Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Τῆς Σελήνης· αὐτὴν ἐσυνηθοῦσε/Ὁ τυφλὸς ποιητὴς συχνὰ νὰ ψάλλει.

Ὠδὴ εἰς τὴ σελήνη (Ἀπόσπασμα)

\"\"

Γλυκύτατη φωνὴ βγάν᾿ ἡ κιθάρα,

Καὶ σὲ τούτη τὴν ἄφραστη ἁρμονία

Τῆς καρδιᾶς μου ἀποκρίνεται ἡ λαχτάρα·

Γλυκὲ φίλε, εἶσαι σύ, ποὺ μὲ τὴ θεία

Ἔκσταση τοῦ Ὀσσιάνου, εἰς τ᾿ ἀκρογιάλι,

Τῆς νυχτὸς ἐμψυχεῖς τὴν ἡσυχία.

Κάθισε γιὰ νὰ ποῦμε ὕμνον στὰ κάλλη

Τῆς Σελήνης· αὐτὴν ἐσυνηθοῦσε

Ὁ τυφλὸς ποιητὴς συχνὰ νὰ ψάλλει.

Μοῦ φαίνεται τὸν βλέπω ποὺ ἀκουμβοῦσε

Σὲ μίαν ἐτιά, καὶ τὸ φεγγάρι ὡστόσο

Στὰ γένια τὰ ἱερὰ λαμποκοποῦσε.

Ἀπ᾿ τὸ Σκοπό, νὰ το προβαίνει· ὢ πόσο

Σὺ τὴ νύχτα τερπνὰ παρηγορίζεις!

Ὕμνον παθητικὸ θὲ νὰ σοῦ ὑψώσω·

Παθητικὸ σὰ ἐσένα, ὅταν λαμπίζεις

Στρογγυλό, μεσουράνιο, καὶ τὸ φῶς σου

Σὲ ταφόπετρα ὁλόασπρη ἀποκοιμίζεις.