Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ χήρα κυρά-Γιάνναινα ἤτανε πάντα χαμογελαστή. Δὲν τὴν εἶδα ποτὲ κατσουφιασμένη. Ἥσυχη, λιγομίλητη, ἀπροσποίητη, εἶχε μιὰν ἱεροπρέπεια ποὺ μοῦ ἔκανε βαθιὰ ἐντύπωση, σὰν νὰ εἶχα μπροστά μου κάποιο ἐγιασμένο πρόσωπο.
    Συλλογιζόμουνα ποὺ τούτη ἡ βουνίσια, ξυπόλητη, μὲ τὴ ρόκα στὸ χέρι, μὲ τὸ μαντήλι ριγμένο στὸ κεφάλι της, μὲ τὸ ὑφαντὸ φουστάνι της, μ’ ὅλη τὴν ταπείνωση ποὺ εἶχε ἀπάνω της, ἦταν σὰν κάποιο ἐπίσημο πρόσωπο.
    …Μήτε ἀπελπισία μήτε ἀναστενάγματα μήτε παράπονα. Γι’ αὐτήν, ὅλα ἤτανε καλά. Ὦ, βλογημένη γυναῖκα, τί δύναμη ποὺ εἶχες μέσα σου! Ὅλο χαμογελαστή, καλόγνωμη, μὲ τὸν καλὸ λόγο στὸ στόμα της, συμμαζεμένη, σεμνή, ταπεινή, αὐστηρή.

  • !

    Μ’ ὅλη τὴν φτώχεια της, ἤτανε κατακάθαρη. Ὁλοένα ἔπλενε ροῦχα, ὁλοένα λουζότανε ἡ ἴδια, ἔλουζε τὰ παιδιά της. Μέσα τὸ καλύβι ἔλαμπε.
    Κουβαλοῦσε νερὸ ἀπὸ μακριά, μὲ τὸ βαρέλι, γιατί τὸ λιγοστὸ καλὸ νερὸ ποὺ ἔβγαινε κοντά τους τὸ εἴχανε γιὰ νὰ πίνουνε.
    Ἡ ὁμιλία της εἶχε πολλὴ χάρη καὶ ἐξυπνάδα. Ἔλεγε πολλὰ ρητά. Εἶχε καὶ μεγάλη εὐλάβεια. Θυμιάτιζε κάθε βράδυ κι ἄναβε τὰ καντήλια ταχτικὰ στὸ ρημοκκλήσι τῆς ἁγίας Βαρβάρας μαζὶ μὲ τὸν Χρῆστο, τὸν μικρό της γιό.

  • !

    Μ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔμαθε καθόλου γράμματα, ἤξερε κάμποσες προσευχὲς κι ἱστορίες γι’ ἁγίους καὶ γιὰ θάματα. Δὲ θυμᾶμαι νὰ μοῦ ἔκανε κανένας γραμματιζούμενος τὴν ἐντύπωση ποὺ μοῦ ‘κανε ἡ ἀγράμματη κυρά-Γιάνναινα

Ἡ κυρά-Γιάνναινα 

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

” Ἡ πόρτα στὸ καλύβι τῆς κυρά-Γιάνναινας ἤτανε χαμηλή, εἶχε καὶ μιὰ τρῦπα, γιὰ παράθυρο. Ἀποπάνω τὸ καλύβι ἤτανε σκεπασμένο μὲ κλαριά, μὲ χορτάρια καὶ μὲ τενεκέδες.

Μέσα μοναχὰ ποὺ κοιμόντανε. Ὅλα τ’ ἄλλα τὰ κάνανε ἀπ’ ἔξω. Ζούσανε στὸν ἀνοιχτὸ ἀγέρα.

Ἡ χήρα κυρά-Γιάνναινα ἤτανε πάντα χαμογελαστή. Δὲν τὴν εἶδα ποτὲ κατσουφιασμένη. Ἥσυχη, λιγομίλητη, ἀπροσποίητη, εἶχε μιὰν ἱεροπρέπεια ποὺ μοῦ ἔκανε βαθιὰ ἐντύπωση, σὰν νὰ εἶχα μπροστά μου κάποιο ἐγιασμένο πρόσωπο.

Συλλογιζόμουνα ποὺ τούτη ἡ βουνίσια, ξυπόλητη, μὲ τὴ ρόκα στὸ χέρι, μὲ τὸ μαντήλι ριγμένο στὸ κεφάλι της, μὲ τὸ ὑφαντὸ φουστάνι της, μ’ ὅλη τὴν ταπείνωση ποὺ εἶχε ἀπάνω της, ἦταν σὰν κάποιο ἐπίσημο πρόσωπο.

…Μήτε ἀπελπισία μήτε ἀναστενάγματα μήτε παράπονα. Γι’ αὐτήν, ὅλα ἤτανε καλά. Ὦ, βλογημένη γυναῖκα, τί δύναμη ποὺ εἶχες μέσα σου! Ὅλο χαμογελαστή, καλόγνωμη, μὲ τὸν καλὸ λόγο στὸ στόμα της, συμμαζεμένη, σεμνή, ταπεινή, αὐστηρή.

Ποιός τῆς ἔμαθε τὸν καλὸ τρόπο μέσα στὰ βουνά; Ἀπὸ ποὶον διδάχτηκε αὐτὴ τὴν ἀξιοπρέπεια; Μυστήριο! Νά, τέτοιες ἤτανε οἱ μανᾶδες ποὺ γεννήσανε παλληκάρια σὰν τὸν Θανάση Διάκο, σὰν τὸν Τζαβέλλα, τὸν Νικηταρά…

Μ’ ὅλη τὴν φτώχεια της, ἤτανε κατακάθαρη. Ὁλοένα ἔπλενε ροῦχα, ὁλοένα λουζότανε ἡ ἴδια, ἔλουζε τὰ παιδιά της. Μέσα τὸ καλύβι ἔλαμπε.

Κουβαλοῦσε νερὸ ἀπὸ μακριά, μὲ τὸ βαρέλι, γιατί τὸ λιγοστὸ καλὸ νερὸ ποὺ ἔβγαινε κοντά τους τὸ εἴχανε γιὰ νὰ πίνουνε.

Ἡ ὁμιλία της εἶχε πολλὴ χάρη καὶ ἐξυπνάδα. Ἔλεγε πολλὰ ρητά. Εἶχε καὶ μεγάλη εὐλάβεια. Θυμιάτιζε κάθε βράδυ κι ἄναβε τὰ καντήλια ταχτικὰ στὸ ρημοκκλήσι τῆς ἁγίας Βαρβάρας μαζὶ μὲ τὸν Χρῆστο, τὸν μικρό της γιό.

Μ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔμαθε καθόλου γράμματα, ἤξερε κάμποσες προσευχὲς κι ἱστορίες γι’ ἁγίους καὶ γιὰ θάματα. Δὲ θυμᾶμαι νὰ μοῦ ἔκανε κανένας γραμματιζούμενος τὴν ἐντύπωση ποὺ μοῦ ‘κανε ἡ ἀγράμματη κυρά-Γιάνναινα  “.

 

(Κείμενο τοῦ Φώτη Κόντογλου μὲ τίτλο ” Ἁπλή καὶ ἀληθινὴ ζωή. Ἀγαπημένο καταφύγιο “, δημοσιευμένο στὴν ἐφημερίδα ” Ἐλευθερία “, στὸ φύλλο τῆς 18ης-6-1961).