλλὰ τουλάχιστον τὸ ἔλεγε ἡ ψυχή του».
Στὴν Ἑλλάδα χρειαζόμαστε ἐπειγόντως νὰ ἀναλάβουν κρίσιμα πόστα ἄνθρωποι μὲ ἐμπειρία ἀπὸ τὸν ἰδιωτικὸ τομέα. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ συμβεῖ ὅταν πέφτουμε στὴ λαϊκίστικη παγίδα τῆς θεωρίας τῶν golden boys ἢ ὅταν ὁ ἐξωκοινοβουλευτικὸς ὑπουργὸς πληρώνεται μὲ λιγότερα ἀπὸ 5.000 εὐρώ. Ἐπίσης, ὅταν ποινικοποιοῦμε τὶς ὅποιες ἐπιχειρηματικὲς δραστηριότητες εἶχε κάποιος πρὶν ἀναλάβει κάποια θέση στὸ Δημόσιο.
Τὸ πρόβλημα εἶναι πὼς στὸ τέλος οἱ μόνοι ποὺ ἐνδιαφέρονται γιὰ κρατικὲς θέσεις εἶναι χρονίως ἄνεργοι, κομματικοὶ φίλοι καὶ ἀποτυχημένοι πολιτευτές, μερικοὶ ποὺ βλέπουν τὸ πόστο ὡς μέσο ἀναδιανομῆς πλούτου καὶ καναδυὸ «ψώνια». Ἐπικρατεῖ μάλιστα ὅλο καὶ περισσότερο ἡ λογικὴ πὼς κάποιος πρέπει νὰ εἶναι καὶ «τῆς πιάτσας», ὅπου ὡς πιάτσα δὲν νοεῖται ἡ ἀγορὰ ἀλλὰ «τὰ κόλπα» καὶ ἡ συναλλαγὴ μὲ τὰ ἰσχυρὰ καὶ λιγότερο ἰσχυρὰ συμφέροντα.
Τὸ κακὸ εἶναι πὼς μὲ ὅλα αὐτὰ φτάνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νὰ ἀποθαρρύνουμε τοὺς λιγοστοὺς γενναίους ποὺ θέλουν νὰ δοκιμαστοῦν στὴν φωτιά. Αὐτὸ σκεπτόμουν καθὼς μιλοῦσα στὸν φίλο ποὺ εἶχε τὸ σχετικὸ δίλημμα καὶ ἄρχισα νὰ ἀναρωτιέμαι τί θὰ γίνει ἂν τελικὰ οἱ σοβαροί, καταξιωμένοι καὶ «καθαροὶ» σταματήσουν ἐντελῶς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὴν πολιτικὴ ἢ τὸ εὐρύτερο κράτος. Γιατί, ἂν τὸ καλοσκεφθοῦμε, εἶναι μιὰ σίγουρη συνταγὴ γιὰ νὰ διαιωνισθεῖ ἡ δικτατορία τῆς μετριότητας καὶ ἡ ἐπικράτηση τῶν κομματικῶν παρασίτων.