Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ κριτικὰ ἐλεγμένη ἑλληνικὴ κληρονομιὰ ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς χριστιανικῆς πίστης συγκρούστηκε μὲ τὸ σχέδιο ἑνὸς ἀφελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἕνα σχέδιο ποὺ εἰσχώρησε ὅλο καὶ εὐρύτερα στὴ θεολογία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς νεότερης ἐποχῆς.

  • !

    Μόνο ἡ βεβαιότητα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀλληλεπίδραση μαθηματικῶν καὶ ἐμπειρικῶν στοιχείων μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἐπιστημονική. Ὁτιδήποτε διεκδικεῖ ἐπιστημονικότητα πρέπει νὰ κρίνεται μὲ αὐτὰ τὰ κριτήρια. Ὁπότε, οἱ ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες ὅπως ἡ ἱστορία, ἡ ψυχολογία, ἡ κοινωνιολογία, καὶ ἡ φιλοσοφία προσπαθοῦν νὰ προσαρμοστοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα ἐπιστημονικότητας.

  • !

    Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, αὐτὴ ἡ μέθοδος ἀποκλείει τὸ ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κάνει νὰ φαίνεται ἕνα μὴ ἐπιστημονικὸ ἢ ἕνα προεπιστημονικὸ ἐρώτημα. Συνεπῶς, βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕναν περιορισμὸ τῆς ἀκτίνας τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ λόγου, πράγμα τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει.

  • !

    Ἡ Δύση ζημιώθηκε ἀπὸ τὴ στάση ἀπόρριψης ποὺ πῆρε πρὸς τὰ θεμελιώδη ἐρωτήματα ποὺ θέτει ὁ λόγος καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἐπικίνδυνο. Τὸ θάρρος νὰ ἀντιμετωπίσει ὅλο τὸ εὖρος τοῦ λόγου καὶ νὰ μὴν ἀρνηθεῖ τὸ μεγαλεῖο του εἶναι τὸ πρόγραμμα τὸ ὁποῖο μιὰ θεολογία θεμελιωμένη στὴ βιβλικὴ πίστη χρειάζεται στὴν ἐποχή μας.

Λόγος, πίστη καὶ τὸ πανεπιστήμιο

Ἀναμνήσεις καὶ στοχασμοί.

Ἀξιότιμοι κυρίες καὶ κύριοι,

Εἶναι συγκινητικὸ γιὰ μένα νὰ βρίσκομαι ἐδῶ σὲ αὐτὸ τὸ χῶρο καὶ σὲ αὐτὸ τὸ βῆμα γιὰ νὰ δώσω ἄλλη μία διάλεξη. Ἀναπολῶ τὰ χρόνια ὅταν, μετὰ ἀπὸ μία εὐχάριστη περίοδο στὴν Freisinger Hochschule, ἄρχισα νὰ διδάσκω στὸ πανεπιστήμιο τῆς Βόννης. Αὐτὸ ἦταν τὸ 1959 τὸν καιρὸ τοῦ παλαιοῦ πανεπιστημίου τὸ ὁποῖο ἀποτελοῦσαν ἁπλοὶ καθηγητές. Οἱ διάφορες ἕδρες δὲν εἶχαν οὔτε βοηθοὺς οὔτε γραμματεῖς, ἀλλὰ ὡς ἀντιστάθμισμα ὑπῆρχε πολὺ μεγάλη ἐπαφὴ μὲ τοὺς φοιτητές, ὅπως καὶ τῶν καθηγητῶν μεταξύ τους. Μπορούσαμε νὰ συναντηθοῦμε στὴν αἴθουσα τοῦ διδακτικοῦ προσωπικοῦ. Ἐκεῖ συζητούσαμε μεταξὺ μας θεολόγοι, φιλόσοφοι, φιλόλογοι καὶ φυσικὰ οἱ δύο θεολογικὲς σχολές.

Μία φορὰ στὸ ἑξάμηνο ὑπῆρχε ἡ «ἀκαδημαϊκὴ μέρα», ὅταν καθηγητὲς ἀπὸ κάθε σχολὴ συναντοῦσαν τοὺς φοιτητὲς ὅλου τοῦ πανεπιστημίου καὶ ἦταν μία πραγματικὴ «πανεπιστημιακὴ» συνάντηση. Εἶναι γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν εἰδικότητά μας, ἡ ὁποία καμιὰ φορὰ μᾶς κρατοῦσε σὲ ἀπόσταση τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον, ὑπῆρχε ἕνα σύνολο ποὺ ἐργαζόταν στὴ βάση τῆς ἴδιας λογικῆς μὲ τὶς διάφορες ὄψεις της. Μοιραζόμασταν τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν ὀρθὴ χρήση τοῦ λόγου. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἦταν ἕνα βίωμα.

Τὸ πανεπιστήμιο ἐπίσης ἦταν περήφανο γιὰ τὶς δύο θεολογικὲς σχολές. Ἦταν σαφὲς ὅτι αὐτές, ἐρευνώντας τὴ λογικότητα τῆς πίστης, ἐπιτελοῦσαν ἕνα ἔργο τὸ ὁποῖο ἦταν μέρος ἑνὸς συνόλου, «τοῦ συνόλου τῶν ἐπιστημῶν», ἔστω καὶ ἂν ὅλοι δὲν συμμερίζονταν τὴν πίστη τὴν ὁποία οἱ θεολόγοι ἤθελαν νὰ συνδυάσουν μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο γενικότερα. Αὐτὴ ἡ βαθιὰ αἴσθηση τῆς συνέπειας στὸ κόσμο τοῦ λόγου ἦταν σταθερὴ ἀκόμη καὶ ὅταν κάποτε ἀναφέρθηκε ὅτι ἕνας συνάδελφος εἶπε πὼς τὸ πανεπιστήμιό μας ἦταν περίεργο, δηλαδή, εἶχε δύο σχολὲς γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπῆρχε: ὁ Θεός. Ἀκόμη καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα τόσο ριζικὸ σκεπτικισμὸ εἶναι ἀκόμη ἀναγκαῖο καὶ λογικὸ νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ λόγου καὶ νὰ τὸ κάνουμε αὐτὸ στὰ πλαίσια τῆς παράδοσης τῆς χριστιανικῆς πίστης. Αὐτὸ μέσα στὸ γενικότερο πανεπιστημιακὸ χῶρο ἦταν ἀποδεκτὸ χωρὶς ἀντίρρηση.

Τὰ θυμήθηκα αὐτὰ ὅταν πρόσφατα διάβασα τὴν ἔκδοση ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Θεόδωρο Χούρυ (Μύνστερ) ἑνὸς μέρους τοῦ διαλόγου ποὺ ἔλαβε χώρα, πιθανῶς τὸ 1391, στοὺς χειμερινοὺς καταυλισμοὺς κοντὰ στὴν Ἄγκυρα ἀνάμεσα στὸν λόγιο βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Β’ Παλαιολόγο καὶ σὲ ἕναν ἄλλο λόγιο Πέρση πάνω στὸ θέμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, τοῦ Ἰσλάμ, καὶ τὴν ἀλήθεια τῶν δύο.

Πιθανὸν ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας κατέγραψε τὸ διάλογο κατὰ τὴν πολιορκία τῆς Κωνσταντινούπολης μεταξύ τοῦ 1394 καὶ 1402. Αὐτὸ ἐξηγεῖ γιατί τὰ ἐπιχειρήματά του ἀποδίδονται μὲ περισσότερες λεπτομέρειες ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τοῦ λόγιου Πέρση. Ὁ διάλογος ἀφορᾶ τὴ δομὴ τῆς πίστης μέσα στὴ Βίβλο καὶ στὸ Κοράνιο καὶ ἐξετάζει εἰδικὰ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ συνεχῶς ἐπανέρχονται στὴ σχέση τῶν «τριῶν νόμων»: Τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ τὸ Κοράνιο.

Σὲ αὐτὴν τὴ διάλεξη θὰ ἤθελα νὰ μιλήσω μόνο γιὰ ἕνα σημεῖο –αὐτὸ τὸ ἴδιο μᾶλλον περιθωριακὸ στὸν ὅλο διάλογο- τὸ ὁποῖο βρῆκα ἐνδιαφέρον στὰ πλαίσια τοῦ θέματος «πίστη καὶ λόγος» καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ χρησιμεύσει ὡς ἀφετηρία στὶς σκέψεις μου ἐπὶ τοῦ θέματος.

Ὁ ἕβδομος διάλογος (δάλεξις) ποὺ ἐξέδωσε ὁ καθηγητὴς Χούρυ ὁ αὐτοκράτορας θίγει τὸ θέμα τοῦ ἱεροῦ πολέμου, τῆς τζιχάντ. Ὁ αὐτοκράτορας μᾶλλον γνώριζε τὴ σουρὰ 2:256 τοῦ Κορανίου : «Δὲν ὑπάρχει ἐξαναγκασμὸς στὴ θρησκεία». Εἶναι μία σουρὰ τῆς πρώιμης περιόδου, ὅταν ἀκόμη ὁ Μωάμεθ ἦταν ἀδύναμος καὶ ἀπειλεῖτο. Ἀλλά, φυσικά, ὁ αὐτοκράτορας γνώριζε ἐπίσης τὶς μεταγενέστερες ὁδηγίες στὸ Κοράνιο ποὺ ἀφοροῦν στὸν ἱερὸ πόλεμο.

Χωρὶς νὰ μπαίνουμε σὲ λεπτομέρειες, ὅπως ἡ διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση τῶν θρησκειῶν τοῦ «Βιβλίου» ἀπὸ τοὺς «ἄπιστους», ἐδῶ, μὲ κεντρικὸ θέμα τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴ θρησκεία καὶ τὴ βία ἐν γένει, ὁ αὐτοκράτορας ἀπευθύνεται στὸν συνομιλητή του μὲ τρόπο παράδοξα τραχὺ καὶ ἀπότομο : «Δεῖξε μου μόνο τί νέο ἔφερε ὁ Μωάμεθ καὶ ἐκεῖ θὰ βρεῖς πράγματα κακὰ καὶ ἀπάνθρωπα, ὅπως ἡ ἐντολή του νὰ διαδοθεῖ μὲ τὸ ξίφος ἡ πίστη ποὺ κήρυττε».

Ὁ αὐτοκράτορας συνεχίζει ἐξηγώντας διεξοδικά τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ἡ πίστη μέσω τῆς βίας εἶναι κάτι παράλογο. Ἡ βία εἶναι ἀσύμβατη μὲ τὴ φύση τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴ φύση τῆς ψυχῆς. «Ὁ Θεὸς δὲν ἀρέσκεται στὸ αἷμα, καὶ τὸ νὰ μὴ συμπεριφερόμαστε σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ (σὺν λόγῳ) εἶναι ἀντίθετο στὴ φύση τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστη γεννᾶται στὴν ψυχή, ὄχι στὸ σῶμα. Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ ὁδηγήσει κάποιον στὴν πίστη χρειάζεται νὰ μιλᾶ μὲ δεξιότητα καὶ νὰ ἐπιχειρηματολογεῖ σωστὰ χωρὶς βία καὶ ἀπειλές… Γιὰ νὰ πείσουμε μία λογικὴ ψυχὴ δὲ χρειαζόμαστε δυνατὸ χέρι ἢ ὁποιουδήποτε εἴδους ὄπλα, ἢ μὲ ἄλλους ἀκόμη τρόπους νὰ ἀπειλοῦμε μὲ θάνατο.. .»

Ἡ βασικὴ θέση στὸ ἐπιχείρημά του κατὰ τῆς βίαιης μεταστροφῆς εἶναι ἡ ἑξῆς: τὸ νὰ μὴ συμπεριφερόμαστε σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ (σὺν λόγῳ) εἶναι ἀντίθετο στὴ φύση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἐκδότης Θεόδωρος Χούρυ παρατηρεῖ: Γιὰ τὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ζυμώθηκε μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, αὐτὴ ἡ φράση εἶναι προφανής. Ἀλλά, κατὰ τὴ μουσουλμανικὴ διδασκαλία, ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόλυτα ὑπερβατικός. Ἡ θέλησή του δὲν περιορίζεται ἀπὸ τὶς δικές μας ἔννοιες οὔτε καὶ ἀπὸ τὴ δική μας λογική. Ἐδῶ ὁ Χούρυ παραθέτει μία ἐργασία ἑνὸς γνωστοῦ Γάλλου ἰσλαμολόγου, τοῦ R. Arnaldez, ὁ ὁποῖος δηλώνει ὅτι ὁ Ἰμπν Χὰζν ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ πεῖ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν περιορίζεται οὔτε ἀπὸ τὸ λόγο του καὶ τίποτε δὲν τὸν ὑποχρεώνει νὰ ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια σέ μᾶς. Ἂν ὁ Θεὸς τὸ ἤθελε, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν εἰδωλολατρία.

Ὅσον ἀφορᾶ στὴν κατανόηση τοῦ Θεοῦ καί, συνεπῶς, στὴ συγκεκριμένη πρακτική τῆς θρησκείας ἀντιμετωπίζουμε ἕνα ἄμεσα προκλητικὸ δίλημμα: Ἡ πεποίθηση ὅτι ἡ παράλογη συμπεριφορὰ εἶναι ἀντίθετη στὴ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄραγε ἁπλῶς μία ἑλληνικὴ ἰδέα ἢ εἶναι πάντα καὶ ἀφ’ ἑαυτοῦ της ἀληθής;

Πιστεύω ὅτι ἐδῶ μποροῦμε νὰ δοῦμε τὴ βαθιὰ ἁρμονία μεταξύ τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου, μὲ τὴν εὐγενέστερη ἔννοια τοῦ ὅρου, καὶ τῆς βιβλικῆς κατανόησης τῆς πίστης στὸ Θεό. Ἀλλάζοντας τὸ πρῶτο ἐδάφιο τοῦ βιβλίου τῆς Γένεσης, ὁ Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστὴς ἄρχισε τὸν πρόλογο τοῦ Εὐαγγελίου του μὲ τὰ λόγια: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος».

Αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ λόγια του αὐτοκράτορα: Ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μὲ λόγο. Ὁ λόγος σημαίνει λογικὴ καὶ ὁμιλία, ἕνας λόγος ποὺ εἶναι δημιουργικὸς καὶ ἱκανὸς νὰ ἀποκαλύψει τὸν ἑαυτό του, ἀκριβῶς ὡς λόγο. Ὁ Ἰωάννης εἶπε ἔτσι τὴν τελικὴ λέξη γιὰ τὴ βιβλικὴ ἔννοια τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ αὐτὴ τὴ λέξη ὅλα τὰ πολλὲς φορὲς κοπιαστικὰ καὶ περίπλοκα μονοπάτια τῆς βιβλικῆς πίστης συναντῶνται καὶ κορυφώνονται. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος» λέει ὁ Εὐαγγελιστής. Ἡ συνάντηση τοῦ βιβλικοῦ μηνύματος καὶ τῆς ἑλληνικῆς σκέψης δὲν ἔγινε τυχαία.

Τὸ ὅραμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὁ ὁποῖος εἶδε τοὺς δρόμους τῆς Ἀσίας κλειστοὺς καὶ ἕνα Μακεδόνα ποὺ τὸν παρακαλοῦσε «Ἔλα στὴν Μακεδονία καὶ βοήθησέ μας» (Πρὰξ 16,6-10) μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ μία ἔκφραση τῆς βαθιᾶς ἀνάγκης νὰ συναντηθοῦν ἡ βιβλικὴ πίστη καὶ ἡ ἑλληνικὴ ἀναζήτηση.

Στὴν πράξη, αὐτὴ ἡ προσέγγιση εἶχε ἤδη ξεκινήσει. Τὸ μυστηριῶδες ὄνομα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποκαλύφτηκε ἀπὸ τὴν φλεγόμενη βάτο, ἕνα ὄνομα ποὺ ξεχωρίζει αὐτὸν τὸν Θεὸ ἀπὸ τὶς ἄλλες θεότητες μὲ τὰ πολλά τους ὀνόματα καὶ δηλώνει ἁπλὰ ὅτι «εἶναι», ἤδη ἀποτελεῖ μία πρόκληση στὴν ἔννοια τοῦ μύθου. Ἡ προσπάθεια τοῦ Σωκράτη νὰ ὑποτάξει καὶ νὰ ὑπερβεῖ τὸ μύθο εἶναι ἀνάλογη. Μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ διαδικασία ποὺ ἄρχισε στὴν φλεγόμενη βάτο ἔφτασε σὲ νέα ὡριμότητα τὴν ἐποχὴ τῆς Ἐξορίας, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ποὺ πλέον δὲν εἶχε τὴ χώρα καὶ τὴ λατρεία του, ἀποκλήθηκε Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ παρουσιάζεται μὲ μία ἁπλὴ διατύπωση ποὺ ἀντηχεῖ τὰ λόγια ἀπὸ τὴν φλεγόμενη βάτο: «Εἶμαι».

Ἡ νέα αὐτὴ κατανόηση τοῦ Θεοῦ συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα εἶδος διαφωτισμοῦ ποὺ βρίσκει ἔντονη ἔκφραση στὸ χλευασμὸ τῶν θεῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι μόνο ἔργο ἀνθρώπινων χεριῶν (Ψ 115). Ἔτσι, παρὰ τὴ σκληρὴ ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς ἡγέτες τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νὰ τὴ συμβιβάσουν βιαίως μὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἤθη τῶν Ἑλλήνων, ἡ βιβλικὴ πίστη, κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο, συνάντησε σὲ βάθος τὸ καλύτερο τῆς ἑλληνικῆς σκέψης καὶ προέκυψε ἀμοιβαῖος ἐμπλουτισμός, ὅπως φαίνεται εἰδικὰ στὴν ὕστερη γραμματεία τῆς Βίβλου.

Σήμερα γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ μετάφραση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ ἔγινε στὴν Ἀλεξάνδρεια, οἱ Ἑβδομήκοντα, εἶναι περισσότερο ἀπὸ μία ἁπλὴ (ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἔννοια διόλου ἱκανοποιητικὴ) μετάφραση τοῦ ἑβραϊκοῦ κειμένου. Εἶναι μία ἀνεξάρτητη μαρτυρία, ἕνα ξεχωριστὸ καὶ σημαντικὸ βῆμα στὴν ἱστορία τῆς Ἀποκάλυψης, ἀποφασιστικῆς σημασίας γιὰ τὴ γέννηση καὶ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἔχουμε ἐδῶ μία σὲ βάθος συνάντηση τῆς πίστης μὲ τὸ λόγο, μία συνάντηση τῆς αὐθεντικῆς διαφώτισης μὲ τὴ θρησκεία. Ἀπὸ τὸ πυρήνα τῆς χριστιανικῆς πίστης καί, συγχρόνως, ἀπὸ τὸ πυρήνα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, ποὺ τώρα ἑνώνεται μὲ τὴν πίστη, ὁ Μανουὴλ Β’ μποροῦσε νὰ πεῖ: «τὸ νὰ μὴ συμπεριφερόμαστε σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ (σὺν λόγῳ) εἶναι ἀντίθετο στὴ φύση τοῦ Θεοῦ».

Ὅμως γιὰ νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς, μποροῦμε νὰ βροῦμε στὸν ὕστερο Μεσαίωνα τάσεις στὴ θεολογία ποὺ σπᾶνε αὐτὴν τὴ σύνθεση ἀνάμεσα στὸ ἑλληνικὸ καὶ τὸ χριστιανικὸ πνεῦμα. Ἀντίθετα μὲ τὴ γραμμὴ τοῦ Αὐγουστίνου καὶ τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, στὸν Ντοὺς Σκότους βλέπουμε νὰ προβάλλεται ἡ θέληση, βλέπουμε ἕνα βολονταρισμό, ὁ ὁποῖος τελικὰ ὁδήγησε στὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι μποροῦμε νὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ Θεὸ μόνο τὴ θέλησή του «voluntas ordinata». Πέρα ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὅριο βρίσκεται τὸ βασίλειο τῆς ἐλευθερίας τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ θὰ μποροῦσε αὐτὸς νὰ εἶχε κάνει τὸ ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὄντως ἔχει κάνει.

Αὐτὸ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ θέσεις ποὺ σαφῶς προσεγγίζουν αὐτὲς τοῦ Ἰμπν Χὰζν καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ δώσουν τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἰδιότροπου Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δὲ δεσμεύεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν καλοσύνη. Ἡ ὑπερβατικότητα καὶ ἡ ἑτερότητα τοῦ Θεοῦ τόσο πολὺ τονίζονται ποὺ ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἡ αἴσθηση τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ καλοῦ δὲν εἶναι πιὰ ἕνας αὐθεντικὸς καθρέφτης τοῦ Θεοῦ, γιατί οἱ βαθύτερές του δυνατότητες εἶναι αἰώνια ἀπρόσιτες καὶ κρυμμένες πίσω ἀπὸ τὶς συγκεκριμένες ἀποφάσεις του.

Ἀντίθετα μὲ τὰ παραπάνω, ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας τόνισε ὅτι ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ σέ μᾶς, μεταξύ του αἰώνιου καὶ δημιουργοῦ Πνεύματος καὶ τοῦ κτιστοῦ μας λόγου ὑπάρχει μιὰ πραγματικὴ ἀναλογία, ὅπου, ἡ ἀνομοιότητα εἶναι ἀπείρως μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα, ὄχι ὅμως σὲ σημεῖο ποὺ νὰ καταργεῖ τὴν ἀναλογία καὶ τὴ γλώσσα της (Δ’ Σύνοδος τοῦ Λατερανοῦ).

Ὁ Θεὸς δὲ γίνεται πιὸ θεϊκὸς ὅσο περισσότερο τὸν ἀπομακρύνουμε ἀπὸ ἐμᾶς σὲ ἕνα πλήρη καὶ ἀδιαπέραστο βολονταρισμό. Μᾶλλον, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ αὐτοαποκαλύφτηκε ὡς λόγος καί, ὡς λόγος, ἐνήργησε καὶ συνεχίζει νὰ ἐνεργεῖ μὲ ἀγάπη πρὸς ἐμᾶς. Ἀσφαλῶς, ἡ ἀγάπη «ὑπερβαίνει» τὴ γνώση καί, συνεπῶς, εἶναι ἱκανὴ νὰ κατανοήσει περισσότερα ἀπὸ τὴ σκέψη (Ἐφεσίους 3,19). Ὡστόσο, συνεχίζει νὰ εἶναι ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι λόγος. Συνεπῶς, ἡ χριστιανικὴ λατρεία εἶναι «λογικὴ λατρεία», λατρεία σὲ ἁρμονία μὲ τὸν αἰώνιο Λόγο καὶ μὲ τὸ δικό μας ἀνθρώπινο λόγο (Ρωμαίους 12,1).

Αὐτὴ ἡ βαθύτερη προσέγγιση ἀνάμεσα στὴ βιβλικὴ πίστη καὶ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ ἀναζήτηση ἦταν γεγονὸς ἀποφασιστικῆς σημασίας ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἱστορίας τῶν θρησκειῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἐκείνη τῆς παγκόσμιας ἱστορίας. Εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ μᾶς ἀφορᾶ ἀκόμη καὶ σήμερα. Λόγω αὐτῆς τῆς σύγκλισης δὲν ἀποτελεῖ ἔκπληξη ὅτι ὁ χριστιανισμός, παρότι οἱ ἀρχές του καὶ ὁρισμένες πολὺ σημαντικὲς ἐξελίξεις τοποθετοῦνται στὴν Ἀνατολή, τελικὰ ἔλαβε τὴν ἱστορικά του ἀποφασιστική του μορφὴ στὴν Εὐρώπη. Μποροῦμε νὰ τὸ δοῦμε καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά: Αὐτὴ ἡ σύγκλιση, μὲ τὴν ἀκόλουθη πρόσθεση τῆς ρωμαϊκῆς κληρονομιᾶς, δημιούργησε τὴν Εὐρώπη καὶ παραμένει τὸ θεμέλιο αὐτοῦ ποὺ ὀνομάζουμε Εὐρώπη.

Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ κριτικὰ ἐλεγμένη ἑλληνικὴ κληρονομιὰ ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο μέρος τῆς χριστιανικῆς πίστης συγκρούστηκε μὲ τὸ σχέδιο ἑνὸς ἀφελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἕνα σχέδιο ποὺ εἰσχώρησε ὅλο καὶ εὐρύτερα στὴ θεολογία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς νεότερης ἐποχῆς. Ἂν τὸ δοῦμε πιὸ προσεκτικά, διακρίνουμε τρία στάδια στὸ πρόγραμμα τοῦ ἀφελληνισμοῦ. Συνδέονται μεταξύ τους εἶναι ὅμως σαφῶς διαφορετικὰ ὡς πρὸς τὶς αἰτίες τους καὶ τοὺς στόχους τους.

Ὁ ἀφελληνισμὸς τοῦ χριστιανισμοῦ ἐμφανίζεται συνδεδεμένος μὲ τὶς βασικὲς ἀρχὲς τῆς Μεταρρύθμισης τὸν 16ο αἰώνα. Βλέποντας τὴν παράδοση τῆς σχολαστικῆς θεολογίας, οἱ μεταρρυθμιστὲς θεώρησαν ὅτι ἔχουν νὰ κάνουν μὲ ἕνα σύστημα πίστης ποὺ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὴ φιλοσοφία, μὲ ἄλλα λόγια μιᾶς πίστης ποὺ διαρθρώνεται μὲ βάση ἕνα ἄλλο σύστημα σκέψης. Συνεπῶς, ἡ πίστη δὲν ἐμφανιζόταν πλέον σὰν ἕνας ἱστορικὸς ζωντανὸς Λόγος, ἀλλὰ σὰν στοιχεῖο ἑνὸς εὐρύτερου φιλοσοφικοῦ συστήματος.

Ἡ ἀρχὴ «μόνο ἡ Γραφή», (sola scriptura) ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀναζητοῦσε τὴν πίστη στὴν καθαρὴ ἀρχική της μορφή, ὅπως μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴ βρεῖ στὸν βιβλικὸ Λόγο. Ἡ μεταφυσικὴ φάνηκε σὰν προϋπόθεση ἀπὸ ἄλλη πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ πίστη ἔπρεπε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὥστε νὰ γίνει πιὸ αὐθεντική. Ὅταν ὁ Κάντ ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νὰ βάλει τὴ σκέψη κατὰ μέρος ὥστε νὰ ἀφήσει χῶρο γιὰ τὴν πίστη, προχώρησε αὐτὸ τὸ πρόγραμμα τόσο πολὺ καὶ τόσο ριζικά, σὲ σημεῖο ποὺ οἱ μεταρρυθμιστὲς δὲν μποροῦσαν νὰ προβλέψουν. Θεμελίωσε λοιπὸν τὴν πίστη μόνο πάνω στὸν πρακτικὸ λόγο, ἀρνούμενος σὲ αὐτὴν πρόσβαση στὴν πραγματικότητα ὡς σύνολο.

Ἡ φιλελεύθερη θεολογία τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20ου αἰώνα προχώρησαν σὲ ἕνα δεύτερο στάδιο τὴν διαδικασία ἀφελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ μὲ τὸν Adolf von Harnack ὡς κύριο ἐκπρόσωπο. Στὰ φοιτητικά μου χρόνια καὶ λίγο ἀργότερα, ὅταν ἄρχισα νὰ διδάσκω, αὐτὸ τὸ πρόγραμμα ἐπηρέαζε ἔντονα καὶ τὴν καθολικὴ θεολογία. Ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ διάκριση τοῦ Πασκὰλ μεταξύ του Θεοῦ τῶν φιλοσόφων καὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ.

Στὸ πρῶτο μου μάθημα στὴ Βόννη, τὸ 1959, ἔθιξα αὐτὸ τὸ θέμα. Δὲ θὰ ἐπαναλάβω ἐδῶ τί εἶπα τότε, ἀλλὰ θὰ ἤθελα νὰ περιγράψω τί ἦταν νέο στὸ δεύτερο αὐτὸ στάδιο ἀφελληνισμοῦ τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἡ κεντρικὴ ἰδέα του ἦταν ἡ ἐπιστροφὴ στὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ καὶ στὸ ἁπλό του μήνυμα κάτω ἀπὸ ὅσα πρόσθεσε ἡ θεολογία καὶ πίσω ἀπὸ τὸ στάδιο τοῦ ἐξελληνισμοῦ. Αὐτὸ τὸ ἁπλὸ μήνυμα θεωρήθηκε ἀποκορύφωμα τῆς θρησκευτικῆς προόδου τῆς ἀνθρωπότητας. Ἔλεγαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἔβαλε ἕνα τέλος στὴν λατρεία γιὰ νὰ κάνει χῶρο στὴν ἠθική. Τελικὰ τὸν παρουσίασαν σὰν τὸν πατέρα τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ ἠθικοῦ μηνύματος.

Ὁ βασικὸς στόχος ἦταν νὰ φέρουν τὸ χριστιανισμὸ πίσω σὲ ἁρμονία μὲ τὸ σύγχρονο λόγο, ἀπελευθερώνοντάς τον, θὰ λέγαμε, ἀπὸ φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ στοιχεῖα, ὅπως ἡ πίστη στὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸν Τριαδικὸ Θεό. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ ἱστορικοκριτικὴ ἐξήγηση τῆς Καινῆς Διαθήκης ἔβαλε πάλι τὴ θεολογία μέσα στὸ πανεπιστήμιο. Ἡ θεολογία γιὰ τὸν Harnack εἶναι κάτι οὐσιαστικὰ ἱστορικὸ καί, συνεπῶς, αὐστηρὰ ἐπιστημονικό. Ὅ,τι μποροῦμε νὰ ποῦμε κριτικὰ γιὰ τὸν Ἰησοῦ εἶναι μία ἔκφραση, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, τοῦ πρακτικοῦ λόγου καί, συνεπῶς, μπορεῖ δικαιωματικὰ νὰ ἔχει θέση μέσα στὸ πανεπιστήμιο.

Πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴ σκέψη βρίσκεται ὁ σύγχρονος αὐτοπεριορισμὸς τοῦ λόγου, ὅπως διατυπώνεται στὴν κριτικὴ τοῦ Κάντ, ἀλλὰ μὲ πιὸ ριζικὸ τρόπο, λόγω τῆς ἐπιρροῆς τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Αὐτὴ ἡ σύγχρονη ἔννοια τοῦ λόγου βασίζεται, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε συνοπτικά, σὲ μία σύνθεση ἀνάμεσα στὸν πλατωνισμὸ (καρτεσιανισμὸ) καὶ τὸν ἐμπειρισμό, μία σύνθεση ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἐπιτυχία τῆς τεχνολογίας. Ἀπὸ τὴ μία προϋποθέτει τὴ μαθηματικὴ δομὴ τῆς ὕλης, τὴν σύμφυτη λογική της, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ καταλάβουμε πῶς ἡ ὕλη λειτουργεῖ καὶ πῶς μποροῦμε νὰ τὴν χρησιμοποιήσουμε ἀποτελεσματικά. Αὐτὴ ἡ βασικὴ προϋπόθεση θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε εἶναι τὸ πλατωνικὸ στοιχεῖο στὴ σύγχρονη κατανόηση τῆς φύσης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νὰ ἐκμεταλλευτοῦμε τὴ φύση πρὸς ὄφελός μας καί, ἐδῶ, μόνο ἡ δυνατότητα ἐπαλήθευσης μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μᾶς δίνει τὴν τελικὴ βεβαιότητα. Τὸ βάρος μπορεῖ νὰ πάει ἀπὸ τὸν ἕνα πόλο στὸν ἄλλον. Ἕνας θετικιστὴς ὅπως ὁ J. Monod δηλώνει καὶ πεπεισμένος Πλατωνιστὴς /Καρτεσιανός.

Ἀπὸ ἐδῶ προκύπτουν δύο ἀρχὲς οἱ ὁποῖες εἶναι βασικὲς γιὰ τὸ θέμα ποὺ ἐξετάζουμε. Πρῶτον, μόνο ἡ βεβαιότητα ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν ἀλληλεπίδραση μαθηματικῶν καὶ ἐμπειρικῶν στοιχείων μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ἐπιστημονική. Ὁτιδήποτε διεκδικεῖ ἐπιστημονικότητα πρέπει νὰ κρίνεται μὲ αὐτὰ τὰ κριτήρια. Ὁπότε, οἱ ἀνθρωπιστικὲς ἐπιστῆμες ὅπως ἡ ἱστορία, ἡ ψυχολογία, ἡ κοινωνιολογία, καὶ ἡ φιλοσοφία προσπαθοῦν νὰ προσαρμοστοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα ἐπιστημονικότητας.

Ἕνα δεύτερο σημεῖο σημαντικὸ γιὰ τὸ στοχασμὸ μας εἶναι ὅτι, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, αὐτὴ ἡ μέθοδος ἀποκλείει τὸ ἐρώτημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ κάνει νὰ φαίνεται ἕνα μὴ ἐπιστημονικὸ ἢ ἕνα προεπιστημονικὸ ἐρώτημα. Συνεπῶς, βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ ἕναν περιορισμὸ τῆς ἀκτίνας τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ λόγου, πράγμα τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσει.

Θὰ ἐπιστρέψουμε σὲ αὐτὸ τὸ πρόβλημα ἀργότερα. Ἐν τῷ μεταξύ, πρέπει νὰ παρατηρήσουμε ὅτι μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα, κάθε προσπάθεια νὰ διατηρήσουμε τὴ θεολογία στὸ χῶρο τῆς ἐπιστήμης θὰ περιόριζε τὸ χριστιανισμὸ σὲ ἕνα μόνο τμῆμα του. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ποῦμε καὶ κάτι παραπάνω. Ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀκρωτηριάζεται γιατί σημαντικὰ ἀνθρώπινα ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὴν προέλευσή μας, τὸν προορισμό μας, ἐρωτήματα ποὺ θέτει ἡ θρησκεία, καὶ ἡ ἠθικὴ δὲν ἔχουν πλέον θέση μέσα στὸ συλλογικὸ λόγο ποὺ ὀνομάσαμε «ἐπιστήμη» καὶ πρέπει νὰ παραπεμφθοῦν στὸ βασίλειο τῆς ὑποκειμενικότητας.

Τὸ ὑποκείμενο λοιπὸν ἀποφασίζει μὲ βάση τὴν ἐμπειρία τοῦ τί θεωρεῖ ἔγκυρο σὲ θέματα θρησκείας καὶ ἡ ὑποκειμενικὴ «συνείδηση» γίνεται ὁ μόνος διαιτητὴς τοῦ ἠθικοῦ καλοῦ. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ θρησκεία καὶ ἡ ἠθικὴ χάνουν τὴ δυνατότητά τους νὰ διαμορφώσουν κοινότητα καὶ γίνονται ἕνα αὐστηρὰ προσωπικὸ θέμα. Αὐτὴ εἶναι μία ἐπικίνδυνη κατάσταση γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ὅπως βλέπουμε ἀπὸ τὶς παθολογίες τῆς θρησκείας καὶ τῆς ἠθικῆς, οἱ ὁποῖες ἀναπόφευκτα ἐμφανίζονται, ὅταν ὁ λόγος τόσο πολὺ περιορίζεται, ὥστε, τὰ ἐρωτήματα τῆς θρησκείας καὶ τῆς ἠθικῆς δὲν τὸν ἀφοροῦν πλέον. Οἱ προσπάθειες νὰ οἰκοδομήσουμε μία ἠθικὴ ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς ἐξέλιξης, τῆς ψυχολογίας καὶ τῆς κοινωνιολογίας εἶναι τελικὰ ἀτελέσφορες.

Πρὶν ἀναφερθῶ στὰ συμπεράσματα στὰ ὁποῖα ὁδηγούμαστε μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, πρέπει σύντομα νὰ ἀναφερθῶ καὶ στὸ τρίτο στάδιο τοῦ ἀφελληνισμοῦ τὸ ὁποῖο τώρα εἶναι ἐν ἐξελίξει. Ἔχοντας ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν πλουραλισμὸ τῶν διαφόρων πολιτισμῶν, ὁρισμένοι λένε ὅτι, σήμερα, ἡ σύνθεση τῆς πίστης μὲ τὸν ἑλληνισμὸ, ποὺ πέτυχε ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἦταν μία πρώτη προσαρμογὴ σὲ ἕναν πολιτισμὸ ποὺ δὲν δεσμεύει τὴ συνάντησή της μὲ ἄλλους πολιτισμούς.

Οἱ ἴδιοι λένε ὅτι ἔχουν δικαίωμα νὰ ἐπιστρέψουν στὸ ἁπλὸ μήνυμα τῆς Καινῆς Διαθήκης πρὶν τὴν προσαρμογὴ στὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό, ὥστε νὰ προσαρμόσουν τὴν πίστη στὸ δικό τους πολιτισμό. Αὐτὴ ἡ τοποθέτηση δὲν εἶναι μόνο λάθος, εἶναι χονδροειδὴς καὶ ἀσαφής. Ἡ Καινὴ Διαθήκη γράφτηκε στὰ ἑλληνικὰ καὶ φέρει τὸ πνεῦμα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας ποὺ ἤδη εἶχε φτάσει σὲ ὡριμότητα ὅσο ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀναπτυσσόταν.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὑπάρχουν στοιχεῖα στὴν ἐξέλιξη τῆς πρώιμης Ἐκκλησίας ποὺ δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐνσωματωθοῦν σὲ ὅλους τοὺς πολιτισμούς. Ὡστόσο, οἱ βασικὲς ἀποφάσεις σχετικὰ μὲ τὴ σχέση πίστης καὶ τῆς χρήσης τοῦ ἀνθρώπινου λόγου εἶναι μέρος τῆς ἴδιας τῆς πίστης, εἶναι ἐξελίξεις σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια τὴ φύση τῆς πίστης.

Φτάνω ἔτσι στὸ συμπέρασμά μου. Ἡ παροῦσα προσπάθεια, ποὺ γίνεται μὲ γενικὲς γραμμές, γιὰ μία κριτικὴ τοῦ σύγχρονου λόγου ἐκ τῶν ἔσω δὲν εἶναι προσπάθεια νὰ γυρίσουμε τὸ ρολόι πίσω στὴν ἐποχὴ πρὶν τὸ Διαφωτισμὸ καὶ νὰ ἀπορρίψουμε τὰ πνευματικὰ ἐπιτεύγματα τῆς σύγχρονης ἐποχῆς. Οἱ θετικὲς ὄψεις τῆς νεότερης ἐποχῆς πρέπει νὰ ἀναγνωριστοῦν ἀμετάκλητα. Εἴμαστε εὐγνώμονες γιὰ τὶς θαυμάσιες δυνατότητες ποὺ ἀνοίχτηκαν γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ γιὰ τὴν πρόοδο ποὺ μᾶς προσφέρθηκε. Τὸ ἐπιστημονικὸ ἦθος, ὡστόσο, ὅπως καὶ ἐσεῖς ἀναφέρατε κύριε Πρύτανη, εἶναι ἡ ὑπακοὴ στὴν ἀλήθεια καί, συνεπῶς, εἶναι στάση ποὺ ἀντανακλᾶ ἕνα βασικὸ ἀξίωμα τοῦ χριστιανισμοῦ.

Ἡ πρόθεση ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ περιχαράκωση καὶ ἡ ἀρνητικὴ κριτική, ἀλλὰ ἡ διεύρυνση τοῦ λόγου καὶ τῶν ἐφαρμογῶν του. Ἐνῶ χαιρόμαστε γιὰ τὶς νέες δυνατότητες ποὺ ἀνοίγονται στὴν ἀνθρωπότητα, βλέπουμε ἐπίσης τοὺς κινδύνους ποὺ ἀναφύονται ἀπὸ αὐτὲς τὶς δυνατότητες καὶ ἀναρωτιόμαστε πῶς μποροῦμε νὰ τοὺς ὑπερβοῦμε.

Θὰ τὸ ἐπιτύχουμε μόνον ἐὰν ὁ λόγος καὶ ἡ πίστη συναντηθοῦν μὲ ἕνα νέο τρόπο, ἂν ὑπερβοῦμε τὸν αὐτοπεριορισμὸ τοῦ λόγου σὲ ὅ,τι εἶναι ἐμπειρικὰ ἐπαληθεύσιμο καὶ ἄν, ἀκόμη μία φορά, ἀνοίξουμε τοὺς εὐρεῖς ὁρίζοντές του. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια, σωστὰ ἡ θεολογία ἀνήκει στὸ πανεπιστήμιο καὶ ἔχει θέση μέσα στὸν εὐρὺ διάλογο τῶν ἐπιστημῶν, ὄχι ἁπλῶς σὰν ἱστορικὸς τομέας οὔτε σὰν ἕνας τομέας τῶν ἀνθρωπιστικῶν ἐπιστημῶν, ἀλλὰ ἀκριβῶς ὡς θεολογία, ὡς ἀναζήτηση τῆς λογικότητας τῆς πίστης.

Μόνο τότε ἀποκτᾶμε τὴ δυνατότητα αὐθεντικοῦ διαλόγου μὲ ἄλλους πολιτισμοὺς καὶ θρησκεῖες, ποὺ τόσο ἐπειγόντως ἔχουμε ἀνάγκη σήμερα. Στὸν δυτικὸ κόσμο πολλοὶ θεωροῦν ὅτι μόνο ὁ θετικιστικὸς λόγος καὶ οἱ φιλοσοφίες ποὺ βασίζονται σὲ αὐτὸν εἶναι καθολικὰ ἔγκυρες. Ἀλλά, οἱ βαθιὰ θρησκευόμενοι πολιτισμοὶ τοῦ κόσμου βλέπουν αὐτὸν τὸν ἀποκλεισμὸ τοῦ θείου ἀπὸ τὴν καθολικότητα τοῦ λόγου σὰν κάτι ποὺ τοὺς θίγει στὶς βαθύτερες πεποιθήσεις τους.

Ἕνας λόγος ποὺ εἶναι κουφὸς στὸ θεϊκὸ καὶ παραπέμπει τὴ θρησκεία στὸ βασίλειο τῆς ὑποκουλτούρας εἶναι ἀνίκανος νὰ συνδιαλεχθεῖ μὲ ἄλλους πολιτισμούς. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅπως προσπάθησα νὰ δείξω, ὁ σύγχρονος ἐπιστημονικὸς λόγος μὲ τὸ σύμφυτο πλατωνικό του στοιχεῖο φέρει ἐγγενῶς μέσα του ἕνα ἐρώτημα ποὺ τὸν στρέφει πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ πέρα ἀπὸ τὶς δυνατότητες τῆς μεθοδολογίας του. Ὁ σύγχρονος ἐπιστημονικὸς λόγος, πολὺ ἁπλά, πρέπει νὰ δεχθεῖ τὸ λογικὴ δομὴ τῆς ὕλης καὶ τὴν ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὸ πνεῦμα μας καὶ τὶς λογικὲς δομὲς τῆς φύσης σὰν δεδομένο, πάνω στὸ ὁποῖο ἡ μεθοδολογία της πρέπει νὰ βασίζεται.

Παρόλα αὐτά, τὸ ἐρώτημα γιατί τὰ πράγματα εἶναι ἔτσι καὶ ὄχι ἀλλιῶς εἶναι ἕνα πραγματικὸ ἐρώτημα, ἕνα ἐρώτημα ποὺ πρέπει νὰ παραπεμφθεῖ ἀπὸ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες σὲ ἄλλους τρόπους καὶ ἄλλα ἐπίπεδα σκέψης, στὴ φιλοσοφία καὶ τὴ θεολογία. Γιὰ τὴ φιλοσοφία ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ θεολογία -ἔστω καὶ μὲ τρόπο κάπως διαφορετικό-, ἡ προσοχὴ στὶς μεγάλες ἐμπειρίες καὶ ἐπινοήσεις τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεων τῆς ἀνθρωπότητας καὶ τῆς χριστιανικῆς παράδοσης ἰδιαίτερα, εἶναι πηγὴ γνώσης. Ἂν τὰ ἀγνοούσαμε θὰ ἦταν ἕνας ἀπαράδεκτος περιορισμὸς τῆς δυνατότητάς μας νὰ ἀκοῦμε καὶ νὰ ἀπαντᾶμε.

Ἐνθυμοῦμαι κάτι ποὺ ὁ Σωκράτης λέει στὸν Φαίδωνα. Στὶς προηγούμενες συζητήσεις τους, πολλὲς ψεύτικες φιλοσοφικὲς γνῶμες ἀκούστηκαν καὶ ὁ Σωκράτης λέει: «Θὰ ἦταν κατανοητὸ ἂν κάποιος ἐνοχλοῦνταν πολὺ ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ψευδεῖς ἰσχυρισμούς, σὲ σημεῖο ποὺ γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ζωή του νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ χλευάζει κάθε συζήτηση περὶ τοῦ ὄντος. Ἀλλὰ ἔτσι θὰ ἔχανε τὴν ἀλήθεια τῆς ὕπαρξης, θὰ στεροῦνταν κάτι σημαντικό».

Ἡ Δύση ζημιώθηκε ἀπὸ τὴ στάση ἀπόρριψης ποὺ πῆρε πρὸς τὰ θεμελιώδη ἐρωτήματα ποὺ θέτει ὁ λόγος καὶ αὐτὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι ἐπικίνδυνο. Τὸ θάρρος νὰ ἀντιμετωπίσει ὅλο τὸ εὖρος τοῦ λόγου καὶ νὰ μὴν ἀρνηθεῖ τὸ μεγαλεῖο του εἶναι τὸ πρόγραμμα τὸ ὁποῖο μιὰ θεολογία θεμελιωμένη στὴ βιβλικὴ πίστη χρειάζεται στὴν ἐποχή μας.

«Τὸ νὰ μὴ συμπεριφερόμαστε σύμφωνα μὲ τὴ λογικὴ (σὺν λόγῳ) εἶναι ἀντίθετο στὴ φύση τοῦ Θεοῦ» εἶπε ὁ Μανουὴλ Β’ σύμφωνα μὲ τὴ δική του χριστιανικὴ κατανόηση τοῦ Θεοῦ σὲ ἀπάντηση πρὸς τὸν Πέρση συνομιλητή του. Σὲ αὐτὸν τὸν μεγάλο λόγο, σὲ αὐτὸ τὸ εὖρος τοῦ λόγου προσκαλοῦμε τοὺς συνομιλητές μας στὸ διάλογο τῶν πολιτισμῶν. Αὐτὴ ἡ συνεχὴς ἀνακάλυψη εἶναι τὸ μεγάλο καθῆκον τοῦ πανεπιστημίου.