Ἐπιλογὴ σωστῆς χρήσης
Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν πρώτη καὶ δεύτερη εὕρεση τῆς τιμίας κεφαλῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστῆ. Πρόκειται γιὰ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγιότερου ἀνθρώπου μετὰ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ παρουσιάζει, ὄχι γιὰ νὰ ἀηδιάσουμε ὅπως ἐκεῖνος ὁ πρίγκιπας, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουμε πανηγυρίζοντας. Κι ἐμεῖς τὸ τιμᾶμε μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ἔχουμε μπροστά μας, ὄχι ἕνα ἄψυχο κρανίο ποὺ κατάντησε σὲ «τιποτένια χρήση», ἀλλὰ -κατὰ τὴν ὑμνολογία τῆς ἑορτῆς- ἕναν «θησαυρὸ ἐνθέων δωρεῶν», ἕνα «φωτοφανὴ ἥλιο», μία «πηγὴ θαυμάτων».
Συνήθως, ὅταν ἀπαξιώνουμε ἕναν ἄνθρωπο, λέμε: «Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω, τί κουβαλάει αὐτὸς στὸ κεφάλι του. Μήπως εἶναι τελείως ἄδειο;». Καὶ εἶναι φυσικό, τὸ ἐσωτερικὸ περιεχόμενο τοῦ ἀνθρώπου νὰ ρυθμίζει τὴ ζωή του καὶ νὰ προδιαγράφει τὴ συμπεριφορά του, ἀφοῦ ἐκεῖ βρίσκεται ὁ ἡγεμόνας νοῦς, ποὺ μαζὶ μὲ τὴν καρδιὰ κατευθύνουν τὰ πάντα. Πῶς, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο ἀποσοβεῖ τὸν κίνδυνο νὰ καταντήσει ἄδειο σκεῦος τιποτένιας χρήσης ἀλλὰ ἀποκτάει τὴν ἐκπληκτικὴ δυνατότητα νὰ γίνει «φωτοφανὴς ἥλιος» στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων;
Ἀπαντάει ξεκάθαρα ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα: Ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ ἀλλαγὴ εἶναι ὄντως δυνατή, μόνο ἂν ἐλεύθερα θελήσουμε νὰ δεχθοῦμε μέσα στὸ «ὀστράκινο σκεῦος» τῆς σωματικῆς μας ὕπαρξης «τὸν φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὀστράκινο σκεῦος ἦταν ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ Τιμίου Προδρόμου· ἀλλὰ ἐπειδὴ μία ζωὴ ἀγωνίστηκε νὰ τὰ κάνει καί, τὸ σπουδαιότερο, νὰ τὰ κρατήσει «θείων ἐννοιῶν πανσεβάσμια θήκη», γι’ αὐτὸ ἐγκωμιάστηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὡς ὁ μέγιστος τῶν ἁγίων.
Πῶς ἔρχεται ὁ θησαυρὸς στὰ ὀστράκινα σκεύη
Πρόκειται γιὰ ἀγώνισμα ποὺ θέλει παλικαριά, γνήσια ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ σταθερότητα. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος -ποὺ ἐπίσης ἔγινε πρωτοκορυφαῖος σ’ αὐτὸ τὸ ἄθλημα- μᾶς θυμίζει ὅτι, ἂν θελήσουμε νὰ μποῦμε στὸν στίβο, μᾶς περιμένουν θλίψεις, διωγμοὶ καὶ συνεχὲς «κρυφτὸ» μὲ τὸν θάνατο. Συγχρόνως ὅμως μᾶς ἐνθαρρύνει λέγοντας ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ μποροῦμε νὰ τὰ ὑπομένουμε καὶ νὰ τὰ ξεπερνᾶμε, ὄχι μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ Χριστοῦ νίκησε καὶ τὸν θάνατο, καὶ ἔτσι θὰ μᾶς ἀναστήσει ὅλους, γιὰ νὰ μᾶς παραστήσει στὸ ἔνδοξο βῆμα του.
Ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὅλοι οἱ πρωταθλητὲς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ κήρυξαν, κοπίασαν καὶ μαρτύρησαν, γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὴ δυνατότητα νὰ γεμίσουμε τὰ ὀστράκινα σκεύη μας μὲ τὸν φωτισμὸ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, μὲ τὶς «θεῖες ἔννοιες», ποὺ ἀναφέρει τὸ τροπάριο τῆς ἑορτῆς. Αὐτὲς οἱ «θεῖες ἔννοιες» δὲν εἶναι ὄμορφοι φιλοσοφικοὶ ἢ θεολογικοὶ στοχασμοί, ἀλλὰ τὰ ζωντανὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ· εἶναι τὰ «ρήματα ζωῆς», ποὺ μᾶς τρέφουν ἀληθινὰ καὶ μᾶς κάνουν γιὰ πάντα ζωντανοὺς καὶ «ἡλίους ἀειφανεῖς». Μόνο ποὺ γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ δεχθοῦμε τέτοιες «ἔννοιες», χρειάζεται νὰ ἀδειάσουμε ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ ἐμπιστοσύνη στὴν ἐξυπνάδα μας καὶ νὰ καθαριστοῦμε ἀπὸ τὶς ἐγωιστικὲς καὶ ἐμπαθεῖς ἔννοιες καὶ παραστάσεις.
Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὁ θεῖος Βαπτιστὴς ἐπέλεξε τὴν ἰσάγγελη πολιτεία γενόμενος ὄχι μόνο πρότυπο τῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ ὁδηγὸς κάθε πιστοῦ ποὺ θέλει φιλότιμα νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη, δίνοντας χῶρο γιὰ νὰ σκηνώσει μέσα του τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀπαραίτητος αὐτὸς χῶρος σαφῶς ἔχει σχέση μὲ τὸν χρόνο ποὺ δίνουμε ἀφενὸς γιὰ νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, διαβάζοντας τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἀφετέρου γιὰ νὰ μιλᾶμε στὸν Ἔνσαρκο Λόγο τοῦ Θεοῦ, κάνοντας προσευχή. Μόνο ἔτσι μπορεῖ κανεὶς νὰ φθάσει στὴ ζωοποιὸ νέκρωση τοῦ «ἐγώ», μία νέκρωση ποὺ ὁ ἅγιος Ἰωάννης πάντοτε «περιέφερε ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ»· γι’ αὐτὸ καὶ «ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ» φανερωνόταν πάντοτε ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ζωοποιὸς νέκρωση
Κάτι τέτοιο φαίνεται ὅτι μᾶλλον δὲν θέλησε νὰ τὸ καταλάβει ὁ ἡμέτερος Καζαντζάκης. Σὲ ἔργο του περιγράφει ἐμπειρία τῆς παιδικῆς του ἡλικίας ἀπὸ τὴν ἐκταφὴ τοῦ λειψάνου κάποιας γειτόνισσας. Ὅταν ἀντίκρισε τὸ κρανίο της, ἄρχισε νὰ φωνάζει καὶ νὰ ρίχνει πέτρες στὸν νεκροθάφτη. Ὁ παριστάμενος θεῖος του τὸν πῆρε ἀγκαλιὰ καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί κλαῖς; Ὅλοι θὰ πεθάνουμε». «Γιατί; Γιατί; Δὲν θέλω!», φώναξε ὁ μικρὸς Νίκος. «Σὰν μεγαλώσεις θὰ μάθεις τὸ γιατί», ἀπάντησε ὁ θεῖος του. Καὶ ὥριμος πιὰ ὁ συγγραφέας καταλήγει στὸ ἔργο του: «Μεγάλωσα, γέρασα, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔμαθα ποτέ μου»!
Χωρὶς τὴ σωτήρια νέκρωση τοῦ ἐγωιστικοῦ φρονήματος εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει χῶρος ὥστε νὰ ἔλθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ «ἐγείραντος τὸν Κύριον Ἰησοῦν» ἐκ νεκρῶν καὶ νὰ ἀπαντήσει σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο «γιατί». Ὁ κορυφαῖος κήρυκας τῆς Ἀνάστασης ἀπόστολος Παῦλος καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὄχι ἁπλῶς δέχθηκαν αὐτὴ τὴ χάρη ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἀγώνα τους τὴν πολλαπλασίασαν· ἔτσι «πλεονάζουσα» χόρτασε πρῶτα αὐτοὺς καὶ ἔπειτα ὅσους τοὺς μιμήθηκαν· καὶ «διὰ τῶν πλειόνων» περίσσευσε καὶ πάντοτε θὰ περισσεύει ἡ δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ.