Ἐπιστολὴ 139 Μ. Βασιλείου στοὺς Ἀλεξανδρινούς

( Ἡ Ἐπιστολὴ γράφηκε μᾶλλον φθινόπωρο τοῦ 373. Ὁ Βασίλειος, μετὰ τὸ θάνατο μάλιστα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου (2 Μαΐου 373), ἅπλωσε τὰ φτερὰ του σ’ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία. Καὶ τώρα παρηγορεῖ, ἐνθαρρύνει καὶ συγχαίρει τοὺς ἀλεξανδρινοὺς ποὺ δοκίμασαν σκληρὰ τὴ μανία καὶ τὸ μίσος τῶν αἱρετικῶν μὲ τὴ δύναμη τοῦ αὐτοκράτορα Οὐάλη, ποὺ κήρυξε διωγμὸ καὶ ταλαιπώρησε τὴν περιοχή. Στὴν ἐπιστολὴ ἔχουμε θαυμάσια θεολογία τοῦ μαρτυρίου, καὶ διαπιστώνουμε τὴ θέρμη τοῦ Βασιλείου γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ τοὺς μάρτυρες. Τὴν ἐποχὴ ποὺ στέλνεται ἡ Ἐπιστολή, ὁ διάδοχος τοῦ Ἀθανασίου Πέτρος εἶχε καταφύγει στὴ Ρώμη. )

1. Εἴχαμε ἀπὸ παλιὰ ἀκούσει γιὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ἔγιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὴ λοιπὴ Αἴγυπτο κι οἱ ψυχές μας τὸ ἀπήχησαν ὅπως θὰ περίμενε κανείς. Ἀναλογισθήκαμε τὴ δεξιοτεχνία τοῦ διαβόλου στὸν πόλεμο ποὺ κάνει. Μόλις εἶδε πὼς ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τοὺς διωγμοὺς ποὺ κινοῦσαν ἐναντίον της οἱ εἰδωλολάτρες, πληθυνόταν κι ἀπέβαινε πιὸ ἀνθηρή, ἄλλαξε τὸ σχέδιό του. Δὲν μάχεται πιὰ στὰ φανερά. Μᾶς στήνει κρυφὲς παγίδες, σκεπάζοντας τὶς ἐπίβουλες προθέσεις τῶν ἐχθρῶν μας μὲ τὸ ὄνομα ποὺ περιφέρουν παντοῦ. Ἔτσι, ἐπιδιώκει νὰ πάθουμε τὰ ἴδια μὲ τοὺς πατέρες μας, χωρὶς νὰ φαινόμαστε πὼς πάσχουμε γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ τὸ χριστιανικὸ ὄνομα ἔχουν κι αὐτοὶ ποὺ μᾶς κατατρέχουν.

Αὐτὲς τὶς σκέψεις καθόμαστε καὶ κάναμε γιὰ πολὺ καιρό, ἔχοντας ἀναστατωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀγγελία τῶν ὅσων ἔγιναν. Καὶ πράγματι, δονήθηκαν καὶ τὰ δυό μας αὐτιά, σὰν μάθαμε τὴν ξετσίπωτη καὶ μισάνθρωπη αἵρεση αὐτῶν ποὺ σᾶς κατάτρεξαν, πὼς δηλαδὴ δὲν σεβάσθηκαν οὔτε ἡλικία, οὔτε κόπους κοινοβιακούς, οὔτε ἀγάπη λαῶν. Ἀλλὰ τί ἔκαναν; Βασάνισαν κι ἀτίμασαν σώματα, τὰ παράδωσαν σ’ ἐξορίες, λεηλάτησαν τ’ ἀγαθὰ αὐτῶν ποὺ μπόρεσαν νὰ βροῦν, χωρὶς νὰ λογαριάζουν πὼς οἱ ἄνθρωποι θὰ τοὺς ἀποδοκίμαζαν καὶ χωρὶς νὰ ἔχουν μπροστὰ στὰ μάτια τους τὴ φοβερὴ ἀνταπόδοση τοῦ δικαίου Κριτή. Αὐτὰ μᾶς συγκλόνισαν καὶ παρὰ λίγο θὰ μᾶς σάλευαν τὸ νοῦ.

Σ’ αὐτοὺς δὲ τοὺς διαλογισμούς, προστέθηκε κι ἐκείνη ἡ σκέψη: Ἄρα μὴν παράτησε ὁλότελα τὶς Ἐκκλησίες του ὁ Κύριος; Ἄρα μὴν εἶναι ἡ ἔσχατη ὥρα κι ἡ ἀποστασία κάνει τὴν εἴσοδό της μὲς ἀπ’ αὐτὰ τὰ συμβάντα, γιὰ νὰ ξεσκεπασθεῖ πιὰ ὁ ἄνομος, ὁ γιὸς τῆς ἀπώλειας, αὐτὸς ποὺ ἀντίκειται κι ὑπεραίρεται ἀπέναντι στὸν κάθε λεγόμενο Θεὸ ἡ σέβασμα;

2. Πλήν, ἂν ἡ δοκιμασία εἶναι πρόσκαιρη, βαστάξτε την, οἱ καλοί τοῦ Χριστοῦ ἀθλητές. Μὰ κι ἂν τὰ πράγματα ἔχουν παραδοθεῖ στὴν ὁλότελη φθορά, ἂς μὴ μουδιάσουμε μπροστὰ σὲ ὅσα συμβαίνουν τώρα, ἀλλὰ ἂς ἀναμείνουμε τὴν ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς φανέρωση κι ἐμφάνιση τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί, ἂν ὅλη ἡ κτίση θὰ λυθεῖ καὶ θὰ μεταλλάξει ἡ μορφὴ τοῦ κόσμου τούτου, τί τὸ ἄξιο ἀπορίας ἂν κι ἐμεῖς, ὄντας μέρος τῆς κτίσης, ὑποστοῦμε τὰ κοινὰ παθήματα καὶ παραδοθοῦμε σὲ θλίψεις, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο τῆς δύναμής μας ὁ δίκαιος Κριτὴς μᾶς ἐπιβάλλει, μὴν ἀφήνοντάς μας νὰ πειρασθοῦμε πάνω ἀπ’ ὅσο μποροῦμε, ἀλλὰ δίνοντας μαζὶ μὲ τὸν πειρασμὸ καὶ τὴν ἔκβαση, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ ὑποφέρουμε;

Σᾶς ἀναμένουν, ἀδελφοί, τὰ στεφάνια τῶν μαρτύρων. Οἱ χοροὶ τῶν ὁμολογητῶν εἶναι ἕτοιμοι νὰ σᾶς ἁπλώσουν τὰ χέρια καὶ νὰ σᾶς ὑποδεχθοῦν στὸ δικό τους ἀριθμό. Θυμηθεῖτε τοὺς ἀλλοτινοὺς ἁγίους, πὼς κανεὶς ζώντας τρυφηλὰ ἤ κολακευόμενος δὲν ἀξιώθηκε τὰ στεφάνια τῆς ὑπομονῆς, ἀλλὰ ὅλοι μὲς ἀπὸ τὴ φωτιὰ μεγάλων θλίψεων ἀποδείχθηκαν δοκιμασμένοι. Ἄλλοι ἀπ’ αὐτοὺς γνώρισαν ἐμπαιγμοὺς καὶ μάστιγες, ἄλλοι πριονίσθηκαν, ἄλλοι σκοτώθηκαν μὲ μαχαίρι. Αὐτὰ εἶναι οἱ περγαμηνὲς τῶν ἁγίων. Μακάριος ὁποῖος καταξιώθηκε νὰ πάσχει γιὰ τὸ Χριστό. Καὶ πιὸ μακάριος ὅποιος πλεόνασε στὰ παθήματα, γιατί τὰ παθήματα τοῦ τωρινοῦ καιροῦ δὲν ἀξίζουν σύγκριση μὲ τὴ δόξα ποὺ μέλλει ν’ ἀποκαλυφθεῖ σ’ ἐμᾶς.

3. Ἂν λοιπὸν μποροῦσα ὁ ἴδιος νὰ ἔλθω, τίποτα δὲν θὰ προτιμοῦσα ἀπὸ τὴ συνάντησή μου μέ σᾶς, ὁπότε καὶ θὰ ἔβλεπα τοὺς ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ τοὺς ἀγκάλιαζα καὶ θὰ ἔπαιρνα μέρος στὶς προσευχὲς καὶ στὰ πνευματικά σας χαρίσματα. Ἀλλά, μιὰ καὶ τὸ σῶμα μου πιὰ ἔχει ἐξαντληθεῖ ἀπὸ χρόνια πάθηση, σὲ σημεῖο ποὺ οὔτε ν’ ἀφήσω τὸ κρεββάτι δὲν μπορῶ, ἐνῶ πολλοί μᾶς παραμονεύουν, σὰν λύκοι ἁρπαχτικοὶ καραδοκώντας πότε θὰ μπορέσουν νὰ διασπαράξουν τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ἀναγκαστικά σᾶς ἐπισκέπτομαι μὲς ἀπὸ τὸ γράμμα.

Σᾶς παρακαλῶ λοιπὸν πρῶτα νὰ κάνετε ἐπίμονες δεήσεις γιὰ μένα, ὥστε νὰ καταξιωθῶ σὲ ὅσες μέρες ἤ ὧρες μοῦ ἀπομένουν νὰ ὑπηρετήσω τὸν Κύριο σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας. Ὕστερα νὰ μὲ συγχωρήσετε γιὰ τὴν ἀπόλειψή μου καὶ τὴν ἀργοπορία αὐτὴ τοῦ γράμματος. Γιατί μόλις τώρα βρέθηκε στὴ διάθεσή μας ἄνθρωπος ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἐπιθυμία μας. Ἐννοῶ τὸ τέκνο μου Εὐγένιο τὸ μοναστή. Μ’ αὐτόν, σᾶς παρακαλῶ νὰ προσευχηθεῖτε γιὰ μᾶς κι ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ μᾶς ἀπαντήσετε γράφοντάς μας τὰ δικά σας, ὥστε μαθαίνοντάς τα, νὰ νιώσουμε περισσότερη ψυχικὴ εὐφορία.