Συναξαριστής

(Μαρ.21) Ἰακώβου τοῦ ὁμολογητοῦ


Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ὁμολογητὴς ἐπίσκοπος

 

Ἀσκητὴς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος, διακρίθηκε γιὰ τὴν καθαρὴ ζωὴ καὶ τὴν ὁλόψυχη προσήλωσή του στὰ διδάγματα καὶ τὶς ἐντολὲς τῆς πίστης.

Ἀναδείχθηκε ἐπίσκοπος στὰ χρόνια τῶν εἰκονομάχων καὶ διώχθηκε σκληρά, μέχρι τοῦ σημείου νὰ στερηθεῖ ἀκόμα καὶ αὐτὸ τὸ ψωμί. Ἀλλὰ ὅλη ἡ στέρηση καὶ ἡ κακοπάθεια ποὺ ὑπέστη, δὲ λύγισε καθόλου τὸ φρόνημά του.

Ἔμεινε σταθερὸς μέχρι τὴν τελευταία του πνοή, ἐνθυμούμενος τὰ λόγια του Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν: «Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ». Σύ, λοιπόν, κακοπάθησε σὰν καλὸς στρατιώτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐγκράτειας ἐκλάμψας Πάτερ Ἰάκωβε, ὡς Ἱεράρχης τοῦ Λόγου καὶ ἀληθὴς λειτουργός, ὠρθοτόμησας πιστῶς λόγον τὸν ἔνθεον οὗπερ τὴν χάριν βέβαιων, δι’ ἀγώνων εὐαγῶν, ἐδίδαξας προσκυνεῖσθε, τὴν τοῦ Σωτῆρος Εἰκόνα, ὦ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Κάθισμα
Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ὡραιότητα τῶν διδαγμάτων σου, καὶ τὴν λαμπρότητα τῶν νοημάτων σου, καὶ οὓς ὑπέστης διωγμούς, σεπτὰ δι᾽ ἐκτυπώματα, Πάτερ ἐκπληττόμενοι, κατὰ χρέος τιμῶμέν σε, Ἰάκωβε πανεύφημε, θυηπόλε τοῦ Κτίστου σου· διὸ σὺν ὑμνῳδίαις βοῶμέν σοι· Σῶσον ἡμᾶς ταῖς πρεσβείαις σου.


 

Ὁ Ἅγιος Θωμᾶς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Πρόκειται γιὰ τὸ Θωμᾶ τὸν Α´ ποὺ διαδέχτηκε τὸν Πατριάρχη Κυριακὸ στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ 607.

Ὁ Θωμᾶς αὐτὸς χειροτονήθηκε διάκονος καὶ προήχθη σὲ Σακελλάριο ἀπὸ τὸν προκάτοχο τοῦ Κυριακοῦ, Ἰωάννη τὸ Νηστευτῆ. Ἡ ὑπόληψη καὶ ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγνοῦ ἐκείνου ἄνδρα πρὸς τὸν Θωμᾶ, ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη μαρτυρία τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ὑπόλοιπης ἀρετῆς του.

Ὁ Πατριάρχης Θωμᾶς Α´, ἔκτισε στὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν ἁγία Σοφία, τὸν μέγα τρίκλινο, ποὺ ἀπὸ τ᾿ ὄνομά του ὀνομάστηκε «Θωμαΐτης», καὶ ἀπὸ κάτω του ἦταν ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Πατριαρχείου. Στὴν ἁγνότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τῆς προσωπικῆς του ζωῆς, πρόσθεσε τὴν δόξα τοῦ ἀγωνιστῆ καὶ ἀκοίμητου φύλακα τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας.

Πέθανε δὲ τὴν 20η Μαρτίου τοῦ 610 καὶ κηδεύτηκε τὴν 22α τοῦ ἴδιου μήνα, ἡμέρα Κυριακή.


 

Οἱ Ἅγιοι Φιλήμων καὶ Δομνῖνος

Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν Ῥώμη καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τῆς μεγάλης καὶ σκληρῆς πάλης τῆς εἰδωλολατρίας κατὰ τοῦ χριστιανισμοῦ. Μὲ τὴν φλόγα τοῦ ζήλου τους γιὰ τὸν Χριστό, πήγαιναν σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἰταλίας καὶ κήρυτταν τὸν αἰώνιο λόγο τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν.

Συνελήφθησαν καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειραν ἀνελέητα, κατόπιν τοὺς φυλάκισαν. Ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωσή τους στὴ χριστιανικὴ πίστη ἐξακολουθοῦσε ἀκέραια, καὶ ἔτσι κάτω ἀπὸ τὰ ξίφη τῶν δημίων ἀξιώθηκαν τοῦ μαρτυρικοῦ στεφάνου.


 

Ὁ Ὅσιος Βήρυλλος ἐπίσκοπος Κατάνης

 

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου. Ὅταν πῆγε μαζί του στὴ Δύση, χειροτονήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν ἐπίσκοπος Κατάνης τῆς Σικελίας.

Ἐκεῖ ὁ Βήρυλλος, ποίμανε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ ποίμνιό του καὶ ἔφερε ἀρκετοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἐπίσης ἀξιώθηκε καὶ νὰ θαυματουργεῖ.

Κάποτε λοιπόν, ὑπῆρχε μία πηγὴ στὴν Κατάνη, ποὺ ἔβγαζε πικρὸ νερό. Ὁ Ἅγιος διὰ τῆς προσευχῆς του, μετέβαλε τὸ πικρὸ νερό, σὲ γλυκό. Ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα αὐτὸ κάποιος φανατικὸς εἰδωλολάτρης, πίστεψε στὸν Χριστό, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ἀρκετοὶ ἄλλοι.

Ὁ Ὅσιος Βήρυλλος πέθανε σὲ βαθιὰ γεράματα καὶ τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε μὲ τιμὲς στὴν Κατάνη, ὅπου μέχρι σήμερα ἀναβλύζει μύρο καὶ θεραπεύει ἀσθένειες σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προσέρχονται σ᾿ αὐτὸ μὲ πίστη.


 

Ὁ Ὅσιος Σεραπίων ὁ Σιδώνιος

 

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σιδῶνα καὶ ἔζησε κυρίως στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ἔλαμπε μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν της. Ἀποδείχτηκε κορυφαῖος στὰ ἔργα ἐλεημοσύνης. Δὲν ἔδωσε μόνο ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ κατόπιν ἐξακολουθοῦσε τὴν φιλάνθρωπη ζωή του μὲ θαυμαστὸ τρόπο.

Μοίραζε στοὺς φτωχοὺς ὅσα εὐσεβεῖς χριστιανοὶ τοῦ ἔδιναν γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἡ δὲ ἀγάπη του στοὺς στερημένους τὸν ὠθοῦσε σὲ ὑπερβολές. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ Εὐαγγελίου, ἐκδηλώθηκε μὲ σπάνιο τρόπο.

Ὅταν τὸν ἔπιαναν οἱ λῃστὲς γιὰ νὰ τὸν πουλήσουν σὰν δοῦλο, αὐτὸς μὲ τὴν πειθὼ ποὺ τὸν διέκρινε, ἔκανε τοὺς λῃστὲς δούλους Χριστοῦ. Κάποτε ὅμως τὸν πούλησαν σὲ κάποιον Λακεδαιμόνιο πρόκριτο, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του πρέσβευε τὴν αἵρεση τῶν Μανιχαίων. Στὴν ἀρχὴ ὁ αἱρετικὸς ἐνέπαιξε τὸν Σεραπίωνα, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀνταπέδωσε μόνο ὑπομονὴ καὶ γλυκύτητα. Μετὰ δυὸ χρόνια ὁ δοῦλος νίκησε τὸν κύριο, ὁ ὁποῖος οἰκογενειακὰ προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία.

Ἔπειτα ὁ Σεραπίων πῆγε στὴν Ἀθήνα, ὅπου κέρδισε πολλὲς ψυχές. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Ῥώμη, ὅπου κατόρθωσε νὰ φέρει στὴν ἐγκράτεια πολλοὺς κοιλιόδουλους. Τελικὰ ὅμως ἐπέστρεψε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο καὶ ἐκεῖ πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα, ἀξιομίμητο παράδειγμα στοὺς ἐκεῖ μοναχούς.


 

Ἡ Ἁγία Μαρία «ἡ ἐν Πέργῃ»

Ἄγνωστη ἡ μάρτυς αὐτὴ στοὺς Συναξαριστές. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Δ 25 φ. 64 α, καθὼς καὶ ἡ ἀσματική της Ἀκολουθία, ποὺ ἡ ἀκροστιχίδα τοῦ Κανόνα της ἀρχίζει: «Δέχου τὸν ὕμνον εὐμενῶς μακαριωτάτη».

Μᾶλλον εἶναι ποίημα τοῦ Θεοφάνους καὶ ἐξυμνεῖται σὰν καλλίνικος μάρτυς.


 

Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυρουδής

Κανονικά, σύμφωνα μὲ τὴν ἡμέρα του μαρτυρίου του 21 Μαρτίου 1547, ἔπρεπε νὰ ἑορτάζεται αὐτὴ τὴν ἡμέρα ὁ Ἅγιος.

Τὸ Μ. Εὐχολόγιο ὅμως, ἄγνωστο πώς, ἀναφέρει τὴν μνήμη του 10 Μαρτίου 1544, ὅπου καὶ παραθέτουμε τὴν βιογραφία του.


 

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας (+ 1800)

 

 


 

Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐκ Βυρίτσας Ρωσίας

 

Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ, κατὰ κόσμο Βασίλειος Νικολάεβιτς Μουραβιέφ, γεννήθηκε στὶς 31 Μαρτίου 1866 στὸ χωριὸ Βαχρομέεβο τῆς ἐπαρχίας Ἀρεφίνσκαγια, τῆς περιφέρειας τῆς πόλεως Γιαροσλάβλ. Τὴν 1η Ἀπριιλίου 1866 βαπτίσθηκε καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Βασίλειος πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Βασιλείου τοῦ Νέου. Οἱ γονεῖς τοῦ Βασιλείου, Νικολάϊ Ἰβάνοβιτς καὶ Χιονὶα Ὀλύμπιεβνα Μουραβιέφ, ἦταν θεοσεβούμενοι καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι. Ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁ Βασίλειος διδασκόταν μαθήματα ἀρετῆς καὶ παρουσίαζε τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς Χριστιανικῆς ψυχῆς, τὰ ὁποία καὶ ἀποκαλύφθηκαν πλήρως, στὰ χρόνια τῆς ὡριμότητάς του.

Ἔφθασε ἡ στιγμή, ὁ Βασίλειος νὰ διαλέξει τὴν σύντροφο τῆς ζωῆς του. Ἔτσι τὸ ἔτος 1890, μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ πνευματικοῦ του, νυμφεύεται τὴν Ὄλγα Ἰβάνοβνα Ναϊντένοβα.

Τὸ ἔτος 1895 γεννήθηκε ὁ υἱός τους, ὁ Νικόλαος καὶ μετὰ ἡ κόρη τους, ἡ Ὄλγα. Ὅμως τὸ κορίτσι πέθανε σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία καὶ μετὰ τὸν θάνατό της, ὕστερα ἀπὸ κοινὴ συμφωνία, καὶ εὐλογία τοῦ γέροντα Βαρνάβα, οἱ σύζυγοι Μουράβιεφ συνεχίζουν τὴν κοινή τους ζωὴ ὡς ἀδέλφια. Οἱ προσευχὲς τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα τοὺς βοήθησαν νὰ κρατηθοῦν στέρεοι στὴν ἀπόφασή τους.

Τὸ ἔτος 1903 ἡ Ρωσία ἑόρτασε τὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ βρεθοῦν ἐκεῖ, στὴ μονὴ τοῦ Σαράτοβο, ἡ Ὄλγα μὲ τὸν Βασίλειο. Ὁ Βασίλειος ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία ἐκτιμοῦσε βαθιὰ τὸν Ὅσιο Σεραφείμ. Θυμόταν πάντα τὰ λόγια τοῦ Ὁσίου, ὅτι ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀπὸ τὸ ἔτος 1917 ἀρχίζει ἡ ἐποχὴ τῆς δοκιμασίας γιὰ τὴν Ρωσία. Κατὰ τὰ πρῶτα τρία χρόνια μετὰ τὴν Ὀκτωβριανὴ ἐπανάσταση, ἡ οἰκογένεια Μουραβιὲφ μένει ἐκτὸς πόλεως. Ἡ νέα ἐξουσία κρατικοποίησε τὴν ἐμπορικὴ ἐπιχείρηση τῆς οἰκογένειας Μουραβιὲφ καὶ ὁ Βασίλειος, ἐλεύθερος πλέον ἀπὸ τὶς κοσμικές του ὑποχρεώσεις, βυθίζεται στὴ μελέτη τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Πατέρων.

Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτη τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως, Βενιαμίν, καταφεύγει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, καὶ στὶς 13 Σεπτεμβρίου 1920 ὁ Βασίλειος ὑποβάλλει αἴτηση στὴ γεροντία τῆς Λαύρας, μὲ παράκληση νὰ τὸν δεχθοῦν στὴν ἀδελφότητα. Ἡ ἀπάντηση ἦταν θετική. Τὸ πρῶτο διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε ἦταν αὐτὸ τοῦ νεωκόρου. Τὴν ἴδια περίοδο γίνεται δόκιμη τῆς μονῆς Νοβοντέβιτσι καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Βασιλείου, ἡ Ὄλγα.

Ἤδη στὶς 26 Ὀκτωβρίου 1920 ὁ Ἐπίσκοπος Βενιαμὶν εὐλογεῖ τὴ χειροθεσία τῶν δόκιμων Βασιλείου καὶ Ὄλγας, ποὺ ὀνομάζονται ἀντίστοιχα Βαρνάβας καὶ Χριστίνα. Σὲ λίγο ὁ πατέρας Βαρνάβας γίνεται ἱεροδιάκονος καὶ τοῦ ζητεῖται νὰ ἀναλάβει τὸ γραφεῖο τοῦ κοιμητηρίου. Αὐτὴ ἡ θέση ἦταν ἡ πιὸ δύσκολη στὴ μονή.

Στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1921 ὁ Μητροπολίτης Βενιαμὶν χειροτόνησε τὸν πατέρα Βαρνάβα σὲ ἱερέα. Ὁ πρώην ἔμπορος γνώριζε καλὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ διαφορετικὰ στρώματα, ἀπὸ ἕναν ἁπλὸ ἐργάτη μέχρι τὸν διανοούμενο καὶ κατανοοῦσε τὶς πνευματικές τους ἀνάγκες καὶ τὰ προβλήματά τους. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ οἱ ψυχὲς πολλῶν πιστῶν στρέφοντας στὸν ἁπλὸ καὶ πρᾶο πατέρα Βαρνάβα. Ὅλο καὶ περισσότερος κόσμος ἐρχόταν στὸ κελί του γιὰ πνευματικὴ καθοδήγηση καὶ παρηγοριά.

Λίγο πρὶν τοῦ ἀνατεθεῖ τὸ διακόνημα τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως κείρεται, περὶ τὰ τέλη τοῦ 1926 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1927, μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Σεραφείμ, πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.

Κατὰ τὴν περίοδο τῶν ταραχῶν ὁ ταπεινὸς ἀσκητὴς ἔλεγε πρὸς τοὺς πιστούς: «Ἡ ὑπομονή σας θὰ ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας. Σὲ μᾶς μένει μόνο νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας στὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶμε γιὰ συγχώρεση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεός Του».

Ὅμως οἱ πολύωρες ἐξομολογήσεις μέσα στὸ ναό, οἱ συνεχεῖς ψύξεις, οἱ ἀπίστευτα φυσικὲς καὶ πνευματικὲς ὑπερφορτώσεις, ἐπιδείνωσαν τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου Σεραφείμ. Οἱ ἰατροὶ διέγνωσαν μεσοπλεύρια νευραλγία, ρευματισμὸ καὶ θρομβοφλεβίτιδα τῶν κάτω ἄκρων ταυτόχρονα. Οἱ πόνοι στὰ κάτω ἄκρα ἔγιναν ἀβάσταχτοι. Γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν ἔλεγε σὲ κανέναν τίποτα γιὰ τὶς ἀσθένειές του καὶ συνέχιζε μὲ ἀπίστευτη γενναιότητα νὰ τελεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου φώτιζε πάντοτε μία ἠρεμία καὶ χαρὰ καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ τὸν πόνο ποὺ ἔνιωθε. Μόνο ἡ φωνή του κάποια στιγμὴ γινόταν πολὺ σιγανή.

Ἔφθασε ἡ ἡμέρα ποὺ ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι.

Τὴν καινούργια δοκιμασία, τὴν ἀσθένεια, τὴν δέχθηκε ὁ Ὅσιος μὲ ἐξαιρετικὴ ἠρεμία καὶ ὑπομονή, σὰν νὰ ἦταν τὸ ἑπόμενο λειτούργημα ποὺ τοῦ ζήτησε ὁ Θεός. Δὲν ὑπῆρχε οὔτε μικροψυχία, οὔτε δυσαρέσκεια. Εὐχαριστώντας συνέχεια τὸν Κύριο, ὁ Ὅσιος ἔλεγε σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν: «Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀξίζω περισσότερα! Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ χειρότερες ἀσθένειες!».

Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου παρουσίαζε ἐπιδείνωση. Ἦταν ἑξήντα τριῶν ἐτῶν τότε. Ἐμφανίσθηκαν ἡ πνευμονικὴ καὶ καρδιακὴ ἀνεπάρκεια. Οἱ ἰατροὶ τὸν συμβούλευσαν νὰ μετακομίσει στὴν ἐξοχὴ καὶ ἐπιλέχθηκε ἡ περιοχὴ τῆς Βυρίτσας.

Πρὸς μίμηση τοῦ οὐράνιου διδασκάλου του, ὁ Ὅσιος Γέροντας τῆς Βυρίτσας προσευχόταν στὸν κῆπο ἐπάνω σὲ πέτρα, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ θαυματουργοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ προσευχόταν καθημερινὰ ἐπάνω στὴν πέτρα. Καὶ οἱ προσευχές του ἔφθαναν στὸν Κύριο. Ἡ ἀγάπη ἀποκρινόταν στὴν ἀγάπη. Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει πόσες ἀνθρώπινες ψυχὲς ἔσωσαν ἐκεῖνες οἱ προσευχές.

Ὅμως ὁ χρόνος τοῦ γήϊνου ταξιδιοῦ τοῦ Ὁσίου, πλησίαζε στὸ τέλος. Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ γνώριζε τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ περνοῦσε στὴν αἰωνιότητα. Μία μέρα πρὶν τὸ τέλος του, εὐλόγησε τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους του μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ.

Πολὺ νωρὶς ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ τοῦ ἔτους 1949 φανερώθηκε στὸν Ὅσιο Σεραφεὶμ ἡ Παναγία καὶ μὲ τὸ δεξί της χέρι τοῦ ἔδειξε τὸν οὐρανό. Ὁ Ὅσιος παρακάλεσε νὰ μὴν τὸν ἐνοχλήσει κανείς. Ἡ ἡμέρα πέρασε μὲ πολλή προσευχή, τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ Ψαλτηρίου. Γύρω στὶς 2, μετὰ τὸ μεσονύκτιο, ὁ Ὅσιος Σεραφεὶμ ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ψελλίζοντας τὴν ἱκεσία «Σῶσε, Κύριε καὶ ἐλέησε ὅλον τὸν κόσμο» ἔφυγε γιὰ τὴν αἰωνιότητα.