Ἐπιστολὴ Ἡρακλείδου πρὸς Ἀμφιλόχιον ( Περὶ τοῦ Μ. Βασιλείου ) Ἐπ. 150

Ἡ παροῦσα ἐπιστολή, ποὺ τοποθετεῖται στὸ 373 καὶ εἶναι γραμμένη μὲ πολλὴ χάρη, ἐκθέτει τὶς ἐντυπώσεις καὶ τοὺς ἐνθουσιασμοὺς τοῦ νεαροῦ ρήτορα Ἡρακλείδη ἀπὸ τὴ γνωριμία του μὲ τὸ Βασίλειο καὶ ἀπὸ τὴν ἀπόφασή του νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, στὴν ἄσκηση. Ἐκδίδεται μεταξὺ τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Βασιλείου, ἀλλὰ εἶναι πολὺ ἀπίθανο νὰ γράφηκε ἀπὸ τὸν ἱερὸ ἄνδρα. Τὴν παραθέτουμε ὅμως ἐδῶ γιὰ τὴν περισσή της χάρη καὶ γιατί ἐκφράζει τὴ συγκίνηση ποὺ γέννησε στὸν Ἡρακλείδη ὁ Βασίλειος.

Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν φίλος του Ἀμφιλοχίου, τοῦ λίγο ἀργότερα ἐπισκόπου Ἰκονίου. Οἱ νεαροὶ αὐτοὶ ρήτορες ἀποφάσισαν νὰ συμμονάσουν, ἀλλὰ ὁ πρῶτος, περνώντας ἀπὸ τὴν Καισαρεία, γνώρισε τὸ Βασίλειο κι ἔμεινε κοντά του. Στὴν Ἐπιστολὴ ἐξηγεῖ στὸν Ἀμφιλόχιο τί τοῦ συνέβη στὴν Καισαρεία καὶ πόσο ὠφελήθηκε κοντὰ στὸ Βασίλειο.

1. Ἐγὼ θυμᾶμαι κι αὐτὰ ποὺ κάποτε συζητήσαμε κι οὔτε ξέχασα ὅσα κι ὁ ἴδιος εἶπα κι ἄκουσα ἀπὸ τὴν εὐγένειά σου. Καὶ τώρα, ἡ δημόσια μὲν ζωὴ δὲν μὲ κρατᾶ. Γιατί, ἂν καὶ στὴν καρδιὰ δὲν ἄλλαξα κι ἀκόμα δὲν ἔχω ξεντυθεῖ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο, τουλάχιστο ἐξωτερικὰ καὶ μὲ τὸ ὅτι ἀπομακρύνθηκα ἀπὸ τὰ βιοτικὰ διαφέροντα, ἔδωσα πιὰ τὴν ἐντύπωση πὼς ἔφθασα στὸ κατώφλι τῆς ζωῆς ποὺ ἐμπνέει ὁ Χριστός. Κάθομαι δὲ μόνος μου, σὰν αὐτοὺς ποὺ ἐμπιστεύονται τὸν ἑαυτό τους στὸ πέλαγος καὶ στοχάζομαι τὸ μέλλον.

Ὅσοι ναυσιπλοοῦν, χρειάζονται ἀνέμους, γιὰ νὰ εἶναι καλοτάξιδοι. Ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ποὺ θὰ μᾶς χειραγωγήσει καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει νὰ διασχίσουμε μὲ ἀσφάλεια τ\’ ἁρμυρὰ κύματα τοῦ βίου. Συλλογίζομαι λοιπὸν ὅτι ἔγω ὁ ἴδιος χρειάζομαι πρῶτα χαλινάρι στὴ νεότητά μου κι ὕστερα βουκέντρες γιὰ τὴ διαδρομὴ τῆς εὐσέβειας. Κι ὅ,τι τὰ παρέχει αὐτά, εἶναι βέβαια τὸ λογικό, τώρα τὴν ἀπειθαρχία διορθώνοντας, ὕστερα τὴ νωθρότητα τῆς ψυχῆς μᾶς οἰστρηλατώντας.

Μοῦ χρειάζονται ἐπίσης κι ἄλλα φάρμακα, γιὰ νὰ ξεπλύνω τὸ ρύπο ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ συνήθεια. Γιατί, καθὼς ξέρεις, ἐμεῖς ποὺ γιὰ πολὺ καιρό, συνηθίσαμε τὴν ἀγορά, σπαταλᾶμε τὰ λόγια κι οὔτε φυλαγόμαστε ἀπὸ τὶς εἰκόνες ποὺ πλάθει μέσα στὸ νοῦ ἡ σατανοκίνητη φαντασία. Ἔχουμε ἐπίσης νικηθεῖ καὶ στὴν τιμὴ καὶ δὲν ἀποβάλλουμε εὔκολα τὴν κάποια ἰδέα ποὺ τρέφουμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας.

Γι\’ αὐτά, θαρρῶ πὼς ἔχω ἀνάγκη ἀπὸ δάσκαλο μεγάλο καὶ μὲ πείρα.. Καὶ κατόπιν, τὸ νὰ μοῦ γίνει καθαρὸ καὶ τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, ὥστε, γλιτωμένος ἀπὸ κάθε σκοτίνιασμα τῆς ἀμάθειας, σὰν ἀπὸ κάποιο τσίμπλιασμα, γιὰ νὰ μπορῶ ν\’ ἀτενίζω τὴν ὀμορφιὰ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, δὲν τὸ κρίνω μικρὴ δουλειά, οὔτε λιγοστὰ ὠφέλιμο.

Κι ἡ δική σου σοφία ξέρω πολὺ καλὰ πὼς τὰ βλέπει αὐτὰ μαζί μου καὶ ποθεῖ νὰ ὑπάρξει κάποιος νὰ μὲ βοηθήσει σ\’ αὐτὴν τὴν προσπάθεια. Κι ἂν κάποτε δώσει ὁ Θεὸς νὰ συναντηθῶ μὲ τὴν κοσμιότητά σου, εἶμαι βέβαιος πὼς θὰ μάθω περισσότερα πάνω σὲ ὅσα πρέπει νὰ μὲ ἀπασχολοῦν. Γιατί τώρα, ἐξ αἰτίας πολλῆς ἄγνοιας,, δὲν μπορῶ νὰ ξέρω οὔτε ὅσα ἔχω ἀνάγκη.

Ὡστόσο, δὲν μεταμελήθηκα καθόλου γιὰ τὴν πρώτη μου ὁρμή, οὔτε ἡ ψυχή μου ἀποκάνει βαδίζοντας πρὸς τὸ στόχο τοῦ κατὰ Θεὸν βίου. Αὐτὸ τὸν φόβο εἶχες γιὰ μένα, αἴσθημα καλὸ κι ἀντάξιό σου, μήπως, στρέφοντας πρὸς τὰ πίσω, γίνω στήλη ἄλατος , πράγμα ποὺ ἔπαθε κάποια γυναίκα, καθὼς ἀκούω. Ἀλλὰ κι οἱ πολιτικὲς ἀρχὲς ἀκόμα μὲ πιέζουν, λὲς κι οἱ ἄρχοντες ἀναζητοῦν κάποιο λιποτάχτη. Ὅμως ἡ ἴδιά μου ἡ καρδιὰ πρὶν ἀπ\’ ὅλα μὲ συγκρατεῖ, ἐκεῖνα μαρτυρώντας στὸν ἑαυτό της ποὺ ἔχω πεῖ.

2. Ἀλλὰ μὲ τὸ ποὺ θυμήθηκες συνθῆκες κι ἀνάγγειλες πὼς θὰ ἤσουν κατήγορος, μ\’ ἔκανες νὰ γελάσω μέσα στὴν τωρινή μου θλίψη. Εἶσαι ἀκόμα ρήτορας καὶ δὲν ἀπομακρύνεσαι ἀπὸ τὸ δικανικό σου τάλαντο. Ὅσο γιὰ μένα ὅμως, ἐξὸν ἄν, ὄντας ἄμαθος, λαθεύω ὡς πρὸς τὴν ἀλήθεια, θαρρῶ πὼς μία εἶναι ἡ στράτα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Κύριο κι ὅλοι οἱ πορευόμενοι πρὸς αὐτὸν συνοδοιποροῦν, μὲ ζωὴ ρυθμισμένη ἀπὸ μία συνθήκη. Ὥστε, ποὺ νὰ πάω, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ σὲ ἀποχωρισθῶ καὶ νὰ μὴ ζῶ μαζί σου καὶ νὰ μὴ διακονῶ μὲ σένα τὸ Θεό, ποὺ σ\’ αὐτὸν μαζὶ προσφύγαμε;

Τὰ σώματά μας θὰ τὰ χωρίσουν, βέβαια, οἱ ἀποστάσεις τῶν τόπων. Ἀλλὰ εἶναι ἀναμφίβολο πὼς τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ μᾶς κοιτᾶ ἄνωθεν ἀπὸ κοινοῦ καὶ τοὺς δύο, ἂν πάντως κι ἡ δική μου ζωὴ εἶναι ἄξια νὰ τραβήξει πάνω της τὴ ματιὰ τοῦ Θεοῦ. Γιατί διάβασα κάπου στοὺς Ψαλμοὺς ὅτι «τὰ μάτια τοῦ Κυρίου εἶναι πάνω στοὺς δικαίους» .

Ἐγὼ βέβαια εὔχομαι νὰ εἶμαι ἑνωμένος, ἀκόμα κι ἁπτά, μὲ σένα καὶ μὲ κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔχει τὴν ἴδια μαζί σου προαίρεση καὶ κάθε νύχτα καὶ μέρα νὰ γονατίζω πλάι σου στὸν Πατέρα μας τὸν οὐράνιο, καθὼς καὶ μὲ ὁποῖον ἄλλον ἐπικαλεῖται τὸν Θεὸ ἄξια. Γιατί ξέρω πὼς οἱ ἀπὸ κοινοῦ προσευχὲς ἀποκομίζουν πολὺ κέρδος. Μὰ σάν, κάθε φορὰ ποὺ τύχει νὰ στενάζω, παραρριγμένος σὲ κάποιαν ἀπόμακρη μικρὴ γωνιά, ὁπωσδήποτε μὲ συνοδεύει τὸ ψέμμα, δὲν μπορῶ νὰ τὰ βγάλω πέρα μὲ τὸ λόγο σου καὶ καταδικάζομαι πλέον ὁ ἴδιος σὰν ψεύτης, ἂν πρόφερα κάτι τέτοιο σύμφωνα μὲ τὴν παλιά μου ἀδιαφορία, πράγματα ποὺ μὲ κάνουν ὑπόδικο γιὰ τὸ κρίμα τῆς ψευτιᾶς.

3. Ἔχοντας φθάσει σιμὰ στὴν Καισαρεία, γιὰ νὰ γνωρίσω τὴν κατάσταση καὶ μὴν κάνοντας καρδιὰ νὰ μπῶ στὴν ἴδια τὴν πόλι, προσέφυγα στὸ κοντινὸ φτωχοκομεῖο, γιὰ νὰ μάθω ἐκεῖ αὐτὰ ποὺ ἤθελα. Ὕστερα, σὰν ὁ θεοφιλέστατος ἐπίσκοπος, κατὰ τὴ συνήθειά του, ἔκανε ἐκεῖ ἐπίσκεψη, τοῦ ἀνάφερα γιὰ ὅσα μᾶς πρόσταξε ἡ σοφία σου. Κι ὅσα μᾶς ἀποκρίθηκε, οὔτε μᾶς ἦταν μπορετὸ νὰ τὰ φυλάξουμε στὴ μνήμη, ἀλλὰ καὶ τὸ χῶρο τῆς ἐπιστολῆς ξεπερνοῦν.

Μά, σὰν γιὰ νὰ συνοψίσουμε, τὸ μέτρο γιὰ τὴν ἀκτημοσύνη, εἶπε, εἶναι τὸ νὰ περιορίζει ὁ καθένας τὸ βιός του στὸν ἔσχατο χιτώνα. Καὶ μᾶς παρεῖχε τὶς ἀποδείξεις ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ μία ἦταν ἀπὸ τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστὴ ποὺ εἶπε: «Ὁποῖος ἔχει δύο χιτῶνες, ἂς δώσει σ\’ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει» . Ἄλλη ἦταν ἡ ἀπαγόρευση τοῦ Κυρίου στοὺς μαθητὲς νὰ ἔχουν δύο χιτῶνες . Καὶ πρόσθετε σ\’ αὐτὰ καὶ τό: «Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς στοὺς φτωχούς» .

Ἔλεγε ἐπίσης πὼς κι ἡ παραβολὴ τοῦ μαργαριταριοῦ στὸ ἴδιο δίδαγμα ὁδηγεῖ, ἡ ἱστορία δηλαδὴ μὲ τὸν ἔμπορο πού, βρίσκοντας τὸ πολύτιμο μαργαριτάρι, πῆγε καὶ πούλησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα καὶ τὸ ἀγόρασε . Καὶ πρόσθετε σ\’ αὐτὰ πὼς δὲν πρέπει οὔτε στὸν ἑαυτὸ του κανεὶς ν\’ ἀναγνωρίζει τὸ δικαίωμα τῆς διανομῆς τοῦ πλούτου του, ἀλλὰ σὲ ὁποῖον εἶναι ἐμπιστευμένη ἡ διαχείριση ὅσων εἶναι προορισμένα γιὰ τοὺς φτωχούς.

Κι αὐτὸ ἀπὸ τὶς Πράξεις τὸ ἐπιβεβαίωνε. Πράγματι, οἱ πιστοὶ πούλαγαν τὰ ἀγαθά τους, ἔφερναν τὰ χρήματα καὶ τ\’ ἀπόθεταν στὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων κι ἀπὸ ἐκείνους μοιράζονταν στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὴ χρεία ποὺ εἶχε . Κι ἔλεγε πὼς χρειάζεται πείρα γιὰ νὰ ξεχωρίζει κανεὶς αὐτὸν ποὺ ἀληθινὰ ἔχει ἀνάγκη κι αὐτὸν ποὺ ἀπὸ πλεονεξία ζητεῖ. Ὅποιος λοιπὸν δίνει στὸ βασανισμένο ἄνθρωπο, στὸν Κύριο ἔδωσε κι ἀπ\’ αὐτὸν θ\’ ἀμειφθεῖ. Μὰ ὁποῖος δίνει στὸν τριγυριστή, ἔρριξε σὲ σκυλὶ ἐνοχλητικὰ θρασύ, ἀλλὰ ὄχι ἀξιολύπητο γιὰ ἔνδεια.

4. Ὡς πρὸς τὸν τρόπο δὲ ποὺ πρέπει νὰ ζοῦμε κάθε μέρα, λίγα πράγματι εἶπε σχετικὰ μὲ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα. Πλήν, θὰ ἤθελα νὰ τὰ μάθεις ἀπὸ τὸν ἴδιο, γιατί δὲν εἶναι λογικὸ ν\’ ἀφανίζω τὴν ἀκρίβεια τῶν διδαγμάτων του. Θὰ εὐχόμουν δὲ νὰ τὸν συναντήσω κάποτε μαζί σου. Ἔτσι, ἀφοῦ φύλαγε ἡ μνήμη σου μὲ ἀκρίβεια τὰ εἰπωμένα, ὁ δικός σου νοῦς θ\’ ἀνακάλυπτε ὅσα ἔλειπαν. Θυμᾶμαι, ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἄκουσα, αὐτό: Ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ζεῖ ὁ χριστιανός, δὲν ἔχει τόσο ἀνάγκη ἀπὸ λόγια, ὅσο ἀπὸ τὸ καθημερινὸ παράδειγμα. Καὶ ξέρω πώς, ἂν δὲν σ\’ ἔδενε μὲ τὸν πατέρα σου ἡ ἀνάγκη νὰ τὸν γηροκομεῖς, οὔτε ὁ ἴδιος θὰ προτιμοῦσες ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκεσαι κοντὰ στὸν ἐπίσκοπο, οὔτε ἐμένα θὰ συμβούλευες νὰ τὸν ἀφήσω γιὰ νὰ πλανιέμαι σ\’ ἐρημιές.

Γιατί οἱ σπηλιὲς κι οἱ βράχοι μᾶς περιμένουν, ἀλλὰ οἱ ὠφέλειες ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μένουν πάντα κοντά μας. Λοιπόν, ἂν βαστᾶς τὴ συμβουλή μου, πεῖσε τὸν πατέρα σου νὰ σὲ ἀφήσει νὰ τοῦ φύγεις γιὰ λίγο καιρὸ καὶ νὰ πᾶς νὰ βρεῖς ἄνθρωπο ποὺ ξέρει πολλὰ κι ἀπὸ ἄλλων τὴν πείρα κι ἀπὸ τὴ δική του σύνεση κι εἶναι ἱκανὸς νὰ τὰ μαθαίνει σὲ ὅσους ἔρχονται σ\’ αὐτόν.