καὶ ὅτε ἤμην ἐν τῇ χώρᾳ μου ἐν τῇ γῇ Ἰσραὴλ νεωτέρου μου ὄντος, πᾶσα φυλὴ τοῦ Νεφθαλὶμ τοῦ πατρός μου ἀπέστη ἀπὸ τοῦ οἴκου Ἱερουσολύμων, τῆς ἐκλεγείσης ἀπὸ πασῶν τῶν φυλῶν Ἰσραὴλ εἰς τὸ θυσιάζειν πάσας τὰς φυλάς· καὶ ἡγιάσθη ὁ ναὸς τῆς κατασκηνώσεως τοῦ Ὑψίστου καὶ ᾠκοδομήθη εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος.
Τωβ. 1,4Οταν νεώτερος ακόμη ευρισκόμην εις την χώραν μου, εις την γην του Ισραήλ, όλη η φυλή του Νεφθαλίμ, φυλή του πατρός μου, είχεν απομακρυνθή από τον ναόν και από την πόλιν των Ιεροσολύμων, η οποία αυτή μόνη είχεν εκλεγή από όλας τας φυλάς του Ισραήλ, δια να προσφέρουν εκεί θυσίας όλαι αι φυλαί. Εκεί είχεν αγιασθή και καθιερωθή ο ναός, όπου κατεσκήνωσεν ο Υψιστος· και είχεν οικοδομηθή, δια να χρησιμεύση ως ναός του εις όλους τους αιώνας.