I. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (ΑΓΚΩΝΑ)
ΚΟΡΑΗΣ (ΠΑΡΙΣΙ)
2 Δεκεμβρίου 1827
Ἕρμαιον θεωρῶν τὰς στιγμὰς τῆς ἀσχολίας μου ὅσας μὲ δίδει ἡ προσδοκία τοῦ πλοίου τοῦ μέλλοντος νὰ ἔλθῃ εἰς τοῦτον τὸν λιμένα διὰ νὰ μὲ παραλάβῃ, σὲ ὁμολογῶ χάριτας, ἀγαπητέ μου Κοραῆ, διὰ τὸ Ἐγχειρίδιον τοῦ Ἐπικτήτου, καὶ δι\’ ὅσα ἐνόμισες εὔλογα καὶ δίκαια νὰ εἴπῃς περὶ ἐμοῦ εἰς τὰ προλεγόμενα. Ἔσο βέβαιος ὅτι ὑπάγω εἰς τὴν Ἑλλάδα μὲ σκοποὺς εὐθεῖς, ὁποῖοι ὅσον θέλουσι λάβει τὴν συνδρομὴν τῶν ὁμογενῶν μας, καὶ ὀλίγον τι τῶν περιστάσεων θέλουν ἀποδείξει, ἐλπίζω, δικαίαν τὴν περὶ ἐμοῦ ἀγαθὴν ὑπόληψιν. Σὲ εὔχομαι λοιπόν, ἄνερ σεβάσμιε, ὑγείαν καὶ μακροβιότητα, διὰ νὰ κρίνῃς περὶ τῶν τοιούτων μοι σκοπῶν, καὶ τολμῶ νὰ εἴπω διὰ νὰ χαρῇς τοὺς καρποὺς των.
Ὡς τόσον δόσε χεῖρα βοηθείας εἰς τὰ σχολεῖα τὰ προσωρινῶς εἰς Τεργέστην Ἐνετίαν καὶ Ἀγκῶνα καταστημένα δι\’ ὠφέλειαν τῶν ἑλληνοπαίδων, ὅσα αἱ τῆς πατρίδος των συμφοραὶ ἐξέβρασαν εἰς τὰ παράλια τοῦ Ἀδριατικοῦ.
Ὁ κύριος Dufart θέλει σὲ ζητήσει τρία ἀντίτυπα τῶν πονημάτων σου καὶ θέλει σὲ πληρώσει τὴν τιμήν των μὲ τὴν ἔκπτωσιν, ὁποίαν ἡ πατριωτικὴ γενναιοψυχία σου θέλει συγχωρήσει. Ἠξεύρω ὅτι τὰ κατὰ Σὲ χρηματικὰ εἶναι στενά, ἀλλ\’ ἐλπίζω ὅτι εἰς ὀλίγον καιρὸν θέλει παύσει ἡ τοιαύτη στενοχωρία σου.
Προσπάθησε νὰ βάλῃς εἰς τάξιν τὴν ὑπόθεσιν τοῦ Ληγάτου τοῦ ὁποίου τὴν ἐπιτροπὴν ἔχεις ὁμοῦ μὲ τὸν κύριον Φωτίλαν καὶ κύριον Μαυρομάτην. Ὁ ὑστερινὸς αὐτὸς εὑρισκόμενος ἀκόμη εἰς τὴν συνοδίαν μου, συγκατανεύει εἰς τὸ νὰ τεθῇ ἡ περὶ ἧς ὁ λόγος μικρὰ ποσότης εἰς τὸ κιβώτιον τῶν Ὀρφανῶν, τὸ ὁποῖον κρατῶσιν εἰς χεῖρας των οἱ κύριοι αὐτάδελφοι Hentsch ἐκ Γενεύης πληρώνοντες περὶ αὐτῆς τόκον 4 καὶ 1/2 τὰ ἑκατόν. Ἂν δίδῃς τὴν γνώμην εἰς τὴν τοιαύτην διάταξιν, φθάνει νὰ προσθέσῃς εἰς τὴν ἀποστολὴν τῆς ρηθείσης ποσότητος τὴν ἑξῆς σημείωσιν πρὸς τοὺς αὐτοὺς κυρίους Hentsch: Διὰ νὰ τεθῇ εἰς τὸ κιβώτιον τὸ περὶ τῶν ὀρφανῶν εἰς ξενιτείαν Ἑλλήνων καὶ διὰ νὰ εἶναι εἰς τὴν κυβέρνησιν τοῦ κυρίου κόμητος Καποδίστρια.
Παύω τὸν λόγον μου ζητῶν τὰς εὐλογίας σου καὶ ἐπαναλαμβάνων τὰς πιστώσεις τῆς ἀπλάστου φιλίας μου.