ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ

Νὰ ἕνας ἅγιος ποὺ περπατᾶ στὴ γῆ


«Νὰ ἕνας ἅγιος ποὺ περπατᾶ στὴ γῆ!»

«Μόνον Σύ, Κύριε, γνωρίζεις τί χρειάζεται εἰς ἡμᾶς»
(ἡ προσευχὴ τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Σερβίας Παύλου).

Ἀπὸ τὸ ἀδύναμο ἀγοράκι, διὰ τὸ ὁποῖον ἄναβαν κερὶ νομίζοντες ὅτι ἀπέθανε καὶ τὸ ὁποῖον εἰς τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν βαθμολογεῖτο διὰ τοῦ 2, ἔγινε εἷς τῶν μεγαλυτέρων πνευματικῶν τῆς ἐποχῆς του.

Μετὰ ἀπὸ 22 ὥρας ἀεροπορικοῦ ταξιδιοῦ ἐπιστρέφων ἐκ τῆς Αὐστραλίας μεταβαίνει κατ\’ εὐθείαν εἰς τὴν ἀγρυπνία εἰς τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸν τοῦ Βελιγραδίου, ἔπειτα ἐπὶ δύο ὥρας ἐπιδιορθώνει τὸ ταλαιπωρημένο ράσο του, διὰ νὰ ξεκινήσει, τὸ πρωὶ κατὰ τὰς 6 μετὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας, διὰ τὴν Μόσχα, ὅπου ὁ Ρῶσος Πατριάρχης Ἀλέξιος Β\’ θὰ τὸν ἐρωτήση, ἐὰν ἐν τῷ μεταξὺ, πρόφθασε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Ν. Ζηλανδία.

Εὑρισκόμενος εἰς τὴν Ἀμερικὴ εἰς τὴν ἀποστολὴ διὰ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ ἐπανένωση τῶν ἀποσχισθεισῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Σερβικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν Ἀμερικὴ μὲ τὴν μητρικὴ Ἐκκλησία τῆς Σερβίας, τὸ θέρος τοῦ 1992, προτοῦ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ Λὸς Ἄντζελες διὰ τὸ Σικάγο, ἡ Ἁγιότης ὁ Πατριάρχης τῶν Σέρβων Παῦλος σήκωσε τὸ ράσο του καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὰ νερὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ. Παρέμεινε εἰς τὴν στάση αὐτὴν ἐπ\’ ὀλίγον ἀτενίζων εἰς τὸ βάθος καὶ τὸ ὕψος τοῦ ὁρίζοντος, ὀφθαλμοφανῶς προσευχόμενος• ἔσκυψε καὶ ἀπὸ τὸν βυθὸν ἔλαβε δύο λευκὰ πετραδάκια, τὰ φίλησε καὶ τὰ ἔβαλε εἰς τὴν τσέπη του.

Ἔπειτα σημείωσε τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ εἰς τὸ σῶμα του καὶ ἐπορεύθη πρὸς τὸ αὐτοκίνητο, τὸ ὁποῖον τὸν ἀνέμενε εἰς μικρὰν ἀπόστασιν. Εἷς ἐκ τῶν πρακτόρων τοῦ FΒΙ, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπέβλεπαν, πλησίασε, γονάτισε καὶ ἠσπάσθη τὴν χείρα τοῦ Σέρβου Πατριάρχου ἀναφωνῶν:

«Νά, ἕνας ἅγιος ποὺ περπατᾶ στὴ γῆ»!

Τὰ ἴδια λόγια τὴν ἐποχὴ ἐκείνη θὰ ἠδύναντο νὰ ἀκουσθοῦν καὶ εἰς τὴν Σερβία ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι παρακολουθοῦν τὰς τελετουργίας του, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ ὅσων τὸν συναντοῦν εἰς τὰς ὁδοὺς τοῦ Βελιγραδίου, καθὼς μὲ τὸ «μπαστουνάκι» του μετέβαινε εἰς τὴν ἀγορὰ ἤ εἰς κάποιον σύναξιν ἢ εἰς κάποιον ἄλλην ἐργασίαν.

Μακρὰν καὶ δύσκολο ὁδὸν διῆλθε ὁ Γκόϊκο Στόϊτσεβιτς, μετέπειτα μοναχὸς καὶ ἀκολούθως ἐπίσκοπος Παῦλος, ἕως ὅτου τὸν ὀνομάσουν ζῶντα ἀκόμη εἰς τὴν γῆν «ἅγιον».

Ἐγεννήθη τὴν ἡμέραν τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Ἀποτομῆς τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου, 11 Σεπτεμβρίου (παλαιὸν ἡμερολόγιο) τὸ 1914 εἰς τὸ χωρίον Κούτσαντασι τῆς Σλαβονίας (σήμερον ἡ περιοχὴ αὐτὴ ἀνήκει εἰς τὴν Κροατία. Οἱ Σέρβοι ἐδιώχθησαν ἐκεῖθεν τὸ 1995 κατὰ τὸν πρόσφατο πόλεμον), ὅπου μετανάστευσαν οἱ γονεῖς του ἀπὸ τὴν Νότιον Σερβία. Πολὺ νέος ἀκόμη ἔμεινε ὀρφανός, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δυσκόλευσε τὴν ζωὴν του ἀκόμη περισσότερον.

«Πολὺ ἐνωρὶς ἔμεινα χωρὶς γονεῖς», λέγει ὁ ἴδιος, «ὁ πατήρ μου εἰργάζετο εἰς τὴν Ἀμερική, ἐκεῖ ἔπαθε φυματίωσιν καὶ ἐπέστρεψε εἰς τὸ σπίτι μόνον πλέον, διὰ νὰ ἀποθάνει. Ἡ μήτηρ μου ἦλθεν εἰς δεύτερον γάμο μετὰ ἕν ἔτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἐγὼ μείναμε μὲ τὴν γιαγιὰ καὶ τὴν θείαν. καὶ ἡ μήτηρ μου μετ\’ ὀλίγον ἀπέθανε. Διὰ τοῦτο ἡ ἔννοια τῆς μητρὸς εἰς ἐμὲ εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν θείαν. Ἠσθανόμην τὴν ἄπειρον ἀγάπην της, ἐκείνη μοῦ ἀναπλήρωσε τὴν μητέρα, ὥστε ἐγὼ καὶ τώρα σκέπτομαι ὅτι ὅταν ἀποθάνω, πρωτίστως θὰ συναντήσω τὴν θείαν καὶ ὕστερα τοὺς ὑπολοίπους».

Ὡς παιδὶ ἦτο, ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος, τόσον πολὺ ἀσθενικός, ὥστε κάποτε τοῦ ἄναψαν καὶ κερὶ πιστεύοντες ὅτι πέθανε! Ἡ θεία ἀντελήφθη ὅτι ὁ Γκόικο δὲν ἦτο διὰ ἀγροτικάς ἐργασίας καὶ ἀπεφασίσθη νὰ τὸν στείλουν εἰς τὸν θεῖον, διὰ νὰ ἀπόκτηση μόρφωσιν.

Ἀργότερον διηγεῖτο περὶ τῆς ἐποχῆς αὐτῆς: «Εἰς τὰ περίχωρα τῆς πόλεως Τούζλα ἐπεβιώσαμεν χάρις εἰς μίαν ἀγελάδα, τὴν ὁποίαν εἴμεθα ὑποχρεωμένοι, εἰς βάρος σχεδὸν τοῦ σχολείου καὶ τῆς μελέτης, νὰ ὁδηγοῦμε εἰς τὴν βοσκή. Ὁ θεῖος ἦτο αὐστηρός, ἀλλὰ δίκαιος. Ὅλα τὰ παιδιά του, μαζὶ καὶ ἐγώ, μᾶς μόρφωσε. Ὅλοι τελειώσαμε τὸ Πανεπιστήμιο, μερικοὶ ἀποκτήσαμε καὶ διδακτορικό».

«Προτοῦ ἀρχίσω τὸ γυμνάσιο, μὲ ἔστειλαν εἰς τὴν μονὴν Ὀραχόβιτσα, διὰ νὰ προετοιμασθῶ ἐκεῖ ὀλίγον… ἐκεῖ παρέμεινα ἐπὶ ἕνα μήνα ἀλλὰ δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοῶ τὰ πολλὰ εἰς τὰς Ἀκολουθίας. Εἶχα ὅμως τὴν αἴσθησιν τῶν περασμένων αἰώνων καὶ τῶν προγόνων, οἱ ὁποῖοι προσηύχοντο εἰς τὸν χῶρον αὐτὸν. Διὰ ἐμὲ αὕται αἱ προσευχαὶ ἦσαν παροῦσαι, ὅπως καὶ οἱ ἀναστεναγμοὶ καὶ αἱ χαραὶ των καὶ τοῦτο ἐχαράχθη τόσον πολὺ εἰς τὴν μνήμην μου, δὲν ἐφαντάσθη, ὅμως, τότε ὅτι τὸ μέλλον μου θὰ ἦτο συνδεδεμένο μὲ τὴν Ἐκκλησίαν».

Τίποτε εἰς τὸν νεαρὸ Γκόικο δὲν ἐμαρτύρει τὸ ἐκκλησιαστικὸ μέλλον του, οὔτε κἄν ὁ βαθμὸς του εἰς τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν! Ἂν καὶ μεγάλωνε εἰς θρησκευόμενη οἰκογένεια καὶ ἦτο ἄριστος μαθητής, εἰς τὸ μάθημα τοῦτο εἶχε βαθμὸ 2!

«Ὁ καθηγητὴς μας ἦτο κοντός, Σέρβος ἀπὸ τὴν Οὐγγαρία. Εἶχα ποικιλίαν διδασκάλων ἐπὶ τόσα ἔτη, ἀλλὰ δι\’ ἐμὲ ἐκεῖνος ἔμεινε ὁ καλύτερος παιδαγωγὸς καὶ διδάσκαλος. Μία διδακτικὴ ὕλη, ὅπως εἶναι ἡ Δογματική, ὅλη εἰς ἐρωτήσεις καὶ ἀπαντήσεις, ἦτο δυσκόλως κατανοητὴ εἰς τὴν ἡλικία ἐκείνη, Ὅμως, ἐκεῖνος τὴν δίδασκε τόσον καλῶς, ὥστε νὰ μὴ ἔχομεν δυσκολίας. Ἦτο καλός, ἀλλὰ πάρα πολὺ αὐστηρὸς ἄνθρωπος. Ὅταν μὲ σήκωνε εἰς τὸ μάθημα, ἐγὼ τὰ εἶχα τελείως χαμένα, δὲν ἠμποροῦσα τίποτε νὰ εἰπῶ, κάτι ψέλλιζα ἀπὸ ἐδῶ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐκεῖνος στρεφόμενος εἰς ἐμὲ ἔλεγε: κάθισε»! Ὅταν ἐκεῖνος ἐρωτᾶ κάτι δυσκολότερον, ἐγὼ τότε εὑρίσκω τὴν εὐκαιρία νὰ βελτιώσω τὴν ἐντύπωση. Συνήθως λέγει: «Ὅποιος γνωρίζει, θὰ πάρη 2». Ἂν γνωρίζω, σηκώνω τὸ χέρι καὶ διορθώνω τὸν βαθμό μου. Ἀργότερον, ὅταν μεγάλωσα, ἔγινα περισσότερον ἀνεξάρτητος, δὲν εἶχα πλέον «τράκ», ἂν καὶ περισσότερον μοῦ ἄρεσαν τὰ μαθήματα, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἀπαιτεῖτο πολλὴ μνήμη, ὅπως εἶναι τὰ μαθηματικὰ καὶ ἡ φυσική. Ὑπερίσχυσε ἡ ἐπίδρασις τῶν συγγενῶν μου, ὥστε νὰ ἐγγραφῶ εἰς Ἱερατικὴ Σχολή, ἂν καὶ παρέμεινε τὸ ἐνδιαφέρον μου διὰ τὴν φυσική, μὲ τὴν ὁποίαν θὰ ἠσχολούμην ἀργότερον, ἰδιαιτέρως κατὰ τὸν ἐλεύθερόν μου χρόνον».

Τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ ὁ Πατριάρχης τελείωσε στὸ Βελιγράδιον. Ὁ Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τὸν εὑρίσκει εἰς τὴν γενέτειρά του Σλαβονίαν, ἀπὸ ὅπου, ὅπως καὶ πολλοὶ ἄλλοι Σέρβοι, ἠναγκάσθησαν νὰ καταφύγουν εἰς τὴν Σερβία. Ἐκ νέου εὑρέθη εἰς τὸ Βελιγράδιον, τώρα ὅμως πλέον ὡς πρόσφυξ. Διὰ νὰ ἔχη τὰ πρὸς τὸν ζῆν, ἠναγκάσθη νὰ δεχθεῖ νὰ ἀναλάβει βαρείας ἐργασίας εἰς οἰκοδομάς.

Ὁ ἴδιος διηγεῖται: «Ὅταν τὸ 1941 κατέφυγα εἰς τὸ Βελιγράδιον, ἠργαζόμην εἰς τὰς οἰκοδομάς, εἰς τὰς ἀποβάθρας φορτοεκφορτώσεως τῶν λιμένων… Ἐκεῖθεν καὶ ἡ παραμόρφωσης τοῦ ἀντίχειρός μου. Δὲν ἠδυνάμην νὰ ἀντέξω αὐτὰς τὰς ἐργασίας. Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1942 ὁ συμμαθητής μου Ἱερομόναχος Ἐλισαῖος (Πόηοβντς) μὲ ὡδήγησεν εἰς τὴν ἱερὰν μονὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος εἰς τὴν Ὄβτσαρα. Ἡ μονὴ εἶχε καλὰ οἰκονομικὰ καὶ ἠδυνατο νὰ συντηρήση καὶ ἐμέ. Μοῦ ἀνέθεσαν ἐλαφρότερες ἐργασίας. Ἔπειτα ἠργαζόμην ὡς κατηχητὴς καὶ παιδαγωγὸς εἰς τὴν Μπάνια Κοβίλιατσα, εἰς τὸ ἵδρυμα τῶν παιδιῶν προσφύγων ἀπὸ τὴν Βοσνία. Μίαν ζεστὴ ἡμέραν τοῦ Αὐγούστου τὸ 1944 ἡμεῖς οἱ παιδαγωγοὶ ὡδηγήσαμεν τὰ παιδιὰ εἰς τὸν ποταμὸν Δρίνα Ἐδείξαμεν εἰς αὐτὰ τὸ σημεῖον μέχρι τοῦ ὁποίου θὰ ἠδύναντο νὰ προχωρήσουν ἐντός τοῦ ποταμοῦ, ὅμως τὰ παιδιὰ εἶναι παιδιά! Βλέπω, λοιπόν, ἕνα παιδὶ νὰ ἀπομακρύνεται καὶ νὰ βυθίζεται εἰς τὰ νερὰ. Πατᾶ εἰς τὸν βυθόν, ἐμφανίζεται εἰς τὴν ἐπιφάνεια, προσπαθεῖ νὰ εἰσπνεύσει, ἀλλὰ δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἔλθη πρὸς τὴν ὄχθη. Ζεστὸς καὶ κάθιδρος ὅπως ἤμουν, ὥρμησα πρὸς τὸ παιδὶ καὶ τὸ ἔβγαλα ἔξω. Ἀμέσως τὸ δίπλωσα στὰ γόνατά μου καὶ τοῦ «τὶς ἔβρεξα» λέγοντάς του: «Βρέ, παιδάκι μου, ἀπὸ τὴν Βοσνία ἐσώθης, ἡ μάνα καὶ ὁ πατέρας σου ἐφόνευθησαν καὶ ἐσὺ τώρα θέλεις νὰ πνιγεῖς ἐμπρός μου. Ποῦ εἶναι ὁ νοῦς σου;».

Ἀμέσως μετὰ ταῦτα ἀσθένησα, εἶχα ψηλὸ πυρετό, ἐπῆγα διὰ ἐξετάσεις καὶ μοῦ εἶπαν: Φυματίωσις!».
Ἡ βαρειὰ ἀσθένεια, ἡ ὁποία ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ἄφηνε καμμιὰν ἐλπίδα σωτηρίας».

0ἱ ἰατροὶ εἰς τὸν Γκόικο εἶπαν ὅτι τοῦ ἔμειναν μόνον τρεῖς μῆνες ζωῆς. Τὸν ἀνέλαβαν οἱ μοναχοὶ εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν Βούγιαν, ἀλλὰ τοῦ συνέστησαν νὰ μὴ εἰσέρχεται εἰς τὸν ναὸ κατὰ τὴν ὥραν τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς θείας Λειτουργίας, νὰ μὴ τρώγει μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφότητα καὶ νὰ ἀποφεύγει ὁποιανδήποτε ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἄλλους, ὥστε νὰ μὴ τοὺς μεταδώσει τὸ νόσημα. Ὅσον οἱ μοναχοὶ τελείωναν τὰς Ἀκολουθίας, τότε ἐκεῖνος εἰσήρχετο εἰς τὸν ναὸν καὶ προσηύχετο λουόμενος εἰς τὰ δάκρυα

Εἰς τὴν ἱερὰν Μονὴν ἤρχοντο στρατιῶται διαφόρων στρατῶν. Ἤλεγχαν καὶ τὸ κελὶ τοῦ Γκόικο. Ἂν καὶ προφανῶς ἐξηντλημένος καὶ ἄρρωστος, εἰς ὅλους ἦτο ὕποπτος. Ὅταν, ὅμως, ἐπληροφοροῦντο ὅτι ἔπασχε ἀπὸ φυματίωσιν, ἔφευγαν κλείνοντας ταχέως τὴν θύραν.

Ὁ Γκόικο δὲν ἔχασε τὸ ἠθικόν του. Μὲ προσευχὴν πολέμησε τὴν ἀσθένειαν. Καὶ τότε, ὡς ἐκ θαύματος, ἤρχισαν νὰ ἐμφανίζονται τὰ σημεῖα τῆς θεραπείας. Τοῦτο ἦτο εὐκαιρία, μόνος εἰς τὸ κελί του, νὰ ἀναλογίζεται τὰ τοῦ μέλλοντος. Προηγουμένως εἶχε πρόγραμμα τὴν ζωὴν τοῦ ἐγγάμου ἱερέως. Τώρα, ὅμως, μετὰ ἀπὸ τὴν παρέλευσιν τῆς νόσου, κατάλαβε ὅτι τὸ πρόγραμμα δὲν μποροῦσε πλέον νὰ πραγματοποιηθεῖ. Βλέπων ἐκ τοῦ πλησίον τὴν ζωὴν τῶν μοναχῶν ἠθέλησε καὶ ὁ ἴδιος νὰ καρῆ μοναχός.

Ὡς δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης του πρὸς τὴν ἱερὰν Μονὴν ὅπου ἐθεραπεύθη, ὁ ἤδη δόκιμος μοναχὸς Ρόϊκο, μὲ τὸ μαχαιρίδιον σκάλισε εἰς τὸ ξύλον τὸν Σταυρὸν καὶ τὴν σταύρωσιν τοῦ Κυρίου. Εἰς τὴν ὀπίσθια ὄψιν τοῦ Σταυροῦ χάραξε τὰ λόγια (σλαβονιστί): «Εἰς τὴν μονὴν Βούγιαν διὰ τὴν θεραπεία μου προσφέρω ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ Γκόικο». Αὐτὸς ὁ Σταυρὸς σήμερον εἶναι ἀπὸ τὰ συχνότερο ἐνθυμούμενα κειμήλια τοῦ θησαυροφυλακίου τῆς Μονῆς.

Ὕστερα ἀπὸ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς του ὡς δοκίμου εἰς τὴν Ἱεραν Μονὴν Βούγιαν ἐκάρη μοναχὸς εἰς τὴν Ἱεραν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τὸ 1948. Τοῦ ἐδόθη τὸ ὄνομα Παῦλος. Τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖον μὲ κάθε τρόπον θὰ προσπαθήσει νὰ τίμηση ἀκολουθῶν τὴν ἀποστολικὴν ὁδὸν καὶ τὰ λόγια ἐκείνου, ἀπὸ τὸ ὁποῖον τὸ ἔλαβε —τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ἀπὸ τὸ 1949 ἕως τὸ 1955, εἰς τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου ἀγῶνος τῆς κομμουνιστικῆς ἐξουσίας ἐναντίον ἤδη τῆς βαθέως δοκιμαζόμενης Σερβικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀνήκει εἰς τὴν ἀδελφότητα τῆς μονῆς Ράτσια.

«Ὅσον χρόνον ἤμουν στὴν Ράτσια», θὰ σημείωση ἀργότερα σὲ ἕνα αὐτοβιογραφικό του κείμενον, «εἰς τὴν μονὴν δὲν εἴμεθα χωριστὰ ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ οὕτως πληροφορούμεθα τὸ τί συνέβαινε εἰς τὸν κόσμον καὶ εἰς ποίαν ἐποχὴ ζῶμεν. Τὰς ἐσωτερικὰς μας ἀνησυχίας καὶ ἀγωνίας ἐζεύξαμεν εἰς τὸ ἅρμα τῶν καθημερινῶν μας διακονιῶν, τὰς ὁποίας δὲν προεφθάναμεν νὰ διεκπεραιώσωμεν ἕως τὸ βράδυ. Κάποτε ἐλαμβάναμεν μόνον ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐργαζόμεθα εἰς τοὺς ἀγροὺς ἐπεβλέπαμεν τὰ ζῶα τῆς Μονῆς, μεταφέραμε τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ δάσος. Ἐπὶ ἕν χρονικὸ διάστημα εἰργαζόμην στὸν νερόμυλο τῆς Μονῆς. Εἴχαμεν τὴν ἀνυπομονησία τὸ ἑσπέρας μετὰ τὴν ἐργασίαν νὰ συγκεντρωθῶμεν ὄχι διὰ ἀνάπαυσιν ἀλλὰ διὰ προσευχήν. Δὲν ὑπάρχει μεγαλυτέρα στιγμή, ἀπ’ αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ κουρασμένος ἄνθρωπος προσεύχεται ἐν ταπεινώσει. Τότε ὅλος ὁ ἄνθρωπος μεταμορφοῦται οὐσιωδῶς εἰς κατάστασιν προσευχῆς: νὰ σωθῶμεν ὡς λαὸς καὶ ὡς ἄτομα. Πρέπει νὰ ὑπηρετῶμεν τὸν Θεόν, ἐσκεπτόμεθα, ὅποιος καὶ νὰ κυβερνᾶ. Καὶ τοῦτο δι’ ἡμᾶς ἀπετέλει τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ μοναχικοῦ βίου».

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἱεροδιάκονος Παῦλος τὸ ἔτος 1950 – 51 διετέλεσε λέκτωρ εἰς τὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ εἰς τὸ Πρίζρεν (τὴν ὁποίαν κατέστρεψαν καὶ ἔκαψαν οἱ Ἀλβανοὶ τὸν Μάρτιον τοῦ 2004 εἰς τὸ Κόσσοβο ὑπὸ τὰ ὄμματα τῶν στρατιωτῶν τοῦ ΝΑΤΟ)… Ὡς ἱερομόναχος ἐκάρη τὸ 1954• τὸ αὐτὸ ἔτος ἔλαβε τὴν διάκρισιν τοῦ πρωτοσύγκελλου. Τὸ 1957 γίνεται ἀρχιμανδρίτης. Τὰς μεταπτυχιακὰς σπουδὰς εἰς τὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν παρακολούθησε κατὰ τὸ διάστημα ἀπὸ τὸ 1955 ἕως 1957. Ἐν συνεχείᾳ ἐκλέγεται εἰς τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Ράσκας καὶ Πρίζρεν (Κόσσοβο).

Εἰς τὸ Κόσσοβο καὶ τὰ Μετόχια εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ράσκας, εἰς τὸν ἐπισκοπικὸ αὐτὸν θρόνο θὰ ὑπηρετήση σχεδὸν 34 χρόνια Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ὅταν ἐγίνοντο πολλὰ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν συγκατάθεσιν τοῦ Κράτους, ἠναγκάσθη νὰ ἀντιστέκεται εἰς διαφόρους ἐπιθέσεις: μὲ τὴν καθαρὰν προσευχήν, μὲ τὴν συνετὴ καθοδήγησιν καὶ τὰς κραυγαλέας προσκλήσεις. Τὴν Ἱερὰν Σύνοδο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ Κράτος ἐνημέρωνε συνεχῶς ὡς πρὸς τὰς ἐπιθέσεις, αἱ ὁποῖαι ἐλάμβαναν χωρὰν κατὰ τῶν Σέρβων καὶ κατὰ τῆς περιουσίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ Κόσσοβο καὶ τὰ Μετόχια

«Ἐλάμβανα τὰς προειδοποιήσεις νὰ προσέχω τὰς τακτικὰς ἀναφοράς μου πρὸς τὴν Σύνοδο, διότι αὕται ἔφθασαν καὶ εἰς τὰς χείρας τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, καθὼς ἦτο ὁλοένα καὶ σαφέστερο ὅτι κάπου εἶχεν ἤδη ἀποφασισθεῖ νὰ μὴ εἶναι πλέον σερβικὸ τὸ Κόσσοβο», θὰ σημείωση ὁ Πατριάρχης ἀργότερον.

Καὶ ὁ ἴδιος συχνὰ προσωπικῶς ἐγίνετο θῦμα. Καθ\’ ὁδὸν ἐγίνετο ἀντικείμενο προπηλακισμῶν, ὕβρεων, βασανισμῶν. Εἰς τὰ λεωφορεῖα τὸν ἐδίωκαν βιαίως. Εἰς στάση λεωφορείου εἰς τὸ Πρίζρεν κάποιος Ἀλβανὸς τὸν ράπισε μὲ λύσσα χωρὶς αἰτία. Λόγω τῆς βιαιότητας τοῦ ραπίσματος, τὸ καλυμμαύκι καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἐπῆγαν εἰς ἀντίθετο κατεύθυνσιν! Ὁ ἀρχιερεὺς ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ καλυμμαύκι, τὸ ἔβαλε εἰς τὴν κεφαλήν, μὲ οἶκτον κοίταζε τὸν ἐπιτεθέντα καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του. Ἀπὸ τὸ Πρίζρεν μέχρι τὸ Βελιγράδι ταξίδευε πολλάκις εἰς τὰ βαγόνια μὲ παράθυρα χωρὶς κρύσταλλα, ὅπου τὸ χιόνι σκέπαζε τὰ καθίσματα Ὑπέφερε τὰ πάντα, χωρὶς γογγυσμόν, φροντίζων πολὺ περισσότερον διὰ τὴν ἐπαρχία του καὶ τοὺς ἄλλους, παρὰ διὰ τὸν ἑαυτόν του. «Αὐτὸν τὸν ἐπίσκοπο καὶ πολὺ μορφωμένο θεολόγο», σημείωσε ὁ γνωστὸς Ἱστορικός τῆς Τέχνης Ζ.Σ., «τὸν βλέπαμε πῶς ἀπὸ τὴν σκαλωσιά, ποὺ σοῦ σπάει τὸν λαιμό, ἐπιδιόρθωνε τὶς στέγες τῶν ναῶν ἤ τὰ κονάκια τῶν μοναχῶν, ἐνῶ στὴν ἕδρα τῆς ἐπαρχίας του δὲν ἔχει ἀρχιεπισκοπικὸ μέγαρο, ἀλλὰ ἕνα κελί, χωρὶς τηλέφωνο καὶ χωρὶς προσωπικὸ γραμματέα, μόνον μὲ τὴν γραφομηχανὴ εἰς τὸ γραφεῖο, ὅπου ὁ ἴδιος συντάσσει τὰς ἐκθέσεις, ἀναφορὰς καὶ ἐπιστολὰς γράφων εἰς τὸ φθηνότερο χαρτὶ τῆς ἀγορᾶς! Παντοῦ ὑπάρχουν πλῆθος ποιμαντικῶν ἀπαντήσεων εἰς τὰς ἐρωτήσεις τῶν πιστῶν: ἀπὸ τὰ πλέον ἁπλὰ καὶ πρακτικὰ θέματα μέχρι τῶν πλέον πολύπλοκων καὶ πνευματικῶν…».

Ἰδιαιτέρα φροντίδα ἔδειχνε διὰ τὴν Ἱερατικὴ Σχολὴ τοῦ Πρίζρεν, ὅπου ἐνίοτε ἔκαμνε διαλέξεις. ἐκεῖ ἐπεσκέπτετο συχνά τοὺς μαθητὰς ἐνδιαφερόμενος διὰ τὸ ποῖον καὶ εἰς τί θὰ βοηθήσει. Τὰς νύκτας σκέπαζε τοὺς μαθητὰς εἰς τὸν ὕπνον των!

Πολλοὺς αἰφνιδίασε τὸ ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος ἐξελέγη εἰς τὸν πετραρχικὸ θρόνο. Ἕως τότε δὲν εἶχε προβληθεῖ ἀπὸ τὰ ΜΜΕ καὶ διὰ τὸ κοινὸν (ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν ὑπολοίπων ἐπισκόπων) δὲν ἦτο ὁ κύριος ὑποψήφιος διὰ τὴν ἕδρα τοῦ πρώτου ἱεράρχου.

Εἰς τὴν συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐκλογὴ Πατριάρχου (1.12. 1990), συμφώνως πρὸς τὸ σύνταγμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἔπρεπε οἱ ἐκλέκτορες ἐπίσκοποι νὰ «σταυρώσουν» τρεῖς ὑποψηφίους, οἱ ὁποῖοι ὤφειλαν νὰ συγκεντρώσουν τὸ ἐλάχιστον 13 ψήφους. Εἰς τὸν α\’ γύρο ἐξελέγησαν μόνον δύο. Ὁ τρίτος, ὁ ἐπίσκοπος Παῦλος, λόγω ἀνεπαρκείας ψήφων (11) παρέμεινε ἐκτὸς καὶ μόνον εἰς τὸν 9ον γύρο ἐξελέγη διὰ 20 ψήφων καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὴν τριάδα τῶν ὑποψηφίων. Ἀκολούθησε ἡ τελικὴ φάσις τῆς ἐκλογῆς διὰ κλήρου, δηλαδὴ διὰ τοῦ ἀποστολικοῦ τρόπου: ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Τρόνοσσα κατόπιν προσευχῆς ἐξάγει ἐκ τοῦ βιβλίου τοῦ Εὐαγγελίου τρεῖς σφραγισμένους φακέλους μὲ τὰ ὀνόματα τῶν τριῶν ὑποψηφίων, τοὺς ἀνακατεύει καὶ λαμβάνει τὸν ἕνα, τὸν ὁποῖον καὶ παραδίδει εἰς τὸν προεδρεύοντα, τὸν μεγαλύτερον ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἱστάμενος πρὸ τῆς Ὡραίας Πύλης δεικνύει τὸν σφραγισμένο φάκελο, τὸν ἀνοίγει καὶ ἀνακοινώνει: «ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Πεκίου, ὁ μητροπολίτης τοῦ Βελιγραδίου καὶ τῶν Κάρλοβτσι καὶ ὁ Πατριάρχης τῆς Σερβίας εἶναι ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ράσκας καὶ τοῦ Πρίζρεν Παῦλος!».

Σχολιάζων, μετὰ 15 ἔτη ἀπὸ τῆς ἐκλογῆς, ὁ μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Ἀμφιλόχιος τὸ γεγονὸς ἔγραφε: «Ὁ μοναδικὸς ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε πράγματι νὰ γίνει Πατριάρχης, ἦταν ὁ Πατριάρχης Παῦλος!».

Μετὰ τὴν ἐκλογὴ ὁ Πατριάρχης Παῦλος ἀπευθυνόμενος εἰς τὴν Ἱερὰν Σύνοδο θὰ πεῖ: «Αἱ δυνάμεις μου εἶναι μικραὶ καὶ σεῖς τὸ γνωρίζετε. Ἐγὼ εἰς αὐτὰς δὲν ἐλπίζω. Ἐλπίζω εἰς τὴν βοήθειάν σας καί, ἐπαναλαμβάνω εἰς τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν ὁποίαν Ἐκεῖνος μέχρι σήμερον μὲ ὑπεστήριζεν. Ἂς εἶναι πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας του καὶ τοῦ δοκιμασμένου λάου μας εἰς αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιρούς».

Τὴν ἑπόμενη ἡμεράν τῆς ἐνθρονίσεως εἰς τὸν μητροπολιτικὸ ναὸ ἀνακοίνωνε τὸ ὀλιγόλογο πρόγραμμά του: «Ἀνερχόμενος ὡς 44ος Πατριάρχης Σερβίας εἰς τὸν θρόνο τοῦ Ἁγίου Σάββα δὲν ἔχω κανένα δικό μου πρόγραμμα διὰ τὸ πατριαρχικὸ ἔργον. Τὸ πρόγραμμά μου εἶναι τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἡ καλὴ αὕτη ἀγγελία περὶ τοῦ Θεοῦ μεθ’ ἡμῶν καὶ τῆς Βασιλείας Του ἐντὸς ἡμῶν -ἐφ\’ ὅσον μὲ τὴν πίστιν καὶ τὴν ἀγάπην Τὸν δεχθοῦμεν».

Ἀνέλαβε τὰ πατριαρχικά του καθήκοντα εἰς μίαν τῶν δυσκολοτέρων περιόδων τῆς σερβικῆς ἱστορίας: στὸν καιρὸν τῶν πολέμων, τῶν πιέσεων καὶ ἐκβιασμῶν τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου, τῶν ἐσωτερικῶν ἀναταραχῶν καὶ τῆς ἀνέχειας, εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἀμφισβητήσεως τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων.

Ἀντεστάθη εἰς τὸ κακὸν ἀπὸ ὅπου καὶ ἂν ἤρχετο, προσκαλῶν νὰ συνετισθοῦν καὶ οἱ συμπατριῶται καὶ οἱ ξένοι. Τονίζει ὅτι: «Ὑπὸ τὸν ἥλιον ὑπάρχει ἀρκετὸς χῶρος διὰ ὅλους» καὶ ὅτι: «Τὴν εἰρήνη χρειάζονται ὁμοίως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὅπως ἡμεῖς καὶ ὁ ἐχθροί μας». Πολλάκις ἀναφέρει χωρία ἀπὸ ἕν δημοτικὸ σερβικὸ ποίημα, ὅπου λέγεται: «Καλύτερον εἶναι νὰ χάσωμεν τὸ κεφάλι μας, παρὰ νὰ χάσωμεν τὴν ψυχήν μας». Μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους διδάσκει ὅτι «ἔχομεν ὑποχρέωσιν καὶ εἰς τὴν πλέον δύσκολο κατάστασιν νὰ συμπεριφερώμεθα ὡς ἄνθρωποι καὶ δὲν ὑπάρχει συμφέρον οὔτε ἐθνικὸ οὔτε προσωπικό, τὸ ὁποῖον θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ δικαιολογία του νὰ μὴ εἴμεθα ἄνθρωποι».

Αὐτοὶ οἱ συνεχῶς ἐπαναλαμβανόμενοι λόγοι του «νὰ εἴμεθα ἄνθρωποι», γέμισαν τὰ αὐτιὰ ἀκόμη καὶ τῶν μικρῶν παιδιῶν, τὰ ὁποῖα χαϊδευτικῶς τὸν ὀνομάζουν «Ὁ Παῦλος-Παῦλος-Νὰ Εἴμεθα-Ἄνθρωποι». Ὅλοι ἄκουσαν τοὺς λόγους αὐτούς, ὅμως πολλοὶ δὲν ἠθέλησαν νὰ ὑπακούσουν. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν γενέτειρά του (σημερινὴ Κροατία), κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ πολέμου τοῦ \’90, κατεδάφισαν τὸν ὀρθόδοξο ναὸν μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ εἰς αὐτὸν ἐβαπτίσθη ὁ Πατριάρχης τῶν Σέρβων! Τοῦτο συνέβη, ἐνῶ εἰς ἀκτίνα 40 χιλιομέτρων ἀπὸ τὸν ναὸν δὲν ἔγινοντο κἄν μάχες.

Ὁ Πατριάρχης Παῦλος εἶναι ἀκούραστος εἰς τὴν τέλεσιν τῶν ποιμαντικῶν καθηκόντων του. Οὕτω κατὰ τὸ παρελθὸν φθινόπωρο, εἰς τὰ 91 ἔτη του, ἀπεφάσισε νὰ ἐπισκέφθει τὴν Αὐστραλία μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ διὰ νὰ ἁγιάση τὴν ἔκτασιν τῶν 87 ἑκταρίων, τὰ ὁποῖα ἀγόρασε ἡ Σερβικὴ Ἐκκλησία, διὰ νὰ κτιστῆ ἐκεῖ τὸ κολλέγιον «Ἅγιος Σάββας», ὅπου μαζὶ μὲ τὰ Σερβόπουλα, θὰ διδάσκωνται καὶ Ρωσσόπουλα, Ἑλληνόπουλα κ.λπ.

Μερικοὶ ἐπίσκοποι προσεπάθησαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν λέγοντες ὅτι ταξίδι τόσης διαρκείας εἶναι πέραν τῆς ἀντοχῆς του. Ὁ Πατριάρχης ἀντέλεγε: «Δι\’ ἐμὲ δὲν εἶναι δύσκολο, ἀλλὰ πῶς θὰ τὰ καταφέρουν αὐτοὶ (ἡ συνοδεία του);».

Ἐπῆγε εἰς τὴν Αὐστραλία προσπαθῶν τὴν δύο ἑβδομάδων ἐπίσκεψιν νὰ τὴν κάνη ἱεραποστολικῶς ὅσον περιεκτικωτέραν ἐγίνετο. Ὅταν ἐπέστρεψε εἰς τὸ Βελιγράδιον, κατ\’ εὐθείαν πῆγε εἰς τὴν ἀγρυπνία, ἂν καὶ μὲ τὸ ἀεροπλάνο ταξίδευε ἐπὶ 22 ὥρας καὶ ἀμέσως τὸ πρωὶ ξεκίνησε διὰ τὴν Μόσχα.

Γνωρίζων ὅλα αὐτὰ ὁ φιλοξενῶν αὐτὸν Πατριάρχης τῆς Ρωσίας Ἀλέξιος Β\’ ἀστειευόμενος τὸν ρώτησε:
«Ἁγιώτατε, πήγατε τόσον μακρὺ ταξίδι, φθάσατε καὶ ὡς ἐδῶ μήπως, τυχὸν προφθάσατε νὰ ἐπισκεφθεῖτε καὶ τὴν Νέαν Ζηλανδία, ἐπειδὴ καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ ὀρθόδοξος κόσμος μας;…».

«Ἁγιώτατε, αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν τὸ ἔκανα, ἀλλὰ βεβαίως θὰ τὸ κάνω ἐντὸς τῶν ἑπομένων 90 ἐτῶν!».

Ὃ Πατριάρχης Παῦλος, παρὰ τὰς πολλὰς ὑποχρεώσεις του, ζῆ καὶ γνήσιο μοναχικὸ βίον. Κάθε πρωὶ εἰς τὸ παρεκκλήσιο τοῦ Πατριαρχείου λειτουργεῖ καὶ κοινωνεῖ καὶ κάθε βράδυ εἶναι παρὼν εἰς τὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ κατὰ τὴν ἑσπερινὴ ἀκολουθία.

Προτοῦ τέλεση τὴν θείαν Λειτουργία, δὲν ἀναχωρεῖ διὰ κανένα σκοπό.

Μὲ τὴν πορείαν τῆς ζωῆς του, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του καὶ τοὺς τόπους τῆς μορφώσεώς του ἕως ἐκείνους ὅπου ὑπηρετεῖ, ἔγινε ἕν ἑνωτικὸ σύμβολο τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσης, κατὰ τὴν ζωήν του καὶ κατὰ τὸν ρόλο του εἰς τὸν ὀρθόδοξο κόσμον, ἐκεῖνος εἶναι καὶ ἕν τῶν συμβόλων τῆς ἑνότητας τῆς οἰκουμενικῆς Ὀρθοδοξίας.

Ὅσον κάποτε, κατὰ τὰ ἔτη τῶν προσφάτων πολέμων» ἀπὸ τὸ διαμέρισμά του εἰς τὸ Πατριαρχικὸ μέγαρο εἶδεν εἰς τὸν δρόμο μίαν ὁμάδα προσφύγων νὰ βρέχονται, κατέβει καὶ ἤνοιξεν τὴν μεγάλην ἀπὸ ξύλον βελανιδιᾶς θύραν τοῦ Πατριαρχείου καὶ τοὺς κάλεσε νὰ εἰσέλθουν, διὰ νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τὴν βροχή. Ὅταν οἱ συνεργάται τοῦ ἔκαναν παρατήρησιν ὅτι ὑπῆρχε καὶ πιθανότητα νὰ εἰσέλθει καὶ κάποιος μὴ καλοπροαίρετος —εἰς τὸν πόλεμο ἦσαν—τοὺς ἀπήντησε: «Πῶς μποροῦσα ἐγὼ νὰ κοιμοῦμαι ἐκεῖ ἐπάνω στὰ ζεστά, ἐνῶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ νὰ βρέχονται ἔξω!».

Καὶ οἱ ἑξῆς συγκλονιστικοὶ λόγοι εἶναι ἰδικοί του: «Ἐὰν ἠδυνάμην νὰ προφθάσω, ὁ ἀναστὰς Θεὸς εἶναι μάρτυς μου, θὰ ἐστεκόμην ἐνώπιον τῶν ναῶν, τῶν νοσοκομείων καὶ ἐνώπιον τῶν πολυτελῶν χώρων διὰ τὰς δεξιώσεις καὶ τὰς ἐπιδείξεις μόδας καὶ προσωπικῶς θὰ ἐζήτουν ἐλεημοσύνη διὰ τὰ δοκιμαζόμενα ἀδέλφια καὶ παιδιά μας. Ὁ κάθε ἐξ ἡμῶν θὰ ἔπρεπε, μὲ ἐνεργὸ τρόπον, νὰ ἐντροπιάση ὅλας ἐκείνας τὰς ἐπιδεικτικὰς πλεονεξίας, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τόσους δημοσίους χώρους καὶ ὄχι μόνον ἁπλῶς νὰ σκανδαλιζόμεθα καὶ νὰ ἀπελπιζώμεθα, ἐπειδὴ ἡ ἀναισχυντία κυριάρχησε γύρω μας».

Ὁ Πατριάρχης φροντίζει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸν του εἰς ὅλας τὰς ἀναγκάς του: μόνος του ἑτοιμάζει τὸ φαγητό του, καθὼς ἡ διατροφή του, καθ\’ ὅλον τὸ ἔτος, εἶναι σχεδὸν νηστήσιμος -συνήθως τρώγει τὰ βραστὰ λαχανικά, τὸ λάδι τὸ προσθέτει μόνον κατὰ τὰς ἑορτάς, σπανιώτατα τρώγει ὀλίγον ψάρι, τὸ κρέας ποτέ. Τὸ ἀγαπημένο του ρόφημα εἶναι ὁ χυμὸς ντομάτας, καθὼς καὶ ἡ τροφὴ τῆς ἀρεσκείας του εἶναι ἡ τσουκνίδα Ὅταν δὲν νηστεύει, τοῦ ἀρέσουν τὰ γαλακτοκομικὰ. Τὰ ἐνδύματά του τὰ ράπτει, ἐπιδιορθώνει καὶ πλένει ὁ ἴδιος. Ὅπως διορθώνει καὶ συντηρεῖ καὶ τὰ ὑποδήματά του.

Ἐκτὸς αὐτοῦ προσέχει καὶ τὸ τί γίνεται γύρω του. Εἰς τὸ Πατριαρχεῖον ἐπιθεωρεῖ καὶ φροντίζει ὅλα νὰ λειτουργοῦν ὅσον καλύτερα γίνεται. Ὅταν τελειώση τὸ ὡραρίον τῆς ἐργασίας καὶ ὅλοι ἔχουν ἀναχωρήσει, τότε ὁ Πατριάρχης ἔρχεται νὰ σβήσει τὰ φῶτα, τὰ ὁποῖα λησμόνησαν οἱ ἐργαζόμενοι. Συχνάκις μόνος του διορθώνει καὶ τὰ ὑδραυλικά, τὰ παράθυρα, τὰ κλεῖθρα..

Φροντίζει, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει ἀνάγκη καὶ περὶ τῶν πραγμάτων τῆς γῆς, ἂν καὶ τονίζει ὅτι ἡ πραγματικὴ πατρὶς ἡμῶν εἶναι «ἄνω» καὶ διὰ τοῦτο ὑπενθυμίζει ὅτι πρέπει νὰ προσέχωμεν: «Ὅταν μίαν ἡμέραν παρουσιασθῶμεν ἐνώπιον τῶν προγόνων μας, νὰ μὴ αἰσχυνθῶμεν διὰ αὐτούς, οὔτε ἐκεῖνοι νὰ αἰσχυνθοῦν διὰ ἡμᾶς».

Φαίνεται ὅτι τὸ FΒΙ σπανίως κάνει λάθος: Ἀληθῶς ἕνας ἅγιος ποὺ περπατᾶ στὴ γῆ!

(Ἡ πηγή: Τὰ δημοσιεύματα εἰς τὸ περιοδικὸ «ΝΙΝ» ὑπὸ τοῦ Γ.Γ., τοῦ Α. Δι. κ.λπ., ἡ μετάφρασις ἀπὸ τὰ σερβικά: Μ.Β.).
Βιβλιογραφία Ὀρθόδοξος Τύπος

www.pigizois.net