Ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς

Τὴν παραμονὴ τῆς εἰσόδου στὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ ὅλα μέσα στὴν Ἐκκλησία μιλοῦν γιὰ μετάνοια. Ἡ ὑπέροχη ὑμνολογία «ντύνει» ποιητικὰ τὸ κήρυγμα τῆς μετανοίας· τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς δίνει τὰ «κλειδιὰ» γιὰ νὰ ἀνοίξουμε τὶς πύλες τῆς μετανοίας· καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς θυμίζει μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀφυπνιστικὲς προτροπὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιὰ μετάνοια. Οὐσιαστικὰ ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος ἐπαναλαμβάνει μὲ τὸν δικό του γλαφυρὸ τρόπο τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Προδρόμου του: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Χαροποιὸς ἀφύπνιση

«Μετάνοια» γιὰ τὸν ἅγιο Ἀπόστολο σημαίνει μετάβαση ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς. Ὅσο εἴμαστε προσκολλημένοι στὰ ὀνειρώδη καὶ ἀπατηλὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἀκόμη χειρότερα στὰ ἔργα τῆς αἰσχύνης, τόσο περπατᾶμε στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας καὶ βυθιζόμαστε στὸν ὕπνο τῆς ἁμαρτίας. Πράγματι, σὲ θανατηφόρο ὕπνο βυθίζεται ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ· ἕναν ὕπνο, ποὺ -κατὰ τὸν ἅγιο Μάρκο τὸν ἀσκητὴ- τὸν τρέφουν ἡ ἀμέλεια, ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια. Τὰ τρία αὐτὰ ναρκωτικὰ πάθη ὁ ἅγιος Μάρκος τὰ ὀνομάζει τρομεροὺς «ἀνθρωποκτόνους δράκοντες».

Ἀντίθετα, αὐτὸ ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ξυπνάει δὲν εἶναι ὁ τρόμος τῆς ἀπειλῆς ἑνὸς δικαστηρίου, ἀλλὰ ἡ χαροποιὸς μνήμη ὅτι κάθε μέρα ποὺ περνάει εἴμαστε, ἂν πραγματικὰ ἐμεῖς τὸ θέλουμε, πιὸ κοντὰ στὴ σωτηρία μας. Διότι, ἂν προετοιμαζόμαστε σωστά, «σωτήριος θὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς ἡ τῆς κρίσεως ἡμέρα», λέει ἕνας ἑρμηνευτής. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς κάνει καὶ μία ρεαλιστικὴ ἐπισήμανση: «Συνήθως, ἐνῶ ξεκινᾶμε κάτι μὲ ἐνθουσιασμό, σταδιακὰ ἡ προθυμία γιὰ δουλειὰ μειώνεται. Ἐδῶ ὅμως ὁ Ἀπόστολος μᾶς παρακινεῖ στὸ ἀντίθετο: ὅσο περισσότερο πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς παρουσίας τοῦ βασιλέως καὶ τῆς ἀπονομῆς τῶν βραβείων, μὲ τόσο περισσότερο ζῆλο πρέπει νὰ προετοιμαζόμαστε».

Ἡ προετοιμασία συνίσταται στὸ νὰ ἀπαρνηθοῦμε τὰ ἔργα τοῦ σκότους· ἀλλοῦ (Γαλ. 5,19) ὁ ἅγιος Ἀπόστολος θὰ τὰ ὀνομάσει «ἔργα τῆς σαρκός», στὰ ὁποῖα -ὅπως καὶ ἐδῶ- θὰ συμπεριλάβει ὄχι μόνο τὴ μέθη, τὴν πορνεία καὶ τὴν ἀσέλγεια ἀλλὰ καὶ τὴ ζήλια, τὸν θυμό, τὸν φθόνο, τὶς ἔριδες καὶ τὰ ὅμοια. Ἔτσι, ἀφοῦ ξεντυθοῦμε αὐτὰ τὰ «ροῦχα τῆς νύχτας», θὰ πρέπει νὰ ντυθοῦμε τὰ λαμπρὰ ἐνδύματα τῆς ἡμέρας, ποὺ τὰ ὀνομάζει «ὅπλα τοῦ φωτός». «Ὅπλα τοῦ φωτὸς» εἶναι οἱ κατὰ Θεὸν ἀρετές· καὶ τὶς ὀνομάζει «ὅπλα», διότι -κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο- κάνουν τὴν ψυχὴ νὰ νιώθει ἀσφάλεια στὸν ἀγώνα της κατὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ διαβόλου. Σ’ αὐτόν, λοιπόν, τὸν ἀγώνα, στὸν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία ἰδιαίτερα τώρα τὴ Σαρακοστή, ἂς φορέσουμε, κατὰ τὸν ὑμνωδό, «τὴν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ, ἔχοντας γιὰ θώρακα τὴν προσευχή, γιὰ περικεφαλαία τὴν ἐλεημοσύνη καὶ γιὰ πολεμικὸ μαχαίρι τὴ νηστεία, ποὺ κόβει ἀπὸ τὴν καρδιὰ κάθε κακία». Βέβαια, ἔνδυμα καὶ πανοπλία μας δὲν εἶναι τὰ δικά μας ἀσκητικὰ κατορθώματα, ἀλλὰ τελικὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. «Τὸν Χριστὸν ἐνδύσασθε», μᾶς προτρέπει ἀμέσως μετὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτὸν ἐνδυθήκαμε μὲ τὸ βάπτισμά μας· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀγώνας τῆς Σαρακοστῆς οὐσιαστικὰ πρέπει νὰ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀνανέωση καὶ ἐπανάκτηση τῆς θείας Χάρης ποὺ πήραμε στὸ βάπτισμα.

Οἱ ἀσθενεῖς καὶ οἱ δυνατοὶ

Ἡ «καινὴ κτίση», ἡ καινούργια δημιουργία, στὴν ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ τὸ βάπτισμα, δὲν εἶναι κάτι δεδομένο καὶ αὐτονόητο. Καὶ τότε, ὅπως καὶ σήμερα, οἱ προσερχόμενοι στὴν Ἐκκλησία δὲν μποροῦσαν εὔκολα νὰ ἀποβάλουν ὅλα τὰ νεκρὰ στοιχεῖα τῆς προηγούμενης ζωῆς τους. Πάθη, προλήψεις καὶ πλανεμένες θρησκευτικὲς συνήθειες ἦταν βαθιὰ ριζωμένες μέσα τους καὶ χρειάζονταν πολὺ κόπο γιὰ νὰ ξεριζωθοῦν. Ἔτσι, τότε ὑπῆρχαν οἱ ἰουδαΐζοντες χριστιανοί, ποὺ ἐξακολουθοῦσαν νὰ διατηροῦν στοιχεῖα τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκευτικότητας· γιὰ παράδειγμα, δὲν ἔτρωγαν χοιρινὸ κρέας. Στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ μὴ σχολιάζονται, ἀποφάσισαν νὰ μὴν τρῶνε καθόλου κρέας καὶ ἐμφανίζονταν μὲ ὑπερβολικὲς νηστευτικὲς τάσεις.
Αὐτοὺς ὁ ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ὀνομάζει «ἀσθενεῖς», τοὺς ὁποίους θὰ ἔπρεπε, ὅσοι εἶχαν σωστὴ πίστη καὶ δὲν ἔκαναν τέτοιες διακρίσεις φαγητῶν, νὰ τοὺς ἀποδέχονται καὶ νὰ μὴν τοὺς κατακρίνουν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη βέβαια, θὰ ἔπρεπε καὶ οἱ «ἀσθενεῖς» νὰ μὴν κατακρίνουν τοὺς «ἐσθίovτες», διότι ὅλοι εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον Ἐκεῖνος ἔχει τὸ δικαίωμα τῆς κρίσης, ὡς μόνος Κύριος καὶ Κριτής μας. Ἀκόμη κι ἂν πράγματι οἱ μὲν ἢ οἱ δὲ ὄντως ἁμαρτάνουν, στὸν Θεὸ ἁμαρτάνουν. Καὶ ἑπομένως, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ἂν ὁ Θεὸς στὸν ὁποῖο ἁμαρτάνουν δὲν κρίνει κανέναν πρόωρα ἀλλὰ μακροθυμεῖ, περιμένοντας τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, πoιὸς εἶσαι σὺ ποὺ ἄκαιρα καὶ ἀδιάκριτα ἀγχώνεις τοὺς ἐνόχους καὶ τοὺς καταπιέζει;».

Δυνατὸς ὁ Θεὸς ὁ στήσας αὐτὸν

Κορυφαῖο παράδειγμα θεoμίμητης μακροθυμίας καὶ προσευχῆς γιὰ τὴ σωτηρία ὄχι μόνο «ἀσθενοῦς» ἀλλὰ βουτηγμένου στὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου, εἶναι ἡ ἁγία Μόνικα. Μὲ τὰ δάκρυα τῆς προσευχῆς της ὁδήγησε ὄχι μόνο στὴ μετάνοια ἀλλὰ καὶ στὴν ἁγιότητα τὸν υἱὸ της ἅγιο Αὐγουστίνο. Ὁ ἴδιος περιγράφει μὲ συγκλονιστικὸ τρόπο τὴ στιγμὴ τῆς μεταστροφῆς του: «Ἀπὸ μέσα μου ἔβγαιναν κραυγὲς ἀπόγνωσης: Πόσο θὰ διαρκέσει αὐτό, Κύριε; Γιατί συνέχεια ἀναβάλλω τὴν ἐπιστροφή μου; Γιατί δὲν βάζω τούτη τὴ στιγμὴ τέλος στὰ αἴσχη μου; Καὶ ξαφνικὰ ἀκούω μία φωνή: Πάρε καὶ διάβασε! Πῆρα τὸ βιβλίο τοῦ Ἀποστόλου καὶ διάβασα τὸ πρῶτο κομμάτι ποὺ ἔπεσε στὸ βλέμμα μου».

Τὸ ἀπόσπασμα ποὺ διάβασε ὁ Αὐγουστίνος ἦταν τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Ἦταν ἡ ἀρχὴ μιᾶς δυναμικῆς μετανοίας· μιᾶς πορείας ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Μὲ τὶς πρεσβεῖες του, ἂς πορευόμαστε σταθερὰ τὴ δική μας πορεία μετανοίας, ἀξιοποιώντας καὶ τὶς πλούσιες εὐκαιρίες τῆς φετινῆς Σαρακοστῆς.