
Καθώς θέλω νά γράψω γιά τή Σμύρνη, ἔρχεται συνεχῶς στή μνήμη μου ἡ Κοντέσσα τοῦ Ζορντάνο Μαντρεπίλια, ὅπως μᾶς τή ζωγράφισεν ὁ Μαλακάσης:
Ὦ, τά κρουστά πῶς ἀνασήκωνες μετάξια
ἀπάνω ἀπό τό πόδι τό γραμμένο,
μ’ ἐκεῖνα σου τά χέρια, πού ἦταν ἄξια
ν’ ἀλείψουν μῦρα τόν Ἐσταυρωμένο!…
Κάτι κοινό —σκέφτομαι— θά ὑπάρχει ἀνάμεσα σέ τούτη τήν κατανυκτική κοντέσσα καί τήν πόλη τοῦ Μέλητος, γιά νά ὑπενθυμίζει ἔτσι ἔντονα ἡ μία τήν ἄλλη. Ἀλλά τί; Προσπαθῶ νά βρῶ αὐτή τή «δεσπόζουσα κοινή ἰδιότητα» —μία λέξη πού νά τίς χαρακτηρίζει καί τίς δύο, πού νά τίς ἐκφράζει καίρια… Κι ἐπί τέλους τή βρῆκα! Εἶναι ἡ ἁβρότητα.
Ὅλα στή Σμύρνη ἔχουν ἁβρή γραμμή. Ἡ παραλία, τά δέντρα —ὤ, ἐκεῖνες οἱ ραδινές κιονοστοιχίες τῆς Φοινικιᾶς!— τά κτήρια, οἱ γύρω λόφοι καί, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο, ἡ Σμυρνιά! Ἕνας παράξενος τύπος γυναίκας λεπτῆς χωρίς εὐθεῖες, τελετουργικά ζωηρῆς, κομψῆς χωρίς προσπάθεια, γελαστῆς χωρίς χάχανα —ἀπόλυτα χαριτωμένης. Ἡ Σμυρνιά εἶναι «ἀκοῆς κρείσσων», ἀνώτερη ἀπό τή φήμη της.
Τό ἴδιο καί ἡ Σμύρνη! Τήν πρωτογνωρίσαμε τό ἀπομεσήμερο στή Μυρακτή, τό χιλιοτραγουδημένο Κοκάργιαλι, ὅπου ὁ Χασᾶν Γιουρούκ μᾶς «ἔκαμε τραπέζι» σ’ ἕνα κομψότατο παραλιακό κέντρο. Δροσεροί πλάτανοι ἐσκίαζαν τά κύματα (αὐτή τήν περίεργη… συνύπαρξη μονάχα στή Ναύπακτο καί τό Μιραμάρε τῆς Ρόδου τήν ἔχω παρατηρήσει), ἀπ’ ὅπου κάθε τόσο ἀναδυόταν μία Ἀφροδίτη… Τριγύρω μοντέρνες καί παλιές οἰκοδομές —ὅλες ὑποταγμένες σ’ ἕνα ρυθμό λιτό καί πλούσιο μαζί, πού μ’ ἔφερνε σέ ἀπόγνωση, ὅταν τόν ἐσύγκρινα μέ τή δική μας ἀρχιτεκτονική ἀναρχία. Κι ἔπειτα τί ἦταν ἐκεῖνο τό τραπέζι, ποὺ μᾶς παράθεσεν ὁ φίλος μας ὁ Χασᾶν-μπέης; Δέν μιλῶ, βέβαια γιά τή νοστιμιά τῶν φαγητῶν. Αὐτήν κάποτε τή βρίσκομε καί σ’ ἕνα κοινότατο μαγέρικο. Θέλω νά πῶ γιά τήν αἰσθητική παρουσίασή τους —τόσο αἰσθητική, πού… λυπόσουνα νά τ’ ἀγγίσεις. (Θυμοῦμαι τά φροῦτα: ἕνα πελώριο καρπούζι μεταποιημένο σέ ἀνθοστόλιστο καλάθι καί μέσα σ’ αὐτό σύκα, σταφύλια ἄσπρα καί μαῦρα, ροδάκινα, ἀχλάδια καί ρεγκλόττες —μία σύνθεση πού θά τήν ἐζήλευε κι ὁ Μουρίλλο). Αὐτή ἡ τελετουργικότητα στήν παρουσίαση τῶν φαγητῶν δέν εἶναι, ἴσως, τυχαία σύγχρονη ἐπινόηση. Ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τό «Συμπόσιον» τοῦ Ξενοφάνους ἀπό τή γειτονική Ἐρυθραία…
Εἴδαμε ὕστερα τή Σμύρνη περνώντας τή γραφική συνοικία τοῦ Γιόζ-τεπέ, μέ τούς πλακόστρωτους δρόμους καί τά γραφικά σπίτια, τήν «Καραντίνα», τό «Καρατάς»— ὡς τό Διοικητήριο. Ἀπό τούς ἐξῶστες τοῦ Ξενοδοχείου μας —τοῦ Ἄγκαρα-Πάλας— θαυμάσαμε τόν πλατύ παραλιακό δρόμο μέ τούς κομψούς στοίχους τῶν φοινικόδεντρων κι ἀπολαύσαμε τά λευκά βαποράκια, πού, σάν ἄνθινα, διατρέχουν τή θάλασσα τοῦ Ἑρμαίου κόλπου —ἀνθισμένη κι αὐτή ἀπό τό ἁβρότατο μελτεμάκι. Παντοῦ νιώθαμε τή δυναστεία ἑνός ἁβροῦ κάλλους.
Καί τά ἴχνη τῆς Καταστροφῆς; Δέν τά εἴδαμε πουθενά! Ὁ χῶρος τῆς Ἑλληνικῆς συνοικίας, πού κάηκε, εἶναι τώρα τό καύχημα τῆς Τουρκικῆς Σμύρνης: τό Φουάρ. Ἐκεῖ γίνεται κάθε χρόνο μία Ἔκθεση (παρόμοια μέ τή δική μας τῆς Θεσσαλονίκης), πού ἀρχίζει τίς 27 Ἰουλίου. Κομψές δενδροστοιχίες —ἄνασσα πάντοτε ἡ φοινικιά, τό θαυμάσιο πολεοδομικό κόσμημα, πού τόσο δίκαια θρήνησε, γιά λογαριασμό τῆς Ἀθήνας, ἡ Σέμνη Καρούζου— περίπτερα, κέντρα διασκεδάσεως, ποικίλα κτήρια, ὅλα κομψά καί μορφικῶς συντονισμένα. (Οἱ Τοῦρκοι φαίνεται, ἔχουν σπουδαίους ἀρχιτέκτονες). Στό κέντρο τοῦ Φουάρ ὑπάρχει μία λίμνη καί στή μέση τῆς λίμνης ἕνα ἀνθόσπαρτο νησί συνδεμένο μέ τή «στεριά» μέ γλαφυρά γεφυράκια. Ἐκεῖ βρίσκεται ὁ «κοσμικός ὀμφαλός» τῆς Σμύρνης, τό Ἀντά Καζίνο, ὅπου ἡ πεζότατη ἀσχολία τοῦ φαγητοῦ ἔχει ἀπερίγραπτες αἰσθητικές προεκτάσεις. (Μᾶς δόθηκεν ἡ εὐκαιρία νά τίς γνωρίσομε ἀπό ἕνα δεῖπνο πού παραθεσεν ὁ Ἰσμίρ-βαλεσί —ἕνας πολύ λεπτός καί εὐφυής Τούρκος— στό συνάδελφό του τῆς Χίου καί στήν συντροφιά του). Ἐκεῖ εἶναι καί τό «Τζιμπάρ», χορευτικό περίπτερο μέ Χανιώτη διευθυντή —τόν Μεχμέτ-Ὁλοὺ Κουτσουνάκη— ὅπου καί ἐθαυμάσαμε μέ ὅλη μας τήν ἄνεση τή Σμυρνιά, καθώς ἐλικνιζόταν στούς ἀργούς ρυθμούς μιᾶς φίνας ὀρχήστρας… Τίς μεταμεσονύκτιες ὧρες, βλέποντας τόσους νέους θαλούς ν’ ἀναπηδοῦν ἀπό τό καμένο ἔδαφος, θυμόμουν τό στίχο τοῦ Σολωμοῦ —κι ἔνιωθα τό στόμα μου γεμάτο στάχτη.
Τό χάσμα π’ ἄνοιξε ὁ σεισμός εὐθύς ἐγιόμισε ἄνθη.
Ἔχει κι αὐτές τίς ἀναποδιές κάποτε ἡ Ποίηση…
Ἡ ἄλλη Σμύρνη εἶναι ἄθικτη ἀπό τήν Καταστροφή. Ἔχει ἀναπτυχθεῖ πολύ (πρό τοῦ 1922 εἶχε 270.000 κατοίκους• τώρα γύρω στίς 500.000), καί ἀρχιτεκτονικά παρουσιάζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Τά παλιά κτήρια εἶναι ἀδελφωμένα μέ τά καινούργια. Τά τελευταῖα πολλές φορές ἐκπλήσσουν μέ τή μορφολογία τους, πού εἶναι ἀντλημένη ἀπό παλιές τουρκικές «πηγές». Ἀλλά καί γενικώτερα ἡ Σμύρνη ἔχει κάτι, πού λείπει λ.χ. ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Ἀθήνα —παρά τήν «ἐπί μέρους» ὑπεροχή τους. Ἔχει ἑνιαία μορφή. Μπορεῖ κανένας νά τή συλλάβει εἴτε ἀπό τόν ἱστορικό Πάγο, ὅπου, κάτω ἀπό τό ἀρχαῖο φρούριο, λειτουργοῦν καφενεῖα καί ἑστιατόρια μέ ἐξῶστες καί «τζαμαρίες» (ὄχι ἀμετακίνητες, σάν πολλῶν δικῶν μας «τουριστικῶν» κέντρων…) εἴτε ἀπό τό Γιαμανλάρ, τό γραφικό ὕψωμα, πού βρίσκεται πάνω ἀπό τό Κορδελλιό. Βλέπεις τότε —πρό πάντων ἄν εἶναι νύχτα— ἕνα καλοσχεδιασμένο ψηφιδωτό ἀπό τρεμάμενους «λίθους» ν’ ἁπλώνεται στίς ἀκτές τοῦ Ἑρμαίου, ἐνῶ πάμφωτα βαποράκια διασταυρώνονται μέσα στόν κόλπο. Τό θέαμα κι ἀπό τίς δύο τοῦτες θέσεις εἶναι ὑπέροχο. Γι’ αὐτό, ὑποθέτω, ἡ ἄλλοτε περίφημη Προκυμαία δέν ἔχει τώρα σπουδαῖα καφενεῖα καί ἑστιατόρια. Ὅλα ἔχουν μεταφερθεῖ, πολύ ἔξυπνα, στούς χώρους, ὅπου ἡ ἀναμφισβήτητη ὀμορφιά τῆς πολιτείας προβάλλεται πιό ὁλοκληρωμένη καί πιό ἔντονη.
Ἡ ζωή σέ τούτη τήν ἁβρή πόλη γιά τόν ξένο —γιά τούς ντόπιους δέν ξέρω— εἶναι εὐχάριστη ὄχι μονάχα γιά τούς αἰσθητικούς λόγους πού ἐμνημόνευσα, ἀλλά καί γιά ἄλλους πολύ πεζότερους: οἰκονομικούς. Κρατοῦσα τουρκικές λίρες ἀγορασμένες ἀπό τήν Ἐθνική Τράπεζα Χίου πρός 2,10 δραχμές τή μία. Φαντάζεται, λοιπόν, κανένας τήν ἔκπληξή μου, ὅταν δίδοντας ἕνα χαρτονόμισμα 5 λιρῶν, γιά νά πληρώσω ἕνα πακέτο τσιγάρα «Μπάφρα», ὡραῖα συσκευασμένο κατά τό ἀμερικάνικο σύστημα, εἶδα νά μοῦ ἐπιστρέφουν ὡς ρέστα 4 λίρες καί 20 γρόσια! «Δηλαδή», σκέφτηκα μέ εὐχάριστη ἔκπληξη, «τά τσιγάρα στήν Τουρκία εἶναι τζάμπα —1,70 δρχ. τό πακέτο!…» Ἀλλά δέν ἦσαν μόνο τά τσιγάρα.
Δίπλα στό ξενοδοχεῖο μας λειτουργοῦσε ἕνα κατάστημα τροφίμων καί ποτῶν τοῦ εἴδους «σέλφ-σέρβις». Πῆρα δύο πελώρια γλυκά καί εἶδα μέ κατάπληξη τήν Ταμία νά μοῦ κρατεῖ μιάμιση λίρα —δηλαδή δραχμές 3,20. Οἱ ἴδιες εὐχάριστες ἐκπλήξεις μᾶς ἐπερίμεναν καί στό ἑστιατόριο. Ὁ «κατάλογος» —παρά τό ὅτι τό κέντρο ἦταν «πολυτελείας»— ἦταν γραμμένος μονάχα στά Τουρκικά. (Αὐτό, ἄλλωστε, συμβαίνει παντοῦ στήν Τουρκία• πουθενά δέ βλέπεις ἐπιγραφές σέ ξένη γλώσσα. Μονάχα στό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο τῆς Πόλης ὑπάρχουν, παράλληλα στίς τουρκικές, καί γαλλικές πινακίδες). Ἀλλά μπόρεσα καί ξεσήκωσα τίς τιμές τῶν ἐδεσμάτων, πού ἤ τό ὄνομά τους εἶναι διεθνές ἤ εἶναι γνωστό καί σέ μᾶς ὡς κατάλοιπο τῆς τουρκικῆς γλώσσας. Ἰδού μερικά χαρακτηριστικά «λήμματα»:
Μπόν-φιλέ λίρες 4 (=δρ. 8.40)
Κοτολέτα λίρες 3 (=δρ. 6.30)
Τζιγιέρ σχάρα λίρες 2 (=δρ. 4.20)
Μακαρόνι μιλανέζ λίρες 2.50 (=δρ. 4.25)
Καούν λίρες 0.80 (=δρ. 1,60)
Καρπούζ λίρες 0.80 (=δρ. 1.60)
Σεφτελί (ροδάκινα) λίρες 0.50 (=δρ. 1.05)
Ὀμορφιά καί φτήνεια. Σ’ αὐτές τίς δύο λέξεις συνοψίζονται οἱ πρῶτες μου ἐντυπώσεις ἀπό τή Σμύρνη…