Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Σκέφτηκαν, λοιπόν, ὅτι τοὺς ἀπέμεινε μία ἐλπίδα σωτηρίας, ἀπίθανη καὶ ἀπελπιστική, ἀλλὰ καὶ μοναδική, ἀφοῦ ἔλαβαν ὑπ’ ὄψη τους τὸ προηγούμενο γεγονός, ὅτι δηλαδὴ καὶ τότε ἐνίκησαν, καθὼς φαίνεται, πολεμώντας χωρὶς καμιὰ ἐλπίδα. Στηριζόμενοι σ’ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα εὕρισκαν ὅτι καταφύγιο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους ἦταν οἱ ἴδιοι καὶ οἱ θεοί.

  • !

    Στὴν αἰδῶ εἴπαμε ὅτι πρέπει νὰ πειθαρχοῦν τυφλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν ἐνάρετοι ἄνθρωποι καὶ ὅποιος τὴν φοβᾶται εἶναι ἐλεύθερος καὶ ἄφοβος. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔνιωσε τότε αὐτὸν τὸν φόβο, δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ συνασπισθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἀμυνθεῖ, οὔτε νὰ ὑπερασπίσει τὰ ἱερὰ καὶ τοὺς τάφους καὶ τὴν πατρίδα καὶ συγχρόνως ὅλους τοὺς ἄλλους δικούς του καὶ φίλους, ὅπως τοὺς ἐβοήθησε τότε, ἀλλὰ θὰ χωριζόμασταν τότε ὅλοι μας σὲ μικρὰ τμήματα καὶ θὰ σκορπιζόμασταν ἄλλος ἐδῶ κι ἄλλος ἐκεῖ.

Ποῦ ὀφείλονταν τὰ κατορθώματα τῶν Ἀθηναίων

Ποῦ ὀφείλονταν τὰ κατορθώματα τῶν Ἀθηναίων στοὺς Περσικοὺς πολέμους: ἡ αἰδὼς ἀπέναντι στὸ νόμο περιόριζε τὴν ἀπόλυτη ἐλευθερία

Ἀφοῦ ἐξετάστηκαν ἡ οὐσία καὶ ὁ ρόλος τῆς γυμναστικῆς καὶ τῆς μουσικῆς παιδείας, ὁ Ἀθηναῖος (βλ. ΠΛ Νόμ 631b–632d) ἀναφέρθηκε διεξοδικὰ στὸ θέμα τῆς ἀρχῆς τῶν πολιτευμάτων καὶ στὰ ἐξελικτικὰ στάδια τῶν ἀνθρώπινων κοινωνιῶν. Προέκρινε, λοιπόν, τὸν τύπο τῆς μέτρον ἐχούσης πολιτείας, ὅπως ἡ Σπάρτη, ὅπου ἡ ὕπαρξη τῶν δύο βασιλέων, τῆς Γερουσίας καὶ τῆς ἀρχῆς τῶν πέντε Ἐφόρων ἐξασφάλιζε τὸν διαχωρισμὸ τῶν ἐξουσιῶν καὶ περιόριζε τὰ ἀρνητικὰ ἐπακόλουθα τῆς συγκεντρωτικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ δεσποτισμοῦ, κάτι ποὺ δὲν ἀπέφυγε τὸ περσικὸ κράτος, μὲ ἐπακόλουθο τὴν ἥττα του στοὺς Περσικοὺς πολέμους.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Καὶ λοιπὸν τὸ θέμα τῶν Περσῶν, ὅτι δηλαδὴ σήμερα δὲν κυβερνοῦνται σωστά, ἕνεκα τῆς ὑπερβολικῆς δουλείας καὶ τῆς ἀπολυταρχίας, ἂς θεωρηθεῖ τελειωμένο.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Μάλιστα.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Σχετικὰ τώρα μὲ τὸ ἀττικὸ πολίτευμα, εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ ἐξετάσουμε μὲ ὅμοιο τρόπο, γιὰ νὰ δοῦμε ὅτι ἡ ἀπόλυτη καὶ χωρὶς κανένα περιορισμὸ ἐλευθερία εἶναι πολὺ χειρότερη ἀπὸ μία μετριοπαθῆ ἐξουσία, ποὺ ἀσκοῦν αἱρετοὶ ἄρχοντες. Εἶναι ἀλήθεια πὼς σ\’ ἐμᾶς τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔγινε ἡ ἐπίθεση τῶν Περσῶν ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων, καὶ ἴσως ἐναντίον ὅλων σχεδὸν τῶν κατοίκων τῆς Εὐρώπης, ὑπῆρχε ἕνα παλαιὸ πολίτευμα καὶ τὴν ἐξουσία ἀσκοῦσαν τέσσερις φορολογούμενες τάξεις. Βασίλευε ἀκόμη καὶ ἡ αἰδὼς πρὸς τοὺς τότε νόμους, ποὺ γιὰ χάρη της ἤμασταν πρόθυμοι νὰ ζοῦμε σὰν ὑπηρέτες τῶν νόμων. Μαζὶ μὲ τὰ παραπάνω ὁ κολοσσιαῖος ὄγκος τοῦ στρατεύματος ποὺ μᾶς ἐπιτέθηκε καὶ ἀπὸ τὴ ξηρὰ καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα ἐπειδὴ μᾶς προκάλεσε ἀπέραντο φόβο, μᾶς ἔκαμε νὰ πειθαρχοῦμε ἀκόμη περισσότερο στοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς νόμους σὰν πιστοὶ ὑπηρέτες, καὶ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν ἀπόλυτη φιλία ἀνάμεσά μας.

Ὅπως εἶναι γνωστό, δέκα σχεδὸν χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ ναυμαχία στὴ Σαλαμίνα εἶχε ἔρθει ὁ Δάτις ἐπικεφαλῆς Περσικοῦ στρατοῦ, ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων καὶ τῶν Ἐρετριέων μὲ τὴν ρητὴ ἐντολὴ νὰ τοὺς ὑποδουλώσει καὶ νὰ τοὺς φέρει πίσω σιδεροδέσμιους, μὲ τὴν ἀπειλὴ θανατώσεως ἂν δὲ τὸ κατόρθωνε. Καὶ ὁ Δάτις μέσα σὲ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα ἐνίκησε κατὰ κράτος τοὺς Ἐρετριεῖς μὲ πολλὲς μυριάδες στρατοῦ καὶ ἄφησε νὰ διαδοθεῖ στὴν πόλη μας ἡ φοβερὴ φήμη ὅτι δὲ μπόρεσε νὰ γλυτώσει κανένας ἀπὸ τοὺς Ἐρετριεῖς. Ἕνωσαν τάχα οἱ στρατιῶτες τοῦ Δάτιδος τὰ χέρια κι ἔπιασαν σὰν μέσα σὲ δίχτυ ὅλη τὴ περιοχή. Ἡ διάδοση, λοιπόν, αὐτὴ εἴτε ἀληθινὴ εἴτε πλασμένη ἀπὸ κάποιους, καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνες, περισσότερο ὅμως τοὺς Ἀθηναίους, ἐτρομοκράτησε. Ὅταν ὅμως αὐτοὶ ἔστελναν παντοῦ πρεσβευτὲς γιὰ νὰ ζητήσουν βοήθεια κανένας δὲν ἔδειξε προθυμία ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Σπαρτιάτες. Ἀλλὰ κι αὐτοὶ ἀπασχολημένοι μὲ τὸν πόλεμο ποὺ εἶχαν τότε ἐναντίον τῶν Μεσσηνίων ἢ γιὰ κάποιον ἄλλον λόγο, δὲν ξέρουμε ποιὸν ἀκριβῶς, ἔφτασαν μία μέρα ἀργότερα μετὰ τὴ μάχη στὸ Μαραθώνα. Κατόπιν ὅμως ἄρχισαν νὰ κυκλοφοροῦν φῆμες γιὰ μεγάλες προετοιμασίες κι ἔφθαναν συχνὲς ἀπειλὲς ἀπὸ μέρος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν.

Ὅταν πέρασαν μερικὰ χρόνια, ἔγινε γνωστὸ πὼς πέθανε ὁ Δαρεῖος καὶ πὼς ὁ γυιός του ποὺ εἶχε καταλάβει τὴν ἐξουσία, νέος καὶ ὁρμητικός, δὲν εἶχε καθόλου τὴν πρόθεση νὰ παρατήσει τὰ σχέδια τοῦ πατέρα του. Οἱ Ἀθηναῖοι, φυσικά, καταλάβαιναν ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ προετοιμασίες εἶχαν γιὰ στόχο τὴν πόλη τους γι\’ αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει στὸ Μαραθώνα καί, ἐπειδὴ πληροφορήθηκαν ὅτι ὁ Ἄθως διανοίγεται γιὰ νὰ σχηματισθεῖ πέρασμα κι ὁ Ἑλλήσποντος ἑνώθηκε μὲ γέφυρα, καθὼς καὶ πόσο μεγάλος ἦταν ὁ στόλος, ἐνόμισαν πὼς δὲν ὑπάρχει γι\’ αὐτοὺς σωτηρία, οὔτε ἀπὸ τὴν ξηρά, οὔτε ἀπὸ τὴ θάλασσα. Γιατί δὲν ἐπρόκειτο νὰ τοὺς βοηθήσει κανεὶς ― ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ξεχάσει, ὅτι, ὅταν εἶχαν ἔρθει οἱ Πέρσες γιὰ πρώτη φορὰ καὶ κατάστρεψαν τὴν Ἐρέτρια, αὐτοὺς τουλάχιστον κανένας δὲν τοὺς εἶχε βοηθήσει τότε, οὔτε θέλησε νὰ διατρέξει κινδύνους πολεμώντας πλάι τους. Ἑπομένως τὸ ἴδιο περίμεναν ὅτι θὰ συνέβαινε πάλι ἀπὸ τὴ ξηρὰ σίγουρα ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴ θάλασσα δὲν ἔβλεπαν οὔτε ἀποκεῖ καμιὰ ἐλπίδα σωτηρίας ἀφοῦ ἐρχόνταν ἐναντίον τους χίλια καὶ περισσότερα πλοῖα.

Σκέφτηκαν, λοιπόν, ὅτι τοὺς ἀπέμεινε μία ἐλπίδα σωτηρίας, ἀπίθανη καὶ ἀπελπιστική, ἀλλὰ καὶ μοναδική, ἀφοῦ ἔλαβαν ὑπ\’ ὄψη τους τὸ προηγούμενο γεγονός, ὅτι δηλαδὴ καὶ τότε ἐνίκησαν, καθὼς φαίνεται, πολεμώντας χωρὶς καμιὰ ἐλπίδα. Στηριζόμενοι σ\’ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα εὕρισκαν ὅτι καταφύγιο γιὰ τὸν ἑαυτὸ τους ἦταν οἱ ἴδιοι καὶ οἱ θεοί. Ὂλ\’ αὐτὰ ἦταν φυσικὸ νὰ τοὺς ἐμπνεύσουν φιλία μεταξύ τους, δηλαδὴ ὁ φόβος ποὺ προκάλεσε ὁ Ξερξης καὶ ὁ φόβος ἐκεῖνος ποὺ πολλὲς φορὲς στὴ συζήτησή μας ὀνομάσαμε αἰδῶ. Στὴν αἰδῶ εἴπαμε ὅτι πρέπει νὰ πειθαρχοῦν τυφλὰ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ γίνουν ἐνάρετοι ἄνθρωποι καὶ ὅποιος τὴν φοβᾶται εἶναι ἐλεύθερος καὶ ἄφοβος. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔνιωσε τότε αὐτὸν τὸν φόβο, δὲ θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ συνασπισθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἀμυνθεῖ, οὔτε νὰ ὑπερασπίσει τὰ ἱερὰ καὶ τοὺς τάφους καὶ τὴν πατρίδα καὶ συγχρόνως ὅλους τοὺς ἄλλους δικούς του καὶ φίλους, ὅπως τοὺς ἐβοήθησε τότε, ἀλλὰ θὰ χωριζόμασταν τότε ὅλοι μας σὲ μικρὰ τμήματα καὶ θὰ σκορπιζόμασταν ἄλλος ἐδῶ κι ἄλλος ἐκεῖ.

ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Πολὺ σωστὰ μίλησες, φίλε μου, καὶ ὅπως ταιριάζει σὲ σένα καὶ τὴν πατρίδα σου.

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότητα, Μέγιλλε. Κι εἶναι, βέβαια, δίκαιο νὰ πῶ σὲ σένα ὅσα ἔγιναν ἐκεῖνο τὸν καιρό, γιατί αἰσθάνεσαι ἐξ αἰτίας φυσικὰ τῶν προγόνων σου φιλία γιὰ τὴν Ἀθήνα. Πρόσεξε ὅμως τώρα καὶ σὺ κι ὁ Κλεινίας ἂν λέμε πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ νομοθεσία. Γιατί βέβαια δὲν μιλῶ γιὰ νὰ ἐξιστορῶ μύθους ἀλλὰ γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ σᾶς εἶπα. Καὶ προσέξτε γιὰ νὰ δεῖτε. Ἐπειδὴ τὸ ἴδιο πάθημα κατὰ κάποιον τρόπο συνέβη καὶ σέ μᾶς καὶ στοὺς Πέρσες ― σ\’ ἐκείνους ἐπειδὴ ἐπιβάλανε στὸ λαὸ τους ἀπόλυτη δουλεία, σ\’ ἐμᾶς πάλι ἐπειδὴ ἀφήσαμε ἀπόλυτη ἐλευθερία στὰ πλήθη ― ἂν κατορθώσουμε νὰ ποῦμε πῶς ἔγινε αὐτὸ καὶ ἂν μπορέσουμε νὰ καταλήξουμε σὲ κάποιο συμπέρασμα, τότε ἡ προηγούμενη συζήτησή μας ἔχει κάποια ἀξία.

Πρωτότυπο Κείμενο

ΑΘ. Τὰ μὲν δὴ περί γε Περσῶν, ὡς οὐκ ὀρθῶς τὰ νῦν διοικεῖται διὰ τὴν σφόδρα δουλείαν τε καὶ δεσποτείαν, τέλος
ἐχέτω.

ΜΕ. Πάνυ μὲν οὖν.

ΑΘ. Τὰ δὲ περὶ τὴν τῆς Ἀττικῆς αὖ πολιτείας τὸ μετὰ τοῦτο ὡσαύτως ἡμᾶς διεξελθεῖν χρεών, ὡς ἡ παντελὴς καὶ [698b] ἀπὸ πασῶν ἀρχῶν ἐλευθερία τῆς μέτρον ἐχούσης ἀρχῆς ὑφ’ ἑτέρων οὐ σμικρῷ χείρων• ἡμῖν γὰρ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ὅτε ἡ Περσῶν ἐπίθεσις τοῖς Ἕλλησιν, ἴσως δὲ σχεδὸν ἅπασιν τοῖς τὴν Εὐρώπην οἰκοῦσιν, ἐγίγνετο, πολιτεία τε ἦν παλαιὰ καὶ ἐκ τιμημάτων ἀρχαί τινες τεττάρων, καὶ δεσπότις ἐνῆν τις αἰδώς, δι’ ἣν δουλεύοντες τοῖς τότε νόμοις ζῆν ἠθέλομεν. καὶ πρὸς τούτοις δὴ τὸ μέγεθος τοῦ στόλου κατά τε γῆν καὶ κατὰ θάλατταν γενόμενον, φόβον ἄπορον ἐμβαλόν, δουλείαν [698c] ἔτι μείζονα ἐποίησεν ἡμᾶς τοῖς τε ἄρχουσιν καὶ τοῖς νόμοις δουλεῦσαι, καὶ διὰ πάντα ταῦθ’ ἡμῖν συνέπεσε πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς σφόδρα φιλία. σχεδὸν γὰρ δέκα ἔτεσιν πρὸ τῆς ἐν Σαλαμῖνι ναυμαχίας ἀφίκετο Δᾶτις Περσικὸν στόλον ἄγων, πέμψαντος Δαρείου διαρρήδην ἐπί τε Ἀθηναίους καὶ Ἐρετριᾶς, ἐξανδραποδισάμενον ἀγαγεῖν, θάνατον αὐτῷ προειπὼν μὴ πράξαντι ταῦτα. καὶ ὁ Δᾶτις τοὺς μὲν Ἐρετριᾶς ἔν τινι [698d] βραχεῖ χρόνῳ παντάπασιν κατὰ κράτος τε εἷλεν μυριάσι συχναῖς, καί τινα λόγον εἰς τὴν ἡμετέραν πόλιν ἀφῆκεν φοβερόν, ὡς οὐδεὶς Ἐρετριῶν αὐτὸν ἀποπεφευγὼς εἴη· συνάψαντες γὰρ ἄρα τὰς χεῖρας σαγηνεύσαιεν πᾶσαν τὴν Ἐρετρικὴν οἱ στρατιῶται τοῦ Δάτιδος. ὁ δὴ λόγος, εἴτ’ ἀληθὴς εἴτε καὶ ὅπῃ ἀφίκετο, τούς τε ἄλλους Ἕλληνας καὶ δὴ καὶ Ἀθηναίους ἐξέπληττεν, καὶ πρεσβευομένοις αὐτοῖς [698e] πανταχόσε βοηθεῖν οὐδεὶς ἤθελεν πλήν γε Λακεδαιμονίων· οὗτοι δὲ ὑπό τε τοῦ πρὸς Μεσσήνην ὄντος τότε πολέμου καὶ εἰ δή τι διεκώλυεν ἄλλο αὐτούς ―οὐ γὰρ ἴσμεν λεγόμενον― ὕστεροι δ’ οὖν ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ. μετὰ δὲ τοῦτο παρασκευαί τε μεγάλαι λεγόμεναι καὶ ἀπειλαὶ ἐφοίτων μυρίαι παρὰ βασιλέως. προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου, Δαρεῖος μὲν τεθνάναι ἐλέχθη, νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῦ παρειληφέναι τὴν ἀρχὴν καὶ οὐδαμῶς [699a] ἀφίστασθαι τῆς ὁρμῆς. οἱ δὲ Ἀθηναῖοι πᾶν τοῦτο ᾤοντο ἐπὶ σφᾶς αὐτοὺς παρασκευάζεσθαι διὰ τὸ Μαραθῶνι γενόμενον, καὶ ἀκούοντες Ἄθων τε διορυττόμενον καὶ Ἑλλήσποντον ζευγνύμενον καὶ τὸ τῶν νεῶν πλῆθος, ἡγήσαντο οὔτε κατὰ γῆν σφίσιν εἶναι σωτηρίαν οὔτε κατὰ θάλατταν· οὔτε γὰρ βοηθήσειν αὑτοῖς οὐδένα ―μεμνημένοι ὡς οὐδ’ ὅτε τὸ πρότερον ἦλθον καὶ τὰ περὶ Ἐρέτριαν διεπράξαντο, σφίσι γε οὐδεὶς τότε ἐβοήθησεν οὐδ’ ἐκινδύνευσεν συμμαχόμενος· ταὐ[699b] τὸν δὴ προσεδόκων καὶ τότε γενήσεσθαι τό γε κατὰ γῆν― καὶ κατὰ θάλατταν δ’ αὖ πᾶσαν ἀπορίαν ἑώρων σωτηρίας, νεῶν χιλίων καὶ ἔτι πλεόνων ἐπιφερομένων. μίαν δὴ σωτηρίαν συνενόουν, λεπτὴν μὲν καὶ ἄπορον, μόνην δ’ οὖν, βλέψαντες πρὸς τὸ πρότερον γενόμενον, ὡς ἐξ ἀπόρων καὶ τότε ἐφαίνετο γενέσθαι τὸ νικῆσαι μαχομένους· ἐπὶ δὲ τῆς ἐλπίδος ὀχούμενοι ταύτης ηὕρισκον καταφυγὴν αὑτοῖς εἰς αὑτοὺς μόνους [699c] εἶναι καὶ τοὺς θεούς. ταῦτ’ οὖν αὐτοῖς πάντα φιλίαν ἀλλήλων ἐνεποίει, ὁ φόβος ὁ τότε παρὼν ὅ τε ἐκ τῶν νόμων τῶν ἔμπροσθεν γεγονώς, ὃν δουλεύοντες τοῖς πρόσθεν νόμοις ἐκέκτηντο, ἣν αἰδῶ πολλάκις ἐν τοῖς ἄνω λόγοις εἴπομεν, ᾗ καὶ δουλεύειν ἔφαμεν δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀγαθοὺς ἔσεσθαι, ἧς ὁ δειλὸς ἐλεύθερος καὶ ἄφοβος· ὃν εἰ τότε μὴ δέος ἔλαβεν, οὐκ ἄν ποτε συνελθὼν ἠμύνατο, οὐδ’ ἤμυνεν ἱεροῖς τε καὶ τάφοις καὶ πατρίδι καὶ τοῖς ἄλλοις οἰκείοις τε ἅμα καὶ φίλοις, [699d] ὥσπερ τότ’ ἐβοήθησεν, ἀλλὰ κατὰ σμικρὰ ἂν ἐν τῷ τότε ἡμῶν ἕκαστος σκεδασθεὶς ἄλλος ἄλλοσε διεσπάρη.

ΜΕ. Καὶ μάλα, ὦ ξένε, ὀρθῶς τε εἴρηκας καὶ σαυτῷ τε καὶ τῇ πατρίδι πρεπόντως.

ΑΘ. Ἔστι ταῦτα, ὦ Μέγιλλε· πρὸς γὰρ σὲ τὰ ἐν τῷ τότε χρόνῳ γενόμενα, κοινωνὸν τῇ τῶν πατέρων γεγονότα φύσει, δίκαιον λέγειν. ἐπισκόπει μὴν καὶ σὺ καὶ Κλεινίας εἴ τι πρὸς τὴν νομοθεσίαν προσήκοντα λέγομεν· οὐ γὰρ μύθων [699e] ἕνεκα διεξέρχομαι, οὗ λέγω δ’ ἕνεκα. ὁρᾶτε γάρ· ἐπειδή τινα τρόπον ταὐτὸν ἡμῖν συμβεβήκει πάθος ὅπερ Πέρσαις, ἐκείνοις μὲν ἐπὶ πᾶσαν δουλείαν ἄγουσιν τὸν δῆμον, ἡμῖν δ’ αὖ τοὐναντίον ἐπὶ πᾶσαν ἐλευθερίαν προτρέπουσι τὰ πλήθη, πῶς δὴ καὶ τί λέγωμεν τοὐντεῦθεν, οἱ προγεγονότες ἡμῖν ἔμπροσθεν λόγοι τρόπον τινὰ καλῶς εἰσιν εἰρημένοι.