Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί

Ἄνες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω. (Ψαλμὸς τοῦ Δαυΐδ)
 

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ’ ἡ Ἄννα,

ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη

στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!

Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ

κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,

ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,

χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα,

ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.

\"\"

Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει

τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,

χαίρετ᾿ ὁ βοσκός, ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,

χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,

χαίρεται τὸ ἐρίφιο, ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.

Κ’ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει

καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,

σὰ σεμνὴ κόρη, ποὺ περίμενε χρόνια

τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα

καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·

καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα, ποὺ γέννησε θεόπαιδο

κι εὐφράνθη στὰ γεράματά της!

Δός μου κι ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,

πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.

(1923)