.jpg\")
Τότε εἶναι πού παρουσιάστηκε ἡ ἀλεποῦ.
– Καλημέρα, εἶπε ἡ ἀλεποῦ.
– Καλημέρα, ἀποκρίθηκε εὐγενικά ὁ μικρός πρίγκιπας καί γύρισε, μά δέν εἶδε τίποτα.
– Ἐδῶ εἶμαι, εἶπε μιὰ φωνή, κάτω ἀπό τή μηλιά…
– Ποιά εἶσαι; εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας. Μοῦ Φαίνεσαι πολύ ὄμορφη…
– Εἶμαι μία ἀλεποῦ, εἶπε ἡ ἀλεποῦ.
– Ἔλα νά παίξεις μαζί μου, τῆς πρότεινε ὁ μικρός πρίγκιπας. Εἶμαι τόσο λυπημένος…
– Δέν μπορῶ νά παίξω μαζί σου, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Δέ μ’ ἔχουν ἡμερώσει.
– Ἀ! μέ συγχωρεῖς, ἔκανε ὁ μικρός πρίγκιπας.
Τό σκέφτηκε ὅμως καί πρόσθεσε:
– Τί πάει νά πεῖ «ἡμερώσει;»
– Ἐσύ δέν εἶσαι ἀπ\’ ἐδῶ, εἶπε ἡ ἀλεποῦ, τί γυρεύεις;
– Γυρεύω τούς ἀνθρώπους, εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας. Τί πάει νά πεῖ «ἡμερώσει;»
– Οἱ ἄνθρωποι, εἶπε ἡ ἀλεποῦ, ἔχουν τουφέκια καί κυνηγοῦνε. Μεγάλος μπελάς! Ἀνατρέφουν ὅμως καί κότες. Αὐτό εἶναι τό μόνο τούς ὄφελος. Κότες γυρεύεις;
– Ὄχι, εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας. Γυρεύω φίλους. Τί πάει νά πεῖ «ἡμερώσει;»
– Εἶναι κάτι πού παραμελήθηκε πολύ, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Σημαίνει «νά δημιουργεῖς δεσμούς…».
– Νά δημιουργεῖς δεσμούς;
– Βέβαια, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Γιά μένα, ἀκόμα δέν εἶσαι παρά ἕνα ἀγοράκι ἐντελῶς ὅμοιο μ\’ ἄλλα ἑκατό χιλιάδες ἀγοράκια. Καί δέ σ\’ ἔχω ἀνάγκη. Μήτε κι ἐσύ μ\’ ἔχεις ἀνάγκη. Γιά σένα, δέν εἶμαι παρά μία ἀλεποῦ ὅμοια μ’ ἑκατό χιλιάδες ἀλεποῦδες. Ἄν ὅμως μέ ἡμερώσεις, ὁ ἕνας θά ἔχει τήν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Γιά μένα ἐσύ θά εἶσαι μοναδικός στόν κόσμο. Γιά σένα ἐγώ θά εἶμαι μοναδική στόν κόσμο…
– Ἀρχίζω νά καταλαβαίνω, εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας. Ξέρω ἕνα λουλούδι… νομίζω πώς μέ ἡμέρωσε…
– Γίνεται, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Βλέπει κανείς στή Γῆ τόσα περίεργα πράματα…
– Ὤ! δέν εἶναι πάνω στή Γῆ, εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας.
Ἡ ἀλεποῦ φάνηκε πολύ παραξενεμένη:
– Πάνω σ\’ ἄλλο πλανήτη;
– Ναί.
– Ἔχει κυνηγούς σ\’ αὐτόν τόν πλανήτη:
– Ὄχι.
– Πολύ ἐνδιαφέρον αὐτό. Καί κότες;
– Ὄχι.
Ξαναγύρισε ὅμως στήν ἰδέα της:
– Ἡ ζωή μου εἶναι μονότονη. Κυνηγάω τίς κότες, οἱ ἄνθρωποι
κυνηγοῦν ἐμένα. Ὅλες οἱ κότες μοιάζουν, κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μοιάζουν. Γι’ αὐτό λοιπόν βαριέμαι κάπως. Ἄν μέ ἡμερώσεις ὅμως, ἡ ζωή μου θά εἶναι σάν ἡλιόλουστη. Θά γνωρίσω ἕναν κρότο ἀπό πατήματα πού θά εἶναι διαφορετικός ἀπ’ ὅλους τους ἄλλους. Τ’ ἄλλα πατήματα μέ κάνουν νά χώνωμαι κάτω ἀπ\’ τή γῆ. Τό δικό σου θά μέ κάνει νά βγαίνω ἔξω ἀπ’ τή φωλιά μου, σά μιὰ μουσική. Κι ὕστερα κοίτα! Βλέπεις ἐκεῖ κάτω τά χωράφια μέ τό στάρι; Ἐγώ δέν τρώω ψωμί. Τό στάρι ἐμένα μου εἶναι ἄχρηστο. Τά χωράφια μέ τό στάρι δέ μοῦ θυμίζουν τίποτα. Κι αὐτό, εἶναι κρίμα! Ἐσύ ὅμως ἔχεις μαλλιά χρῶμα χρυσαφένιο. Θά εἶναι λοιπόν θαυμάσια ὅταν θά μ\’ ἔχεις ἡμερώσει! Τό στάρι, πού εἶναι χρυσαφένιο, θά μέ κάνει νά σέ θυμᾶμαι. Καί θά μ\’ ἀρέσει ν’ ἀκούω τόν ἄνεμο μέσα στά στάχυα …
Σώπασε ἡ ἀλεποῦ καί κοίταξε πολλή ὥρα τό μικρό πρίγκιπα.
– Σέ παρακαλῶ… ἡμέρωσέ με, τοῦ εἶπε!
– Θέλω βέβαια, τῆς ἀποκρίθηκε ὁ μικρός πρίγκιπας, μά δέν μέ παίρνει ὁ καιρός. Ἔχω ν\’ ἀνακαλύψω φίλους καί πολλά πράματα νά γνωρίσω.
– Δέ γνωρίζει κανείς παρά τά πράματα πού ἡμερώνει, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν πιά καιρό νά γνωρίσουν τίποτα. Τ’ ἀγοράζουν ὅλα ἕτοιμα στά ἐμπορικά. Καθώς ὅμως δέν ὑπάρχουν ἐμπορικά πού πουλᾶνε φίλους, οἱ ἄνθρωποι δέν ἔχουν πιά φίλους. Ἄν θές ἕνα φίλο, ἡμέρωσέ με!
– Τί πρέπει νά κάνω; εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας.
– Πρέπει νά ἔχεις μεγάλη ὑπομονή, ἀποκρίθηκε ἡ ἀλεποῦ. Θά καθίσεις πρῶτα κάπως μακριά μου, ἔτσι στό χορτάρι. Ἐγώ θά σέ κοιτάζω μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου κι ἐσύ δέ θά λές τίποτα. Τά λόγια εἶναι πού κάνουν τίς παρεξηγήσεις. Ἀλλά, κάθε μέρα, θά μπορεῖς νά κάθεσαι λιγάκι πιό κοντά…
Τήν ἄλλη μέρα ἦρθε πάλι ὁ μικρός πρίγκιπας.
– Θά \’ταν πιό καλά νά ἔρχεσαι πάντα τήν ἴδια ὥρα, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Ἄν ἔρχεσαι λόγου χάρη, στίς τέσσερις τό ἀπόγευμα, ἐγώ θ\’ ἀρχίζω ἀπό τίς τρεῖς νά εἶμαι εὐτυχισμένη. Ὅσο θά περνάει ἡ ὥρα, τόσο ἐγώ θά νιώθω καί πιό εὐτυχισμένη. Στίς τέσσερις πιά, δέ θά μπορῶ νά καθίσω καί θά τρώγωμαι• θ\’ ἀνακαλύψω τήν ἀξία τῆς εὐτυχίας. Ἄν ἔρχεσαι ὅμως ὅποτε καί νὰ ’ναι, δέ θά ξέρω ποτέ ποιά ὥρα νά φορέσω στήν καρδιά μου τά καλά της… Σ\’ ὅλα χρειάζεται κάποια τελετή.
– Τί εἶναι τελετή; εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας.
– Εἶναι κι αὐτό κάτι πού πολύ παραμελήθηκε, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Εἶναι αὐτό πού κάνει τή μιὰ μέρα νά μή μοιάζει μέ τίς ἄλλες, τή μιὰ ὥρα μέ τίς ἄλλες ὧρες. Οἱ κυνηγοί μου, λόχου χάρη, ἔχουν μία τελετή. Κάθε Πέμπτη χορεύουν μέ τίς κοπέλες τοῦ χωριοῦ. Γι’ αὐτό ἡ Πέμπτη εἶναι θαυμάσια μέρα! Μπορῶ καί κάνω μιὰ βόλτα ὡς τ\’ ἀμπέλι. Ἄν χόρευαν οἱ κυνηγοί ὅποτε καί νὰ ’ναι, ὅλες οἱ μέρες θά μοιάζαν μεταξύ τους, κι ἐγώ δέ θά εἶχα καθόλου διακοπές.
Ἔτσι ὁ μικρός πρίγκιπας ἡμέρωσε τήν ἀλεποῦ. Κι ὅταν κόντευε πιά ἡ ὥρα πού θά χωρίζανε:
– Ἄχ! εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Κλάμα πού θά κάνω…
– Ἐσύ φταῖς, εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας, ἐγώ δέν ἤθελα τό κακό σου, μά ἐσύ θέλησες νά σέ ἡμερώσω…
– Ναί, σωστά, εἶπε ἡ ἀλεποῦ.
– Μά τώρα θά κλάψεις! εἶπε ὁ μικρός πρίγκιπας.
– Ναί, σωστά, εἶπε ἡ ἀλεποῦ.
– Καί τότε τί κέρδισες;
– Κέρδισα, εἶπε ἡ ἀλεποῦ, γιατί μοῦ μένει τό χρῶμα τοῦ σταριοῦ.
Ὕστερα πρόσθεσε:
.jpg\")
– Ἄμε νά ξαναδεῖς τά τριαντάφυλλα. Θά καταλάβεις πώς τό δικό σου εἶναι τό μοναδικό στόν κόσμο. Νά περάσεις πάλι ἀπό δῶ γιά νά μ’ ἀποχαιρετήσεις κι ἐγώ θά σοῦ χαρίσω ἕνα μυστικό.
Ὁ μικρός πρίγκιπας πῆγε καί ξαναεῖδε τά τριαντάφυλλα:
– Δέ μοιάζετε καθόλου μέ τό δικό μου τριαντάφυλλο, ἐσεῖς δέν εἴσαστε ἀκόμη τίποτα, τούς εἶπε. Κανένας δέ σᾶς ἡμέρωσε κι ἐσεῖς δέν ἡμερώσατε κανένα. Εἴσαστε ὅπως ἦταν ἡ ἀλεποῦ μου. Ἦταν μία ἀλεποῦ ὅμοια μ’ ἑκατό χιλιάδες ἄλλες. Γίναμε ὅμως φίλοι, καί τώρα εἶναι μοναδική στόν κόσμο.
Καί τά τριαντάφυλλα δέν εἶχαν μοῦτρα νά σταθοῦν.
– Εἴσαστε ὄμορφα, μά εἴσαστε ἄδεια, τοὺς εἶπε ἀκόμη. Δέν μπορεῖ κάνεις νά πεθάνει γιά τό χατήρι σας. Βέβαια, ἕνας κοινός διαβάτης, τό δικό μου τριαντάφυλλο θά τό νόμιζε πώς σᾶς μοιάζει. Ἀλλά ἐκεῖνο μόνο τοῦ ἔχει πιό πολλή σημασία ἀπ\’ ὅλα ἐσᾶς μαζί, ἀφοῦ εἶναι αὐτό πού πότισα. Ἀφοῦ εἶναι αὐτό πού ἔβαλα κάτω ἀπό τή γυάλα. Ἀφοῦ εἶναι αὐτό πού προστάτεψα μέ τό παραβάν. Ἀφοῦ εἶναι αὐτό πού τοῦ σκότωσα τίς κάμπιες, (ἐκτός ἀπό τίς δύο ἤ τρεῖς γιά νά γίνουν πεταλοῦδες). Ἀφοῦ εἶναι αὐτό πού τ\’ ἄκουσα νά παραπονιέται, ἤ νά κομπάζει, ἤ καμιά φορὰ καί νά σωπαίνει. Ἀφοῦ εἶναι αὐτό τό δικό μου τριαντάφυλλο.
Καί ξαναγύρισε στήν ἀλεποῦ:
– Ἀντίο, τῆς εἶπε…
– Ἀντίο, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Νά τό μυστικό μου. Εἶναι πολύ ἁπλό: Μόνο μέ τήν καρδιά βλέπεις καλά. Τήν οὐσία δέν τήν βλέπουν τά μάτια.
– Τήν οὐσία δέν τήν βλέπουν τά μάτια, ξαναεῖπε ὁ μικρός πρίγκιπας, γιά νά τό θυμᾶται.
– Ὁ καιρός πού ἔχασες γιά τό τριαντάφυλλό σου εἶναι πού τό κάνει νά ἔχει τόση σημασία…
– Ὁ καιρός πού ἔχασα γιά τό τριαντάφυλλό μου…. ἔκανε ὁ μικρός πρίγκιπας, γιά νά τό θυμᾶται.
– Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ξεχάσει τούτη τήν ἀλήθεια, εἶπε ἡ ἀλεποῦ. Ἐσύ ὅμως δέν πρέπει νά τήν ξεχάσεις. Ἀπ\’ ἐδῶ κι ἐμπρός θά εἶσαι γιά πάντα ὑπεύθυνος γιά ἐκεῖνο πού ἔχεις ἡμερώσει. Εἶσαι ὑπεύθυνος γιά τό τριαντάφυλλό σου…
– Εἶμαι ὑπεύθυνος γιά τό τριαντάφυλλό μου… ξαναεῖπε ὁ μικρός πρίγκιπας, γιά νά τό θυμᾶται.