Νέος, εἴκοσι ὀκτὼ ἐτῶν, μὲ πλοῖον τήνιον
ἔφθασε εἰς τοῦτο τὸ συριακὸν ἐπίνειον
ὁ Ἔμης, μὲ τὴν πρόθεσι νὰ μάθει μυροπώλης.
Ὅμως ἀρρώστησε εἰς τὸν πλοῦν. Καὶ μόλις
ἀπεβιβάσθη, πέθανε. Ἡ ταφή του, πτωχοτάτη,
ἒγιν’ ἐδῶ. Ὀλίγες ὧρες πρὶν πεθάνει, κάτι
ψιθύρισε γιὰ «οἰκίαν», γιὰ «πολὺ γέροντας γονεῖς».
Μὰ ποιοὶ ἦσαν τοῦτοι δὲν ἐγνώριζε κανείς,
μήτε ποιὰ ἡ πατρὶς του μὲς στὸ μέγα πανελλήνιον.
Καλλίτερα. Γιατί ἔτσι ἐνῶ
κεῖται νεκρὸς σ’ αὐτὸ τὸ ἐπίνειον,
θὰ τὸν ἐλπίζουν πάντα οἱ γονεῖς του ζωντανό.