Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμώνα./Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό./Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν/- ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.

Σχέδιο γιὰ τὸ μέλλον τοῦ οὐρανοῦ

Οὐρανὲ ὁλόκληρε ἀνοίγει τὸ ἄνθος

τῆς φωνῆς μου ψηλὰ

ἔφυγαν ὅλα τὰ πουλιά μου τὸν χειμώνα

δὲν προσμένω σ᾿ αὐτοὺς τοὺς τόπους ἐλευθερώνω

ἀγγίζοντας ἔρημος τὸ γερασμένο τοῖχο τῆς βροχῆς

κι ὅπως ἔρχεται ἀπ᾿ τὴν αὔριο

μὲ τὸ φάσμα τοῦ τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.

Λὲν εἶναι, πιὰ ἡ Ἄνοιξη

δὲν εἶναι καλοκαίρι μὰ ἐγὼ

ἂς ἀνοίξω τὸ βῆμα κ᾿ ἐδῶ λησμονημένος

νὰ δείξω τὴν αἰωνιότητα.

Ἔχω ἄλλωστε τὰ φτερὰ ταξιδεύω

πάνω ἀπ᾿ τὰ γλυκύτερα

βάσανα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἔαρος.

Ἀκούω τοὺς ἤχους τῶν τύμπανών σου Μελλοντικὲ

ὅμως λυτρώσου ἀπὸ μᾶς

πίσω δὲν πάει ὁ καιρὸς μονάχα σέβεται

τὸ κορμὶ μὲ τ᾿ ἄνθη του

ἰδοὺ λοιπὸν γιατὶ τὸ συντρίβει.

Λησμόνησέ μας.

Ἀκούω τὴ χαρά σου πολιτεία τοῦ θεοῦ ὑπάρχεις

ἀλήθεια καὶ δρόμος ἀργυρόχρωμα

κλαδιὰ κάτω ἀπ᾿ τὴ σελήνη

ἡ μυρωμένη ἡ πορτοκαλιὰ τὸ ρόδι

εὐτυχισμένο λάλημα τοῦ πετεινοῦ.

Ὅταν λαλεῖ ὁ πετεινὸς πῶς σχίζει τὴν καρδιά μου

τί ἐρημιὰ διαλαλεῖ στὸ σάπιο μεσημέρι.

Ἀπὸ χειμώνα σὲ αἰσθάνομαι πολιτεία τοῦ ἔρωτα

ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ τοὺς πεθαμένους ἴσκιους

ἕνα φῶς πανάρχαιο σάβανο τυλίγει δένοντας

σὲ λάμψεις τὴ μουσική μου.

Μεγάλη ἡ νύχτα κ᾿ ἡ ποίηση

τόσο χαμηλὴ γιὰ τοὺς ἀναγκασμένους.

Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στὸ κορμί μου.

Ποῦ εἶναι τὰ χρόνια τῶν ὑακίνθων…

Ὁ ἥλιος σου μάτωνε τὰ γόνατα κ᾿ οἱ ἄνθρωποι

φαίνονταν εὐεξήγητοι

σὰν τὰ φυτὰ τὴ βροχὴ τὸν οὐρανό!

Καὶ τώρα νὰ ἡ μοίρα σου

στὴν πόλη μέσα τὴ φρικτὴ

μ᾿ ἐνάντιο σπίτι ἐναντίον ἄνεμο.

Ἔρημος τώρα ὁ βράχος τῆς ἀγάπης —

μὴ μὲ λησμονήσεις

πάνω του στὰ βραδινὰ πετρώματα

μὲ τὸ φεγγάρι καθαρὸ πουκάμισο.

Μὴ μὲ λησμονήσεις βαθύτατε ἀέρα.

Τὴ νύχτ᾿ ἀναστενάζουμε.

Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τὰ πεῦκα μου

ἔχει περάσει πιὰ τὸ μεσονύχτι

κ᾿ ἐγὼ στρέφομαι στὴν πικρὴ κλίνη

εἶμ᾿ ἕνας ἔρημος μὲ δάφνες ἕνας μοναχικὸς

ποὺ χάθηκε στοὺς κρυστάλλινους μακρινοὺς ἤχους.

Τῆς καρδιᾶς μου τὰ πικρὰ καὶ μαῦρα φύλλα

πνοὴ ποὺ νὰ ῾βγεῖ ἀπ᾿ τὸν εὐλογημένο ἐντός μου

δὲν τὰ κίνησε. Τώρα σὲ δίνες

ἔχω χαθεῖ κάποτε ὑπῆρξα.

ὁ ἄγγελος τῶν ὁρατῶν ὅπως ἀγάπησε βαθιά.

Σὲ ἀκούω Ἐκτυφλωτικέ –

πῶς ἔρχεται ἡ φωνή σου ἀπ᾿ τὸν ὕπαιθρο

ἦχοι μου ταπεινοὶ πλαγιαύλων

ὑπάρχω κι ἀκούω τὸ ἐλεγεῖο.

Ἐγὼ τότε τραγουδοῦσα:

Ἔρωτα μὲ κατοίκησες πολὺ

φύγε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ σπίτι.

Δὲν ἔχει οὔτ᾿ ἕνα παράθυρο νὰ βγεῖ.

στὰ δέντρα ἡ ἐρημιά μου

σκόνες μονάχα καὶ σύνεργα τῆς ψυχῆς.

Οἱ ἅγιες εἰκόνες δὲν ὑπάρχουν

ἔρωτα μὴ σημαίνεις-πιά.

Πρέπει ν᾿ ἀρχίσω ἀπ᾿ τὴ λησμονιά.

Μὴ δείχνεις – εἶμαι ὁ ἀνώφελος τὸ ξέρω

σῶμα γιὰ θάνατο καὶ θάνατο

ποὺ ἐλπίζει σ᾿ ἕνα φύλλο δέντρου.

Ἡ φωνή μου λυγίζει.

Ἀλλὰ δὲν παραδίδομαι ἀντίκρυ

σ᾿ αὐτὴ τὴ δύση τρομαγμένος

ἐγὼ μὲ ὅλο τὸ αἷμα μου

ἔτσι ὅπως πόνεσα στοὺς δρόμους ἀτελείωτα

μὲ τόσο σπαραγμὸ στὰ σύνορά μου.

Ὁ οὐρανὸς εἶναι στὸν βαθυκύανο χειμώνα.

Τὸ φῶς φωνάζει μὲ τὸν κεραυνό.

Νὰ μὲ σώσουν τὰ ὄνειρα ἢ νὰ μὲ συντρίψουν

– ἕνα τ᾿ ὀνομάζω.