Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), ὅταν συνυπάρχουν μέσα στὴν ἴδια τὴν ψυχή, μοιάζουν μὲ τὸν ἄνθρωπο πού, μέσα στὸν ἴδιο ναό, προσκυνεῖ τὸ Θεὸ καὶ τὰ εἴδωλα. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴ δικαιοκρισία. Ἡ δικαιοκρισία μετράει καὶ ἀποδίδει ἀκριβῶς τὰ ἴσα. Γιατί στὸν καθένα δίνει ὅ,τι τοῦ ἀξίζει καὶ δὲ γέρνει πρὸς τὸ ἕνα μέρος οὔτε προσωποληπτεῖ κατὰ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ δικαίου. Ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως εἶναι λύπη τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν ἀνήμπορο. Ἡ ἐλεημοσύνη κινεῖται ἀπὸ τὴ θεία χάρη καὶ ξεστρατίζει γιὰ νὰ βοηθήσει ὅλους μὲ συμπάθεια, καὶ στὸν ἄξιο τιμωρίας δὲν ἀνταποδίδει τὸ κακό, καὶ τὸν ἄξιο τοῦ καλοῦ ἐπαίνου τὸν φορτώνει μὲ ἀγαθά.

  • !

    Νὰ γίνεις κήρυκας τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού, ἐνῶ εἶσαι ἀνάξιος, σὲ φροντίζει καί, ἐνῶ τὰ χρέη σου σ’ αὐτὸν εἶναι πολλά, δὲ σὲ ἐκδικεῖται, παρὰ γιὰ τὰ μικρὰ καλά σου ἔργα ποὺ ἀντιπαρέχει μεγάλες δωρεές. Μὴ καλέσεις λοιπὸν τὸ Θεὸ δίκαιο, γιατί ἡ δικαιοσύνη του δὲ φαίνεται στὰ ἁμαρτωλά σου ἔργα.

  • !

    Ὅταν βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπάει τὰ γέλια καὶ νὰ θέλει νὰ γελοιοποιεῖ τοὺς ἄλλους, νὰ μὴν πιάνεις φιλία. Γιατί θὰ σὲ κάνει νὰ συνηθίσεις στὴν ψυχικὴ ἀτονία. Σὲ κεῖνον ποὺ ἡ ζωὴ του εἶναι διεφθαρμένη, μὴ δείχνεις ἱλαρὸ πρόσωπο. Φυλάξου ὅμως καλὰ μήπως τὸν μισήσεις. Καὶ ἂν θελήσει νὰ μετανοήσει, βοήθησέ τον καὶ
    φρόντισέ τον, θυσιάζοντας ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου, νὰ σωθεῖ. Ἐὰν ὅμως εἶσαι πνευματικὰ ἀσθενής, μὴν τολμήσεις νὰ γίνεις γιατρός του.

  • !

    Μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔχει τὴν ἀρρώστια τοῦ φθόνου, νὰ προσέχεις πολὺ πῶς θὰ μιλήσεις. Γιατί ἐνῶ ἐσὺ μιλᾶς, αὐτὸς ἐξηγεῖ μέσα του τὰ λόγια σου ὅπως ἀγαπᾶ, καὶ ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου λόγια παίρνει ἀφορμὴ καὶ σκανδαλίζει τοὺς ἄλλους. Καὶ ἀλλάζει τὸ νόημα τῶν λόγων σου μέσα στὸ μυαλό του σύμφωνα μὲ τὴν πνευματική του ἀρρώστια. Ἂν δεῖς κάποιον νὰ ἔρχεται καὶ νὰ κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του μπροστά σου, κάνε τὸ πρόσωπό σου σκυθρωπό. Ἔτσι καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχεις καὶ ἀπ’ αὐτὸν θὰ φυλαχθεῖς.

  • !

    Γιατί λοιπὸν νὰ μισοῦμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὁ διάβολος τὸν περιγελᾶ ὅπως καὶ ἐμᾶς; Καὶ γιατί, ἄνθρωπέ μου, μισεῖς τὸν ἁμαρτωλό; Μήπως γιατί τάχα δὲν εἶναι δίκαιος ὅπως ἐσύ; Καὶ ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη σου, ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀγάπη; Γιατί δὲν ἔκλαψες γι’ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν καταδιώκεις; Μερικοὶ ἄνθρωποι ἐξαιτίας τῆς ἀνοησίας τους ὀργίζονται ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατί πιστεύουν ὅτι ἔχουν διάκριση νὰ κρίνουν τὰ ἔργα τους.

Περὶ τῆς Ἀγάπης (6)

Ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴ δικαιοκρισία

25. Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ ἡ δικαιοκρισία (δίκαιη κρίση), ὅταν συνυπάρχουν μέσα στὴν ἴδια τὴν ψυχή, μοιάζουν μὲ τὸν ἄνθρωπο πού, μέσα στὸν ἴδιο ναό, προσκυνεῖ τὸ Θεὸ καὶ τὰ εἴδωλα. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴ δικαιοκρισία. Ἡ δικαιοκρισία μετράει καὶ ἀποδίδει ἀκριβῶς τὰ ἴσα. Γιατί στὸν καθένα δίνει ὅ,τι τοῦ ἀξίζει καὶ δὲ γέρνει πρὸς τὸ ἕνα μέρος οὔτε προσωποληπτεῖ κατὰ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ δικαίου.

Ἡ ἐλεημοσύνη ὅμως εἶναι λύπη τῆς ψυχῆς γιὰ τὸν ἀνήμπορο. Ἡ ἐλεημοσύνη κινεῖται ἀπὸ τὴ θεία χάρη καὶ ξεστρατίζει γιὰ νὰ βοηθήσει ὅλους μὲ συμπάθεια, καὶ στὸν ἄξιο τιμωρίας δὲν ἀνταποδίδει τὸ κακό, καὶ τὸν ἄξιο τοῦ καλοῦ ἐπαίνου τὸν φορτώνει μὲ ἀγαθά.

Ὅπως τὸ ξερὸ χορτάρι καὶ ἡ φωτιὰ δὲν μποροῦν νὰ βρεθοῦν μαζὶ στὸν ἴδιο χῶρο, ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ συνευρίσκονται στὴν ἴδια ψυχὴ ἡ δικαιοκρισία καὶ ἡ ἐλεημοσύνη. Καὶ ὅπως δὲν μποροῦν νὰ ἰσοζυγιαστοῦν στοὺς δίσκους τῆς ζυγαριᾶς ἕνας κόκκος ἄμμου ἀπὸ τὴ μία, καὶ τὸ πολὺ βαρὺ χρυσάφι ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἔτσι καὶ ἡ δικαιοκρισία τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξομοιωθεῖ στὸ βάρος καὶ νὰ ἰσοζυγιαστεῖ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη του. Καὶ ὅπως μία χουφτιὰ ἄμμου, ποὺ πέφτει σὲ μεγάλη θάλασσα, χάνεται, ἔτσι καὶ τὰ ἁμαρτήματα ὁποιουδήποτε ἀνθρώπου δὲν μποροῦν νὰ σταθοῦν μπροστὰ στὴ φιλάνθρωπη πρόνοια καὶ στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ φράξει κανεὶς μία πηγὴ μὲ πολὺ νερὸ μὲ μία χούφτα χῶμα, ἔτσι δὲν μπορεῖ νὰ νικηθεῖ ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν κακία τῶν κτισμάτων του. Ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἐμποδίσουμε τὴ φλόγα τῆς φωτιᾶς νὰ ἀνεβεῖ πρὸς τὰ ἐπάνω, ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ ἐμποδιστοῦν οἱ προσευχὲς τῶν ἐλεημόνων νὰ ἀνεβοῦν στὸν οὐρανό. (235 – 6).

26. Νὰ γίνεις κήρυκας τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού, ἐνῶ εἶσαι ἀνάξιος, σὲ φροντίζει καί, ἐνῶ τὰ χρέη σου σ’ αὐτὸν εἶναι πολλά, δὲ σὲ ἐκδικεῖται, παρὰ γιὰ τὰ μικρὰ καλά σου ἔργα ποὺ ἀντιπαρέχει μεγάλες δωρεές. Μὴ καλέσεις λοιπὸν τὸ Θεὸ δίκαιο, γιατί ἡ δικαιοσύνη του δὲ φαίνεται στὰ ἁμαρτωλά σου ἔργα. Καὶ ἂν ὁ Δαβὶδ τὸν ὀνομάζει δίκαιο καὶ εὐθύ, ὅμως ὁ Υἱὸς του Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς φανέρωσε «ὅτι μᾶλλον εἶναι ἀγαθὸς καὶ χρηστὸς» (Λκ. 6, 35). Εἶναι ἀγαθός, λέει, γιὰ τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἀσεβεῖς. Καὶ πῶς μπορεῖς νὰ ὀνομάζεις τὸ Θεὸ δίκαιο, ἅμα διαβάσεις στὸ κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου ποὺ γράφει γιὰ τὸ μισθὸ τῶν ἐργατῶν; Λέει λοιπὸν ἐκεῖ: «Φίλε, δὲ σὲ ἀδικῶ. Θέλω νὰ δώσω σ’ αὐτὸν τὸν τελευταῖο ὅσα καὶ σὲ σένα. Ἢ μήπως ἐπειδὴ εἶμαι καλός, τὸ μάτι σου γεμίζει ἀπὸ ζήλια;» (Ματθ. 20, 13). Πῶς πάλι μπορεῖ νὰ ὀνομάζει κανεὶς τὸ Θεὸ δίκαιο, ἅμα διαβάσει γιὰ τὸν ἄσωτο γιό, ποὺ σκόρπισε τὸν πλοῦτο ἀσωτεύοντας; Πῶς ἔτρεξε ὁ πατέρας του καί, μόνο μὲ τὴν κατάνυξη καὶ τὴ συντριβὴ ποὺ ἔδειξε, ἔπεσε στὸν τράχηλό του, καὶ τοῦ ἔδωσε ἐξουσία νὰ χαίρεται μέσα στὸν πλοῦτο του; Καὶ αὐτὰ βέβαια γιὰ τὸν πατέρα του δὲν τὰ εἶπε κανένας ἄλλος ὥστε νὰ διστάσουμε νὰ τὸν πιστέψουμε, ἀλλ’ ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς μὲ τὴ δική του μαρτυρία μᾶς βεβαίωσε ὅτι ἔτσι ἔχει τὸ πράγμα.

Ποῦ βλέπεις λοιπὸν τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Στὸ ὅτι ἤμασταν ἁμαρτωλοὶ καὶ ὁ Χριστὸς πέθανε γιά μας; Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἶναι ἐλεήμων καὶ εὔσπλαχνος, ἂς πιστέψουμε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἀλλοιωθεῖ. Λέει ὁ ἅγιος Κύριλλος στὴν ἑρμηνεία τῆς Γενέσεως: Νὰ φοβᾶσαι τὸ Θεὸ ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ σκληρὸ ὄνομα τῆς δικαιοσύνης πού τοῦ δώσανε. Ἀγάπησέ τον, λοιπόν, ὅπως ἔχεις χρέος νὰ τὸν ἀγαπήσεις, καὶ ὄχι γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθὰ ποὺ περιμένεις νὰ σοῦ δώσει, ἀλλὰ γιὰ ὅσα λάβαμε, καὶ μόνο γιὰ τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ δημιούργησε γιά μᾶς καὶ μᾶς τὸν χάρισε. Γιατί, εἶναι κανεὶς ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνταμείψει τὸ Θεὸ γιὰ ὅ,τι μᾶς χάρισε; Ποῦ εἶναι ἡ δίκαιη ἀνταπόδοση στὰ ἔργα μας;

Ποιὸς ἔπεισε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς δημιουργήσει; Καὶ ὑπάρχει κανεὶς νὰ τὸν παρακαλεῖ γιὰ λογαριασμό μας ὅταν γινόμαστε ἀχάριστοι; Καὶ ὅταν κάποτε δὲν ὑπήρχαμε, ποιὸς ξύπνησε ἐκεῖνο τὸ σῶμα μας καὶ τὸ ἔφερε στὴ ζωή; Ἂς νιώθουμε, λοιπόν, εὐγνωμοσύνη καὶ ἀγάπη γιὰ ὅσα ἡ ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ μᾶς χάρισε καὶ συνεχίζει νά μᾶς χαρίζει.

Ἡ ἀγάπη θέλει σοφία καὶ σύνεση

27. Ὅταν βλέπεις ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἀγαπάει τὰ γέλια καὶ νὰ θέλει νὰ γελοιοποιεῖ τοὺς ἄλλους, νὰ μὴν πιάνεις φιλία. Γιατί θὰ σὲ κάνει νὰ συνηθίσεις στὴν ψυχικὴ ἀτονία.

Σὲ κεῖνον ποὺ ἡ ζωὴ του εἶναι διεφθαρμένη, μὴ δείχνεις ἱλαρὸ πρόσωπο. Φυλάξου ὅμως καλὰ μήπως τὸν μισήσεις. Καὶ ἂν θελήσει νὰ μετανοήσει, βοήθησέ τον καὶ φρόντισέ τον, θυσιάζοντας ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου, νὰ σωθεῖ. Ἐὰν ὅμως εἶσαι πνευματικὰ ἀσθενής, μὴν τολμήσεις νὰ γίνεις γιατρός του.

Μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο ποὺ ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔχει τὴν ἀρρώστια τοῦ φθόνου, νὰ προσέχεις πολὺ πῶς θὰ μιλήσεις. Γιατί ἐνῶ ἐσὺ μιλᾶς, αὐτὸς ἐξηγεῖ μέσα του τὰ λόγια σου ὅπως ἀγαπᾶ, καὶ ἀπὸ τὰ ἀγαθά σου λόγια παίρνει ἀφορμὴ καὶ σκανδαλίζει τοὺς ἄλλους. Καὶ ἀλλάζει τὸ νόημα τῶν λόγων σου μέσα στὸ μυαλό του σύμφωνα μὲ τὴν πνευματική του ἀρρώστια.

Ἂν δεῖς κάποιον νὰ ἔρχεται καὶ νὰ κατηγορεῖ τὸν ἀδελφό του μπροστά σου, κάνε τὸ πρόσωπό σου σκυθρωπό. Ἔτσι καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ θὰ ἔχεις καὶ ἀπ’ αὐτὸν θὰ φυλαχθεῖς. (237).

Μὴ μισήσεις τὸν ἁμαρτωλὸ

28. Μὴ μισήσεις τὸν ἁμαρτωλὸ γιατί ὅλοι εἴμαστε ὑπεύθυνοι γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ ἂν ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινεῖσαι ἐναντίον του, κλάψε μᾶλλον γιὰ λογαριασμό του. Καὶ γιατί τὸν μισεῖς; Τὶς ἁμαρτίες του νὰ μισήσεις καὶ νὰ εὐχηθεῖς γι’ αὐτόν, γιὰ νὰ γίνεις ὅμοιος μὲ τὸ Χριστό, ὁ ὁποῖος δὲν ἀγανακτοῦσε κατὰ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀλλὰ προσευχόταν γι’ αὐτούς. Δὲ βλέπεις πῶς ἔκλαψε γιὰ τὴν Ἱερουσαλήμ; Ἀλλὰ καὶ ἐμᾶς γιὰ πολλὰ ἁμαρτήματα μᾶς περιγελᾶ καὶ μᾶς χλευάζει ὁ διάβολος.

Γιατί λοιπὸν νὰ μισοῦμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὁ διάβολος τὸν περιγελᾶ ὅπως καὶ ἐμᾶς; Καὶ γιατί, ἄνθρωπέ μου, μισεῖς τὸν ἁμαρτωλό; Μήπως γιατί τάχα δὲν εἶναι δίκαιος ὅπως ἐσύ; Καὶ ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη σου, ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀγάπη; Γιατί δὲν ἔκλαψες γι’ αὐτόν, ἀλλὰ τὸν καταδιώκεις; Μερικοὶ ἄνθρωποι ἐξαιτίας τῆς ἀνοησίας τους ὀργίζονται ἐναντίον τῶν ἁμαρτωλῶν, γιατί πιστεύουν ὅτι ἔχουν διάκριση νὰ κρίνουν τὰ ἔργα τους. (244).