(Ὁ ἐπικεφαλῆς τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ στήν Ἑλλάδα, Σουηδός Στοῦρε Λιννέρ, στό βιβλίο του Ἡ Ὀδύσσειά μου γράφει γιά τό Δίστομο)
Τό Δίστομο ἦταν μέσα στά ὅρια τῆς περιοχῆς τήν ὁποία, τήν ἐποχή ἐκείνη, ἤμουν ἁρμόδιος νά τροφοδοτῶ μέ τρόφιμα καί φάρμακα. Ἔδωσα μέ τή σειρά μου τό τηλεγράφημα στήν Κλειώ νά τό διαβάσει, ἐκείνη ἔγνεψε κι ἔτσι ἀποχωρήσαμε διακριτικά ἀπό τή χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μία ὥρα ἀργότερα ἤμασταν καθ\’ ὁδόν μέσα στή νύχτα. Ἀπαιτήθηκε ἀνυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα ἕως ὅτου διασχίσουμε τούς χαλασμένους δρόμους καί τά πολλά μπλόκα γιά νά φτάσουμε, χαράματα πιά, στόν κεντρικό δρόμο πού ὁδηγοῦσε στό Δίστομο.

Ἀπό τίς ἄκρες τοῦ δρόμου ἀνασηκώνονταν γύπες ἀπό χαμηλό ὕψος, ἀργά καί ἀπρόθυμα, ὅταν μᾶς ἄκουγαν πού πλησιάζαμε. Σέ κάθε δέντρο, κατά μῆκος τοῦ δρόμου καί γιά ἑκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ἀνθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα μέ ξιφολόγχες, κάποια ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἀκόμη ζωντανά. Ἦταν οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ πού τιμωρήθηκαν μέ αὐτό τόν τρόπο: θεωρήθηκαν ὕποπτοι γιά παροχή βοήθειας στούς ἀντάρτες τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι ἐπιτέθηκαν σέ δύναμη τῶν Ἔς Ἔς.
Ἡ μυρωδιά ἦταν ἀνυπόφορη. Μέσα στό χωριό σιγόκαιγε ἀκόμη φωτιά στά ἀποκαΐδια τῶν σπιτιῶν. Στό χῶμα κείτονταν διασκορπισμένοι ἑκατοντάδες ἄνθρωποι κάθε ἡλικίας, ἀπό ὑπερήλικες ἕως νεογέννητα. Σέ πολλές γυναῖκες εἶχαν σχίσει τή μήτρα μέ τήν ξιφολόγχη καί ἀφαιρέσει τά στήθη, ἄλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, μέ τά ἐντόσθια τυλιγμένα γύρω ἀπό τό λαιμό. Φαινόταν σάν νά μήν εἶχε ἐπιζήσει κανείς.
Μά νά! Ἕνας παππούς στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ! Ἀπό θαῦμα εἶχε καταφέρει νά γλιτώσει τή σφαγή. Ἦταν σοκαρισμένος ἀπό τόν τρόμο, μέ ἄδειο βλέμμα, τά λόγια του πλέον μή κατανοητά. Κατεβήκαμε στή μέση τῆς συμφορᾶς καί φωνάζαμε στά ἑλληνικά: «Ἐρυθρός Σταυρός! Ἐρυθρός Σταυρός! Ἤρθαμε νά βοηθήσουμε».
Ἀπό μακριά μᾶς πλησίασε διστακτικά μία γυναίκα. Μᾶς ἀφηγήθηκε ὅτι ἕνας μικρός ἀριθμός χωρικῶν πρόλαβε νά διαφύγει προτοῦ ξεκινήσει ἡ ἐπίθεση. Μαζί μέ ἐκείνη ἀρχίσαμε νά τούς ψάχνουμε. Ἀφοῦ ξεκινήσαμε οἱ τρεῖς μας, διαπιστώσαμε ὅτι [ἡ γυναίκα] εἶχε πυροβοληθεῖ στό χέρι. Τή χειρουργήσαμε ἀμέσως μέ χειρουργό τήν Κλειώ. Ἦταν τό ταξίδι τοῦ μέλιτός μας.
Ὅταν φτάσαμε στά ὅρια τοῦ χωριοῦ, μᾶς συνάντησε μία ἐπιτροπή, μέ τόν παπά στή μέση. Ἕναν παλαιῶν ἀρχῶν πατριάρχη, μέ μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ὁ ἀρχηγός τῶν ἀνταρτῶν, μέ πλήρη ἐξάρτυση. Ὁ παπάς πῆρε τό λόγο καί μᾶς εὐχαρίστησε ἐκ μέρους ὅλων πού ἤρθαμε μέ τρόφιμα. Μετά πρόσθεσε: «Ἐδῶ εἴμαστε ὅλοι πεινασμένοι, τόσο ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ὅσο καί οἱ Γερμανοί αἰχμάλωτοι. Τώρα, ἐάν ἐμεῖς λιμοκτονοῦμε, εἴμαστε τουλάχιστον στόν τόπο μας. Οἱ Γερμανοί δέν ἔχουν χάσει μόνο τόν πόλεμο, εἶναι ἐπιπλέον καί μακριά ἀπό τήν πατρίδα τους. Δῶστε τους τό φαγητό πού ἔχετε μαζί σας, ἔχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». Σ\’ αὐτή τοῦ τή φράση γύρισε ἡ Κλειώ τό βλέμμα της καί μέ κοίταξε. Ὑποψιαζόμουν τί ἤθελε νά μοῦ πεῖ μέ αὐτό τό βλέμμα, ἀλλά δέν ἔβλεπα πλέον καθαρά. Ἁπλά στεκόμουν κι ἔκλαιγα.