ἐξέλιπον ἐκ τῆς συγγενείας μου, κατέλιπον τὸ ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς μου, ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν ἀπ᾿ ἐμοῦ ὥσπερ ὁ καταλύων σκηνὴν πήξας, τὸ πνεῦμά μου παρ᾿ ἐμοὶ ἐγένετο ὡς ἱστὸς ἐρίθου ἐγγιζούσης ἐκτεμεῖν.
Ησ. 38,12Εσβησα πλέον από την συγγένειάν μου, αφήκα τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής μου, εβγήκε και έφυγε από εμέ η ζωη· ώσαν άνθρωπος ο οποίος έστησε και κατόπιν διέλυσε την σκηνήν. Η πνοή της ζωής, που υπάρχει μέσα μου, όμοιάζει σαν το ύφασμα αργαλειού υφαντρίας, η οποία, αφού ετελείωσε την ύφανσιν, πρόκειται να το κόψη.