Ἁγίου Βασιλείου, Ὁ Τόκος

 
— Νομίζω ὅτι λέγεται τόκος γιὰ τὴ γονιμότητα τοῦ κακοῦ. Διότι ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ θὰ ἔπαιρνε αὐτὸ τὸ ὄνομα; Μήπως λέγεται ἔτσι γιὰ τὶς πίκρες καὶ τὶς λύπες, ποὺ προξενεῖ στὶς ψυχὲς τῶν δανειοληπτῶν. Διότι, ὅπως παρουσιάζεται ὁ πόνος σ’ ἐκείνη, ποὺ πρόκειται νὰ γεννήσει, ἔτσι παρουσιάζεται κι ἡ προθεσμία στὸν χρεοφειλέτη.

Τόκος πάνω στὸν τόκο εἶναι τέκνο πονηρῶν γονέων. Αὐτὰ ἂς θεωροῦνται ὡς γεννήματα ἐχιδνῶν, τὰ (γεννήματα) τῶν τόκων. Λέγουν ὅτι οἱ ἔχιδνες γεννῶνται, ἀφοῦ καταφάγουν τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τους. Κι οἱ τόκοι σταματοῦν νὰ γεννοῦν ἀφοῦ φᾶνε τὰ σπίτια τῶν ὀφειλετῶν.

Τὰ σπέρματα μὲ τὸν καιρὸ φυτρώνουν, καὶ τὰ ζῶα μὲ τὸ χρόνο γεννιῶνται ὁ τόκος σήμερα γεννιέται καὶ σήμερα ἀρχίζει νὰ γεννᾶ.

Ὅσα ἀπὸ τὰ ζῶα γεννοῦν γρήγορα, γρήγορα παύουν καὶ νὰ γεννοῦν. τὰ χρήματα, ὅμως, γρήγορα ἀρχίζουν νὰ πολλαπλασιάζονται κι ἔχουν ἀτέλειωτη τὴν αὔξηση.

Τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ζῶα, ποὺ αὐξάνει, ὅταν φθάσει στὸ κανονικό του μέγεθος, σταματᾶ ν’ ἀναπτύσσεται. Τὰ χρήματα ὅμως τῶν πλεονεκτῶν αὐξάνουν συνεχῶς μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου.

Τὰ ζῶα παύουν νὰ γεννοῦν, ὅταν τὰ παιδιὰ τους μποροῦν νὰ γεννοῦν.. Τὰ χρήματα, ὅμως, τῶν δανειστῶν καὶ τὰ νέα γεννοῦν καὶ τὰ παλαιὰ γίνονται νέα.

Ἐσὺ νὰ μὴ λάβεις πεῖρα αὐτοῦ τοῦ παράδοξου θηρίου.