Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης γεύθηκε τὴν εὐλογία νὰ ἔχει ἕναν ἅγιο πατέρα. Ὅταν κάποια φορὰ στὰ νιάτα του ὁ Συμεὼν —ἔτσι τὸν ἔλεγαν πρὶν γίνει μοναχὸς- ξενύχτησε ἀσωτεύοντας, τὴν ἄλλη μέρα ὁ πατέρας του τοῦ εἶπε σὲ ἤπιο τόνο: «Ποῦ ἤσουνα χθές, παιδί μου; Μὲ πονοῦσε ἡ καρδιά μου». Οἱ μειλίχιοι αὐτοὶ λόγοι τοῦ πατέρα ἐντυπώθηκαν βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοῦ Συμεὼν καί, ὅταν ἀργότερα τοὺς θυμόταν, ἔλεγε: «Νά, ἐγὼ τέτοιον γέροντα ἤθελα νὰ ἔχω. Ὁ πατέρας μου ποτὲ δὲν θύμωνε καὶ ἦταν πάντοτε μετρημένος. Ποτὲ δὲν μᾶς ἐπέπληττε σὲ ἀκατάλληλη στιγμή, γιὰ νὰ μὴ μᾶς συγχύσει». Ἐφάρμοζε, δηλαδή, τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οἱ πατέρες, μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλὰ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. 6,4).

  • !

    Πρωτίστως ξεκαθαρίζει, κυρίως σὲ ὅσους ἀκόμα τὸν ἀμφισβητοῦσαν, ὅτι δὲν εἶναι αὐτόκλητος, ἀλλὰ θεόκλητος. Ὅπως εἶχε γράψει καὶ στοὺς Γαλάτες, ἔγινε Ἀπόστολος «οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ Πατρός». Δὲν ἀνέλαβε ὅμως θέση ἐξουσίας, ἀλλὰ ἐντολὴ διακονίας ἀνάμεσα σὲ ἀδελφούς. Καὶ ἐκεῖνοι καὶ αὐτὸς ἔλαβαν διὰ τοῦ βαπτίσματος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς τοὺς ἔχρισε καὶ τοὺς σφράγισε δίνοντάς τους «ἀρραβώνα», δηλαδὴ ἐγγύηση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Ἡ ἀγωνία του, λοιπόν, νὰ μὴν κινδυνεύσουν νὰ χάσουν αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ εἶναι τὸ μόνο κριτήριο τῆς ποιμαντικῆς του.

  • !

    Πρόκειται γιὰ μία ποιμαντικὴ ποὺ συχνὰ τὸν ἔκανε νὰ περπατάει πάνω σὲ τεντωμένο σχοινὶ ἀνάμεσα στὴν αὐστηρότητα καὶ στὴν ἐπιείκεια. Καὶ τώρα νιώθει ὅτι πρέπει νὰ μακροθυμήσει λίγο ἀκόμα, μήπως ἡ ἔγκαιρη μετάνοιά τους ἀποτρέψει τὴν ἀναγκαία ἄσκηση αὐστηρότητας. «Ὁ Θεὸς τὸ ξέρει πόσο σᾶς πονάω», τοὺς λέει. «Δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου. Στὴν ἀρχὴ μὲ ἐμπόδισε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἔλθω, ἐνῶ τὸ ἤθελα· τώρα δὲν τὸ θέλω κι ἐγὼ· καὶ ἀποφάσισα νὰ ἀναβάλω τὸ ταξίδι μου. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ ἔλθω καὶ νὰ δοκιμάσω λύπη ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔπρεπε μὲ τὴ μετάνοιά τους νὰ μοῦ δώσουν χαρά».

  • !

    Δὲν εἶναι νομοθέτης οὔτε ψυχρὸς διδάσκαλος, ἀλλὰ πατέρας. Καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μεταβληθεῖ ἡ λύπη τους σὲ χαρά. «Δὲν εἴμαστε ἐξουσιαστὲς σας» τοὺς λέει. «Θέλουμε νὰ εἴμαστε μόνο συμμέτοχοι στὴ χαρὰ σας· ὄχι ὅμως στὴν ψεύτικη χαρὰ ποὺ χαρίζει ἡ δῆθεν ἐλευθέρια τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ στὴ γνήσια χαρὰ τῆς σταθερῆς πίστης καὶ ὑπακοῆς στὶς ἐντολές του». Καὶ θὰ συνεχίσει ὁ Παῦλος μὲ τὸ στόμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ὅλα τὰ κάνουμε γιὰ τὴ δική σας χαρά, στὴν ὁποία κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι συμμετέχουμε· ἡ χαρὰ σας εἶναι καὶ δική μας χαρά. Καὶ νὰ ξερετε· κανένας δὲν μοῦ προξενεῖ τόση χαρά, ὅση ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ μὲ τὰ λόγιά μου».

  • !

    Ἡ σημερινὴ περικοπὴ θὰ κλείσει μὲ τὴν ἐξομολόγηση τοῦ ἀληθινοῦ πατέρα καὶ Ἀποστόλου ὅτι, ἂν ἐκεῖνοι θλίβονται καὶ λυποῦνται ἀπὸ τὴν παιδαγωγία του, ἀσύγκριτα περισσότερο ἔχει πονέσει ἐκεῖνος μὲ τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὴν ἀμετανοησία τους. Πρὶν τοὺς στείλει τὴν ἐπιστολή, τὴν ἔχει ἐμποτίσει μὲ τὰ δάκρυά του. «Πολλὴ θλίψη», «πολλὰ δάκρυα» καὶ «συνοχὴ καρδίας» εἶναι τὸ κόστος τῆς γνήσιας πατρικῆς ἀγάπης.

  • !

    Ἡ ἀντίστροφη «ποιμαντική» τῆς ἄσκησης ἐξουσίας ἔχει ὀλέθριες συνέπειες, ποὺ ἀποτυπώνονται γλαφυρὰ σὲ ἕνα μυθιστόρημα, ὅπου περιγράφεται ἡ δράση κάποιου ἱεραποστόλου στὶς Φιλιππίνες. Προσπαθοῦσε μὲ ἐξαναγκαστικὸ τρόπο νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς ἰθαγενεῖς καὶ μὲ σκληρὰ μέτρα νὰ περιορίσει τὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν. Ἡ ἱστορία ἔχει τραγικὸ τέλος: Ὁ ἄτεγκτος τιμητὴς τῶν ἁμαρτωλῶν «ἱεραπόστολος» κάποια στιγμὴ ἐκτροχιάζεται καὶ ὁ ἴδιος ἠθικά, καὶ μετὰ ἀπελπισμένος αὐτοκτονεῖ. Καρπὸς αὐτῆς τῆς παραμόρφωσης στὶς δυτικὲς κοινωνίες ἦταν προφανῶς καὶ τὸ σύνθημα ποὺ ἔγραψαν οἱ Γάλλοι φοιτητὲς στοὺς τοίχους τῆς Σορβόννης τὸν Μάιο τοῦ 1968: «Τί εἶναι ὁ Θεός; Εἶναι μία εἰκόνα τοῦ πατέρα, ποὺ ἐκπληρώνει ἐξ ὁρισμοῦ ἕναν καταπιεστικὸ ρόλο».

  • !

    Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ γιὰ κάθε ἀληθινὸ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἡ μόνη «καταπιεστικὴ λειτουργία» σὲ βάρος ὄχι τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους, εἶναι τὸ «σφίξιμο» τῆς καρδιᾶς, ἡ «συνοχὴ καρδίας» ποὺ νιώθουν κάθε φορὰ ποὺ χρειάζεται νὰ βοηθήσουν ἕνα χαμένο πρόβατο νὰ ἐπιστρέψει ἐλεύθερα στὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐξουσιαστὴς ἤ πατέρας; (Β Κορ. α 21-β΄4)

Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης γεύθηκε τὴν εὐλογία νὰ ἔχει ἕναν ἅγιο πατέρα. Ὅταν κάποια φορὰ στὰ νιάτα του ὁ Συμεὼν —ἔτσι τὸν ἔλεγαν πρὶν γίνει μοναχὸς- ξενύχτησε ἀσωτεύοντας, τὴν ἄλλη μέρα ὁ πατέρας του τοῦ εἶπε σὲ ἤπιο τόνο: «Ποῦ ἤσουνα χθές, παιδί μου; Μὲ πονοῦσε ἡ καρδιά μου». Οἱ μειλίχιοι αὐτοὶ λόγοι τοῦ πατέρα ἐντυπώθηκαν βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοῦ Συμεὼν καί, ὅταν ἀργότερα τοὺς θυμόταν, ἔλεγε: «Νά, ἐγὼ τέτοιον γέροντα ἤθελα νὰ ἔχω. Ὁ πατέρας μου ποτὲ δὲν θύμωνε καὶ ἦταν πάντοτε μετρημένος. Ποτὲ δὲν μᾶς ἐπέπληττε σὲ ἀκατάλληλη στιγμή, γιὰ νὰ μὴ μᾶς συγχύσει». Ἐφάρμοζε, δηλαδή, τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Οἱ πατέρες, μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλὰ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» (Ἐφεσ. 6,4).

\"\"

\"\"
Μεταξὺ αὐστηρότητας καὶ μακροθυμίας

Σαφῶς αὐτὴ ἡ παιδαγωγική του Ἀποστόλου πήγαζε ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῆς πνευματικῆς του πατρότητας, καὶ αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Τὸ πρόβλημα τοῦ σκανδάλου, ποὺ εἶχε ἀνακύψει μὲ τὸν αἱμομίκτη στὴν Κόρινθο, εἶχε πολὺ πικράνει τὸν Παῦλο. Στὴν Α\’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ ἀναφέρεται διεξοδικὰ στὸ ζήτημα, συνιστᾶ δὲ καὶ τὸ τί πρέπει νὰ γίνει. Δὲν θὰ ἤθελε, λοιπόν, νὰ ξανάρθει στὴν Κόρινθο, ὄχι μόνο ἂν δὲν εἶχε τακτοποιηθεῖ τὸ πρόβλημα, ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν εἶχαν χαμηλώσει οἱ τόνοι τοῦ ἐγωισμοῦ ἐκείνων ποὺ προκαλοῦσαν ἔριδες καὶ θρησκευτικὰ ψευτοδιλήμματα.

Πρωτίστως ξεκαθαρίζει, κυρίως σὲ ὅσους ἀκόμα τὸν ἀμφισβητοῦσαν, ὅτι δὲν εἶναι αὐτόκλητος, ἀλλὰ θεόκλητος. Ὅπως εἶχε γράψει καὶ στοὺς Γαλάτες, ἔγινε Ἀπόστολος «οὐκ ἀπ’ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι’ ἀνθρώπου, ἀλλὰ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ Πατρός». Δὲν ἀνέλαβε ὅμως θέση ἐξουσίας, ἀλλὰ ἐντολὴ διακονίας ἀνάμεσα σὲ ἀδελφούς. Καὶ ἐκεῖνοι καὶ αὐτὸς ἔλαβαν διὰ τοῦ βαπτίσματος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς τοὺς ἔχρισε καὶ τοὺς σφράγισε δίνοντάς τους «ἀρραβώνα», δηλαδὴ ἐγγύηση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν. Ἡ ἀγωνία του, λοιπόν, νὰ μὴν κινδυνεύσουν νὰ χάσουν αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ εἶναι τὸ μόνο κριτήριο τῆς ποιμαντικῆς του. Πρόκειται γιὰ μία ποιμαντικὴ ποὺ συχνὰ τὸν ἔκανε νὰ περπατάει πάνω σὲ τεντωμένο σχοινὶ ἀνάμεσα στὴν αὐστηρότητα καὶ στὴν ἐπιείκεια. Καὶ τώρα νιώθει ὅτι πρέπει νὰ μακροθυμήσει λίγο ἀκόμα, μήπως ἡ ἔγκαιρη μετάνοιά τους ἀποτρέψει τὴν ἀναγκαία ἄσκηση αὐστηρότητας. «Ὁ Θεὸς τὸ ξέρει πόσο σᾶς πονάω», τοὺς λέει. «Δὲν θέλω νὰ δοκιμάσετε τὴν αὐστηρότητά μου. Στὴν ἀρχὴ μὲ ἐμπόδισε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἔλθω, ἐνῶ τὸ ἤθελα· τώρα δὲν τὸ θέλω κι ἐγὼ· καὶ ἀποφάσισα νὰ ἀναβάλω τὸ ταξίδι μου. Δὲν θὰ ἤθελα νὰ ἔλθω καὶ νὰ δοκιμάσω λύπη ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θὰ ἔπρεπε μὲ τὴ μετάνοιά τους νὰ μοῦ δώσουν χαρά».

Συμμέτοχος στὴ χαρά σας

Ὁ Ἀπόστολος, ὅταν χρειαζόταν, γινόταν αὐστηρὸς καὶ προκαλοῦσε λύπη· ἅγια ὅμως καὶ σωτήρια λύπη. Αὐτὸ φαίνεται ἰδιαίτερα στὴν Α\’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του. Τώρα νιώθει ὅτι τοὺς μίλησε ἀρκετὰ αὐστηρά. Δὲν εἶναι νομοθέτης οὔτε ψυχρὸς διδάσκαλος, ἀλλὰ πατέρας. Καὶ ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ μεταβληθεῖ ἡ λύπη τους σὲ χαρά. «Δὲν εἴμαστε ἐξουσιαστὲς σας» τοὺς λέει. «Θέλουμε νὰ εἴμαστε μόνο συμμέτοχοι στὴ χαρὰ σας· ὄχι ὅμως στὴν ψεύτικη χαρὰ ποὺ χαρίζει ἡ δῆθεν ἐλευθέρια τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ στὴ γνήσια χαρὰ τῆς σταθερῆς πίστης καὶ ὑπακοῆς στὶς ἐντολές του». Καὶ θὰ συνεχίσει ὁ Παῦλος μὲ τὸ στόμα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Ὅλα τὰ κάνουμε γιὰ τὴ δική σας χαρά, στὴν ὁποία κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι συμμετέχουμε· ἡ χαρὰ σας εἶναι καὶ δική μας χαρά. Καὶ νὰ ξερετε· κανένας δὲν μοῦ προξενεῖ τόση χαρά, ὅση ἐκεῖνος ποὺ μετανοεῖ μὲ τὰ λόγιά μου».

Ἡ σημερινὴ περικοπὴ θὰ κλείσει μὲ τὴν ἐξομολόγηση τοῦ ἀληθινοῦ πατέρα καὶ Ἀποστόλου ὅτι, ἂν ἐκεῖνοι θλίβονται καὶ λυποῦνται ἀπὸ τὴν παιδαγωγία του, ἀσύγκριτα περισσότερο ἔχει πονέσει ἐκεῖνος μὲ τὶς παρεκτροπὲς καὶ τὴν ἀμετανοησία τους. Πρὶν τοὺς στείλει τὴν ἐπιστολή, τὴν ἔχει ἐμποτίσει μὲ τὰ δάκρυά του. «Πολλὴ θλίψη», «πολλὰ δάκρυα» καὶ «συνοχὴ καρδίας» εἶναι τὸ κόστος τῆς γνήσιας πατρικῆς ἀγάπης.

«Ποιμαντική» της ἐξουσίας

Ἡ ἀντίστροφη «ποιμαντική» τῆς ἄσκησης ἐξουσίας ἔχει ὀλέθριες συνέπειες, ποὺ ἀποτυπώνονται γλαφυρὰ σὲ ἕνα μυθιστόρημα, ὅπου περιγράφεται ἡ δράση κάποιου ἱεραποστόλου στὶς Φιλιππίνες. Προσπαθοῦσε μὲ ἐξαναγκαστικὸ τρόπο νὰ ἐκχριστιανίσει τοὺς ἰθαγενεῖς καὶ μὲ σκληρὰ μέτρα νὰ περιορίσει τὴν ἔκλυση τῶν ἠθῶν. Ἡ ἱστορία ἔχει τραγικὸ τέλος: Ὁ ἄτεγκτος τιμητὴς τῶν ἁμαρτωλῶν «ἱεραπόστολος» κάποια στιγμὴ ἐκτροχιάζεται καὶ ὁ ἴδιος ἠθικά, καὶ μετὰ ἀπελπισμένος αὐτοκτονεῖ. Καρπὸς αὐτῆς τῆς παραμόρφωσης στὶς δυτικὲς κοινωνίες ἦταν προφανῶς καὶ τὸ σύνθημα ποὺ ἔγραψαν οἱ Γάλλοι φοιτητὲς στοὺς τοίχους τῆς Σορβόννης τὸν Μάιο τοῦ 1968: «Τί εἶναι ὁ Θεός; Εἶναι μία εἰκόνα τοῦ πατέρα, ποὺ ἐκπληρώνει ἐξ ὁρισμοῦ ἕναν καταπιεστικὸ ρόλο».

Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο καὶ γιὰ κάθε ἀληθινὸ ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἡ μόνη «καταπιεστικὴ λειτουργία» σὲ βάρος ὄχι τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους, εἶναι τὸ «σφίξιμο» τῆς καρδιᾶς, ἡ «συνοχὴ καρδίας» ποὺ νιώθουν κάθε φορὰ ποὺ χρειάζεται νὰ βοηθήσουν ἕνα χαμένο πρόβατο νὰ ἐπιστρέψει ἐλεύθερα στὴ μάνδρα τοῦ Χριστοῦ.