Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τό ὄνομά μου εἶναι Δημήτρης Μητρόπουλος. Εἶμαι μαέστρος. Ἀλλά θά σᾶς φανεῖ ἀπίστευτο ἄν σᾶς πῶ ὅτι κι ἐγώ ὁ ἴδιος ἐντυπωσιάζομαι πού τελικά ἔγινα μουσικός. Κανείς ἀπό τήν οἰκογένειά μου δέν ὑπῆρξε μουσικός. Προέρχομαι ἀπό οἰκογένεια κληρικῶν. Ὁ παππούς μου ἦταν παπάς σ’ ἕνα χωριό στήν Ἑλλάδα καί ξέχασα νά σᾶς πῶ ὅτι γεννήθηκα στήν Ἀθήνα. Ὁ θεῖος μου ἦταν κτηνοτρόφος καί δύο ἀπό τ’ ἀδέλφια τοῦ πατέρα μου πῆγαν ἀπό πολύν νωρίς σέ μοναστήρι καί μάλιστα σ’ ἕνα θαυμάσιο μοναστήρι στόν Ἄθω ὅπου ὑπάρχουν μόνο ὀρθόδοξα μοναστήρια ἀπό πολλές χῶρες, ὅπως ἀπό τή Ρωσία, τή Βουλγαρία, τή Σερβία ἀλλά κυρίως ἀπό τήν Ἑλλάδα. Καί οἱ δύο μόνασαν ἐκεῖ καί ἐκεῖ πέθαναν.
    Κι ἐγώ ὅταν ἤμουν παιδί καί εἶχα σχολικές διακοπές, πήγαινα ἐκεῖ, ἤμουν τόσο ἐνθουσιασμένος ἀπό τό περιβάλλον καί ὅλη αὐτή ἡ ἰδέα τοῦ ἐρημίτη ἄγγιζε πολύ τήν καρδιά μου. Ἔτσι ἐκεῖνα τά χρόνια ἤμουν βέβαιος πώς κάποια μέρα θά γινόμουν κι ἐγώ μοναχός. Ὁ πατέρας μου ἦταν ἔμπορος, ἀλλά ἀποτυχημένος ἔμπορος, καί στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε κι αὐτός μοναχός. Βέβαια δέν ἤμουν ἀπολύτως σύμφωνος μέ τήν ἰδέα αὐτή τοῦ ἀσκητῆ, οὐσιαστικά ἤθελα νά γίνω ἱεραπόστολος. Αὐτό ἦταν πράγματι τό ἰδανικό μου. Καί δέν ξέρω πῶς κατάφερε ἡ μοίρα καί ἀντί ἱεραπόστολος τοῦ Χριστοῦ ἔγινα ἱεραπόστολος τῆς τέχνης τῆς μουσικῆς.

Ἡ Ἐκκλησιαστική καταγωγή τοῦ Δημ. Μητρόπουλου

 
\"\"

Τό ὄνομά μου εἶναι Δημήτρης Μητρόπουλος. Εἶμαι μαέστρος. Ἀλλά θά σᾶς φανεῖ ἀπίστευτο ἄν σᾶς πῶ ὅτι κι ἐγώ ὁ ἴδιος ἐντυπωσιάζομαι πού τελικά ἔγινα μουσικός. Κανείς ἀπό τήν οἰκογένειά μου δέν ὑπῆρξε μουσικός. Προέρχομαι ἀπό οἰκογένεια κληρικῶν. Ὁ παππούς μου ἦταν παπάς σ\’ ἕνα χωριό στήν Ἑλλάδα καί ξέχασα νά σᾶς πῶ ὅτι γεννήθηκα στήν Ἀθήνα. Ὁ θεῖος μου ἦταν κτηνοτρόφος καί δύο ἀπό τ\’ ἀδέλφια τοῦ πατέρα μου πῆγαν ἀπό πολύν νωρίς σέ μοναστήρι καί μάλιστα σ\’ ἕνα θαυμάσιο μοναστήρι στόν Ἄθω ὅπου ὑπάρχουν μόνο ὀρθόδοξα μοναστήρια ἀπό πολλές χῶρες, ὅπως ἀπό τή Ρωσία, τή Βουλγαρία, τή Σερβία ἀλλά κυρίως ἀπό τήν Ἑλλάδα. Καί οἱ δύο μόνασαν ἐκεῖ καί ἐκεῖ πέθαναν.

Κι ἐγώ ὅταν ἤμουν παιδί καί εἶχα σχολικές διακοπές, πήγαινα ἐκεῖ, ἤμουν τόσο ἐνθουσιασμένος ἀπό τό περιβάλλον καί ὅλη αὐτή ἡ ἰδέα τοῦ ἐρημίτη ἄγγιζε πολύ τήν καρδιά μου. Ἔτσι ἐκεῖνα τά χρόνια ἤμουν βέβαιος πώς κάποια μέρα θά γινόμουν κι ἐγώ μοναχός. Ὁ πατέρας μου ἦταν ἔμπορος, ἀλλά ἀποτυχημένος ἔμπορος, καί στό τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε κι αὐτός μοναχός. Βέβαια δέν ἤμουν ἀπολύτως σύμφωνος μέ τήν ἰδέα αὐτή τοῦ ἀσκητῆ, οὐσιαστικά ἤθελα νά γίνω ἱεραπόστολος. Αὐτό ἦταν πράγματι τό ἰδανικό μου. Καί δέν ξέρω πῶς κατάφερε ἡ μοίρα καί ἀντί ἱεραπόστολος τοῦ Χριστοῦ ἔγινα ἱεραπόστολος τῆς τέχνης τῆς μουσικῆς.

Αὐτά ἔλεγε ὁ μεγάλος μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος (1896-1960) πρίν 50 χρόνια (1959) σέ μία συνέντευξή του στόν σταθμό NDR Hamburg (1).

Καί στήν φίλη του Καίτη Κατσογιάννη ἔγραφε τό 1948: Ἀνατράφηκα ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία μέ ἀρχές καθαρά δημοκρατικές καί χριστιανικές, οἱ ὁποῖες εἶναι μέσα στήν καρδιά μου, ὡστόσο ποτέ δέν θέλησα νά τίς ἐπιβάλω διά τῆς βίας (2).

Ὁ Δημήτρης Μητρόπουλος προερχόταν πράγματι ἀπό μία ἱερατική οἰκογένεια τῆς Ἀρκαδίας. Ὁ παππούς του Δημήτριος (Μῆτρος) Μητρόπουλος ἦταν ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ Τρεσταινὰ (Μελισσόπετρα) τῆς Γορτυνίας, μικρό χωριό κοντά στή Ζάτουνα. Ὁ ἀδερφός τοῦ πάπα-Μήτρου Πέτρος, εἶναι ὁ κατόπιν Ἀρχιεπίσκοπος Πατρῶν καί Ἠλείας Ἰερόθεος (3), ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στά Τρεσταινά τό 1839 ἤ 1840. Ὁ πατέρας τοῦ πάπα- Μήτρου καί τοῦ Ἱεροθέου, ὁ προπάππους τοῦ Δημήτρη Μητρόπουλου Νικόλαος ἦταν ἀπό τά παλικάρια τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί ἰδιαίτερα τοῦ Πανουργιά καί τοῦ Πλαπούτα.

Ὁ πάπα-Μῆτρος ἀπέκτησε τρία ἀγόρια: τόν Χρῆστο, τόν Νικόλαο καί τόν Ἰωάννη, τόν πατέρα τοῦ μαέστρου, ὁ ὁποῖος ἦταν καί ὁ πρωτότοκος (1867). Μία ἀπό τίς ἀδελφές του πάπα-Μήτρου, ἡ Μαρία, παντρεύτηκε τόν Δ. Ματθόπουλο καί ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Βασίλειο. Αὐτός ἦταν ὁ μετέπειτα πολύς ἀρχιμανδρίτης Εὐσέβιος Ματθόπουλος (4), ἀνιψιός τοῦ Ἱεροθέου Μητροπούλου καί στενός συνεργάτης τοῦ κατά τήν δεκαετῆ ποιμαντορία (1893-1903) στήν Ἀρχιεπισκοπή Πατρῶν καί Ἠλείας.

Ὁ Ἱερόθεος Μητρόπουλος πέθανε στίς 7 Μαρτίου 1903 στήν Ἀθήνα καί ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία ἔγινε στόν Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν τήν ἑπομένη 8 Μαρτίου. Στίς 9 Μαρτίου ἔγινε ἡ ταφή στήν Πάτρα, στόν περίβολο τοῦ Ἐπισκοπείου, πού ὁ ἴδιος ἔκτισε, δίπλα ἀκριβῶς ἀπό τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Τῆς ἐπιμνημόσυνης δέησης πού τελέστηκε στόν Μητροπολιτικό Ναό Εὐαγγελιστρίας Πατρῶν, καί τῆς ἐκφορᾶς προέστη ὁ Πενταπόλεως Νεκτάριος, δηλ. ὁ κατόπιν μεγάλος ἅγιος τοῦ 20οῦ αἰώνα.

Ὅταν πέθανε ὁ Ἱερόθεος, ὁ Δημήτρης [Μητρόπουλος] ἦταν ἑφτά χρονῶν παιδί. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἡ προσωπικότης του τοῦ ἔκανε βαθειά ἐντύπωσι. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό ὅτι στό πιάνο του, στό διαμέρισμά του στή Νέα Ὑόρκη, εἶχε τή φωτογραφία του μαζί μέ τοῦ ἑνός ἀπό τούς δύο θείους του μοναχούς (5).

Ὁ Ἱερόθεος Μητρόπουλος ἔμεινε στήν ἱστορία ὡς φιλάνθρωπος, λόγω τῆς πλούσιας φιλανθρωπικῆς δράσης του. Καί ὁ Δημήτρης Μητρόπουλος ἔζησε σκορπώντας ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε στούς ἔχοντες ἀνάγκη καί πέθανε φτωχός!

Ἐπηρεάστηκε σίγουρα ἀπό τό πρότυπό του, τόν Ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης, ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ (7). Ὅμως καί ἡ περίπτωση τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ παπποῦ του, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροθέου, σίγουρα ἔπαιξε τόν δικό της ρόλο στήν ἐνσυνείδητη καί. στρατευμένη, θά λέγαμε, φιλανθρωπία τοῦ μαέστρου.

Πάντως ἀπό τά κείμενα τοῦ Μητρόπουλου δέν φαίνεται νά ὑπάρχει κάποια ἀναφορά στόν παππού του Ἱερόθεο.

Ὁ ἕλληνας βιογράφος τοῦ Μητρόπουλου μουσικολόγος Ἀπόστολος Κώστιος ἀναφέρει ὅτι οἱ θεῖοι τοῦ μαέστρου πού μόνασαν στόν Ἄθωνα λέγονταν Κωνσταντῖνος (1868) καί Γεώργιος (1870) (8). Καί ὁ William Trotter υἱοθετεῖ αὐτή τήν ὀνομασία (9).

Ὅμως τά κοσμικά ὀνόματα τῶν θείων τοῦ Μητρόπουλου ἦσαν Χρῆστος καί Νικόλαος. Τό παραδέχεται, τελικά, καί ὁ Ἀπ. Κώστιος: Οἱ θεῖοι του Χρῆστος καί Νικόλαος Μητρόπουλος (καί ὄχι Κωνσταντῖνος καί Γεώργιος, ὅπως λανθασμένα σημειώνει ὁ συγγραφέας στή Βιογραφία) ἐκάρησαν μοναχοί (10).

Ὑπάρχει μία ἐπιστολή τοῦ Ἱεροθέου Μητροπούλου πρός τόν ἀνιψιό του Νικόλαο, μέ ἡμερομηνία 15 Μαΐου 1897. Ἀπό τό περιεχόμενό της (11) συνάγεται ἀβίαστα τό συμπέρασμα ὅτι ὁ Νίκος (Ἀγαπητέ μοι Νίκο!) τόν καιρό ἐκεῖνο ἦταν μάχιμος ἀνθυπολοχαγός τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, πού εἶχε λάβει μέρος σέ μάχες μεταξύ Δομοκοῦ καί Λαμίας κατά τόν Ἑλληνοτουρκικό πόλεμο τοῦ 1897. Ὁ Νίκος εἶχε στείλει ἐπιστολές στόν θεῖο του Ἱερόθεο καί τοῦ ἐξιστοροῦσε τά τῶν μαχῶν. Ἀπό τήν ἐπιστολή τοῦ Ἱεροθέου συνάγονται τά ἑξῆς συμπεράσματα:

Ὁ Νίκος κινδύνευσε στό πεδίο τῶν μαχῶν καί φαίνεται πώς διασώθηκε «πρός χαράν πάντων ἡμῶν καί τῆς πενθούσης μητρός σου», σημειώνει ὁ Ἰερόθεος. Αὐτό σημαίνει ὅτι προφανῶς εἶχε πεθάνει πρόσφατα ὁ πατέρας τους πάπα-Μῆτρος καί ἡ χήρα μητέρα τους βίωνε ἔντονα τό πένθος. Προτρέπει δέ ὁ Ἱερόθεος τόν ἀνιψιό του: «Γράφε συνεχῶς καί πρός τόν ἀδελ. Χρῖστον πρός παρηγορίαν τῆς μητρός σου».

Ἀξίζει ὅμως νά προσεχθεῖ καί ἡ κατακλείδα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροθέου: «Τά δυστυχήματα τοῦ Ἔθνους καταθλίβουσι πάσαν ψυχήν, αἰτία τῶν ὁποίων ἡ ἁμαρτία καί ἡ ἀσέβεια τῶν ἀρχόντων. Εἴθε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἡμῶν νά σώση τό Ἔθνος καί τά παθήματα νά γίνουν ἡμῖν μαθήματα. Ἀμήν». Καί ὑπογράφει: «Ὁ θεῖος σου +Πατρῶν Ἱερόθεος».

Ἐφ\’ ὅσον ἡ ἐπιστολή αὐτή γράφτηκε τό 1897, ἕνα χρόνο μετά τήν γέννηση τοῦ μαέστρου, σημαίνει ὅτι οἱ θεῖοι του Χρῆστος καί Νικόλαος ἔγιναν μοναχοί ἀργότερα, σέ ὥριμη ἡλικία. Στίς 6 Ὀκτωβρίου 1900 ὁ Ἱερόθεος Μητρόπουλος συντάσσει τήν διαθήκη του καί καθιστᾶ κληρονόμον του τόν ἀνιψιό του Χρῆστο Μητρόπουλο, ἔμπορο, «υἱόν τοῦ ἀδελφοῦ μου», ὅπως γράφει ἐπί λέξει.
Οἱ θεῖοι τοῦ Μητρόπουλου ἔγιναν μοναχοί στό Ἅγιον Ὅρος, σίγουρα μετά τό 1900, σύμφωνα καί μέ τόν ἴδιο τόν μαέστρο (στή συνέντευξη – αὐτοπροσωπογραφία του): «δύο ἀπό τ\’ ἀδέλφια τοῦ πατέρα μου πῆγαν ἀπό πολύν νωρίς σέ μοναστήρι καί μάλιστα σ\’ ἕνα θαυμάσιο μοναστήρι στόν Ἄθω.». Τό «πολύν νωρίς» τό λέει ὁ Μητρόπουλος προφανῶς σέ σχέση μέ τήν δική του ἡλικία. Μικρός, ὅταν εἶχε σχολικές διακοπές, πήγαινε στόν Ἄθωνα στούς θείους του, μᾶς πληροφορεῖ στήν ἴδια συνέντευξη. Ἄρα, αὐτές οἱ ἐπισκέψεις στό Ἅγιον Ὅρος προσδιορίζονται μετά τό 1908, ὅταν ὁ θεῖος του Νίκος πῆγε στό Ὄρος γιά νά μονάσει. Ὁ Μητρόπουλος ἦταν τότε δώδεκα χρονῶν, πήγαινε σχολεῖο καί μποροῦσε νά κάνει μακρινά ταξίδια, δηλ. ἀπό τήν Ἀθήνα στόν Ἄθωνα.

Ὁ Μητρόπουλος σημειώνει, ἐπίσης, ὅτι «καί οἱ δύο (θεῖοι του) μόνασαν ἐκεῖ καί ἐκεῖ πέθαναν». Φαίνεται, ὅμως, πώς δέν ἦταν ἀκριβῶς ἔτσι τά πράγματα.

Ὁ Νίκος Μητρόπουλος (1871-1911) ἦταν πτυχιοῦχος τῆς Νομικῆς, φίλος καί συγκάτοικος τοῦ ἀειμνήστου γέροντα Φιλοθέου Ζερβάκου (1884-1980), φίλος, ἐπίσης, τοῦ γέροντα Ἱερωνύμου του Σιμωνοπετρίτου (1871-1957), ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε στό Σιμωνοπετρίτικο μετόχι τῆς Ἀναλήψεως στό Βύρωνα καί τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), μέ τόν ὁποῖο γνωρίζονταν ἀπό τόν Ἅγιο Ἐλισσαῖο, τό ναΐδριο ὅπου ἔψαλε ὁ κύρ-Ἀλέξανδρος καί ὁ Νίκος Μητρόπουλος ἦταν βοηθός του (12). Ἡ Πολυξένη Μπούκη (13) σέ ἐπιστολή της πρός τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη (10.5.1908) γράφει: .ἐάν θέλης νά μάθης καί διά τόν Νικόλαον Μητρόπουλον, ἔγινε μοναχός μεγαλόσχημος, μετονομασθεὶς Νεῖλος Σιμωνοπετρίτης, ἔχετε δέ ἐκ μέρους του πολλά χαιρετίσματα (14). Ὁ Νικόλαος ἐκάρη μεγαλόσχημος στίς 5.4.1908, Σάββατο τοῦ Λαζάρου.

Πρέπει νά σημειωθεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Νικόλαος Μητρόπουλος ἦταν πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔδωσε σέ αὐτόν, ὅπως καί στόν π. Φιλόθεο Ζερβάκο, τήν εὐχή καί εὐλογία του γιά νά πᾶνε στό Ἅγιον Ὄρος καί νά γίνουν μοναχοί. Στίς 8 Μαΐου τοῦ 1907 ἔγινε ἀγρυπνία στόν Ἅγιο Ἐλισσαῖο στήν Ἀθήνα, στήν ὁποία συμμετεῖχαν ὁ Νικόλαος καί ὁ π. Φ. Ζερβάκος. Μετέλαβαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, συνέψαλαν μέ τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καί τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, καί τό μεσημέρι παρέθεσε τράπεζα στό σπίτι του ὁ φιλομόναχος Νικ. Μπούκης (σύζυγος τῆς Πολυξένης) ὅπου ὁμοτράπεζος ἦταν καί ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τό ἀπόγευμα τούς ἐπισκέφθηκαν διάφοροι φίλοι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί ὅλοι αὐτοί οἱ εὐλαβεῖς καί καλοί φίλοι μας συνώδευσαν μέχρι τοῦ Ἀτμοπλοίου, ὅπου καί ἀποχαιρέτησαν ἡμᾶς συγκεκινημένοι. Τόν Ἰούνιο τοῦ 1907 ὁ Νικόλαος εἰσῆλθε στή Σιμωνόπετρα. Προτίμησε τή Μονή αὐτή λόγω τῆς στενῆς σχέσης πού εἶχε μέ τό μετόχι της στήν Ἀθήνα, ἀλλά καί γιατί τοῦ τή σύστησε ὁ πνευματικός του Ἅγιος Νεκτάριος. Ὁ Ἅγιος πού εἶχε κηδεύσει στήν Πάτρα τό 1903 τόν θεῖο καί προστάτη τοῦ Νικολάου Ἀρχιεπίσκοπο Πατρῶν καί Ἠλείας Ἱερόθεο.

 

\"\"

Ὁ μοναχός Νεῖλος ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ Μητροπολίτη Κασσανδρείας Εἰρηναίου (1863-1945) στήν σύνταξη τῶν Γενικῶν Κανονισμῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διετέλεσε βιβλιοθηκάριος τῆς Σιμωνόπετρας καί Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος (1909-Ἀπρίλιο 1911) καί πέθανε ἀπό φυματίωση σέ ἡλικία 40 ἐτῶν, τόν Ἰούλιο τοῦ 1911 (15).
Ὁ Νικόλαος Μητρόπουλος ἔζησε, δηλ., ὡς Νεῖλος μοναχός μόλις τέσσερα χρόνια.

Ὁ ἄλλος θεῖος τοῦ μαέστρου Χρῆστος Μητρόπουλος, σύμφωνα μέ τούς βιογράφους τοῦ Δ. Μητρόπουλου, ἀλλά καί σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ ἴδιου τοῦ μαέστρου, πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά μονάσει μαζί μέ τόν ἀδελφό του. Ὅμως ὁ μοναχός Μωϋσῆς στό ἄρθρο του γιά τόν Νεῖλο (Νίκο) Μητρόπουλο, σημειώνει ὅτι «ὁ Χρῆστος ἐκάρη μοναχός στή Μονή Λογγοβάρδας Πάρου τό 1911 καί ὀνομάσθηκε Ἱερόθεος. Ἄφησε φήμη ἐναρέτου καί διακριτικοῦ ἐξομολόγου. Ἱλαρῶς, ἠρέμως καί γαληνῶς παρέδωκε τό πνεῦμα του στίς 11.12.1921 στή μονή του, τῆς ὁποίας ἐφάνη ὠφέλιμος καί χρήσιμος». Καί αὐτός πέθανε νέος, σέ ἡλικία 53 περίπου ἐτῶν, ἐφ\’ ὅσον γεννήθηκε μεταξύ 1868-1869. Ὅταν ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης πληροφορήθηκε τόν θάνατό του ἔγραψε στόν ἡγούμενο τοῦ ἀδελφοῦ του: .Ὁ μακαρίτης εἶχε ἕνα σταυρό μέ τίμιον ξύλον σᾶς παρακαλῶ ἐπειδή τόν θέλω διά τόν υἱόν μου, ἐάν ἔχητε τήν καλωσύνην μου τόν στέλλετε». Καί σχολιάζει ἐπ\’ αὐτοῦ ὁ μοναχός Μωϋσῆς: «Τόν σταυρό αὐτό, ἴσως, ἔχοντας ὁ παγκοσμίου φήμης μουσικός, ὡς φυλακτό, ἔδινε πνοή στά ἔργα του (16).

Ἡ Μονή Λογγοβάρδας τῆς Πάρου, ἡ ὁποία εἶχε κολλυβαδική παράδοση καί στήν ὁποία ἔζησε ἐξόριστος ὁ θεῖος τοῦ Ἰερόθεος περί τό 1880. Ὁ Ἱερόθεος ἔμεινε στή Λογγοβάρδα γιά τρία χρόνια, ἐξόριστος ἀπό τούς σιμωνιακούς Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι ἐνοχλοῦνταν ἀπό τούς ἀγῶνες τοῦ Ἱεροθέου γιά τήν κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας (17).

Ὁ Ἱερόθεος δημιούργησε στενές πνευματικές σχέσεις μέ τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς, τίς ὁποῖες διατήρησε καί ὡς Ἐπίσκοπος τῶν Πατρῶν.

Ὁ ἀνιψιός του Χρῆστος Μητρόπουλος χειροτονήθηκε ἱερομόναχος καί πῆρε τό ὄνομά του: Ἱερόθεος! Προφανῶς λόγω τῆς ἀγάπης πού εἶχε στόν θεῖο του. Πέθανε στή μονή πού ἀγάπησε καί ὁ θεῖος του καί ἔζησε τόν μοναχικό βίο δέκα χρόνια (1911-1921). Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ἔγινε μοναχός τή χρονιά πού πέθανε ὁ ἀδελφός του Νεῖλος στό Ἅγιον Ὄρος. Κι ἀκόμη ἀξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ τό γεγονός ὅτι ὁ Νικόλαος Μητρόπουλος συνέστησε στόν π. Φιλόθεο Ζερβάκο, στόν ὁποῖο δέν ἐπέτρεψαν οἱ Τοῦρκοι τήν εἴσοδο στό Ἅγιον Ὄρος, νά πάει νά μονάσει στή Μονή Λογγοβάρδας τῆς Πάρου -ὅπως καί ἔγινε- ὅπου εἶχαν μονάσει ὁ θεῖος τοῦ Ἱερόθεος Μητρόπουλος καί ὁ ἐξάδελφός του Εὐσέβιος Ματθόπουλος (18).

Ὁ Χρῆστος / Ἱερόθεος πῆγε στήν Πάρο καί ὄχι στό νησί τοῦ Πόρου, ὅπως, προφανῶς ἀπό σύγχυση, ἀναφέρει ὁ W. Trotter (19). Ἐκεῖ, μᾶς πληροφορεῖ ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος θά πήγαινε καί ὁ φίλος του Νικόλαος ἄν δέν τοῦ ἐπιτρεπόταν ἡ εἴσοδος στό Ἅγιον Ὄρος.

Ὁ μαέστρος Μητρόπουλος, γόνος πραγματικά ἱερατικῆς οἰκογένειας, μέ μία μητέρα, τήν Ἀγγελική Ἀναγνωστοπούλου, ἰδιαιτέρως εὐσεβῆ, ἦταν ὡς παιδί ἐξαιρετικά φιλομόναχος.

Ἐπισκεπτόταν κοντινά μοναστήρια καί ὀνειρευόταν νά γίνει μοναχός. Προχωροῦσε ἕνα ἀκόμη βῆμα παραπέρα τήν ἀφοσίωσή του ἐπινοώντας διάφορα σενάρια κατά τά ὁποία ἦταν σεβαστός ὡς σπουδαῖος ἀναχωρητής, τρωγλοδύτης, στυλίτης ἤ ἕνας γενειοφόρος ἐρημίτης πού ἐπικοινωνοῦσε μ\’ ἕνα εἶδος ἄμεσης σύνδεσης μέ τό σύμπαν. Μερικές φορές ἡ φαντασία του ξεχείλιζε καί ὁ Δημήτρης σχημάτιζε δικά του θρησκευτικά τάγματα ἔχοντας γιά μοναχούς τά ἄλλα παιδιά τῆς γειτονιᾶς, τελώντας μέ ἐπιμέλεια αὐτοσχέδιες λειτουργίες ὅλο ἀφοσίωση καί αὐταπάρνηση. Ἄλλες φορές μποροῦσε νά τόν δεῖ κάποιος νά κάνει αὐτοσχέδια κηρύγματα σέ ὅποιο ἀκροατήριο ρακένδυτων μποροῦσε νά συγκεντρώσει. Ὅταν οἱ γονεῖς του ἔψαχναν τό παιδί τους, τό πιό πιθανό εἶναι ὅτι θά τό ἔβρισκαν ἤ νά συνθέτει μουσική ἤ νά προσεύχεται γιά τή σωτηρία τῶν ψυχῶν τῶν φίλων του, τῆς οἰκογένειάς του ἤ τοῦ ἰδίου (20).

Ἡ ἀκατάσχετη ροπή τοῦ Μητρόπουλου πρός πράξεις φιλανθρωπίας δέν ἦταν ἁπλῶς μία ἀλτρουϊστικὴ ἐκδήλωση, ἀλλά συνδυάζεται μ\’ αὐτή τήν ἀσκητική του προοπτική. Ὁ μαέστρος Λέοναρντ Μπερνστάϊν σ\’ ἕνα κείμενό του γιά τόν Μητρόπουλο καταγράφει τόν ἐξαιρετικά φιλάνθρωπο ἀσκητισμό του, προσπαθώντας νά τόν ἑρμηνεύσει κιόλας: Ὁ πατέρας μου, πού ἦταν κατά τῆς ἰδέας νά γίνω μουσικός, μοῦ ἔστελνε μικρά χρηματικά ποσά. Φυσικά «πεινοῦσα» καί φυσικά ὁ Δημήτρης ἔσπευσε ἀμέσως πρός βοήθειάν μου. Καί οἱ ἐπιταγές ἔφθαναν κάθε μήνα γιά δύο χρόνια. Γενναιοδωρία, ἀφθονία, πληρότητα. Πληρότητα πνεύματος. Ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἔδινε χρήματα παντοῦ. Σ\’ ἕνα παίκτη γιά τρομπόνι πού χρειαζόταν χρήματα γιά νά κάνει ἐγχείρηση, σέ ἄλλον παίκτη βιολιοῦ πού δέν εἶχε ἀρκετά χρήματα γιά τή διατροφή του. Τά ἔδινε ὅλα ὅσα εἶχε. Ποτέ δέν εἶχε δεκάρα. Ζοῦσε μέ σπαρτιατική ἁπλότητα. Γιατί ὅλα αὐτά, ἡ αὐστηρότητα καί ἡ ἀτομική ἄρνηση; Μερικές φορές σκέπτομαι ὅτι μετανοοῦσε ὅλα αὐτά τά χρόνια στήν Ἀμερική. Ἀλλά γιά ποιό ἁμάρτημα; Ἴσως, στό μυαλό του, γιά τό ἁμάρτημα νά μήν ἔχει γίνει ὁ μοναχός πού ξεκίνησε νά γίνει, ὁ ἀσκητής πού τόσο συχνά προσπάθησε νά εἶναι. Τό ἁμάρτημα νά εἶναι κοσμικός ὄντας τόσο φανατικά ἀφοσιωμένος στή θρησκεία. Ἀλλά ἡ ἄλλη φλόγα πού ἔκαιγε μέσα τοῦ ἦταν προφανῶς δυνατότερη. Αὐτή ἦταν ἡ φλόγα τῆς μουσικῆς καί δέν μποροῦσε νά ξεπεραστεῖ οὔτε ἀπό τήν πιό βαθιά θρησκευτική ἀφοσίωση. Καί αὐτή ἡ «πάλη» μοναχοῦ ἔναντι μουσικοῦ, τοῦ προκαλοῦσε ἀνυπόφορο πόνο καί τοῦ δημιουργοῦσε τό συναίσθημα τοῦ ἁμαρτήματος. (21).

Ἡ φίλη, ὅμως, τοῦ Μητρόπουλου Καίτη Κατσογιάννη, μέ τήν ὁποία ὁ μαέστρος εἶχε τήν γνωστή μακρά καί σπουδαία ἀλληλογραφία, ἔχει ἄλλη ἄποψη γιά τά περί μοναχισμοῦ τοῦ μαέστρου: Περισσότερο χριστιανός παρά καθαυτό θρησκευόμενος, οὐδέποτε φυσικά εἶχε σκεφθεῖ νά γίνει καλόγηρος, ὅπως τό εἶπαν! Εἶναι καί αὐτό ἕνας ἀπό τούς μύθους πού γεννήθηκαν στήν Ἀμερική καί πού ποτέ δέν ἔκανε τόν κόπο νά διαψεύσει. Σπάνια ἄνθρωπος προσπάθησε ὅσον αὐτός νά κάνει πράξη ζωῆς τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαίτερα τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Γι\’ αὐτό καί ὁ ἅγιος πού θαύμαζε περισσότερο ἦταν ὁ Ἅγιος Φραγκίσκος τῆς Ἀσίζης. Τόν ἀγαποῦσε γιά τήν ἀλληλεγγύη του πρός τά ἔμψυχα καί τά ἄψυχα, γιά τήν ταπεινοφροσύνη του καί τήν ποιητική του διάθεση. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Μητρόπουλου στήν κακία ἦταν ἡ ἐπιείκεια – συμπονοῦσε περισσότερο τοὺς κακούς ἀπό τούς δυστυχισμένους (22).

 

\"\"

Τό γεγονός ὅτι ὁ Μητρόπουλος εἶχε ἐνστερνιστεῖ τήν ἀρχή τῆς ἀπόλυτης πενίας μέ συνέπεια μοναχοῦ καί ἔχοντας, ἔτσι, καταλήξει νά ζεῖ μέ δανεικά, τό γράφει καί ὁ ἴδιος στήν Καίτη Κατσογιάννη (23). Ἡ ροπή του γιά φιλανθρωπία εἶχε καλλιεργηθεῖ ἤδη στήν παιδική του ἡλικία (24) καί ὁ ἴδιος ὁ Μητρόπουλος ὁμολογεῖ ὅτι ἐπηρεάστηκε βαθιά ἀπό τόν πατέρα του: ἦταν ἐκεῖνος πού ὄχι μόνο τόν βοήθησε νά βλέπει τήν τέχνη μέ ἕναν τρόπο θρησκευτικό, ἀλλά στέριωσε μέσα του τήν πεποίθηση πώς τό τίμημα τῆς καλοσύνης εἶναι βαρύ (25).

Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι ὁ Μητρόπουλος εἶχε ἀπόλυτη συνείδηση ὅτι ἡ κατά Ἅγιο Φραγκίσκο πενία του εἶναι γιά τή σύγχρονη πραγματικότητα μεγάλη οὐτοπία, ὅπως καί ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν (26). Αὐτή, ὅμως, ἡ ρεαλιστική ἐκτίμησή του, δέν τόν ἐμπόδιζε καθόλου νά εἶναι πλήρως ἀφοσιωμένος σ\’ αὐτή τήν οὐτοπία.

Ἡ ἀντίληψη τοῦ Μητρόπουλου γιά τήν μουσική ἦταν σίγουρα θρησκευτική. Ὁ ἴδιος σ\’ ἕνα ἄρθρο του ἔγραφε: Μολονότι ἡ μουσική ἔπαυσε νά εἶναι λατρευτική, ἐξακολουθεῖ νά ἐμπεριέχει αὐτή τήν πνευματικότητα πού μᾶς ἐπιτρέπει νά ποῦμε, χωρίς κίνδυνο νά ὑπερβάλουμε, ὅτι τό νά πάει κανείς σέ μία συμφωνική συναυλία δέν διαφέρει πολύ ἀπό τόν ἐκκλησιασμό. Ἀρέσκομαι νά θεωρῶ τόν ἑαυτό μου ὡς ἕναν ἱερέα πού διακονεῖ αὐτό τό εἶδος τοῦ \’ἐκκλησιασμοῦ\’. (27).

Ἄν ὁ Στραβίνσκυ ἔγραψε τήν Μουσική Ποιητική, δέν θά ἦταν ἄστοχο νά ποῦμε ὅτι ὁ Μητρόπουλος ἔγραψε μέ τήν βιωτή του ὁλάκερη τήν Μουσική Ἀσκητική. Ὁ ἴδιος διεκήρυσσε: Θέλησα νά διδάξω καί μέ τό λόγο καί μέ τή μουσική τήν ἀδελφοσύνη τῶν ἀνθρώπων. Ἦρθε ἡ ἐποχή πού ἡ τέχνη πρέπει νά \’χει μία ἠθική βάση καί οἱ καλλιτέχνες πρέπει νά δίνουν τό παράδειγμα τῆς ὕψιστης ἀκεραιότητας καί τῆς ἠθικῆς. Βλέπω τόν καλλιτέχνη σάν ἕναν ἱεροκήρυκα, πού οἱ ἀρχές του, οἱ πράξεις, ἡ ζωή του θά ἀποτελοῦν παράδειγμα γιά μίμηση (28).

Ὁ Ἀπ. Κώστιος παρατηρεῖ ὅτι: Ἀκόμη καί τίς ἐξελίξεις τῆς μουσικῆς, τήν Ἱστορία τῆς Μουσικῆς θεωροῦσε ὁ Μητρόπουλος ὑπό τό πρίσμα τῶν θρησκευτικῶν του ἀντιλήψεων καί ἀνάλογη ἦταν ἡ περιοδολόγησή της πού πρότεινε. Διέκρινε τή θεοκρατική περίοδο (ἡ μουσική στήν ὑπηρεσία τῆς θρησκείας), τήν ἀνθρωποκεντρική καί τέλος τήν τεχνοκρατική, τήν ἀπάνθρωπη, τήν περίοδο τοῦ καιροῦ μας πού θά μποροῦσε νά ὀνομάσει κανείς \’ἀθεϊστική\’ (29).

Πάντως ὁ Μητρόπουλος παρά τήν ἀσκητική του ἀκρότητα ὡς πρός τήν φιλανθρωπία, καί τήν θρησκευτική του ἐκδοχή γιά τήν μουσική ἦταν ρεαλιστής, καί ὁ ἴδιος θεωροῦσε ὅτι τήν τάση του νά συνδυάζει τά ἰδεώδη μέ τόν ρεαλισμό τήν κληρονόμησε ἀπό τόν παππού του, πού ἦταν παπάς (30).

Ἡ καταγωγή τοῦ Μητρόπουλου ἦταν ἱερατική καί ταπεινή. Ὁ ἱερέας παππούς του, ὁ ἀδελφός του παπποῦ του Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερόθεος, οἱ μοναχοί θεῖοι του, ἡ εὐσεβής μητέρα του, ἀνῆκαν στήν λαϊκή Ὀρθοδοξία. Ἄλλωστε καί ἡ συναναστροφή τοῦ θείου του Νίκου μέ τόν Παπαδιαμάντη, ἀποδεικνύει πώς στοιχοῦνταν στήν λογική τῶν ταπεινῶν καί καταφρονεμένων. Ἄν καί ἐγγράμματοι -ὁ Ἱερόθεος καί ὁ Νικόλαος ἦταν ἀπόφοιτοι Πανεπιστημίου- ἔθεσαν τόν ἑαυτόν τους στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας, σέ μία ἐποχή πού ὁ κλῆρος μαστιζόταν ἀπό τήν ἀγραμματοσύνη. Εἶχαν κολλυβαδικές καί φιλοκαλικές ἀρχές: Φιλακόλουθοι, φιλομόναχοι, ἐλεήμονες, ταπεινοί, μέ ἱεραποστολικό ζῆλο, δέν φαίνεται νά εἶχαν καμία σχέση μέ τήν τότε ἀστική τάξη τῆς Ἀθήνας, ἀλλ\’ ἀντιθέτως ἔβρισκαν ἀνάπαυση στόν Ἅγιο Ἐλισσαῖο καί τούς ἁπλούς ἀνθρώπους, ὅπως καί ὁ Παπαδιαμάντης.

Δέν εἶχαν, οἱ συγγενεῖς του μαέστρου, καμία σχέση μέ τόν Εὐρωπαϊκό πολιτισμό. Οἱ θεῖοι του θεράπευαν τήν βυζαντινή μουσική καί ὡς λαϊκοί -στόν Ἅγιο Ἐλισσαῖο- καί ὡς μοναχοί κατόπιν, στά αὐστηρά τότε μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῆς Λογγοβάρδας.

Ὁ μαέστρος εἶναι ὁ πρῶτος τῆς οἰκογένειας πού ξεχωρίζει. Λόγω τῆς κλίσης του στήν μουσική, σπουδάζει ἀπό νωρίς Εὐρωπαϊκή μουσική (1910) καί δέν ἔχουμε μέχρι τώρα κάποια ἔνδειξη ὅτι εἶχε ἀσχοληθεῖ μέ τήν βυζαντινή μουσική, τήν ὁποία σίγουρα εἶχε ἀκούσει ἀπό μικρός λόγω τοῦ περιβάλλοντός του.

Τό ἐνδιαφέρον εἶναι ἡ σχέση τοῦ Μητρόπουλου μέ τόν ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης, ἡ ὁποία χρονολογεῖται ἀπό νωρίς, σύμφωνα καί μέ τόν ἴδιο: Ἤμουν 15 ἐτῶν ὅταν ἀνακάλυψα τόν Ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης. Εἶχα ταξιδέψει στή Ρώμη, γιά πρώτη φορά μακριά ἀπό τόν τόπο μου. Ἡ διδαχή του μέ ἐπηρέασε βαθιά. Καί παρόλο πού δέν ἀνήκει στούς ἅγιους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, χάραξε τόν δρόμο τῆς ζωῆς μου (31).

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Μητρόπουλος παρέμεινε πάντα Ὀρθόδοξος. Παρά τήν ἀδυναμία του στόν παγκοσμίως γνωστό Ρωμαιοκαθολικό ἅγιο, τοῦ ὁποίου ἕνα ἐδάφιο καθόριζε ὅλη του τή ζωή: Ὁ Θεός ἀποφάσισε ὅτι μᾶλλον πρέπει νά προσπαθῶ νά ἀνακουφίζω παρά νά ἀνακουφίζομαι, νά κατανοῶ παρά νά γίνομαι κατανοητός καί νά ἀγαπῶ παρά νά γίνομαι ἀγαπητός (32).

Ἡ σχέση του μέ τόν ἅγιο Φραγκίσκο φαίνεται ὅτι ἦταν ἐξόχως προσωπική καί αὐτό φαίνεται ἔντονα ἀπό μία φράση τοῦ Μητρόπουλου σέ γράμμα του πρός τήν Καίτη Κατσογιάννη. Μέ ἀφορμή τή συμμετοχή του στό Φεστιβάλ Μάλερ πού ὀργανώθηκε στή Νέα Ὑόρκη ἔγραψε: .εἶχα ἐπιτυχία ὄχι μόνο ὡς διευθυντής ὀρχήστρας ἀλλά καί ὡς missionary, καί ἐλπίζω ὁ ἅγιός μου νά εἶναι ὑπερήφανος γιά τόν μαθητή του. (33).

Ὁ Ἀπόστολος Κώστιος δημοσιεύει στήν βιογραφία τοῦ Μητρόπουλου τό χειρόγραφο αὐτῆς τῆς ἐπιστολῆς. Καί φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ μαέστρος ἔχει ὑπογραμμίσει τήν λέξη: «ὁ ἅγιός μου» καί μόνον αὐτή! (34)

Πάντως ὁ Μητρόπουλος ὑπῆρξε «αἱρετικός» ὡς πρός τό θέμα τῆς ταφῆς του: Ἡ σορός μου νά μή ἐκτεθῆ εἰς κοινή θέαν καί νά ἀποτεφρωθῆ ἄνευ τελετῆς καί κατά τόν πλέον σύμφορον τρόπον (35). Τελικά ἡ ἀποτέφρωση ἔγινε στό Λουγκάνο τῆς Ἐλβετίας στίς 5 Νοεμβρίου 1960 (ὁ μαέστρος πέθανε στίς 2 Νοεμβρίου κατά τήν διάρκεια πρόβας τῆς 3ης Συμφωνίας τοῦ Μάλερ στή Σκάλα τοῦ Μιλάνου). Στίς 6 Νοεμβρίου ἡ τέφρα του μεταφέρθηκε στήν Ἀθήνα μέ ἀεροσκάφος τῆς ἑλληνικῆς πολεμικῆς ἀεροπορίας. Τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας ἔγινε πένθιμη τελετή στό θέατρο Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ μέ τή συμμετοχή τῶν ἀρχῶν καί πλήθους κόσμου. Ἡ λήκυθος μέ τήν τέφρα του παρέμεινε σέ αἴθουσα τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν, ὅπου σπούδασε ὁ μεγάλος μαέστρος, καί στίς 19 Ἰουλίου 1961 ἡ τέφρα ἐναποτέθηκε σέ τάφο τοῦ Α\’ Νεκροταφείου πού παραχώρησε ὁ Δῆμος Ἀθηναίων καί φιλοτέχνησε ὁ γλύπτης Γιάννης Παππᾶς.

Ἡ ἐπιλογή τοῦ Μητρόπουλου γιά καύση ἦταν ἀπολύτως συνειδητή καί πρωτοποριακή γιά τήν ἐποχή. Ἡ ἰδιωτική του ὁδός τοῦ ἐπέβαλε τήν ἀποφυγή κάθε συμβατικοῦ τέλους. Μένει ἀναπάντητο τό ἐρώτημα: Γιατί «ἄνευ τελετῆς»; Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δέν ἐψάλη στόν Δημήτρη Μητρόπουλο. Τόν γόνο κατ\’ ἐξοχήν ἱερατικῆς οἰκογένειας καί πιστό ἄνθρωπο.

O ἕλληνας βιογράφος τοῦ Μητρόπουλου Ἀπ. Κώστιος εἶναι σίγουρος ὅτι ὁ Ἕλληνας ἀρχιμουσικός εἶχε ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη. Πίστευε στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, στή σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση. Καί δέν εἶχε καταλήξει στήν πίστη αὐτή μέσα ἀπό μία διαδικασία πνευματικῆς ἀναζήτησης, ρασιοναλιστικῆς, αἰτιοκρατικῆς σκέψης , ὥστε ὁ ἴδιος νά ἔχει ἀνάγκη ἀποδείξεων. Ἀποδείξεις ἀνεζήτησε μόνο στίς περιπτώσεις καί τίς φορές ἐκεῖνες πού προσπάθησε νά πείσει συνομιλητές του, πού -πιθανότατα- (ἀφοῦ τήν ἐποχή στήν ὁποία ἀναφέρεται δέν ζοῦσε πλέον στήν Ἑλλάδα) ἀνῆκαν -τυπικά τουλάχιστον- στό καθολικό ἤ προτεσταντικό δόγμα. Φυσικό ἦταν ὅτι ἀνέτρεξε σέ ἀποδείξεις πού βασίζονται στή θεολογία τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας: ἡ μουσική, σύμφωνα μέ τόν ἱερό Αὐγουστίνο εἶναι donum dei πού ἐδόθη στόν ἄνθρωπο γιά νά ὑμνεῖ τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Δαβίδ γιά τή μουσική ἦταν σωστή καί ἀξιοθαύμαστη, ἐπειδή τή χρησιμοποιοῦσε γιά νά δοξάζει τό Θεό. Τό λογικό καί εὔτακτο συνταίριασμα διαφόρων ἤχων, ἔτσι ὥστε νά συνυπάρχουν σέ μίαν ἁρμονική ποικιλία, μπορεῖ νά εἶναι μία μυστική ἀναπαράσταση τοῦ θεϊκοῦ. (36).

Πάντως, ἀπ\’ ὅλη τήν ζωή τοῦ Μητρόπουλου φαίνεται καθαρά ἡ βιωματική, σέ τραγικό βαθμό μάλιστα, προσέγγιση τῆς μουσικῆς καί τῶν ὄντων, πού σημαίνει ὅτι δέν ἦταν τῆς λογικῆς τῶν ἀποδείξεων γιά τά πράγματα. Δέν εἶχε ἀνάγκη νά ἀποδείξει τίποτε ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἦταν πεπεισμένος γιά τό πεπερασμένο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί γιά τήν μεγαλοσύνη του. Ἡ στείρα λογική ἦταν ἐκτός της λογικῆς του.

Γνώριζε πολύ καλά, ἐπίσης, ὅτι ἡ πίστη, ὅπως καί ἡ μουσική, θέλουν γόνιμο ἔδαφος γιά νά καρπίσουν ἀλλιῶς, ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε ἀποφθεγματικά: Οὔτε ὁ Χριστός οὔτε ἡ Ἐνάτη Συμφωνία (τοῦ Μπετόβεν) κατόρθωσαν νά κάνουν τήν ἀνθρωπότητα καλύτερη (37).

Ὅμως ὁ Μητρόπουλος ἔμεινε στή συνείδηση τῶν ἀνθρώπων ὡς ἕνας μεγάλος ἄνθρωπος, ἕνας οἰκουμενικός ἕλληνας, πού δίδαξε μέ τή ζωή του τόν δρόμο τῆς προσφορᾶς μέχρι θυσίας! Γιατί ἡ ἀποστολή τοῦ μεγάλου, εἶναι ἡ ὑπέρτατη θυσία. Τό κερί, πού γιά νά φωτίσει λιώνει καί σώνεται. Ὁ ἥλιος πού αὐτοπυρπολεῖται σκορπώντας τή ζωή. Ἔτσι καί ὁ Μητρόπουλος. Ἀφοῦ σκόρπισε στόν κόσμο τό φῶς του, ὅταν ἔφτασε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἔσυρε γιά τελευταία φορά τά βήματά του στό podium σάν στή φωτιά πού ὁ ἴδιος εἶχε ἀνάψει ἀπό χρόνια γύρω του καί μέσα σέ μία ὑπέρτατη ἔκσταση καί αὐτοσυγκένρτωση, διευθύνοντας ὁ ἴδιος τήν ἐπιθανάτια μουσική του, ἐκάμφθηκε γιά τελευταία φορά, λύγισε καί σωριάστηκε στίς φλόγες, σάν μυστικιστής – πιστός μιᾶς θρησκείας, πού ἦταν τό μεγάλο πάθος καί ὁ προορισμός τῆς ζωῆς του (38) .

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

1. Μουσική αὐτοπροσωπογραφία, ἀπό τό Ἀρχεῖο τοῦ Στάθη Ἀρφάνη, ὡς ἐπίμετρο στήν ἑλληνική ἔκδοση (Ποταμός, 2000) τοῦ βιβλίου τοῦ William Trotter γιά τόν Δημήτρη Μητρόπουλο: Ὁ Ἱεροφάντης τῆς Μουσικῆς, Ἡ ζωή τοῦ Δημήτρη Μητρόπουλου, Ἀθήνα 2000, σ. 718 (ἐφεξῆς: Trotter, Ὁ ἱεροφάντης).
2. Δημήτρης Μητρόπουλος – Ἡ ἀλληλογραφία του μέ τήν Καίτη Κατσογιάννη, ἔκδ. Κ. Κατσογιάννη, Ἀθήνα 1966, ἔπ. Δ.Μ. ἄρ. 162, Μίνν., 27.2.1948, σ. 154.
3. Γιά τόν Ἱερόθεο Μητρόπουλο βλ. Ἀρχιμ. Ἠλία Μαστρογιαννόπουλου, Ἱερόθεος Μητρόπουλος ὁ φωτισμένος ἱεράρχης, Ἀθῆναι 1993 (ἐφεξῆς: Μαστρογιαννόπουλου, Ἰερόθεος).
4. Γιά τόν π. Εὐσέβιο Ματθόπουλο βλ. Chridtoph Maczewski, Ἡ κίνηση τῆς «Ζωῆς» στήν Ἑλλάδα, μτφ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, ἔκδ. Ἁρμός 2002, σ. 34 κ.ἐξ.
5. Μαστρογιαννόπουλου, Ἰερόθεος, σ. 43.
6. Ἀπ. Κώστιου (ἐπιλογή – σχόλια), Κείμενα Δημήτρη Μητρόπουλου, Ἀθήνα 1997, σσ. 49-52 (ἐφεξῆς: Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ.).
7. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σ. 36.
8. Ἀπ. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, Μ.Ι.Ε.Τ. Ἀθήνα 1985, σ. 23 (ἐφεξῆς: Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος) καί στόν δίγλωσσο (ἑλληνικά καί γερμανικά) κατάλογο τοῦ Ἱδρύματος Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ Δημήτρης Μητρόπουλος – Ζωή καί Ἔργο, 1995, σ. 28.
9. William R. Trotter, The life of Dimitri Mitropoulos, Amadeus Press, U.S.A 1995, σ.21.
10. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σ. 136.
11. Μαστρογιαννόπουλου, Ἰερόθεος, σσ. 106-107.
12. Μαστρογιαννόπουλου, Ἰερόθεος, σσ. 61-62.
13. Γιά τόν Νικόλαο καί τήν Πολυξένη Μπούκη καί τήν στενή σχέση πού διατηροῦσε μαζί τους, γράφει ὁ Παπαδιαμάντης στά Τραγούδια τοῦ Θεοῦ, βλ. Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Ἅπαντα, τ. 4, φιλολογική ἐπιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἔκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1998, σσ. 391-393.
14. Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ἀλληλογραφία, φιλολογική ἐπιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἔκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992, σσ. 166-167 (ἄρ. 220).
15. Μοναχοῦ Μωϋσῆ ἁγιορείτη, Μοναχός Νεῖλος Σιμωνοπετρίτης, Ὀρθόδοξος Τύπος Ἀθηνῶν 674/1985, σ. 1 καί 4, 675/1985, σ. 1 καί 4. Ἀναδημοσίευση στό τοῦ ἰδίου, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγίου Ὅρους , ἔκδ. Τέρτιος 2006, σσ. 381 – 393 (ἐφεξῆς: Μωυσῆ ἁγιορείτη, Ἱερές Μορφές).
16. Μωϋσῆ ἁγιορείτη, Ἱερές Μορφές, σσ. 382. Σέ μία ἐπιστολή τῆς Καίτης Κατσογιάννη πρός τόν Μητρόπουλο φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ μαέστρος εἶχε ζητήσει σταυρό μέ τίμιο ξύλο καί ἡ Κατσογιάννη ἔσπευσε νά ἐκπληρώσει τήν ἐπιθυμία του: Παράγγειλα ἐπίσης μ\’ ἕνα φίλο μου, πού φεύγει γιά τήν Πόλη καί πού θά ἰδεῖ τόν Πατριάρχη, νά τοῦ ζητήσει γιά σένα ἕνα Σταυρό μέ Τίμιο Ξύλο. Εἶναι σήμερα πράγμα σπάνιο, ὥστε μόνο ὁ Πατριάρχης θά μποροῦσε νά μᾶς τό προμηθεύσει – καί εἶμαι βέβαιη πώς θά ἐκπληρώσει αὐτή σου τήν ἐπιθυμία» (Ἀλληλογραφία, ἄρ. 37, 14-6-1950, σ. 210). Ἡ βεβαιότητα αὐτή τῆς Κατσογιάννη ἴσως πηγάζει ἀπό τό γεγονός ὅτι Οἰκουμενικός Πατριάρχης ἦταν τό 1950 ὁ ἀπό Ἀμερικῆς Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος σίγουρα θά γνώριζε ἀπό τήν διακονία του στήν Ἀμερική (1930 – 1948) τί σημαίνει Μητρόπουλος. Ἄρα, δύο φορές στή ζωή τοῦ μαέστρου συναντοῦμε τό τίμιο ξύλο, χωρίς νά γνωρίζουμε ἄν τελικά ἔγινε μέτοχος αὐτῆς τῆς εὐλογίας, τήν ὁποία πρῶτος ζήτησε ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννης γι\’ αὐτόν καί πολύ ἀργότερα ὁ ἴδιος ἀπό τήν Κ.Κατσογιάννη.
17. Μαστρογιαννόπουλου, Ἱερόθεος, σσ. 9.
18. Μωϋσῆ ἁγιορείτη, Ἱερές Μορφές, σσ. 386.
19. Trotter, Ὁ ἱεροφάντης, σ. 31.
20. Τrotter, O ἱεροφάντης, σ. 35. Στό ἀγγλικό πρωτότυπο ὅ.π., σ. 24.
21. Ἐφημ. Ἡ Καθημερινή, 4-11-1990, σ. 51.
22. Ἀλληλογραφία, ο.π., εἰσαγωγή, σ. 12.
23. Ἀλληλογραφία, ο.π., ἄρ. 302, \”Τhe New York Hospital\” 4.2.1959, σ. 352.
24. Trotter, O ἱεροφάντης, σ. 36.
25. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 244.
26. Ἀλληλογραφία, ο.π., ἄρ. 165, Μιννεάπολις, 22-5-1948, σ. 168.
27. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σσ. 271-272.
28. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 245.
29. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σ. 272.
30. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 244.
31. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος. Τή σχέση τοῦ Μητρόπουλου μέ τόν ἅγιο Φραγκίσκο τῆς Ἀσίζης προσεγγίζει διεξοδικά ὁ W. Trotter, Ὁ ἱεροφάντης, σσ. 47-50. Εἶναι ἐνδιαφέρουσα ἡ παρατήρηση τοῦ Trotter γι\’ αὐτή τή σχέση: Ὁ Μητρόπουλος πέτυχε νά βιώσει τό ἰδεῶδες τοῦ Ἁγίου Φραγκίσκου σχεδόν μέ τήν ἴδια ἐπιτυχία πού ὁ Ἅγιος Φραγκίσκος πέτυχε νά βιώσει τό ἰδεῶδες του Χριστοῦ. Καί, παρ\’ ὅτι ὁ Μητρόπουλος ἔτυχε ἐξαιρετικῆς παιδείας γιά τά δεδομένα τῆς χώρας του ἐκείνη τήν ἐποχή, παρέμεινε τόσο σέ πνευματικό ὅσο καί σέ φιλοσοφικό ἐπίπεδο θεοδίδακτος – ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει διδαχθεῖ ἀπό τόν Θεό. (Τrotter, Ὁ ἱεροφάντης, σ. 47).
32. Trotter, Ὁ ἱεροφάντης, σ. 281.
33. Ἀλληλογραφία, ο.π., ἄρ. 326, Ν. Ὑόρκη, 20-1-1960, σ. 399. Στήν ἀπαντητική της ἐπιστολή σ\’ αὐτό τό γράμμα τοῦ Μητρόπουλου, λίγες μέρες ἀργότερα, ἡ Κ. Κατσογιάννη ἐπιβεβαιώνει τήν αἴσθηση τοῦ Μητρόπουλου: «Τό ὅτι ὁ Ἅγιος Φραγκίσκος θά \’μεινε εὐχαριστημένος μέ τή στοργική σου πράξη γιά χάρη τῶν ἀκροατῶν, δέν θέλει συζήτηση» (Ἀλληλογραφία, ἄρ. 169, 30-1-1960, σ.399). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ τό γεγονός ὅτι ἡ Κατσογιάννη σέ πολλές ἐπιστολές της πρός τόν μαέστροε χρησιμοποιεῖ ἀποσπάσματα καί παραδείγματα ἀπό τό Εὐαγγέλιο, κάτι πού δείχνει ὅτι ἀπευθύνεται σέ ἄνθρωπο πού συμμερίζεται τή λογική του Εὐαγγελίου (βλ. Ἀλληλογραφία, σσ. 237-238, 307, 350-351).
34. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, φωτογραφικό ὑλικό, σ. 223 κ.ἐξ.
35. Κώστιου, Δ. Μητρόπουλος, σ. 131.
36. Κώστιου, Κείμενα Δ.Μ., σσ. 136-137.
37. Ἀλληλογραφία, ο.π., ἄρ. 109, Μιννεάπολις, 11-6-1940, σ. 81.
38. Μενέλαου Παλλάντιου, ὁμιλία γιά τόν Δημήτρη Μητρόπουλο (25-1-1964) στό Δ. Μητρόπουλος, Ζωή καί Ἔργο τῆς Μαρίας Χριστοπούλου, Ἀθήνα 1971, σ. 226.

* 1η φωτογραφία: Δημήτρης Μητρόπουλος, ξυλογραφία (1986) τῆς Ἄριας Κομιανοῦ (Πορτραῖτα, σχέδια – ξυλογραφίες, Ἀθήνα 2007, σ. 55).

* 2η φωτογραφία: Μοναχός Νεῖλος Σιμωνοπετρίτης. Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσῆ τοῦ Ἁγιορείτη Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγίου Ὅρους (σ. 384).

* 3η φωτογραφία: Ἀρχή τοῦ χειρογράφου καταλόγου τῆς βιβλιοθήκης τῆς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, πού φέρει τήν ὑπογραφή τοῦ βιβλιοθηκάριου: Νεῖλος Μοναχός ὁ Μητρόπουλος Σιμωνοπετρίτης. Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Μοναχοῦ Μωϋσῆ τοῦ Ἁγιορείτη, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγίου Ὅρους (σ. 389).