
Ὅταν φύγαμε ἀπὸ τὴ Σκωτία, γιὰ τὰ Νότια, χρειάστηκε νὰ βροῦμε ἕνα σπίτι. Οἱ συγγραφεῖς ποὺ πλουτίζουν ξαφνικά, πολὺ συχνὰ παρασύρονται ἀπὸ τὸν πειρασμὸ νὰ ζήσουν ἕνα εἶδος ζωῆς πολὺ πέρα ἀπὸ τὶς δυνατότητές τους. Ἡ δική μου ἔμφυτη συντηρητικότητα ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀνεχτεῖ τέτοιες ἐλαφρότητες. Γι\’ αὐτό, ἀντὶ νὰ ἀγοράσουμε κανένα ἱστορικὸ μέγαρο, νοικιάσαμε ἕνα μικρὸ διαμέρισμα σὲ μίαν ἥσυχη συνοικία τοῦ Λονδίνου.
Ὓστερ\’ ἀπὸ τὴ δεύτερη νουβέλα μου, ὅμως, ἡ περιουσία μας δὲν ἔδειξε τάσεις νὰ λιγοστέψει, κι ὅταν ἡ γυναίκα μου δήλωσε πὼς ἦταν πιὰ καιρὸς ν\’ ἀγοράσουμε ἕνα σπίτι στὴν ἐξοχή, συμφώνησα ἀπόλυτα μαζί της. Ἀφοῦ ψάξαμε λίγους μῆνες, στὸ τέλος σταθήκαμε ἀρκετὰ τυχεροὶ καὶ βρήκαμε στὸ Σάλινγκτον τοῦ Σάσεξ, μακριὰ ἀπὸ τὸ δημόσιο δρόμο καὶ τὴν κίνηση τῶν αὐτοκινήτων, τὸ σπίτι ὅπου ζοῦσε ἄλλοτε ὁ ἐφημέριος τῆς περιοχῆς, πολὺ χαριτωμένο, μὲ ὁλότελα δικό του χαρακτήρα, μὲ κῆπο ποὺ τὸν ἔκλειναν ψηλοὶ τοῖχοι τοῦ παλιοῦ καιροῦ καὶ μὲ ὡραιότατη θέα στὸ Ντάουνς.
Τὸ σπίτι ἦταν χτισμένο μὲ πελεκητὴ πέτρα, ἐδῶ καὶ πενήντα χρόνια, ἀπὸ τὸν βικάριο τοῦ Σάλινγκτον, ποὺ ἔζησε ἐκεῖ ἑξήντα ὁλόκληρα χρόνια μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα τοῦ – ἁπλὸ παλιὸ οἰκοδόμημα, σὲ μία περιοχὴ ὅπου τὰ αἰωνόβια σπίτια εἶναι σὰν τὸν ἄμμο τῆς θάλασσας. Ὁ αἰδεσιμώτατος ἦταν πλούσιος, φιλόξενος κι ἀποφασιστικὸς χαρακτήρας, καθὼς ὅμως περνοῦσαν τὰ χρόνια ἡ γυναίκα του τὸν ξεπερνοῦσε σὲ περιποιητικότητα, φιλόξενη διάθεση κ\’ ἐκκεντρικότητα. Τοὺς λάτρευαν ὅλοι καὶ τοὺς δύο. Ἦταν μεγάλη χαρὰ γιὰ τοὺς φίλους τους, τοὺς ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ καὶ γιὰ τὰ ζῶα τους ἀκόμα. Ἡ καλοσύνη καὶ ἡ πονοψυχιὰ τῆς γυναίκας του πάλι ἦταν ἀπερίγραπτες. Περιφρονώντας τὸ ἁμάξι, ἀνέβαινε στὸ ποδήλατο μὲ τὶς τρεῖς ρόδες κ\’ ἔτρεχε παντοῦ γιὰ ἀγαθοεργίες: νὰ πάει ἕνα καλάθι αὐγὰ κάπου ἢ ἕνα βραστὸ κοτόπουλο. Ἡ μόνη παραχώρηση ποὺ ἔκανε ὅταν πέρασαν τὰ χρόνια καὶ βάρηνε, ἦταν ποὺ πλήρωνε ἕξι πένες στὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ γιὰ νὰ τὴν τραβήξουν ν\’ ἀνέβει τὴν ἀπότομη πλαγιὰ τοῦ λόφου τοῦ Σάλινγκτον.
Τὸ χτῆμα ὓστερ\’ ἀπὸ τὶς ἀπαραίτητες διατυπώσεις, τὸ ἀγοράσαμε ἐπιτέλους καὶ μετακομίσαμε στὸ καινούργιο μας σπίτι. Ἐδῶ πέρα, ὓστερ\’ ἀπὸ τοὺς τελευταίους μῆνες τῆς συγγραφικῆς μου προσπάθειας, πίστευα πὼς θὰ ξεκουραζόμουν πραγματικά.
Μ\’ ὅλο ποὺ περίμενα νὰ χαρῶ λίγην ἀπομόνωση, ἀποκλεισμένος καθὼς ἤμουν στὴ μοναξιὰ τοῦ μικροῦ μας χτήματος, γελάστηκα πολὺ πικρά. Ὁ καινούργιος κόσμος, ὅπου ξαφνικὰ βρέθηκα, ἦταν πολὺ πιὸ μανιασμένος ἀπὸ τὸν παλιό. Ἡ ἐπιτυχία στὴ λογοτεχνία σοῦ φέρνει πολλὰ παρεπόμενα. Ἔτσι, σὲ λίγον καιρὸ κατάλαβα πόσο εἶχα μπλέξει: Ἀμέτρητες εἶναι οἱ προσκλήσεις καὶ οἱ ἀπαιτήσεις γενικὰ ποὺ ἔχει τὸ κοινὸ ἀπὸ ἕνα συγγραφέα, ἀδιάφορο ἂν εἶναι καλὸς ἢ κακός, φτάνει νὰ μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ τὸν βλέπει.
Ἴσως κάποτε νὰ μοῦ ἄρεσε νὰ ἀνακατώνομαι σὲ τέτοιες δουλειές. Καὶ εἶναι σίγουρο πὼς γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ πρὶν ἀπὸ ἐλάχιστα ἀκόμα χρόνια ἀγωνιζόταν σκληρὰ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν ξέρει, θὰ πρέπει νὰ εἶναι πολὺ κολακευτικὸ νὰ τὸν ζητοῦν ὁλοένα διάφορες προσωπικότητες ἢ ὑποπροσωπικότητες, νάναι τὸ γραφεῖο τοῦ γεμάτο ἀπὸ κάρτες ἐπισήμων ποὺ τὸν καλοῦν γιὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο σκοπό. Νὰ τὸν κάνουν πρόεδρο τοῦ Συμβουλίου ἑνὸς μεγάλου Νοσοκομείου, νὰ τὸν προτείνουν μέλος σὲ πολὺ σπουδαῖες ἐπιτροπὲς καὶ συμβούλια, νὰ τὸν πιέζουν ὁλοένα νὰ βάλει ὑποψηφιότητα ὡς μέλος τοῦ Κοινοβουλίου καί, πάνω ἀπ\’ ὅλα, νὰ εἶναι δακτυλοδεικτούμενος παντοῦ: σὲ μεγάλα μαγαζιά, θέατρα, ἐστιατόρια καὶ στὸ δρόμο ἀκόμα καταμεσίς, καί, τότε αὐτὴ ἡ ἀνεπιφύλακτη ἀναγνώριση καὶ ἡ δουλικὴ προσοχή, ποὺ εἶναι ἡ κοινότερη, ἡ συνηθέστερη μορφὴ τῆς δημοτικότητας, σὲ ἀναστατώνει κυριολεκτικᾶ, χωρὶς καν νὰ τὸ θέλεις.
Ἦταν πολὺ παράξενο πράμα, στ\’ ἀλήθεια. Χρόνια τώρα, σπρωγμένος ἀπὸ τὸν ἀχόρταγο κι ἀπαιτητικὸ δαίμονα τῆς ἐπιθυμίας γιὰ ἐπιτυχία, ποὺ ΄ταν συνυφασμένη μὲ τὴ νιότη μου ὁλόκληρη, μ\’ ἔσπρωχναν ἀνελέητα μπορῶ νὰ πῶ, τὰ λιγότερο ἄξια στοιχεῖα τῆς προσωπικότητάς μου. Ζήταγα, χωρὶς νὰ παίρνω ἀνάσα κἄν, ὁλοένα, τὰ χρυσὰ μῆλα τῶν Ἑσπερίδων, δῶρο τῆς Γῆς στὴν Ἥρα, καὶ τώρα ποὺ ὁ καρπὸς ἦταν στὴ διάθεσή μου, ἕτοιμος γιὰ φάγωμα, ξαφνικά, ὅλη αὐτὴ τὴν ἱστορία τὴν ἔβλεπα σὰν κάτι ποὺ χτυποῦσε, φυσικά, στὸ μάτι ἀλλὰ δὲν περιεῖχε καμιὰν ἀπολύτως ἀξία.
Ποιὸς νἄταν ὅμως ὁ λόγος αὐτῆς τῆς παράξενης ἀλλαγῆς νοοτροπίας καὶ αἰσθημάτων; Ὡς ἕνα σημεῖο, ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, γιὰ πρώτη φορὰ στὴ ζωή μου, ποὺ ὡς τώρα τὴν εἶχα περάσει σὲ ἀδιάκοπη δουλειά, εἶχα εὐκαιρία νὰ σκέφτομαι. Τὸ πρόβλημα πού ἄρχιζε νὰ μὲ κυριεύει ἦταν: Ποῦ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ ἀξία ὅλων αὐτῶν τῶν πραγμάτων ; Ἀπ\’ τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουν φοιτητὴς ἀκόμα, κάθε τί ποὺ εἶχα θελήσει εἶχε «πετύχει». Ἀκόμα καὶ τούτη ἡ τελευταία καὶ πολὺ πιὸ δύσκολη ἐπιχείρηση, στὸ χῶρο τῶν γραμμάτων, εἶχε ἀπίστευτα καὶ καταπληκτικὰ ἐπιτύχει. Τώρα οἱ νουβέλες μου πουλιόνταν παντοῦ. Καὶ στὶς μακρινότερες ἐπαρχίες τ\’ ὄνομά μου ἦταν γνωστό. Ἕκτος ἀπὸ τὰ συγγραφικά μου δικαιώματα, ὁ κινηματογράφος καὶ χίλιες δύο ἄλλες περιπτώσεις μοῦ αὔξαιναν τὸ εἰσόδημά μου, σὲ τέτοιο βαθμό, ὅσο ποτὲ δὲν εἶχα κἄν ὀνειρευτεῖ. Ἤμουν κι εὐτυχισμένος; Δὲ μπορῶ νὰ ὑποστηρίξω πὼς ἤμουν δυστυχής.
Ὡστόσο, ἔνιωθα καθαρὰ μέσα μου ἕνα αἴσθημα κενοῦ καὶ δυσαρέσκειας. Καταλάβαινα ὁλοένα καὶ πιὸ πολὺ τὴ ματαιότητα τῶν πραγμάτων καὶ τῶν ἐπιδιώξεών μου. Καί, κάτι ἀκόμα πιὸ πολύ, ἄρχισα πολὺ ἀμυδρά, στὴν ἀρχή, νὰ καταλαβαίνω πόσο μεγάλη προσοχὴ εἶχα δώσει σὲ μικρολεπτομέρειες τῆς ζωῆς καὶ πόσο εἶχα ἀφήσει κατὰ μέρος τὴν οὐσιαστική της πλευρά. Ὅλη μου ἡ ἐνεργητικότητα εἶχε ξοδευτεῖ ἀποκλειστικὰ γιὰ λίγη κοσμικότητα. Εἶχα ξεχάσει, ἢ ἴσως δὲν εἶχα σκεφτεῖ ποτέ, τὸ βασίλειο τοῦ πνεύματος. Οἱ θεοί μου στάθηκαν ψεύτικοι θεοί. Καὶ τώρα, μὲ κάποιαν ἀπογοήτευση, τὰ μάτια μου ἀντίκριζαν κατάματα τὴ ματαιότητα τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων καὶ μὲ κυρίευε ἡ ἀνάγκη ἄλλων ἀναζητήσεων ποὺ ΄χουν τὸ χάρισμα τῆς αἰωνιότητας.
Σ\’ αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψη μὲ βοήθησε μία τυχαία ὁλότελα συνάντηση. Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἔκανα πολὺ ταχτικὰ παρέα μ\’ ἕνα συμπατριώτη μου, ποὺ ἤμαστε συμμαθητὲς ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἀκόμα καὶ ὕστερα σπουδάζαμε μαζὶ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Γλασκώβης. Αὐτὸν ποὺ ἔχω ἀναφέρει ξανὰ μὲ τ\’ ὄνομα Τσίσχολμ. Ἦταν ἀνθρωπος προικισμένος μὲ χίλια χαρίσματα, γλυκός, ὄμορφος, μὲ ἀξιοσημείωτη εὐφράδεια. Ὁ Φίλιπ Τσίσχολμ εἶχε παρατήσει τὴν ἰατρικὴ κι ἀκολούθησε πολιτικὴ καριέρα μὲ τόσην ἐπιτυχία, ὥστε τώρα ἦταν βουλευτής, ἀντιπρόσωπος μιᾶς βορεινῆς ἐπαρχίας. Μετὰ τὸ Πανεπιστήμιο δὲν ἔτυχε ν\’ ἀκούσω τίποτα γι\’ αὐτόν, ὅταν ὅμως ἐγὼ ἔγινα γνωστός, ἐκεῖνος ἔσπευσε νὰ ἀνανεώσει τὴ φιλία μας – κι αὐτὸ τὸ γεγονὸς δίνει μίαν ὄψη τοῦ χαρακτήρα του.
Στὶς κουβέντες μας, ὓστερ\’ ἀπὸ τὸ φαγητὸ στὸ Γκάρικ Κλάμπ, ἢ μετὰ ἀπὸ τὸ τσάι στὴν ταράτσα τοῦ Κοινοβουλίου, συνήθιζε νὰ μιλάει γιὰ τὰ παλιὰ τὰ χρόνια μὲ πολὺ εἰρωνικὴ διάθεση. Δὲ χαριζόταν οὔτε στὶς φοιτητικές μας μέρες. Ἐκεῖνος καὶ γώ, ἀπ\’ ὅλη μας τὴν παρέα, ἤμαστε οἱ μόνοι ποὺ ἀκουστήκαμε, ποὺ βγάλαμε ὄνομα. Εἴχαμε σκαρφαλώσει πολὺ ψηλά, ἀφήνοντας πολὺ πίσω τούς ἄλλους. Φυσικά, δὲν ἤξερε κανεὶς τί μᾶς ἑτοίμαζε τὸ μέλλον. Τοὺς ἄλλους τοὺς κακόμοιρους – ἐμεῖς ποὺ εἴχαμε τὸν κόσμο κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας – πολύ τοὺς λυπόμαστε.
Τὸ Μάη ἐκείνης τῆς χρονιᾶς, ὁ Τσίσχολμ μοῦ ζήτησε νὰ πάω μαζί του γιὰ ψάρεμα. Ἕνας πλούσιος συνάδελφός του στὴ βουλή, ὁ σὲρ Χάρολντ Β—που ἔμενε κοντὰ στὸ Χάμπσαιρ Ἔϊβον, ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα καὶ ἴσως τὸ πιὸ ὀνομαστὸ ποτάμι τῆς Ἀγγλίας γιὰ σολωμό, – θὰ ἔπαιρνε μέρος σὲ μία ἀντιπροσωπεία στὴ Γενεύη, καὶ ἄφηνε τὸ σπίτι του στὸν Τσίσχολμ γιὰ καμιὰ δεκαπενταριὰ μέρες, ὅσον καιρὸ θὰ ἔλειπε. Ἦταν μία εὐκαιρία μοναδική, ποὺ δὲν ἔπρεπε νὰ πάει χαμένη. Ξεκινήσαμε μαζὶ καὶ οἱ δύο.
Τὸ ποτάμι ἦταν περίφημο, γεμάτο ψάρια. Ὁ Τσίσχολμ, ποὺ ἤξερε νὰ ζεῖ τὴ ζωή του καὶ νὰ χαίρεται τὸ κάθε τί, ἦταν, ἐκτὸς ἀπ\’ ὅλα τὰ ἄλλα, ἀστείρευτη πηγὴ γιὰ διασκεδαστικὲς ἱστορίες κ\’ ἔκανε περίφημη παρέα.
Δύο μέρες ὓστερ\’ ἀπ\’ τὸν ἐρχομό μας, ἡ οἰκονόμος τοῦ σπιτιοῦ γλίστρησε καὶ χτύπησε στὴν ἐπιγονατίδα της. Δὲ φαινόταν τίποτα τὸ σοβαρό, ὅταν ὅμως ἐμεῖς οἱ δύο ἀποστάτες τῆς ἰατρικῆς προσφερθήκαμε νὰ τὴ βοηθήσουμε, ἡ καλὴ γυναίκα δὲ θέλησε ν\’ ἀκούσει κουβέντα. Κανεὶς ἀπὸ μᾶς δὲ θὰ τὴ φρόντιζε. Ἐκείνη ἤθελε τὸ δικό της γιατρὸ ποὺ ἦταν στὸ χωριό. Μᾶς περιέγραψε μάλιστα μὲ μεγάλον ἐνθουσιασμὸ τὴν ἐπιδεξιότητα καὶ τὰ κατορθώματά του, καὶ τόσο ἔντονα, ὥστε ὁ Τσίσχολμ γύρισε καὶ μὲ κοίταξε χαμογελώντας.
Μετὰ μίαν ὥρα ὁ γιατρὸς τοῦ χωριοῦ ἦρθε. Μὲ μία λέξη καθησύχασε τὴ γυναίκα κ\’ ἔβαλε τὸ πόδι στὴ θέση του, μὲ μεγάλη πραγματικὰ ἐπιδεξιότητα. Τότε μονάχα γύρισε πρὸς τὸ μέρος μας.
— Ὧ Θεέ μου, ξεφώνισε ὁ Τσίσχολμ μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα ! Ὁ Κάρυ!…
Πραγματικά, μπροστὰ μας ἦταν κάποιος ποὺ ἀνῆκε σ\’ ἐκεῖνο τὸ παρελθὸν ποὺ τόσο συχνὰ καὶ τόσο εἰρωνικὰ ἀναθυμόταν ὁ Τσίσχολμ. Τὸν εἴχαμε γνωρίσει ὅταν ἦταν παιδὶ ἀκόμα. Ἦταν κοντός, ἀσήμαντος καὶ φτωχός. Δὲ μποροῦσε νὰ ἀνοίξει τὸ στόμα του, ἄλλα μιλοῦσε συνήθως μεσ\’ ἀπὸ τὰ δόντια του – πολὺ σπάνια τὸν δεχόμαστε στὴν ἐκλεκτή μας παρέα, ποὺ στριφογύριζε δώθε-κείθε στοὺς δρόμους τοῦ Λίβερπουλ.
Ἂν τὸν πρόσεχε κανεὶς ποτέ, ἀφορμὴ ἦταν τὰ ἐλαττώματά του. Τὸ ἕνα του πόδι ἦταν πολὺ πιὸ κοντὸ ἀπὸ τὸ ἄλλο, γι\’ αὐτὸ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ φοράει παπούτσι μὲ τακούνι ψηλὸ ἕξι ἴντσες. Ὁ Τσίσχολμ τοῦ εἶχε βγάλει καὶ τὸ ἀπαραίτητο παρατσούκλι. Πολλὲς φορές, σὰν ἤμαστε μικροί, ἀποφάσιζε ὁ κακομοίρης μὲ πολὺ κέφι νὰ μᾶς κυνηγήσει γιὰ νὰ σταματήσουμε τὴν κοροϊδία, ποῦ ὅμως νὰ μᾶς φτάσει.
Πῶς τὸν κοροϊδεύαμε, Θεέ μου!… Γιὰ μᾶς ὁ Κάρυ ἦταν ἕνα πλάσμα παράξενο. Τὰ ροῦχα του, μ\’ ὅλο ποὺ ἦταν πολὺ προσεχτικὰ ραμμένα καὶ μπαλωμένα, ἦταν φριχτά! Ἡ οἰκογένειά του ἦταν πολὺ παρακατιανή. Ἡ μητέρα του, μία λιπόσαρκη χήρα ἑνὸς αἰωνίως μεθυσμένου ἀλήτη, συντηροῦσε τὸν ἑαυτό της καὶ τὸ γιὸ της καθαρίζοντας διάφορα μαγαζιά. O Τσίσχολμ κι αὐτὸ ἀκόμα τὸ κορόιδευε ἐπιγραμματικά: «Ἡ μητέρα τοῦ Κάρυ πλένει ὅλων τῶν λογιῶν τὶς σκάλες».
Ὁ Κάρυ συμπλήρωνε τὰ ἔξοδα τῆς οἰκογενείας δουλεύοντας κι αὐτός. Σηκωνόταν στὶς πέντε κάθε πρωὶ καὶ μοίραζε γάλα στὰ σπίτια. Αὐτὴ μάλιστα ἡ ἀτέλειωτη βόλτα πολλὲς φορὲς τὸν ἔκανε νὰ ἔρχεται ἀργὰ στὸ σχολεῖο. Τότε παρουσιαζόταν τὸ κοντὸ κουτσὸ ἀγόρι στὴν τάξη τρέμοντας.
Ὁ δάσκαλος, γελώντας κάτω ἀπὸ τὰ μουστάκια του, ἔλεγε:
— Ὡραία, πολὺ ὡραία… Ὥστε ἄργησες πάλι;
— Μ… μ… μάλιστα, κύριε!
— Καὶ ποῦ ἦταν ἡ ἀφεντιά σου; Ἀσφαλῶς, θὰ ΄πινες τὸν καφέ σου μαζὶ μὲ τὸν κύριο Δήμαρχο!
— Ο… ο… ὄχι!
Σὲ κάτι τέτοιες στιγμὲς ὁ Κάρυ εἶχε ἕνα φοβερὸ ψεύδισμα ποὺ πολὺ τὸν βασάνιζε. Δὲ μποροῦσε νὰ προφέρει οὔτε μία συλλαβὴ σωστή. Κι ὅλα τὰ παιδιὰ στὴν τάξη, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὸ μειδίαμα τοῦ δάσκαλου, ξέσπαγαν σὲ ἀσυγκράτητα γέλια.
Ἂν ἦταν ἔξυπνος ὁ Κάρυ, τότε, ὅλα θὰ μποροῦσαν νὰ πήγαιναν καλὰ γι\’ αὐτόν. Στὴ Σκωτία ὅλα τὰ συγχωροῦν στοὺς ἀτσίδες, ἀλλά, μ\’ ὅλο ποὺ ὁ Κάρυ δὲ σήκωνε κεφάλι ἀπὸ τὸ βιβλίο, οἱ προφορικὲς ἐξετάσεις ἦταν γι\’ αὐτὸν ἡ μεγάλη καταστροφή.
Ὅλ\’ αὐτὰ τὴ βασάνιζαν καὶ τὴ δόλια τὴ μητέρα τοῦ Κάρυ. Λαχταροῦσε νὰ διακριθεῖ ὁ γιὸς της σ\’ ἕνα εἰδικὸ πεδίο. Ἂς ἦταν φτωχή, ἀσήμαντη καὶ καταφρονεμένη. Στὴν περήφανη θρησκευτικότατη ψυχὴ της ἔκρυβε μία φλογερότατη φιλοδοξία. Λαχταροῦσε νὰ ἰδεῖ τὸ γιὸ της ἱερωμένο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σκωτίας. Τί φοβερὴ τρέλα! Ὅμως, ἡ μητέρα τοῦ Κάρυ εἶχε πάρει ὅρκο νὰ βάλει ὅλα της τὰ δυνατὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ ἐπιθυμία της ἐκείνη ἢ νὰ πεθάνει.
Τοῦ Κάρυ πολὺ περσότερο τοῦ ἄρεσε ἡ ἀνοιχτὴ ἐξοχή, παρὰ οἱ προσευχὲς τῶν ἱερωμένων. Ἀγαποῦσε πολὺ τὰ δάση καὶ τὶς ἀνοιχτὲς ἐκτάσεις ποὺ ΄ταν γεμάτες ρείκια στὴν πατρίδα μας. Καθὼς σερνόταν μάλιστα, κουτσαίνοντας πλάι μας, στὶς διάφορες ἐκδρομές μας, τέντωνε ἀχόρταγα τ\’ αὐτιὰ του ὅταν κουβεντιάζαμε γιὰ τὰ σχέδιά μας καὶ γιὰ τὴν ἰατρικὴ ποὺ θὰ σπουδάζαμε. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ὁ Κάρυ εἶχε τρομερὴ ἐπιθυμία νὰ γίνει γιατρός.
Ὅμως ἡ ὑποταγὴ ἦταν ἔμφυτη στὴν εὐγενική του φύση, κι ὅταν τελείωσε τὸ σχολεῖο, μπῆκε στὸ κολέγιο ὡς σπουδαστὴς τῆς Θεολογίας. Ἕνας Θεὸς ξέρει πῶς τὰ κατάφεραν αὐτὸς καὶ ἡ μάνα του. Ἐκείνη σφιγγόταν καὶ στεροῦσε τὸ κάθε τι ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, τὸ πρόσωπό της ἀδυνάτιζε ὁλοένα καὶ περσότερο, μὲς στὰ θαμμένα μάτια της ὅμως ἡ φωτιὰ ἦταν ἄσβηστη. Ὁ ἴδιος ὁ Κάρυ, μ\’ ὅλο ποὺ δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου ἡ σπουδὴ αὐτοῦ τοῦ εἴδους, δούλευε σὰ σκυλὶ ἡρωικότατα.
Ἔτσι, πολὺ νωρίτερα ἀπ\’ ὅ,τι μποροῦσε κανεὶς νὰ φανταστεῖ, ὁ Κάρυ πῆρε τὸ χαρτὶ του εἰκοσιτεσσάρων χρονῶν καὶ μπῆκε στὴν ὑπηρεσία τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σκωτίας. Ἡ θαυμαστὴ ἐξέλιξη τοῦ γιοῦ τῆς καθαρίστριας ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Ἦταν ἐφημέριος τώρα πιά. Τὸν πρότειναν γιὰ τὴν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας καὶ ὅρισαν νὰ κάμει καὶ τὸ δοκιμαστικό του κήρυγμα.
Μεγάλο πλῆθος συνάχτηκε γιὰ νὰ ἰδεῖ «τί πράμα ἦταν ὁ καινούργιος παπάς». Κι ὁ Κάρυ, ποὺ βδομάδες ὁλόκληρες ἀποστήθιζε τὸ λόγο του, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα νιώθοντας τὸν ἑαυτὸ του τέλεια προετοιμασμένο. Ἄρχισε νὰ μιλάει μὲ φωνὴ σοβαρὴ καί, γιὰ λίγην ὥρα, τὰ πήγαινε περίφημα. Ὕστερα, ξαφνικά, ἄρχισε νὰ αἰσθάνεται πὼς ὁλάκερες φράσεις τοῦ διαφεύγανε, πρόσεξε τὴ μητέρα του πού, φορώντας τὰ καλά της στεκόταν μπρὸς-μπρὸς μὲ τὴ ματιὰ της γεμάτη ἐνθουσιασμὸ καρφωμένη πάνω του. Ἕνα φοβερὸ ρίγος δυσπιστίας γιὰ τὸν ἑαυτὸ του τὸν κυρίεψε. Ἄρχισε νὰ διστάζει, ἔχασε τὸ νῆμα τῶν ἰδεῶν του κι ἄρχισε νὰ τραυλίζει. Ὅταν τὸν ἔπιανε ἐκείνη ἡ φριχτὴ ἀδυναμία στὴν κουβέντα, τὸ ΄ξερε πὼς ἦταν χαμένος. Ἐξακολούθησε τὸν ἀγώνα του μὲ θανάσιμη ἀγωνία, καθὼς ὅμως ἀγωνιζόταν μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα νὰ βρεῖ τὶς λέξεις ποὺ τοῦ ἔφευγαν, ξεχώρισε καθαρὰ τὰ γεμάτα σημασία χαμόγελα. Ἄκουσε μάλιστα κ\’ ἕνα ἐλαφρότατο γέλιο. Ὕστερα εἶδε πάλι τὸ πρόσωπο τῆς μητέρας του καὶ δὲ μπόρεσε πιὰ ν\’ ἀνοίξει τὸ στόμα του. Ἁπλώθηκε μακριὰ καὶ τρομερὴ σιωπὴ καὶ ὕστερα ὁ Κάρυ ἔδειξε πὼς τελείωσε, ἀρχίζοντας τὸν ὕμνο.
Σὲ μία ὥρα, ὅταν ἡ μητέρα τοῦ Κάρυ γύρισε σπίτι, τὴν ἐπίασε ἀποπληξία. Δὲ μπόρεσε πιὰ νὰ βγάλει μιλιὰ ἀπὸ τὸ στόμα της.
Ὅταν ἔγινε ἡ κηδεία, ὁ Κάρυ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὸ Λέβενφορντ. Κανεὶς δὲν ἤξερε οὔτε νοιάστηκε νὰ μάθει τί ἀπόγινε. Εἶχε στιγματιστεῖ, θὰ τὸν περιφρονοῦσαν σ\’ ὅλη του τὴ ζωὴ γιὰ τὴν ἀποτυχία του. Ὅταν ὓστερ\’ ἀπὸ λίγα χρόνια ἦρθαν νέα του κ\’ ἔμαθα πὼς ἔδινε μαθήματα σ\’ ἕνα σχολεῖο μιᾶς ἀγροτικῆς περιφέρειας, γιὰ μία στιγμὴ τὸν συλλογίστηκα σὰ μιάν ἀπελπισμένη ψυχή, σὰν ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν προορισμένος νὰ χαθεῖ. Τὸν ξέχασα ὅμως πολὺ γρήγορα.
Δούλευα στὸ Λόκλη, ὅταν ὁ Τσίσχολμ, – ποὺ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ εἶχε γίνει πρῶτος βοηθὸς τοῦ Καθηγητοῦ τῆς Ἀνατομίας, – ὅρμησε ἕνα βράδυ στὸ δωμάτιό μου:
— Δὲ θὰ σοῦ περνάει ἀπὸ τὸ μυαλό, εἶπε κοροϊδευτικά, ποιὸς ἦρθε ν\’ ἀσκηθεῖ στὴν Ἀνατομία, στὸ τμῆμα μου. O φίλος μας ὁ κουτσὸ-Κάρυ.
Ἦταν ὁ Κάρυ. Ὁ Κάρυ, ποὺ στὰ εἰκοσιπέντε του χρόνια ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ σπουδάσει γιατρός! Φαινόταν τόσο παράξενος μὲς στὸ φτωχικό του κουστούμι, μὲ τὸ κουτσό του πόδι καὶ τοὺς σκυφτοὺς ὤμους, ἀνάμεσα στὸ χαρούμενο πλῆθος τῶν πρωτοετῶν συμφοιτητῶν του. Κανεὶς δὲν τοῦ μίλησε ποτέ. Ἔπιασε ἕνα δωμάτιο σὲ μιὰ φτωχοσυνοικία, κουτσοπερνώντας μὲ τὰ λίγα λεφτὰ ποὺ τοῦ ἔδιναν οἱ σπλαχνικοὶ καθηγητές του. Ἡ ἡλικία του, ἡ ἐμφάνισή του καὶ τὸ προδοτικὸ τραύλισμα του ἦταν μεγάλα ἐμπόδια, αὐτὸς ὡστόσο ἐξακολούθησε τὴ γεμάτη ἀγώνα προσπάθειά του, μὴ θέλοντας νὰ ὁμολογήσει τὴν ἥττα του, μὲ τὸ ἀλλοτινὸ γαλήνιο κέφι καὶ τὸ γεμάτο ἐλπίδα θάρρος πάντα μὲς στὰ μάτια του.
Καὶ τώρα εἴχαμε μπροστὰ μας τὸν Κάρυ. Μάλιστα ὁ Κάρυ ὁλόκληρος. Μόνο ποὺ δὲν ἦταν ὁ δειλός, ὁ δισταχτικός, ὁ ψευδὸς ἀλλοτινὸς Κάρυ. Εἶχε τὴν ἤρεμη σιγουριὰ ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ μονάχος του κέρδισε πιὰ τὴ ζωή του. Μόλις μᾶς ἀναγνώρισε, μᾶς χαιρέτησε θερμὰ καὶ μᾶς ἐπίεσε νὰ πᾶμε νὰ φᾶμε σπίτι του τὸ βράδυ. Στὸ μεταξύ, ἦταν ἀνάγκη νὰ πάει νὰ κοιτάξει ἕναν του ἄρρωστο.
Μὲ ἀπερίγραπτη ἀνυπομονησία, κάπως ἀνάστατοι ἀλλὰ καὶ μὲ μίαν ἀδιόρατη εἰρωνικὴ διάθεση, μπήκαμε ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὸ σπίτι τοῦ γιατροῦ τοῦ χωριοῦ. Παραξενευτήκαμε πολὺ ὅταν ἀνακαλύψαμε πὼς ὁ Κάρυ ἦταν παντρεμένος. Κι ὅμως ἔτσι ἦταν. Μᾶς ὑποδέχτηκε ἡ γυναίκα του ὄμορφη καὶ δροσερή. Ἐπειδὴ ὁ γιατρὸς – εἶπε τὸν τίτλο μὲ μία συγκινητικὴ ἀφέλεια – εἶχε δουλειὰ ἀκόμα στὸ ἰατρεῖο του, μᾶς πῆγε στὸ πάνω πάτωμα, γιὰ νὰ δοῦμε τὰ παιδιά. Δύο κοκκινομάγουλα κοριτσάκια κ\’ ἕνα μικρὸ ἀγόρι, ποὺ εἶχε κιόλας ἀποκοιμηθεῖ. Τόσο πολὺ τὰ χάσαμε μ\’ ὅλα τοῦτα, ὥστε δὲ μπορούσαμε νὰ βγάλουμε μιλιά.
Ὅταν κατεβήκαμε πάλι, ἦρθε κι ὁ Κάρυ μαζί μας, μὲ δύο ἄλλους κυρίους. Στὸ τραπέζι ἦταν ἕνας καθὼς πρέπει κύριος, γαλήνιος, ἄνετος, κρατοῦσε περίφημα τὸ ρόλο τοῦ οἰκοδεσπότη, μὲ πολὺ ἤρεμη ἀξιοπρέπεια καὶ μιλοῦσε μ\’ ὅλη του τὴν ἄνεση. Οἱ φίλοι του, συμπαθητικοὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ δύο, τὸν ἄκουγαν μὲ ἐνδιαφέρον. Ἀπ\’ ὅ,τι εἶπε αὐτὸς ὁ ἴδιος, καθὼς κι ἀπὸ τὶς κουβέντες τῶν ἀλλωνῶν, βγάλαμε τὸ συμπέρασμά μας. Εἶχε μεγάλη πελατεία, παρακολουθοῦσε ἀρρώστους σ\’ ὅλη τὴν κοιλάδα τοῦ Ἔϊβον. Ὅλοι τους ἦταν ἀγρότες, σιωπηλοί, ἄνθρωποι δύσκολοι. Αὐτὸς ὅμως εἶχε κατορθώσει μὲ τὸν τρόπο του νὰ τοὺς κερδίσει.
Τώρα ὁ Κάρυ ἦταν μία δύναμη, εἶχε ἐπιβληθεῖ σ\’ ὅλη τὴ γύρω περιοχή, μὲ τὴ φρόνηση καὶ τὴν εὐγένειά του, μὲ τὸ θαυμαστὸ συγκερασμὸ θρησκείας καὶ ἐπιστήμης ποὺ εἶχε πραγματώσει, χωρὶς νὰ ζητάει τίποτα, δίνοντας ὅ,τι μποροῦσε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἀγαποῦσε τὴ δουλειά του, ποὺ γι\’ αὐτὴν εἶχε γεννηθεῖ. Ἦταν ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ νὰ παραδεχτεῖ πὼς νικήθηκε, καὶ μ\’ αὐτὸ τὸν τρόπο κατάφερε στὸ τέλος νὰ νικήσει. Ὅταν μετὰ τὸ φαγητὸ καθίσαμε στὸ μικρό του γραφειάκι, πρόσεξα μία μεγάλη κάρτα κορνιζαρισμένη, ἐκεῖ πάνω. Εἶχε τὰ ἑξῆς λόγια : «Ὅ,τι κι ἂν ἀποχτήσεις, ὅ,τι κι ἂν κερδίσεις, πάντα νὰ ἔχεις στὴ σκέψη σου πὼς ὅλα τελειώνουν καὶ πὼς οὔτε καὶ σὺ θὰ ξεφύγεις ἀπὸ τὸ κοινὸ χρέος τοῦ θανάτου». Σίγουρα, αὐτὸ ἦταν τὸ πιστεύω ὅλης του τῆς ζωῆς.
Ὅταν ἀργὰ ἐκεῖνο τὸ βράδυ φύγαμε ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ γιατροῦ καὶ βρεθήκαμε ἔξω στὸ πηχτὸ σκοτάδι, γιὰ πολλὴ ὥρα κι ὁ Τσίσχολμ κ\’ ἐγὼ σωπαίναμε. Ὕστερα ἐκεῖνος, μὲ κάποια προσπάθεια, εἶπε:
— Φαίνεται πὼς ὁ φουκαρατζίκος βρῆκε ἐπιτέλους τὸν ἑαυτό του.
Τὸ γεμάτο ἐγωισμὸ προστατευτικό του ὕφος πολύ μοῦ χτύπησε στὰ νεῦρα. Μὲ πολλὴ ντροπὴ συλλογίστηκα τὴ ματαιοδοξία καὶ τῶν δύο μας, δὲ μπόρεσα λοιπὸν νὰ κρατηθῶ καὶ νὰ μὴν τοῦ ἀπαντήσω.
— Ἐσύ, Τσίσχολμ, τί θὰ προτιμοῦσες νὰ εἶσαι; Αὐτὸς ποὺ εἶσαι τώρα, ἢ ὁ γιατρὸς τοῦ Ἔιβον;
— Χαμένα τὰ ΄χεις, μουρμούρισε. Αὐτὸ μᾶς ἔλειπε τώρα!
Ἡ τυχαία συνάντησή μου μὲ τὸν Κάρυ, παρ\’ ὅλο ποὺ δὲ θὰ ΄πρεπε νάχει συνέπειες, ἐπιτάχυνε μέσα μου μίαν ἀλλαγὴ ποὺ ἴσως ἦταν κιόλας στὸ δρόμο. Ἡ μισὴ νεκρωμένη μου φύση, ποὺ τόσον καιρὸ ἦταν συμπιεσμένη, ἄρχισε ἐπιτέλους νὰ ξυπνάει καὶ νὰ κυριαρχεῖ φανερά. Ἦταν ἴσως τὸ σεμνότυφο καὶ πουριτανικὸ πνεῦμα τῶν προγόνων τῆς μητέρας μου; Ἢ ἕνας πολὺ μακρινὸς ἀντίλαλος ἀπ\’ τὴ γενιὰ τοῦ πατέρα μου, ἀπὸ κάποια κελτικὴ μυστικιστικὴ ἔκσταση στὸ ἀμυδρὸ φῶς κάποιας πρόχειρης καλύβας στὸ λόφο τῆς Τάρα; Πάντως δὲ μπορῶ νὰ πῶ πὼς ἡ ἀφορμὴ ἦταν τὰ γεράματα, καὶ γιατί οὔτε σαράντα χρονῶν δὲν ἤμουν ἀκόμα, ἀλλὰ ἤμουν συγχρόνως γεμάτος ὑγεία καὶ δύναμη. Πάντως, ὅποια καὶ νἄταν ἡ ἀφορμή, τὰ ἀποτελέσματα ἦταν ἀρκετὰ ἔκδηλα.
Ἡ λέξη «ἐπιστροφή» μου εἶναι φοβερὰ ἀηδιαστική, γιατί προϋποθέτει στάδια ποὺ ἐγὼ πάντως δὲν τὰ πέρασα: συγκεντρώσεις ἐποικοδομητικές, ὅπου ὁ πρώην ἁμαρτωλός, κατασυγκινημένος, φωτίζεται ξαφνικὰ καὶ δίνει ὑστερικὲς ὑποσχέσεις γιὰ χίλια-δύο πράματα. Οὔτε πάλι εἶμαι τόσο προπετής, ὥστε νὰ ἰσχυριστῶ πὼς πέρασα τὰ στάδια μιᾶς μεγάλης καὶ δραματικῆς ἠθικῆς ἀναγέννησης. Δὲν ἤμουν Παῦλος ἀπὸ τὴν Ταρσὸ οὔτε Αὐγουστίνος ποὺ κάποιο δράμα ξαφνικό μοῦ ἐπέβαλε μία γρήγορη καὶ γεμάτη πάθος μεταστροφή. Ὁπωσδήποτε, ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐκδηλώθηκε σὲ μένα μία καινούργια ἄποψη γιὰ τὴ ζωὴ καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὴ θρησκεία. Αὐτὸ καὶ μόνο ἦταν μία ἀλλαγὴ ἀξιοσημείωτη πάρα πολύ, ἂν συλλογιστεῖ κανεὶς τὶς συνθῆκες τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας, ποὺ μ\’ ἔκαναν γιὰ πολὺ καιρὸ νὰ δείχνω ἀδιαφορία γιὰ τὴν ὀργανωμένη θρησκεία.
Θὰ μὲ καταλάβει κανεὶς καλύτερα ὅταν ἐξηγήσω πὼς ἡ μητέρα μου ἦταν ἀπὸ τοὺς Μοντγκόμερυ, κλάδου μιᾶς ἀπὸ τὶς παλιότερες καὶ ἀπόλυτα ἀφοσιωμένες στὸν ΙΙροτεσταντισμό σκωτσέζικες οἰκογένειες. Στὰ δεκαεννιά της χρόνια ἐρωτεύτηκε τρελὰ ἕνα νεαρὸ Ἰρλανδὸ καθολικό, τόσκασε ἀπὸ τὸ σπίτι της, τὸν παντρεύτηκε καί, πάνω στὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης της, ἀσπάστηκε τὸ δόγμα του. Ἔτσι τὸ μοναδικὸ παιδὶ ποὺ γεννήθηκε ἀπ\’ αὐτὸ τὸ γάμο, ἐγὼ δηλαδή, βαφτίστηκε καθολικὸ κι ὡς τὰ ἑφτὰ του χρόνια δὲν ἤξερε τίποτ\’ ἄλλο ἔξω ἀπὸ τοὺς βίους τῶν ἁγίων καὶ τὴ γλυκιὰ γαλήνη τῆς εὐτυχισμένης οἰκογένειας. Τότε, ὁλότελα ξαφνικά, πέθανε ὁ πατέρας μου. Ζοῦσε πάντοτε ξοδεύοντας ἀσυλλόγιστα τὰ λεφτά του, γι\’ αὐτὸ κ\’ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῆς ὄμορφης ἀγαπητῆς μορφῆς του, τῆς ἁπλοχεριᾶς του καὶ τῆς ἀξιολάτρευτης χάρης του, πολὺ λίγα πράματα μπόρεσε νὰ μᾶς ἀφήσει. Δύο χρόνια ἡ μητέρα μου ἀγωνίστηκε γιὰ νὰ τὰ φέρνει βόλτα. Ὕστερα, σπρωγμένη ἀπ\’ τὴν ἀνελέητη, τὴ στυγνὴ ἀνάγκη, ἀναγκάστηκε νὰ ξαναγυρίσει στὸ πατρικό της.
Πόσο φοβερὸ πράμα εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ ἄσωτου, στὰ μάτια ἑνὸς αὐστηροῦ πατέρα, δὲν περιγράφεται! Ἐγὼ πάλι ἤμουν τὸ ἀνεπιθύμητο ἐγγόνι, ὁ ἀνυπόφορος ἐφιάλτης, ὁ μικρὸς πιστός τοῦ Πάπα. Τί φρικτή, τί μελαγχολικὴ ἀλλαγὴ τῆς σκηνοθεσίας στὴ ζωή μου! Ἀπ\’ τὸν καιρὸ ποὺ μὲ στείλανε σχολεῖο, μόλις ἀνακαλύφθηκε ἡ καθολική μου ἰδιότητα, δὲν περιγράφεται ἡ κοροϊδία ποὺ τραβοῦσα ἀπὸ τὰ παιδιά. Ὁ δάσκαλος πάλι, ἕνα ζῶο σωστό, γεμάτο σαδισμό, διασκέδαζε νὰ μοῦ ἀνοίγει συζητήσεις μὲ θέμα τὰ συχωροχάρτια ἢ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα. Γιὰ καιρὸ ἤμουν σὰν παρίας ποὺ ὅλοι τὸν ἐξευτέλιζαν καὶ τὸν χλεύαζαν, καὶ ὑπόφερα τὰ μύρια ὅσα ἀπὸ τὴ μισαλλοδοξία τῆς μικρῆς σκωτσέζικης κοινότητας ὅπου ζοῦσα. Περσότερο μὲ βασάνισαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔδειξα πὼς μὲ κανέναν τρόπο δὲν ἤθελα ν\’ ἀλλάξω τὸ δόγμα ποὺ μ\’ αὐτὸ εἶχα μεγαλώσει. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ μεγάλος φανατισμὸς ἐπικρατοῦσε στὴ δυτικὴ Σκωτία. Ἔρχονταν μάλιστα μερικὲς ἐπέτειοι, ὅπως τῶν γενεθλίων τοῦ Τζών Νὸξ ἢ τῆς μάχης τοῦ Μποῦν, ὅπου συναντοῦσε κανεὶς τόσο θρησκευτικὸ μίσος, τέτοιον πικρὸ ἀνταγωνισμὸ τάξεων κοινωνικῶν, ὥστε μπορῶ νὰ τὸ πῶ καθαρὰ πὼς ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γνώρισα τὴ χειρότερη πλευρὰ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σ\’ ἐκείνη τὴν ἀγριότητα, πλανιόμουν μονάχος, ἕνα ἔρημο μικρὸ ἀγόρι, κυκλωμένο ἀπὸ ἀμφιβολίες καὶ φόβους, ποὺ ἀπελπισμένο προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὸ περιεχόμενο αὐτοῦ τοῦ δόγματος ποὺ τόσο χλεύαζαν καὶ κατάτρεχαν.
Ἀργότερα, ἄρχισα τὴν ἀντεπίθεση. Ἔβαλα στὴ θέση τους τοὺς χειρότερους βασανιστές μου, τοὺς ἄλλους δὲν τοὺς λογαρίαζα πιά. Σιγὰ-σιγά, ἄρχισα νὰ κερδίζω πολλὲς συμπάθειες μὲ τὴν ἐπίδοση ποὺ εἶχα στὰ ἀθλητικά. Ἔτσι, πέρασε ὁ καιρὸς καὶ ἦρθε ἡ ἐποχὴ ποὺ ὓστερ\’ ἀπὸ μία σειρὰ ὑποτροφιῶν βρέθηκα στὴν εὐχάριστη θέση νὰ μπορῶ νὰ παρακολουθήσω μαθήματα στὸ Πανεπιστήμιο. Ἐδῶ πιὰ ἡ κρυφὴ ἐπανάσταση ποὺ ζυμωνόταν τόσον καιρὸ μέσα μου, ἐναντίον τοῦ στενοῦ κορσὲ ποὺ ἔβαζε στοὺς ἀνθρώπους ἡ θρησκεία, ἔφτασε στὸ κατακόρυφο. Γεμάτος περηφάνεια γιὰ τὶς κριτικές μου ἱκανότητες, ἄρχισα νὰ βρίσκω ἀδύνατα σημεῖα στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ εἶχα πολλὲς ἀντιρρήσεις τώρα πιὰ γιὰ τὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, ὕστερα μάλιστα ἀπὸ τὴν καινούργια μου ἰδιότητα τοῦ φοιτητῆ τῆς Βιολογίας. Οἱ μελέτες μου στὴν Ἀνατομία καὶ στοὺς ἄλλους κλάδους τῆς ἐπιστήμης μου μοῦ σταθεροποιοῦσαν τὴ στάση τῆς ἀδιαφορίας ποὺ εἶχα ἐγκαινιάσει. Ὅταν παντρεύτηκα, μ\’ ὅλο ποὺ ἀπὸ διεστραμμένη αἴσθηση τιμῆς κράτησα τοὺς ἐξωτερικοὺς τύπους τοῦ Καθολικοῦ δόγματος, διόλου δὲ σκεφτόμουν νὰ τηρῶ τοὺς κανόνες καὶ τὶς ὑποχρεώσεις του. Οἱ φυσικὲς δυνάμεις ἀναμοχλεύονταν πολὺ ἔντονα μέσα μου. Καὶ ὅταν ἀκόμα ἡ συνείδησή μου μ\’ ἐνοχλοῦσε, φρόντιζα νὰ τὴν πνίγω κάτω ἀπὸ ἕνα πλῆθος κοσμικῶν ἐνδιαφερόντων. Μ\’ ὅλο ποὺ ποτέ μου δὲν ἀπαρνήθηκα τὸ Χριστιανισμὸ – ἤμουν πολὺ δειλὸς γιὰ νὰ τὸ κάμω αὐτὸ – τὸν ἀπολησμόνησα ἀρκετά, μ\’ αὐτὲς τὶς καινούργιες μου ἀπασχολήσεις. Εἶχα φτάσει πιὰ στὸ ὕψιστο σημεῖο τοῦ ἐγωισμοῦ.
Ὓστερ\’ ἂπ\’ ὅλα ὅσα ἱστόρησα, σ\’ αὐτὴ τὴν τελευταία μου φάση κυρίως, τῆς αὐταπάτης καὶ τῆς ὁλοκληρωτικῆς παράδοσης τοῦ ἑαυτοῦ μου σὲ ἕνα πλῆθος πράγματα, θὰ φανεῖ ἴσως παράξενο καὶ ἀπίθανο πὼς γύρεψα νὰ βρῶ τὴ γαλήνη τῆς σκέψης καὶ τῆς ψυχῆς μου, γυρνώντας πίσω στὴν παιδική μου πίστη, ἀφοῦ ὁ καθένας ξέρει ὅτι ἐὰν μὴ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν. Γιὰ μένα τὸν ἴδιο ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς κάθε φορὰ ποὺ τάβαλα μὲ τὴ θρησκεία, τὰ δεσμὰ της πάντοτε μ\’ ἔκλειναν μέσα στὰ σύνορά της καί, στὴν ψυχή μου, παρ\’ ὅλη τὴν τύρβη τῆς καθημερινῆς ζωῆς, ἀδιάκοπα ἀντηχοῦσε ὁ ἦχος τῆς φωνῆς ποὺ δὲ μπόρεσα ποτέ μου ν\’ ἀπαρνηθῶ. Κι ἀκόμα, ἐνῶ «τοῦ ξέφευγα, μέρες καὶ νύχτες… στοὺς λαβυρινθένιους δρόμους τῆς σκέψης μου…», ἄκουγα καὶ τότε ἀκόμα τὸν ἦχο τῶν θεϊκῶν βημάτων, ποὺ μὲ παρακολουθοῦσαν, τὸ μυστικὸ ψιθύρισμα : «Σήκω, πιάσε τὸ χέρι μου καὶ ἔλα μαζί μου».
Δὲν ἦταν εὔκολο τὸ βῆμα ποὺ ἔκαμα. Χρόνια τώρα ζοῦσα μὲς στὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴν αὐτοϊκανοποίηση. Ὅμως τὴν ἐσωτερικὴ ἀπελπισία ποὺ ἔνιωθα τὸν τελευταῖο καιρὸ δὲν μποροῦσα πιὰ νὰ τὴν ἀντέξω. Προχώρησα ἐμπρός, ἔριξα καταγῆς τὰ τελευταῖα ἐμπόδια, ὑπακούοντας στὴν βαθύτατη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς μου. Ὅπως καὶ νἄταν, μ\’ ὅ,τι τρόπο κι ἂν εἶχε γίνει, πάντως ἡ περίοδος τῆς θρησκευτικῆς ἐπαναστατικότητάς μου εἶχε ὁριστικὰ τελειώσει.
Δὲ λέω τίποτα τὸ καινούργιο, ἂν ὁμολογήσω πὼς ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία εἶναι ἁπλούστατα ὁ ἀναπόφευκτος κύκλος ποὺ ἀκολουθοῦν πολλὲς ψυχὲς στὸν κόσμο πού, μ\’ ὅλες τὶς θεωρίες ποὺ ἀλληλοσυγκρούονται στὴ γῆ μας, δὲ μποροῦν στὸ τέλος νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ἀδυσώπητη κλήση τοῦ Σταυροῦ. Εἶναι σίγουρο πώς, γιὰ μερικοὺς ποὺ ἔχουν ζωστεῖ γιὰ τὰ καλὰ τὴν ἀπαίσια ἁρματωσιὰ τῆς περιφρόνησης τοῦ παντός, αὐτὴ ἡ «μεταμέλεια» θὰ τοὺς φέρει στὰ χείλη ἕνα χαμόγελο γεμάτο οἶκτο. Ἂν ἤθελα νὰ ὑπερασπίσω τὸν ἑαυτό μου ἀπ\’ αὐτὸ τους τὸ γέλιο, δὲ θὰ μποροῦσα νὰ τοὺς παρουσιάσω τὴν παραμικρότερη ὁρατὴ ἀπόδειξη τῆς ἀποτύπωσης τῆς θείας Χάριτος σὲ μένα, ὓστερ\’ ἀπὸ τὴν ἐπιστροφή μου. Ἀντίθετα ἀπὸ κείνους πού, στὴν πρώτη ἐμφάνιση τῆς θεότητας, παίρνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ «λυτρωμένο» κι ἀπὸ κεῖ κ\’ ἔπειτα φουσκώνουν ἀπὸ περηφάνεια φορώντας τὸ γεμάτο σεμνοτυφία καὶ ἁγιότητα χαμόγελο τοῦ ἐκλεκτοῦ – ἐγὼ ἤμουν ἀκόμα γεμάτος ἀπὸ τὶς παλιές μου ἀτέλειες – ἰδιοτροπία, ζηλοτυπία, κ\’ ἐγωκεντρισμό. Οἱ μυστικὲς πηγὲς τῶν μεγαλύτερων ἐλαττωμάτων μου δὲν ἐννοοῦσαν νὰ στερέψουν. Ἀκόμα, μ\’ ὅλο ποὺ κοίταζα νὰ κάμω πιὸ ἁπλὴ τὴ ζωή μου, δὲν κατάφερνα νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου ν\’ ἀπαρνηθεῖ τὶς χαρὲς ποὺ ἔβρισκε στὰ παροδικὰ καὶ ἐφήμερα πράγματα. Τὸ μυστικὸ βασίλειο τῶν ἁγίων ἦταν ἀκόμα πολὺ-πολὺ μακριὰ ἀπὸ μένα.
Μ\’ ὅλο, πάντως, ποὺ ἐγὼ δὲν ἄλλαξα πετσὶ τελείως, ἔνιωθα βαθιὰ μέσα μου, μίαν ἄλλη, καινούργια, πρωτόγνωρη ἄνεση, ἕνα αἴσθημα ἀνακούφισης. Ἔβρισκα μία πρωτόφαντη χαρὰ στὴ δουλειά μου, τώρα. Ἡ μελαγχολία, ὁ ἐκνευρισμὸς καὶ ἡ διαβρωτικὴ πλήξη, ποὺ μ\’ εἶχαν καταφάει τὸν τελευταῖο καιρό, χάθηκαν μονομιᾶς. Εἶχα κλάψει μ\’ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μου, κι ὁ οὐρανὸς ἄκουσε τὶς κραυγές μου. Ὅταν καμιὰ φορὰ ὑποχωροῦσα χτυπημένος ἄγρια ἀπὸ τὰ κυριαρχικὰ ἀκόμα πάθη μου, βοήθαγα μονάχος μου τὸν ἑαυτό μου νὰ πάρει πάνω του, ἔδινα μὲ τὴ θέληση καὶ μ\’ ἀληθινὴ συντριβὴ τὰ χέρια μου, στὰ δεσμὰ τῆς τωρινῆς μου συνείδησης. Εἶχα κάμει τὴ μεγάλη ἀνακάλυψη: γιὰ τί ζοῦσα.