
Virginia Woolf (1882-1941)
"στην Ελλάδα είμαι ήρεμη
κι ευτυχισμένη"
19 Ἀπριλίου 1932
«Νά \’μαστε λοιπόν παραπλέοντες τάς ἑλληνικὰς νήσους. Ἡ θάλασσα εἶναι λάδι, τόση ζέστη πού μπορεῖς νά κάτσεις γυμνός στό κατάστρωμα – πότε πότε ἕνα πουλί κάθεται στό κατάρτι – ὁ Ρότζερ τρέχει νά μᾶς πεῖ "νά ἡ Κόρκυρα", ἀλλά δέν εἶναι – ἕνας Ἕλληνας κύριος τόν διορθώνει…»
Ὅταν ἡ Βιρτζίνια Γούλφ γράφει αὐτό τό γράμμα στήν ἀδελφή της, Βανέσα Μπέλ, βρίσκεται πάνω στό πλοῖο Τέβερε καί συνταξιδεύει μέ τόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο πού ἐπιστρέφει ἀπό τήν Ἐλβετία ἔχοντας δώσει τή μάχη του στήν Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν γιά νά ἐπιτύχει ἄρση τοῦ ἐξωτερικοῦ χρέους καί δανειοδότηση 50 ἐκ. δολλαρίων. Αὐτό εἶναι τό δεύτερο ταξίδι της στήν Ἑλλάδα καί ἔχει συντροφιά της τόν σύζυγό της Λέναρντ Γούλφ, καί τά ἀδέλφια Ρότζερ καί Μάρτζερυ Φράι.
«Γιατί δέν μοῦ εἶπες ποτέ ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὄμορφη;» γράφει λίγες μέρες ἀργότερα στήν ἡλικιωμένη φίλη της Ἔθελ Σμίθ, «Γιατί δέν ἀνέφερες ποτέ τή θάλασσα καί τούς λόφους, τίς κοιλάδες καί τά λουλούδια; Μόνο ἐγώ ἔχω μάτια καί βλέπω; Ἔθελ, σοῦ τό ἀναγγέλλω ἐπισήμως: ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἡ πιό ὄμορφη χώρα τοῦ κόσμου. Ὁ Μάης εἶναι ἡ πιό ὄμορφη ἐποχή τοῦ χρόνου. Ἑλλάδα καί Μάης μαζί!»
26 χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τήν πρώτη ἐπίσκεψή της καί σήμερα εἶναι πιά διάσημη συγγραφέας καί ἤδη 50 ἐτῶν. «…ἤτανε τόσο παράξενο πού ἦρθα ξανά ἐδῶ, δέν εἶχα συναίσθηση τόπου καί χρόνου. Ἔβλεπα τό φάντασμά μου νά κατεβαίνει ἀπ\’ τήν Ἀκρόπολη, ἐτῶν 23» γράφει στήν Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, στίς 8 Μαΐου.

Μέσα ἀπό τό ἡμερολόγιό της, ἀκολουθοῦμε τά βήματά της:
Δεύτερη μέρα στήν Ἀθήνα
…τί μπορῶ νά πῶ γιά τόν Παρθενώνα — ὅτι ἦρθε νά μέ βρεῖ τό φάντασμά μου, τό κορίτσι τῶν 23 ἐτῶν, μέ ὅλη τή ζωή μπροστά του\’ αὐτό\’ κι ἀκόμη, ὅτι εἶναι πιό συμπαγής καί μεγαλοπρεπής, πιό στιβαρός ἀπ\’ ὅ,τι θυμόμουνα. Οἱ κίτρινοι κίονες — πῶς νά τό πῶ; ὅλοι μαζί, σάν σύνολο, ἀκτινοβολοῦσαν ἐκεῖ πάνω στό βράχο, μέ φόντο τόν πιό βίαιο οὐρανό, χτυπητό ψυχρό γαλάζιο, κι ὕστερα μαῦρο τοῦ ἀνθρακίτη.

Πλήθη περνοῦν φευγαλέα σάν ἱκέτες (πρόκειται γιά ἑλληνόπουλα πού τά \’φεραν μέ τό σχολεῖο). Ὁ ναός σάν πλοῖο, δονεῖται, τεντώνεται, πλέει, ἄν καί ἀκίνητος, διασχίζοντας τούς αἰῶνες. Εἶναι μεγαλύτερος ἀπ\’ ὅ,τι θυμόμουνα, μέ μεγαλύτερη συνοχή. Ἴσως ξεθύμανε κάτι ἀπό τόν νεανικό συναισθηματισμό πού κάνει τά πράγματα μελαγχολικά. Τώρα πού εἶμαι πενήντα (τό \’γραψα μέ θάρρος στό βιβλίο τοῦ ξενοδοχείου — τό καλό μας Γιάκ τό ἀπέφυγε, ἄλλη μία ἀπόδειξη τοῦ συμπλέγματος κατωτερότητας), ἔχω γκρίζα μαλλιά κι ἡ ζωή μου σχεδόν τελείωσε, μ\’ ἀρέσει ὑποθέτω ὅ,τι ἔχει ζωντάνια, τό λουλούδισμα μπροστά στό θάνατο. Ἀπό κάτω ἡ Ἀθήνα σάν σπασμένο τσόφλι, καί τά γκριζόμαυρα θαμνώδη βουνά.
Ἡ Ἀθήνα μ\’ ἀρέσει γύρω στίς 7, ὅταν οἱ δρόμοι γεμίζουν ἀπό ἕνα βιαστικό καί πολύβουο πλῆθος, μαυροφόρες γυναῖκες μέ λευκά πρόσωπα καί γυναῖκες μέ σάλια, καί κομψευόμενοι μικροκαμωμένοι ἄντρες, πού βγαίνουν τό βράδυ μέ τίς νυχτερίδες καί τά δειλινά στίς πολιτεῖες τοῦ Νότου, ἀρί λάλαγες. Ἡ Μάρτζερυ, ἀκούγοντάς τους νά μιλᾶνε ἀπόψε στοῦ Ἀβέρωφ, εἶπε ὅτι ὁ τόνος εἶναι ὅπως στ\’ ἀγγλικά.
Ἐκδρομή στό Δαφνί

Ἡ ἄλλη παρατήρηση ἔγινε στή βυζαντινή ἐκκλησία τοῦ Δαφνιοῦ: «Σπουδαῖο — ξεπερνάει κάθε φαντασία» εἶπε ὁ Ρότζερ, καί ἀπόθεσε καπέλο, μπαστούνι, σχέδια, δύο-τρεῖς ὁδηγούς καί λεξικά πάνω σέ μία κολόνα. Ὕστερα κοιτάξαμε ὅλοι μαζί ψηλά τόν Χριστό τιμωρό, μεγαλύτερο κι ἀπό ἐφιάλτη, σέ μπλέ καί λευκό ψηφιδωτό. Αὐτή ἡ ἐκκλησία μᾶς ἄρεσε πολύ. Εἶναι ψηλή καί τραχιά καί ἁψιδωτή, καί τά ψηφιδωτά εἶναι πολύ φθαρμένα. Καί κοιτάζεις ἔξω ἀπ\’ τήν πόρτα ἐκεῖνα τά πράσινα φουντωτά δέντρα, πού τό καθένα μοιάζει νά \’χει μία τούφα ἀπό ἥλιο καί σύννεφο πού κυματίζει — ἔτσι λαμπερά, ἔτσι σκοτεινά εἶναι τά πράσινα κύματα στό δάσος πού περπατήσαμε. Μία ἑλληνική οἰκογένεια φροντίζει τήν ἐκκλησία — μεσόκοποι ἄντρες καί γυναῖκες, κάθονται μέ τά καλά τους (οἱ ἄντρες) μέ πανωφόρια καί δαχτυλίδια χρυσά καί διαβάζουνε τήν ἐφημερίδα τους στίς 3.30 τό ἀπόγευμα. Τέτοιο καθισιό, τέτοια ξενοιασιά δέν εἶδα ποτέ στήν Ἀγγλία. Τέλος ἡ πιό νέα, μία γυναίκα μέ σάλι, παντόφλες καί φόρεμα βαμβακερό, ἀπομακρύνεται, σκαρφαλώνει πάνω σ\’ ἕναν γκρεμισμένο τοῖχο κι ἀρχίζει νά κόβει κίτρινα λουλούδια — τί ἄλλο νά κάνει. Ἀπό κεῖ κατεβήκαμε μέ τό αὐτοκίνητο στή θάλασσα — καί πόσο ὄμορφα εἶναι τ\’ ἀνέγγιχτα χείλη τῆς θάλασσας ὅταν ἀγγίζουνε μίαν ἄγρια παραλία\’ πίσω μας λόφοι καί πράσινες πεδιάδες, στό βάθος ἡ Ἐλευσίνα, πράσινα καί κόκκινα βράχια, ἕνα ἀτμόπλοιο ξεκινᾶ.
Βόλτα στό Σούνιο

Ἔκανε κρύο τσουχτερό. Αὐτό πάντα τό ξεχνάει κανείς. Ὁ ἀέρας σφύριζε μέσ\’ ἀπ\’ τά ἀκάλυπτα πλευρά τοῦ κόνβερτιμπλ τοῦ Γκιόλμαν. Ὁ Λέναρντ φτερνιζότανε. Ἐγώ εἶχα ρίγη. Τό δάπεδο τοῦ αὐτοκινήτου γεμάτο μέ κουτιά ζωγραφικῆς. Γευματίσαμε σ\’ ἕνα τραπέζι στόν ἥλιο στό Σούνιο — οἱ κολόνες ἄσπρες σάν κιμωλία, ψηλές σάν φάροι. Μινιατοῦρες λουλουδιῶν ἔφτιαχναν ἕνα λαμπερό ταπέτο — ἡ Μάρτζερυ ξερίζωνε κρινάκια. Τί λέγαμε; Τίποτα ἰδιαίτερο. Μετά τήν πρώτη βδομάδα μιλᾶς μόνο στό βραδινό φαγητό. Καί μετά γυρίσαμε πίσω, ἐννοεῖται περνώντας φουντωτά δέντρα, κόκκινα τετραγωνισμένα χωράφια, ἀφήνοντας πίσω μας τσιγγάνικα τσαντίρια, σάν ἰνδιάνικα καλύβια ἀπό κλαριά φτέρης\’ μία κοπέλα σεργιανοῦσε γνέθοντας μαλλί\’ καί γυναῖκες ἦταν καθισμένες στό κατώφλι — σκέφτηκα τό Πικαντίλυ τέτοια ὥρα.
Τί παράξενη αὐτή ἡ ἐπίπεδη γῆ, καρτερική καί ὑπάκουη, μέ βιβλικά δέντρα ἐδῶ κι ἐκεῖ, πρόβατα μέ μακρύ μαλλί πού βόσκανε, κι οὔτε ἕνα σπίτι στόν ὁρίζοντα. Ἡ Ἀγγλία τήν ἐποχή τοῦ Τσῶσερ. Στό Σούνιο ἡ θάλασσα σπάει πάνω σέ πράσινη καί κόκκινη πέτρα, καί σκουρογάλαζα καράβια ἀρμενίζουνε — ὅλα ὅπως τόν καιρό τοῦ Τσῶσερ ἤ τοῦ Ὁμήρου, οὔτε προβλήτα ἤ προκυμαία, οὔτε μάτι ἀνθρώπου.
Στόν ναό τῆς Ἀφαίας Ἀθηνᾶς, στήν Αἴγινα
Ὦ ἡ βροχή, ἡ βροχή! Αὐτό τήν ἄλλη μέρα στήν Αἴγινα. Αὐτό τό ὄμορφο μαλακό νησί, μέ τό ἡλιοψημένο μονοπάτι, τή θάλασσα καί τήν ἀκρογιαλιά, τά μικρά ρόζ καί κίτρινα σπίτια, τό θυμάρι, τήν ἀπότομη λοφοπλαγιά, τό Ναό, σκελετώδη, κυρίαρχο, τούς κόλπους ξέχειλους ἀπό θάλασσα — ὅλα αὐτά δέν ἦταν παρά ψύχρα, ὁμίχλη, βροχή, Ἀμερικάνοι μαζεμένοι γύρω ἀπό ἕναν κοκαλιάρη καθηγητή\’ καί μεῖς ζαρωμένοι κάτω ἀπό ἕνα πεῦκο πού ἄφηνε τή βροχή νά περνάει. Ἀλλά ἀκόμη κι ἔτσι, ὁ Ρότζερ ἔλεγε «Σπουδαῖο, σπουδαῖο», ἕνας ναός ἀπό ψαμμόλιθο καλύτερος ἀπ\’ τό Σούνιο.

Καταπληκτικό τό τί μπορεῖ νά κάνει μία μεγαλοφυΐα σ\’ ἕναν τόσο μικρό χῶρο — ἰδού οἱ τέλειες ἀναλογίες — καί ἡ βροχή μᾶς ἀνάγκασε νά κατηφορίσουμε ὅσο πιό γρήγορα γινόταν γιά τό πλοῖο μας. Εἴχανε πιάσει κόκκινα ψάρια καί χταπόδια. Πῶς; Λοιπόν, ρίχνουνε κρεμμύδια, ψωμί καί τά λοιπά στό βυθό καί τά ψάρια μαζεύονται, ὕστερα μαζεύονται ρίχνουνε δυναμίτη καί μπάμ! — γίνεται μία ἔκρηξη, τά ψάρια ἀνεβαίνουνε στήν ἐπιφάνεια ψόφια, καί τά καμακώνουνε. Αὐτό ἀπαγορεύεται. Ἀλλά δέν σέ βλέπει κανείς ἐδῶ γύρω. Αὐτά μᾶς τά εἶπε ὁ θερμαστής μέ τό ὄμορφο ἑλληνικό χαμόγελο — τό χαμόγελο πού ἔχουν οἱ μουλαράδες καί οἱ ταξιτζῆδες.
στήν Καισαριανή

κάτω ἀπό μιὰ ἐλιά στούς Δελφούς
H ὥρα εἶναι δέκα παρά πέντε. Καί ποῦ βρίσκομαι καί γράφω μέ πένα καί μελάνι; Ὄχι στό γραφεῖο μου. Στό φαράγγι, στήν κοιλάδα, στούς Δελφούς, κάτω ἀπό μία ἐλιά, σέ γῆ στεγνή, στρωμένη μέ ἄσπρες μαργαρίτες. Ὁ Λέναρντ διαβάζει τήν ἑλληνική του Γραμματική δίπλα μου\’ μία χελιδονοουρά, ἄν δέν κάνω λάθος, πέρασε ξυστά. Γκρίζοι βράχοι ἀπέναντί μου, μέ ἐλαιόδεντρα καί θάμνους, κι ἄν τούς ἀνέβω ἕναν ἕναν, νά τό μεγάλο φαλακρό γκριζόμαυρο βουνό, κι ἔπειτα οὐρανός ἀπόλυτα λεῖος. Πίσω λοιπόν στή ζεστή γῆ μέ τίς μαργαρίτες καί τά ἔντομα στίς κίτρινες καρδιές τους. Ἀκούγονται κουδούνια κατσικιῶν\’ ἕνας γέρος ξεπέζεψε ἀπό τό μουλάρι του — εἴμαστε ἀκριβῶς στή βάση τοῦ λόφου πού στήν κορφή του εἶναι οἱ Δελφοί, καί ὁ Ρότζερ κι ἡ Μάρτζερυ σχεδιάζουν. Καί μιὰ ἀκρίδα μόλις ἔκατσε πάνω στήν ἐλιά.
Ἔτσι προσπαθῶ νά κάνω ὁρατή αὐτή τή σκηνή πού σύντομα θά χαθεῖ γιά πάντα. Κι ἴσως ἀκόμη προσπαθῶ νά ἀποφύγω αὐτόν τό δαίμονα πού λέει, ἴσως χωρίς λόγο, ὅτι θά \’πρεπε νά καταγράψει κανείς τό πῶς πήγαμε στήν Κόρινθο, στό Ναύπλιο, στίς Μυκῆνες, τό Μυστρᾶ, τήν Τριπολιτσά, κι ἀπό κεῖ πίσω ξανά στήν Ἀθήνα, ἐνῶ ὁ ἥλιος τσουρούφλιζε, κι ἐγώ φοροῦσα ἕνα μεταξωτό φόρεμα, καί πήγαμε στόν Κῆπο, κι ὑστέρα ξεκινήσαμε τό Σάββατο τό πρωί στίς 7 γιά τούς Δελφούς. Θά ἔπρεπε νά γράψω γιά ὅλ\’ αὐτά τά μέρη, καί νά προσπαθήσω ἴσως νά φιξάρω μερικές ἀπ\’ τίς σκηνές πού τρέχουνε μές στό μυαλό μου καθώς τρέχουμε μέ τ\’ αὐτοκίνητο. Γιατί κάναμε πολύ μακρινές διαδρομές. Κι ὁ ἀέρας κι ὁ ἥλιος — ἄ πῶς πρήζονταν τά χείλη μας καί μαυρίζανε καί σκάγανε κι ἡ μύτη μας ξεφλούδιζε καί τά μάγουλά μας κοκκινίζανε σάν νά καθόμασταν μπροστά σέ πολύ δυνατή φωτιά. Ἡ κοκεταρία ἔκανε φτερά. Γίνεσαι τελικά χωριάτης. Αὐτό μοῦ θυμίζει πῶς πήδηξα ἀπ\’ τή χαρά μου ὅταν εἶδα μιὰ ἀρκετά καλοντυμένη γυναίκα στό σαλόνι τοῦ ξενοδοχείου Ματζέστικ νά πίνει τό ποτό της μ\’ ἕναν εὐφραδέστατο ἡλικιωμένο κύριο τό ἀπόγευμα πού γυρίσαμε, σκονισμένοι, στεγνοί, κόκκινοι, χρυσωποί, μαυριδεροί, καφετιοί, τσαλακωμένοι (οἱ ρυτίδες τῆς Μάρτζερυ εἶναι σάν τίς ραβδώσεις στό πετσί ἄγριου ζώου). Ὅταν περάσεις τέσσερις-πέντε μέρες μέ τούς χωρικούς καί τή στερεή, ἀφρόντιστη ὀμορφιά τους, αἰσθάνεσαι νά δονοῦνται ἀπό τή σπιρτάδα καί τό ραφινάρισμα τοῦ πολιτισμοῦ οἱ πιό ὑψηλές κλίμακες τῶν νεύρων σου — οἱ νότες τοῦ βιολιοῦ.
Ἡ Ἑλλάδα λοιπόν, γιά νά γυρίσουμε στήν Ἑλλάδα, εἶναι μιὰ χώρα τόσο παλιά πού εἶναι σάν νά περιφέρεσαι σέ σεληνιακά τοπία.
…τώρα καθόμαστε ἐδῶ, ἀλλάξαμε θέση, λόγω τοῦ ἥλιου, καθήσαμε ψηλότερα κάτω ἀπ\’ τήν ἐλιά\’ κι ἔχω βγάλει γιά πιό δροσιά τά παπούτσια μου -, αὐτό πού συμβαίνει τότε εἶναι ὅτι μᾶς πλησιάζουν οἱ χωρικοί κι ἀρχίζουν νά μᾶς μιλᾶνε, σάν νά \’μαστε παλιοί φίλοι, γιά τό ἕνα καί τό ἄλλο. Χτές βράδυ, στό ὕψωμα πάνω ἀπ\’ τούς Δελφούς, στό φῶς τοῦ δειλινοῦ, ἐνῶ ἡ Ἰτέα ἄρχιζε νά τρεμοσβήνει δίπλα στή θάλασσα, στόν κόλπο ἕνα καράβι, στό βάθος τά χιονισμένα βουνά, μπροστά μας ἁπλωσιές καταπράσινες καί κοκκινωπές, ὅπου κατσίκια καί πρόβατα ἔβοσκαν, καί τ\’ αὐτοκίνητα περνοῦσαν ἀργά στό δρόμο πού ξετυλιγόταν κάτω ἀπ\’ τά πόδια μας, χτές βράδυ πού καθόμασταν ἐκεῖ, ἦρθε τρέχοντας πρός τό μέρος μας τό κορίτσι πού βόσκει τίς γίδες, σάν γιά νά μαζέψει τό κοπάδι της, ἀλλά στήν πραγματικότητα μόνο γιά νά μᾶς μιλήσει. Οὔτε φόβος οὔτε ἀμήχανα γελάκια οὔτε ντροπές. Στάθηκε μπροστά μας σάν νά \’ταν κάτι τό φυσικό. Ἡ Μάρτζερυ τῆς ἔδωσε τά κιάλια γιά νά κοιτάξει, πρῶτα ἀπ\’ τήν καλή, ὕστερα ἀπ\’ τήν ἀνάποδη. Ὕστερα μᾶς εἶπε πῶς λέγονται διάφορα πράγματα. Skotos {σκουτί} λέγεται τό τραχύ χοντρό πανωφόρι της, ouranos o οὐρανός, lullulin {λουλούδι} τό λουλούδι, τό ρολόι μου λέγεται orologe, τό αὐτοκίνητο — δέ θυμᾶμαι.
Οἱ καλύτερες διακοπές της ἐδῶ καί χρόνια
Φτάσαμε λοιπόν στό τελευταῖο βράδυ, πολλή ζέστη, πολλή σκόνη. Τό μεγάφωνο βρυχᾶται· ὁ Λέναρντ διαβάζει, χωρίς συμπάθεια, τό βιβλίο τῆς Ἔθελ Σμίθ· εἶναι ἑπτά παρά δύο λεπτά καί ἄρα μοῦ μένει μισή περίπου ὥρα γιά νά γεμίσω τοῦτο τό τετράδιο. Χρησιμοποίησα μόνο δέκα ἀπό τίς ἑκατό πένες μου· μελάνι ἔχω ἀκόμη ἄφθονο· πόσες ἄγραφες σελίδες μου μένουν. Ἰδού τό ἀποτέλεσμα τῶν καλύτερων διακοπῶν μας ἐδῶ καί χρόνια.
…καθώς λοιπόν στοχάζομαι αὐτά τά σπουδαῖα πράγματα, πού τρέχουν καί γλιστρᾶνε καί σκαλώνουν στήν ἐπιφάνεια τοῦ νοῦ μου, εἶμαι ὑπόγεια βυθισμένη σέ σκηνές γιά τό βιβλίο μου: φτιάχνω διαλόγους, βλέπω εἰκόνες, ὅλο καί ρίχνω κάτι καινούργιο μέσα στό καζάνι, πού πρέπει νά κοχλάσει ὅσο πιό πολύ γίνεται, μέχρι νά χυθεῖ καί νά κρυώσει καί νά σκληρύνει — ἐνῶ λοιπόν ἀσχολοῦμαι μ\’ αὐτά, καί δέχομαι ὅ,τι ἔχει νά μοῦ προσφέρει τό θρόισμα τοῦ κυπαρισσιοῦ καί τῆς λεύκας, τό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν, τῆς πορτοκαλιᾶς, ὁ μικροπωλητής πού πουλάει πιθηκάκια πάνω σέ ξυλαράκια — ὁ καιρός περνᾶ. Δέν εἶμαι βέβαιη ἄν εἶμαι στήν Ἑλλάδα ἤ στό Λονδίνο. Ἀλλά νομίζω ὅτι μᾶλλον στήν Ἑλλάδα εἶμαι, εὐτυχισμένη, ἤρεμη, φιλική πρός ὅλα, χαλαρή.
…καί θά γυρίζει πίσω
Μετά εἶχα τό δράμα, στήν Αἴγινα, μιᾶς ἀπολίτιστης, θερμῆς, νέας ἐποχῆς, πού θά μπεῖ στή ζωή μας — καί θά \’ρχόμαστε ἐδῶ κάθε χρόνο, μέ μία σκηνή· θά τό σκᾶμε ἀπ\’ τήν Ἀγγλία, θ\’ ἀποβάλλουμε αὐτό τό φιδοπουκάμισο τῆς εὐπρέπειας· καί τό σφίξιμο, καί τή συμβατικότητα τοῦ Λονδίνου· καί τή φήμη, καί τόν πλοῦτο. Καί θά γυρίσουμε πίσω, καί θά γίνουμε ἀνεύθυνοι, ἐραστές τῆς ζωῆς, καί θά τρῶμε μόνο ψωμί, γιαούρτι, βούτυρο, αὐγά — ἄς ποῦμε στήν Κρήτη. Αὐτό εἶναι ὡς ἕνα βαθμό μία ἀληθινή παρόρμηση — σκεφτόμουνα, καθώς κατηφόριζα μέ μεγάλες δρασκελιές τό λόφο. Τό Λονδίνο δέν φτάνει, οὔτε τό Σάσεξ. Θές νά ψηθεῖς στόν ἥλιο, νά ξαναγυρίσεις σ\’ αὐτούς τούς ὁμιλητικούς, φιλικούς ἀνθρώπους, ἁπλῶς καί μόνο γιά νά ζήσεις, νά μιλήσεις, ὄχι νά διαβάζεις καί νά γράφεις. Κι ὕστερα σήκωσα τό κεφάλι μου κι εἶδα τά βουνά πέρα ἀπ\’ τή θάλασσα, σάν λάμες μαχαιριῶν, χρωματιστά, καί τή θάλασσα ἤρεμη. Κι ἔνιωσα σάν ἕνα μαχαίρι νά ἔξυσε ἕνα ἀμβλύ ὄργανο πού ὑπῆρχε μέσα μου, γιατί δέν μποροῦσα νά βρῶ κανένα ψεγάδι σ\’ αὐτή τή λυγερή, ἀθλητική ὀμορφιά, τή βουτηγμένη στό χρῶμα, χωρίς νά \’ναι ψυχρή, χωρίς ἴχνος χυδαιότητας, ἀλλά πανάρχαια ἀπό ἀνθρώπινη ζωή, γιατί κάθε σπιθαμή γῆς ἔχει τό δικό της ἀγριολούλουδο, πού θά μποροῦσε νά φυτρώσει καί σ\’ ἕναν ἐγγλέζικο κῆπο, καί οἱ χωρικοί εἶναι ἄνθρωποι καλοί· καί τά ροῦχα τους, φθαρμένα καί ξεβαμμένα ἀπό τόν ἥλιο, ἔχουν λεπτούς χρωματισμούς, ὅσο κι ἄν εἶναι χοντρά. Ξέρω ὅτι ὑπάρχουνε συμπάθειες ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους καί τόπους, ὅπως ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Καί θά μποροῦσα ν\’ ἀγαπήσω τήν Ἑλλάδα στά γερατειά μου, ὅπως ἀγάπησα ὅταν ἤμουν παιδί τήν Κορνουάλη.
Κι ἀκόμη ὁ Λέναρντ παίζει σκάκι καί κοντεύει δώδεκα. Ἀλλά ἡ Ἀθήνα δέν φαίνεται νά νυστάζει καθόλου, κι ἔτσι δέν μπορῶ νά παραπονεθῶ. Τά τράμ τσιρίζουνε. Αὔριο τέτοια ὥρα θά φτάνουμε στή Θεσσαλονίκη. Ἐγώ θ\’ ἀλλάζω πλευρό στή δική μου κουκέτα, ὁ Λέναρντ στή δική του, ἐπί τρεῖς νύχτες, μέχρι νά φτάσουμε στό Ρόντμελ καί κοιμηθοῦμε στά μαλακά μας κρεβάτια, στό δροσερό Μάη τῆς Ἀγγλίας.
= = =
Τά ἀποσπάσματα εἶναι ἀπό τό βιβλίο Βιρτζίνια Γούλφ: Ἑλλάδα καί Μάης μαζί σέ μετάφραση Μαρίας Τσάτσου – ἔκδ. ὕψιλον, 1996 (ἡ πρώτη ἔκδοση τοῦ βιβλίου ἔγινε τό 1984 ἀπό τόν ἔκδ. οἶκο "Κρύσταλλο"). Περιλαμβάνει ἐγγραφές ἀπό τό ἡμερολόγιό της (Τhe Diary of Virginia Woolf -vol.4: 1931-1935), καθώς καί ἐπιστολές πού ἔστειλε ἀπό τό ξενοδοχεῖο Ματζέστικ στήν Ἀθήνα, ἀπό τούς Δελφούς καί τό Ναύπλιο, πρός τήν ἀδελφή της Βανέσα Μπέλ, τόν ἀνιψιό της Κουέντιν Μπέλ, τίς φίλες της Ἔθελ Σμίθ καί Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, τήν Λαίδη Ὄτολιν Μορέλ καί τόν ποιητή καί ἐκδότη Τζών Λέιμαν.