Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἴσοι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἴσοι με τόν Θεό, μέσα ἀπ’ τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς- αὐτή εἶναι μιά ὄψη τοῦ ἐκπληκτικοῦ γεγονότος πού λέγεται Μυστικός Δεῖπνος.

  • !

    Πράγματι, μποροῦμε νά δοῦμε τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σάν τό μεγαλύτερο δῶρο πού ὁ Κύριος μᾶς δωρίζει, συντροφιά καί ἰσοτιμία, νὰ γίνουμε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ. Καί μὲ τήν ἀπίστευτη κι ἀνεξιχνίαστη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτό τό ψωμί (ἄρτος), δεν εἶναι πλέον μόνο ψωμί κι αὐτό τό κρασί, δεν εἶναι μόνο κρασί, ἀλλά ἔχουν πράγματι μεταβληθεῖ σέ σῶμα καί αἷμα τοῦ Δωρεοδότη, γινόμαστε ἀρχικά καί ὅλο καί περισσότερο μέτοχοι τῆς θείας φύσεως, Υἱοί μὲ υἱοθεσία, Θεοί μέ μετοχή, ἔτσι ὥστε μαζί με τόν Ἕναν πού εἶναι ὁ Σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε ἡ ἀπόλυτη ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καί ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης Χριστός γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἀντίοχείας ὁμιλεῖ.

  • !

    Καί πέρα ἀπ’ αὐτό, ψηλότερα, βαθύτερα κι ἀπ’ αὐτό, σ’ αὐτή τήν κοινωνία τῆς φύσης καί τῆς ζωῆς μὲ τόν μόνο γεννηθέντα Υἱό τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τόν Ἅγ. Εἰρηναῖο τῆς Λυών, γινόμαστε πράγματι σέ σχέση με τόν Θεό, τά μόνα γεννημένα παιδιά του.

  • !

    Αὐτό εἶναι τό δῶρο, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαριστία; Τί μποροῦμε νά προσφέρουμε στόν Κύριο; Τὸ ψωμί καί τὸ κρασί, ἀνήκουν σ’ ἐκεῖνον· τίς ζωές μας; Δέν εἶναι δικές Του; Μᾶς κάλεσε νά βγοῦμε ἀπ’ τό μηδέν. Μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη, μᾶς προίκισε μ’ ὅλα αὐτά πού ἔχουμε. Τί λοιπόν μποροῦμε νά δώσουμε, πού εἶναι πράγματι δικό μας;

  • !

    Αὐτό εἶναι τό μόνο δῶρο πού μποροῦμε να τοῦ προσφέρουμε: Τό δῶρο μιᾶς πιστῆς καρδιᾶς.

  • !

    Ἡ ὑπέρτατη πράξη εὐχαριστίας δεν εἶναι νά ἀνταποδώσεις, γιατί αὐτός πού παίρνει καί ἀνταποδίδει, ξαναπληρώνει τό δῶρο κι εἶναι μὲ κάποιο τρόπο σάν νά τό καταστρέφει: καί τά δύο στὴν πραγματικότητα εἶναι ἴσα, καί τά δυό ἔχουν δοθεῖ, καί τά δυό βρίσκονται στό τέλος μιᾶς ἁλυσίδας, ἀλλά αὐτή ἡ ἀμοιβαιότητα καταστρέφει τήν χαρά στὸ τέλος.

  • !

    Κι αὐτό εἶναι ὁ λόγος πού ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο τῆς Ἐκκλησίας, το μεγαλύτερο δῶρο στὴ γῆ: ὅσοι πιστεύουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μ’ ὅλη τους τὴν καρδιά, χωρίς κάποια σκέψη ν’ ἀνταποδώσουν τὸ δῶρο, αὐτοί χαίρονται στὴν ἀγάπη πού ἐκφράζεται, παίρνοντας ἀπ’ τὸν Θεό ὄχι μόνο αὐτά πού μᾶς δωρίζει, ἀλλά καὶ τὴν ὑπόσταση Του, τὴν μετοχή στὴν ζωή Του, τὴν φύση Του, τὴν αἰωνιότητά Του, τήν θεία ἀγάπη Του.

  • !

    Ἀλλά ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι δύσκολη γιατί ἀπαιτεῖ ἀφ’ ἑνός μιὰ καρδιά πού ἀγαπᾶ καί χαίρεται ὅταν δέχεται καὶ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καὶ πίστη στὴν ἀγάπη αὐτοῦ πού δίνει, ἐμπιστοσύνη ὅτι αὐτό τὸ δῶρο, δὲν δείχνει ταπείνωση, δὲν εἶναι μιὰ πράξη δουλείας. Κι εἶναι γι’ αὐτό πού πρέπει να καλλιεργούμαστε κάθε μέρα στὴν ἱκανότητά μας ν’ ἀγαπᾶμε καὶ ν’ ἀγαπιόμαστε, στὴν ἱκανότητά μας νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ νά εὐφραινόμαστε, καὶ μόνο τότε θὰ γίνει τό Μυστικό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου τὸ τέλειο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ τέλεια ἀπάντηση στὸν κόσμο.

Ἡ θεία Εὐχαριστία

 
 
 
\"\"

Εἰς τό ὄνομα τοῦ πατρός καί τοῦ Υἱοῦ και τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅταν ὁ Κύριος συνέστησε τόν Μυστικό Δεῖπνο, αὐτό τό μυστήριο τῆς πίστης μας πού ἀποκαλοῦμε Θ.Λειτουργία, ἤ Θ. Εὐχαριστία, συγκέντρωσε γύρω Του τούς Μαθητές Του, καί αὐτούς πού ἀργότερα θά πίστευαν μέχρι θανάτου, καί ἐκεῖνον πού ἦταν ἤδη ἕτοιμος νά προδώσει τόν διδάσκαλο. Καί τόν ἀντιμετώπισε μαζί μέ τούς ἄλλους, μέ τήν ὑπέροχη θεϊκή ἀγάπη, γιατί τό νὰ εἶσαι ἀποδεκτός στό τραπέζι ἑνός ἀνθρώπου, σημαίνει ὅτι αὐτός, ὁ οἰκοδεσπότης, θεωρεῖ ἴσους του, συντρόφους μέ τήν παλιά ἔννοια τῆς λέξης, αὐτούς πού ἰσότιμα θα κόψουν τόν ἄρτο μαζί του, θα μοιραστοῦν τήν οὐσία τῆς ζωῆς. Ἴσοι στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἴσοι με τόν Θεό, μέσα ἀπ’ τήν ἀγάπη Του γιά μᾶς- αὐτή εἶναι μιά ὄψη τοῦ ἐκπληκτικοῦ γεγονότος πού λέγεται Μυστικός Δεῖπνος.

Ἀλλά ἔχουμε δώσει ἐπίσης κι ἕνα ἄλλο ὄνομα, τήν ὀνομάζουμε Θ. Εὐχαριστία, ἀπό μιά Ἑλληνική λέξη πού σημαίνει ταὐτόχρονα καί “δῶρο” καὶ “εὐχαριστία” . Πράγματι, μποροῦμε νά δοῦμε τήν κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ σάν τό μεγαλύτερο δῶρο πού ὁ Κύριος μᾶς δωρίζει, συντροφιά καί ἰσοτιμία, νὰ γίνουμε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ. Καί μὲ τήν ἀπίστευτη κι ἀνεξιχνίαστη ἐνέργεια καί δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διότι αὐτό τό ψωμί (ἄρτος), δεν εἶναι πλέον μόνο ψωμί κι αὐτό τό κρασί, δεν εἶναι μόνο κρασί, ἀλλά ἔχουν πράγματι μεταβληθεῖ σέ σῶμα καί αἷμα τοῦ Δωρεοδότη, γινόμαστε ἀρχικά καί ὅλο καί περισσότερο μέτοχοι τῆς θείας φύσεως, Υἱοί μὲ υἱοθεσία, Θεοί μέ μετοχή, ἔτσι ὥστε μαζί με τόν Ἕναν πού εἶναι ὁ Σαρκωμένος Υἱός τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε ἡ ἀπόλυτη ἀποκάλυψη τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως καί ἡ πλήρης ἀποκάλυψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ὁ πλήρης Χριστός γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Ἀντίοχείας ὁμιλεῖ. Καί πέρα ἀπ’ αὐτό, ψηλότερα, βαθύτερα κι ἀπ’ αὐτό, σ’ αὐτή τήν κοινωνία τῆς φύσης καί τῆς ζωῆς μὲ τόν μόνο γεννηθέντα Υἱό τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τόν Ἅγ. Εἰρηναῖο τῆς Λυών, γινόμαστε πράγματι σέ σχέση με τόν Θεό, τά μόνα γεννημένα παιδιά του.

Αὐτό εἶναι τό δῶρο, ἀλλά ποιά εἶναι ἡ εὐχαριστία; Τί μποροῦμε νά προσφέρουμε στόν Κύριο; Τὸ ψωμί καί τὸ κρασί, ἀνήκουν σ’ ἐκεῖνον· τίς ζωές μας; Δέν εἶναι δικές Του; Μᾶς κάλεσε νά βγοῦμε ἀπ\’ τό μηδέν. Μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη, μᾶς προίκισε μ’ ὅλα αὐτά πού ἔχουμε. Τί λοιπόν μποροῦμε νά δώσουμε, πού εἶναι πράγματι δικό μας; Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέει ὅτι ὁ Θεός ἔχει κάνει τά πάντα, ἄφησε μόνο ἕνα: Δέν ὑποχρεώνει οὔτε τό μικρότερο πλάσμα Του νά τόν ἀγαπᾶ, γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐλευθερία. Αὐτό εἶναι τό μόνο δῶρο πού μποροῦμε να τοῦ προσφέρουμε: Τό δῶρο μιᾶς πιστῆς καρδιᾶς.

Ἀλλά γιατί τό μυστικὸ Δεῖπνο ὀνομάστηκε εὐχαριστία, πιό πολύ ἀπό κάθε ὑπηρεσία μας, κάθε ἄλλη πράξη μας; Αὐτή εἶναι καί τό ἐρώτημα τοῦ Ψαλμωδοῦ, πού ἀναρρωτιόταν αἰῶνες πρίν ὁ Χριστός ἐμφανιστεῖ καί ἀποκαλύψει τήν θεία ἀγάπη Του, κι ἡ ἀπάντηση εἶναι τόσο ἀπρόσμενη, ὅσο κι ἀληθινή. Λέει: “Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν.;” κι ἀπαντᾶ “ποτήριον Σωτηρίου λείψομαι….καί τό ὄνομα Κυρίου ἐπικαλέσομαι….ψαλῶ..εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου..” Ἡ ὑπέρτατη πράξη εὐχαριστίας δεν εἶναι νά ἀνταποδώσεις, γιατί αὐτός πού παίρνει καί ἀνταποδίδει, ξαναπληρώνει τό δῶρο κι εἶναι μὲ κάποιο τρόπο σάν νά τό καταστρέφει: καί τά δύο στὴν πραγματικότητα εἶναι ἴσα, καί τά δυό ἔχουν δοθεῖ, καί τά δυό βρίσκονται στό τέλος μιᾶς ἁλυσίδας, ἀλλά αὐτή ἡ ἀμοιβαιότητα καταστρέφει τήν χαρά στὸ τέλος. Ἄν τό εὐχηθοῦμε, ἄν εἴμαστε ἱκανοί νά πάρουμε, νά πάρουμε μ’ ὅλη μας τήν καρδιά, κι ὕστερα νὰ ἐκφράσουμε μὲ εἰλικρίνεια καὶ μ’ ὅλη μας τὴν πίστη, τὴν βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ δωρεοδότη εἶναι τέλεια κι αὐτό γιατί τὸ δεχτήκαμε μ’ ὅλη τὴν καρδιά, μὲ ἁπλότητα, αὐτό εἶναι πού δίνει τὴν χαρά στὸν δωρητή πού δίνει μ’ ὅλη του τὴν καρδιά.

Αὐτό ἰσχύει καί στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις· ἀνταποδίδουμε ἕνα δῶρο μόνο γιά νὰ νοιώσουμε ἐλεύθεροι ἀπό μιὰ χάρη, μιὰ συγκεκριμένη δέσμευση στὴν ὁποία βρισκόμαστε ὅταν παίρνουμε ἀπό κάποιον ὁ ὁποῖος δὲν μᾶς ἀγαπᾶ ἀρκετά ὥστε νὰ δίνει μ’ ὅλη του τὴν καρδιά, καὶ τὸν ὁποῖο δὲν ἀγαπᾶμε ἀρκετά ὥστε νὰ τὸ πάρουμε μ’ ὅλη μας τὴν καρδιά. Κι αὐτό εἶναι ὁ λόγος πού ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο τῆς Ἐκκλησίας, το μεγαλύτερο δῶρο στὴ γῆ: ὅσοι πιστεύουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μ’ ὅλη τους τὴν καρδιά, χωρίς κάποια σκέψη ν’ ἀνταποδώσουν τὸ δῶρο, αὐτοί χαίρονται στὴν ἀγάπη πού ἐκφράζεται, παίρνοντας ἀπ’ τὸν Θεό ὄχι μόνο αὐτά πού μᾶς δωρίζει, ἀλλά καὶ τὴν ὑπόσταση Του, τὴν μετοχή στὴν ζωή Του, τὴν φύση Του, τὴν αἰωνιότητά Του, τήν θεία ἀγάπη Του. Μόνο ἄν εἴμαστε ἱκανοί νὰ δεχτοῦμε μὲ ἀπόλυτη εὐγνωμοσύνη, καὶ ἀπόλυτη χαρά, μπορεῖ « ἡ μετοχή μας στὴν Θ. Εὐχαριστία νά εἶναι ἀληθινή, μόνο τότε ἡ Θ. Εὐχαριστία θὰ γίνει γιὰ μᾶς ἡ ἀπόλυτη πράξη εὐγνωμοσύνης. Ἀλλά ἡ εὐγνωμοσύνη εἶναι δύσκολη γιατί ἀπαιτεῖ ἀφ’ ἑνός μιὰ καρδιά πού ἀγαπᾶ καί χαίρεται ὅταν δέχεται καὶ τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη καὶ πίστη στὴν ἀγάπη αὐτοῦ πού δίνει, ἐμπιστοσύνη ὅτι αὐτό τὸ δῶρο, δὲν δείχνει ταπείνωση, δὲν εἶναι μιὰ πράξη δουλείας. Κι εἶναι γι’ αὐτό πού πρέπει να καλλιεργούμαστε κάθε μέρα στὴν ἱκανότητά μας ν’ ἀγαπᾶμε καὶ ν’ ἀγαπιόμαστε, στὴν ἱκανότητά μας νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες καὶ νά εὐφραινόμαστε, καὶ μόνο τότε θὰ γίνει τό Μυστικό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου τὸ τέλειο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ τέλεια ἀπάντηση στὸν κόσμο.

Ἀμήν.

Μετάφραση: www.agiazoni.gr

The Eucharist

19 June 1966

In the name of the Father, the Son and the Holy Ghost.

When the Lord instituted at the Last Supper that mystery of our faith which we call the Holy Liturgy or the Eucharist, He gathered round Himself His Disciples, both those who were later to be faithful even unto death, and also the one who was already prepared to betray his Master. And He confronted him together with the others, with the extraordinary love of God, because to be admitted to a man\’s table means that he, our host, consider us to be his equals, his companions in the old sense of this word, those who are untitled to break the bread with him, to share with him the substance of life. Equals in the love of God, equals of God through His love to us, – this is one of the aspects of this extraordinary event which we call the Last Supper.

But we have given it also another name, we call it the Eucharist, from a Greek word which means simultaneously \”gift\” and \”thanksgiving\”. Indeed we can see that communion to the Body and Blood of Christ is the greatest gift which the Lord can grant us: companionship and equality, becoming the co-workers of God. And through the incredible, unfathomable action and power of the Spirit, because this bread is no longer bread only and this wine is no longer only wine, but have truly become the Body and the Blood of the Giver, we become incipiently and increasingly partakers of the divine nature, Gods by adoption, Gods by participation, so that together with the One Who is the Incarnate Son of God, we became the total revelation of man as well as the total revelation of God\’s presence, the total Christ of whom St Ignatius of Antioche spoke. And beyond this, higher, deeper even than this, in this community of nature and of life with the Only-Begotten Son of God in the words of St Irenaeus of Lyon, we become truly with regard to God Himself the only begotten son.

This is the gift, but where is the thanksgiving? What can we bring to the Lord? Bread and wine, they belong to Him; our own lives? Are we not His? He has called us out of naught, He has brought us into being, He has endowed us with all that we are and all that we possess. What then can we give which is really ours? St Maxim the Confessor says that God can do all things, save one: He cannot compel the smallest of His creatures to love Him, because love is supreme freedom. This is the only gift which we can bring to God: the gift of a trusting heart.

But why is this mysterious Supper of the Eucharist called the thanksgiving more than any other service, more than any action of ours? What can be given to God? This is a question which the Psalmist was asking himself centuries before Christ appeared and revealed the divine love, and his answer was so unexpected and so true. He says \”What reward shall I give to the Lord for all His benefits?\” and he replies \”I shall take the Cup of salvation, I will give thanks unto the Lord, I will sing praise in the courts of the Temple of the Lord\”. The supreme act of thanksgiving is not to give back, because one who receives and pays back, repays the gift and in some sort of way, destroys the gift; both indeed become equal, both have given, both have been at the giving end of the chain, but this reciprocal giving has destroyed both joy up to a point. If we wish, if we are capable of receiving, of receiving whole-heartedly, then we are expressing truly our total trust, our assurance that the love of the giver is perfect and it is in receiving whole-heartedly in all simplicity that we bring joy to the one who has given from all his heart.

This is true even in human relationship; we wish to repay a gift only to make ourselves free from gratitude and from a certain enslavement in which we are put when we receive from one who does not love us enough to give whole-heartedly and whom we do not love enough to receive whole-heartedly. And this is why the Eucharist is the supreme thanksgiving of the Church and the supreme thanksgiving of our earth: people who trust the love of God open-heartedly, without any thought of repaying the gift, only rejoicing in the love it expresses, receive from God not only what He can grant but also what He is, participation to His life, to His nature, to His eternity, to His love divine. Only if we are capable of receiving with perfect gratitude and perfect joy can our participation in the Eucharist be true, only then does the Eucharist become for us also the supreme act of gratitude. But gratitude is difficult because it requires both a loving heart capable of rejoicing when it receives and a perfect trust and faith in the love of the one who gives, trust that this gift is not meant as an humiliation or as an act of enslavement. And this is why we must grow from day to day into the ability to love and to be loved, into the ability to be grateful and to rejoice, and only then does become the Last Supper of the Lord the perfect gift of God and the perfect response of the earth. Amen.