Ταυτοτητα Κειμένου
Τίτλος: Χριστὸς Ἀνέστη
Συγγραφέας: Νιρβάνας Παῦλος
Κατηγορία: Λειτουργικό Ἔτος
Θέμα:
Πηγή/Έκδοση: Νέα Ἑστία
Χρ. Έκδοσης:
Ἐννόημα
    Ἐννόημα

Χριστὸς Ἀνέστη

—Ἡµέρεψαν ἀπόψε, παιδί µου, τὰ Οὐράνια.

Στὰ δυὸ αὐτὰ λόγια ὁ ἀθῶος χωριάτης εἶχε κλείσει, ἐπιγραµµατικά, τὸ βαθύτερο νόηµα τοῦ χριστιανικοῦ θαύµατος. «Ἡµέρεψαν τὰ Οὐράνια». Ὁ οὐρανός, χωρὶς τὸ µεγάλο χριστιανικὸ θαῦµα, θὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι γιὰ τὴν περίφοβη ψυχὴ τοῦ ἁπλοϊκοῦ ἀνθρώπου — γιὰ κάθε ἀνθρώπινη ψυχὴ — τὸ κατοικητήριο ἑνὸς Θεοῦ τροµεροῦ, δικαιοκρίτη χωρὶς ἐπιείκεια καὶ τιµωροῦ χωρὶς ἔλεος. Τέτοιοι στάθηκαν οἱ θεοὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν. Κυβερνοῦσαν τὰ πλάσµατά τους µὲ τὸν τρόµο. Τύραννοι παντοδύναµοι, µακρυσµένοι ἀπ’ τὸ λαό τους, δὲν εἶχαν γνωρίσει ποτὲ τὶς ἀδυναµίες του, δὲν εἶχαν πονέσει ποτὲ τὸν πόνο του, δὲν εἶχαν βασανισθεῖ ποτὲ ἀπ’ τὰ βάσανά του, δὲν εἶχαν κλάψει ποτὲ τὰ δάκρυά του. Ἀνίκανοι νὰ συµπονέσουν, νὰ λυπηθοῦν καὶ νὰ συχωρέσουν. Πῶς νὰ µὴν εἶναι «ἄγρια» — ὅπως τάβλεπε τὸ µάτι τοῦ φοβισµένου ἀνθρώπου — τὰ οὐράνια, τὰ κατοικηµένα ἀπὸ τέτοιους θεοὺς;

Καὶ µέσα στὴν ἀνοιξιάτικη ἐκείνη νύχτα, ποὺ ἡ λαµπάδα τοῦ γέρου χωριάτη εἶχε ὑψωθῆ σὰ χαιρετισµὸς πρὸς τὰ λαµπρά, ἀναστάσιµα ἄστρα, τὰ οὐράνια εἶχαν ἡµερέψει. Δὲν κατοικοῦσε πιὰ ἐκεῖ ἀπάνω ὑψωµένος στὸν τροµερὸ του θρόνο, ἕνας θεὸς ξένος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κατοικοῦσε ἕνας γλυκύτατος θεός, ποὺ εἶχε πονέσει ὅλους τους πόνους τῶν ἀνθρώπων, ποὺ εἶχε γνωρίσει ὅλες τὶς ἀδικίες τῆς γῆς, ποὺ εἶχε τραβήξει ὅλες τὶς καταφρόνιες, ποὺ εἶχε πληρώσει ὅλες τὶς ἀχαριστίες. Τὸν ἔβρισαν, τὸν ἀναγέλασαν, τὸν ἔφτυσαν, τὸν ἔσυραν δεµένο στοὺς δρόµους, σὰν τὸ τελευταῖο κακοῦργο, τὸν σταύρωσαν. Ἐπείνασε, ἐδίψασε, κουράστηκε, ἀντίκρυσε τὴ φρίκη τοῦ θανάτου. Γιὰ µιὰ στιγµὴ εἶδε τὸν ἑαυτό του λησµονηµένο κι’ ἀπ’ τὸν ἴδιο τὸ Θεό, ποὺ ἦταν πατέρας του. «Θεέ µου, θεέ µου, ἵνα τί µὲ ἐγκατέλιπες;» Δὲ στάθηκε πόνος, ποὺ νὰ µὴν τὸν γνώρισε, καρδιοσωµός, ποὺ νὰ µὴν τὸν ἔννοιωσε, δυστυχία, ποὺ νὰ µὴ γεύθηκε τὸ φαρµάκι της. Ἤπιε ὅλα τὰ φαρµάκια, ποὺ µπορεῖ νὰ πιῆ ἄνθρωπος σ’ αὐτὸν τὸν κόσµο. Καί, τὴ νύχτα ἐκείνη, ὁ πονεµένος καὶ βασανισµένος αὐτὸς ἄνθρωπος εἶχε ἀνέβη στοὺς Οὐρανοὺς καὶ εἶχε καθήσει παντοδύναµος στὸ θρόνο τοῦ θεοῦ, νὰ κυβερνήση τὸν κόσµο. Πῶς νὰ µὴν «ἡµερέψουν τὰ Οὐράνια»; Μιὰ ἀπέραντη καλωσύνη εἶχε πληµµυρίσει τὸ στερέωµα.

Γιατὶ νὰ τρέµη πιὰ ὁ ἁµαρτωλός; θὰ συλλογιζότανε ὁ γέρος. Ἐκεῖνος ποὺ συχώρεσε τὴν πόρνη, τὸ ληστὴ κι ἐκείνους ἀκόµα ποὺ τὸν σταύρωσαν, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω, γιὰ νὰ ἰδῆ τὰ δάκρυα τοῦ µετανοιωµοῦ του καὶ νὰ τὸν συχώρεση. Γιατί ν’ ἀπελπίζεται ὁ ἄρρωστος; Ἐκεῖνος ποὺ γιάτρεψε τὸν τυφλὸ καὶ τὸν παράλυτο, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω γιὰ νὰ τὸν γιατρέψη. Γιατί νὰ βαρυγκοµάη ὁ φτωχὸς καὶ ὁ ἀδικηµένος; Ἐκεῖνος, ποὺ πείνασε καὶ δίψασε, εἶναι τώρα ἐκεῖ ἀπάνω καὶ καταλαβαίνει τὴ δυστυχία του. Γιατὶ νὰ λαχταράη ἡ µάννα γιὰ τὸ παιδί της; Ἐκεῖ ἀπάνω στοὺς Οὐρανοὺς εἶναι µιὰ Μαννούλα, ποὺ δοκίµασε τὸν πόνο της, γιὰ νὰ παρακαλέση τὸ παιδί της, ποὺ κυβερνάει τὸν κόσµο, νὰ τὴν ἐλεήσῃ. Καὶ γιατὶ νὰ τρέµη ὁ ἀσπροµάλλης ὁ γέρος τὴν ὥρα τοῦ θανάτου; Εἶναι καὶ γι’ αὐτόν, εἶναι γιὰ κάθε ψυχή, µιὰ ἀνάσταση.

Τὰ Οὐράνια εἶχαν ἡµερέψει, ἀλήθεια, ἐκείνη τὴν ἀνοιξιάτικη νύχτα. Καὶ ἡ λαµπάδα τοῦ γέρου εἶχε ὑψωθῆ σὰ χαιρετισµὸς καὶ σὰν εὐχαριστία, πρὸς τὰ ἀναστάσιµα ἄστρα.

—Χριστὸς ἀνέστη, παπποῦ.
—Ὁ Θεός, ὁ Κύριος, παιδί µου.