Κρατᾶνε τὰ κομμένα τους κεφάλια, στοῦ σοῦπερ-μάρκετ τὶς σακκοῦλες.
Κι ἐγὼ σφίγγω τὰ χέρια μου. Οἱ τσέπες μου γεμάτες πέτρες.
Γιέ μου Ἀντριοῦσα, ντρέπομαι νὰ σ᾿ ἀντικρύσω. Παντοῦ κλαδεύουνε ζωοῦλες.
Ἡ ζωή σου στὴν ψυχή μου. Ἡ ψυχή μου συννεφιάζει. Μετράει
Κύριε, τοῦ βίου μου ἡ φωτιά; Ὦ Κύριε, μὲ τὴν ἀρρώστειά μου, γιατρέ.
Καὶ μὲ τὸν πόνο μου, ξερὸ ψωμί, στάλαξε μέσα μου ἡ δρόσος τοῦ Θεοῦ.
Βάρος πανάλαφρο στερεώνει τὴν καρδιά μου. Τοῦ Θεοῦ προσκυνῶ.
τὴν Δόξα. Νοιώθω τὸν ἅγιο μου χαμό. Νερό, βροχή, ποτάμια, χιόνι—
ἄνεμος ἀπ᾿ τὰ δάση τῆς πατρίδας, σαπίζει ἐντός μου. Στὸ ταβάνι
ἀστροφεγγιά. Κι ἡ νύχτα, ὁ θάνατος ὁ θηρευτής, μὲ χάνει.
Ἥλιος, ἂν εἶναι ἰταλικός, χλωμὸς μὲ τὴν καρδιά του σιδερόφυλλη
ὅμως εἶναι κι ὁ Ἥλιος ὁ μεσάνυχτα, ἱλαρὸ νερὸ καὶ ρόδου συντριβάνι.
Κύριε, Ἄρχοντα τοῦ βίου μου, ἔλαβα τ᾿ ὄνομά σου ἄμφιο καὶ παλτό. Ποιὰν ὀφειλὴ
νὰ ξεπληρώσω ὀρφανὸς στὰ σταυροδρόμια, ἀχνός, καιόμενο λιβάνι.
Μιὰ βασιλεία νοστάλγησα, καρβουνιασμένο ἀπόκερο, κι ἡ αὔρα σου στολή μου.