Εἰς τὸ ὅνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιορτάζουμε σήμερα, ὅπως κάθε χρόνο στὸ τέλος τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τὴν Πανήγυρη καὶ τὸν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί πρέπει, κάθε χρόνο, νά θυμόμαστε τὶ σημαίνει αὐτὴ ἡ ἡμέρα, ὄχι μοναχὰ ὡς ἕνα γεγονὸς ἱστορικό, ἀλλά ἐπίσης καὶ γιὰ τὴν προσωπική μας ζωή. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ θυμηθοῦμε ὅτι ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθοδοξίας δὲν σημαίνει τὸν θρίαμβό της στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Ἀποτελεῖ τὸν θρίαμβο τῆς Θείας Ἀλήθειας στὶς καρδιές ἐκείνων ποὺ ἀνήκουν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ ποὺ διακηρύττουν τὴν ἀποκεκαλυμμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀλήθεια, στὴν ἀκεραιότητα καὶ στὴν εὐθύτητά της.
Πρέπει σήμερα νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό ὁλόψυχα ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό Του, ποὺ ἐξοβέλισε τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, ποὺ Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια μοιράστηκε μέ ἐμᾶς τὴν γνώση τῆς τέλειας Θεϊκῆς Ἀλήθειας.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε, ὅτι δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ εἰκόνες ἀπὸ ξύλο καὶ χρῶμα, ἀλλὰ γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ φανερώνεται στὸν κόσμο. Ὁ καθένας μας, δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ὅλοι ζωντανὲς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καί αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ γιὰ ἐμᾶς μιὰ τεράστια εὐθύνη, γιατὶ μιὰ εἰκόνα ἵσως νὰ μοιάζει μὲ παρωδία καὶ νὰ γίνει μέσο βλασφημίας τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ σκεφτοῦμε καὶ νὰ ἀναρωτηθοῦμε: ἀξίζουμε, εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ καλούμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ; Ἕνας συγγραφέας τῆς Δύσης εἶπε, ὅτι οἱ ἄνθρωποι ποὺ συναντοῦν ἕνα Χριστιανό, θά ἔπρεπε νὰ τὸν βλέπουν ὅπως ἕνα ὅραμα, σὰν μιὰν ἀποκάλυψη ποὺ ποτὲ πρὶν δὲν εἶχαν, ὅτι ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα σὲ ἕναν Χριστιανὸ καὶ σὲ ἕναν μὴ Χριστιανό, εἶναι τὸ ἴδιο σπουδαία, ριζοσπαστικὴ καὶ ἐντυπωσιακή, ὅσο διαφέρει ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ ἕναν ζωντανὸ ἄνθρωπο. Ἕνα ἄγαλμα ἵσως νὰ εἶναι ὄμορφο, ἀλλὰ εἶναι φτιαγμένο ἀπὸ πέτρα ἤ ἀπὸ ξύλο καὶ εἶναι ἄψυχο. Ἕνας ἄνθρωπος, ἵσως μὲ τὴν πρώτη ἐντύπωση νὰ μὴν φανερώνει ὅτι ζεῖ μία τέτοια ὀμορφιά, ἀλλά ὅσοι τὸν συναντοῦν, θὰ πρέπει νὰ μποροῦν νὰ διακρίνουν σ’ ἐκεῖνον τὴ λάμψη τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νὰ ἀναγνωρίζουν τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτό Του, μέσα ἀπὸ τὴν ταπεινὴ μορφὴ μιᾶς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, ὅπως αὐτοὶ πού προσκυνοῦν εὐλαβικά μιὰ εἰκόνα, μιὰ εἰκόνα ἱερή καί εὐλογημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ὅσο δὲν εἴμαστε γιὰ τοὺς γύρω μας μιὰ τέτοια εἰκόνα, ἔχουμε ἀποτύχει στὴν ἀποστολή μας, δὲν διακηρύττουμε μὲ τὴν ζωή μας, τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιὰ ὅσα κηρύττουμε. Καὶ γιὰ τοῦτο, ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ὅλοι μαζί συνολικὰ φέρουμε τὴν εὐθύνη, ἐπειδὺ ὁ κόσμος πού συναντᾶ χιλιάδες χριστιανῶν, δὲν μεταστρέφεται ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσά τους, ποὺ μὲ τὰ χοϊκά, ἀλλὰ δοξασμένα, ἅγια σώματά τους μεταμορφώνουν τὸν κόσμο.
Ὅ,τι εἶναι ἁπλὰ ἀληθινὸ γιὰ ἐμᾶς, εἶναι ἀληθινὸ γιὰ τὶς ἐκκλησίες μας. Ὁ Χριστὸς ὀνόμασε τὶς ἐκκλησίες μας οἰκογένεια, μιὰ κοινότητα Χριστιανῶν ποὺ θὰ γίνει ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπου οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἑνωμένοι μέσα ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀγάπη, τὴν αὐτοθυσία, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς. Ἡ Ἐκκλησία κλήθηκε καὶ καλεῖται ἀκόμα νὰ ἀποτελέσει ἕνα σῶμα ἀνθρώπων ποὺ τὸ χαρακτηρίζει ἡ σαρκωμένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλίμονο, αὐτὸ ποὺ συναντοῦμε σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες μας, δὲν εἶναι τὸ θαῦμα τῆς Θείας Ἀγάπης.
Ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλίμονο, ἡ Ἐκκλησία οἰκοδομήθηκε μὲ αὐστηρὸ καὶ ἐπίσημο τρόπο, σύμφωνα μὲ τὴν ἱεραρχία τοῦ Κράτους. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἀποτύχαμε νὰ μοιάσουμε ἀλήθεια στὴν πρώτη κοινότητα τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Τερτιλλιανός στά κείμενά του ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν, λέει στόν Ρωμαῖο Αὐτοκράτορα: « Ὅταν οἱ ἄνθρωποι μᾶς συναντοῦν, στέκονται καὶ λένε: Πόσο ἀγαπιοῦνται αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι!» Δέν ἀποτελοῦμε στὸ σύνολο ἕνα σῶμα ἀνθρώπων, γιὰ τὸ ὁποῖο κάποιος θὰ μποροῦσε νὰ μιλήσει ἔτσι. Καὶ πρέπει νὰ μάθουμε αὐτὸ ποὺ θέλει ὁ Θεός ἀπὸ ἐμᾶς, αὐτὸ ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ ἡ Ἐκκλησία: νὰ ξαναφτιάξουμε τὶς κοινότητες, τὶς ἐκκλησίες, τὶς ἐνορίες, τὶς ἐπισκοπές, τὰ πατριαρχεῖα, ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία, ἔτσι ποὰ ὁλόκληρη ἡ ζωή, ἡ πραγματικότητα τῆς ζωῆς θά εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἀγάπης. Ἀλίμονο, ἀκόμα δὲν τὸ ἔχουμε μάθει αὐτό.
Καί ἔτσι, ὅταν ἑορτάζουμε τὴν γιορτὴ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄς θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ νικητήςὴ ὅτι ἐμεῖς διακηρύττουμε τὴν ἀλήθεια, τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐνσαρκωμένη καὶ ἀποκεκαλυμμένη ἀπὸ τὸν ἴδιο, καί τὸ ὅτι εἶναι μία τεράστια εὐθύνη γιὰ ὅλους μαζί καί γιά τόν καθένα χωριστά τὸ ὅτι δέν πρέπει νά δίνουμε ψευδῆ μαρτυρία γιά ὅσα κηρύττουμε, μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας. Ἕνας δυτικὸς θεολόγος εἶχε πεῖ ὅτι πιθανὸν νά κηρύττουμε ὅλη τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ ταυτόχρονα νὰ τὴν ἀκυρώνουμε, νὰ τὴν διαψεύδουμε μὲ τὴν ζωή μας, ἀποδεικνύοντας ὅτι πρόκειται γιὰ λόγια, καί ὄχι γιὰ τὴν πραγματικότητα. Πρέπει νὰ μετανοήσουμε γι’ αὐτὴν τὴν κατάσταση καὶ νὰ ἀλλάξουμε. Πρέπει νὰ γίνουμε τέτοιοι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ποὺ μᾶς συναντοῦν, θὰ βλέπουν σέ ἐμᾶς τὴν ἀλήθεια, τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη Του γιὰ τὸν καθένα χώρια καὶ γιὰ ὅλους μαζί. Ὅσο δὲν τὸ κάνουμε, ὅσο δὲν μετανοοῦμε, δὲν μετέχουμε στὸν Θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Θεὸς θριάμβευσε, ὅμως ἔβαλε ἐμᾶς ὑπεύθυνους γιὰ νὰ θριαμβεύσει ἡ ζωή μέσα ἀπὸ τὴ δική Του δόξα γιὰ τὸ καλὸ ὅλου τοῦ κόσμου.
Γι’ αὐτό, ἄς μάθουμε νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωή, ὄχι μόνο προσωπικά, ἀλλὰ συνολικὰ καὶ νὰ οἰκοδομήσουμε κοινωνίες Χριστιανῶν ποὺ ἀποκαλύπτουν τὸν Θεὸ στὸν κόσμο, ἔτσι ποὺ ὁ κόσμος βλέποντάς μας, νά πεῖ: « Ἄς ἀναμορφώσουμε τοὺς θεσμούς, τὶς σχέσεις μας, ἄς ἀνανεώσουμε ὅ,τι ἔχει γεράσει καὶ παραμένει παλιὸ καὶ ἄς γίνουμε μιὰ νέα κοινωνία, ὅπου ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ζωὴ τοῦ Θεοῦ νὰ μπορεῖ νὰ θριαμβεύσει καὶ νὰ εὐημερήσει.» Ἀμήν.