Ὅταν οἱ Πατέρες στὴν πνευματική, ζωὴ λέγουν: «Δῶσε αἷμα νὰ πάρεις πνεῦμα», μᾶς ὑποδεικνύουν τὴ σταυροαναστάσιμη πορεία, κατὰ τὴν ὁποία τίποτα δὲν ἀποκτᾶται χωρὶς ἱδρῶτες καὶ θυσίες. Ἂν δὲν διαβάζουν οἱ μαθητές, δὲν προοδεύουν. Ἂν δὲν ἐργασθοῦν οἱ ἄνθρωποι, οἱ οἰκογενειάρχες, οἱ νοικοκυραῖοι, δὲν πορίζονται τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα, γιὰ νὰ θρέψουν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τὰ μέλη τῶν οἰκογενειῶν τους. Ἂν δὲν σπείρουν οἱ γεωργοί, δὲν θερίζουν. Ἂν δὲν κοπιάσουν οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος, δὲν ἀπολαμβάνουν τὸν καρπὸ τῶν μόχθων τους. Ὁ λαός μας λέει ὅτι, «ἂν δὲν βάλεις πλάτη», δὲν προκόβεις. Ἂν δὲν ἀγωνισθεῖς καὶ δὲν πονέσεις, δὲν ἀποκτᾶς γνώση, ἀγαθά, ἀλήθεια. Ἐμεῖς βάζουμε τὸν κόπο καὶ ὁ Θεός μᾶς δίνει τὸ ἀντιμίσθιο. Καὶ εἶναι δίκαιος καὶ εὔσπλαγχνος Πατέρας, ποὺ θέλει καὶ ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ νὰ μὴν μᾶς στερεῖ τὰ ἀγαθά Του, ἀλλὰ καὶ στὴν ἄλλη ζωή, νὰ μᾶς χαρίσει «τὰ ἡτοιμασμένα ἀγαθὰ ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» (Ματθ.κε’ 34).
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας π. Θεόκλητος Διονυσιάτης μὲ τὸ ἀκραιφνὲς Ὀρθόδοξο ἀσκητικὸ φρόνημα ἔλεγε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι βιωματικὴ καὶ ὄχι στοχαστικὴ καὶ ὅτι θεολογοῦμε ὅταν ἀληθινὰ προσευχόμαστε, κατὰ τὸ ρῆμα: «Εἰ προσεύξῃ ἀληθῶς θεολόγος εἶ».
Γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε πνεῦμα πρέπει νὰ μοχθοῦμε συνεχῶς, νὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε, νὰ ταπεινωνόμαστε, νὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι κοντὰ στὸν ἐλευθερωτή μας Χριστό, νὰ μαθαίνουμε τὸ τί θέλουν οἱ ἄλλοι καὶ ὄχι τὸ τί θέλουμε ἐμεῖς. Πνεῦμα σημαίνει ἄσκηση, πειθαρχία, ταπεινοφροσύνη. Ἂν θέλει ἀρετὴ καὶ τόλμη ἡ ἐλευθερία, ἡ ἀπόκτηση πνεύματος ἀπαιτεῖ ὁλοκληρωτικὸ δόσιμο τοῦ ἑαυτοῦ μας στὴν ὑπηρεσία τοῦ πλησίον, ὁλοκληρωτικὴ νέκρωση τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Δὲν ἀποτελεῖ ἀφηρημένη ἔννοια ἡ κτήση τοῦ πνεύματος, δὲν φαντάζει σὰν κάτι ξεκομμένο ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Στὸν καθημερινὸ ἀγῶνα κατὰ τῆς ἁμαρτίας, ἂν δὲν δώσουμε αἷμα πνεῦμα δὲν παίρνουμε. Ὁ Ἀββᾶς Λογγίνος εἶπε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Ἀκάκιο: «Ἡ γυναῖκα τότε καταλαβαίνει ὅτι ἔχει συλλάβει, ὅταν σταματήσει τὸ αἷμα της. Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τότε ξέρει ὅτι ἔχει συλλάβει Πνεῦμα Ἅγιο, ὅταν σταματήσουν τὰ πάθη τὰ χαμηλὰ ποὺ ρέουν ἀπὸ αὐτήν. Ὅσο καιρὸ περιπλέκεται σὲ αὐτά, πῶς μπορεῖ νὰ ὑπερηφανεύεται σὰν νὰ εἶναι τάχα ἀπαθής;».
Διηγήθηκε ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ ὁ Κατουνακιώτης τὸ ἑξῆς: Κάποια Γερόντισσα μὲ πολλὰ προβλήματα ὑγείας κάποτε κάμφθηκε, ἀλλὰ πῆρε δύναμη ἀπὸ ἕνα ὅραμα, γιὰ νὰ συνεχίσει τὸν ἐπίγειο ἀγῶνα της μὲ ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό μας, ποὺ μᾶς διδάσκει μέσα ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ὑπομονῆς χρείαν ἔχομεν» (Εβρ. ι’ 36). Εἶδε ὅτι πάνω σ’ ἕνα βουναλάκι κάθονταν οἱ Πατριάρχες Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ. Τοὺς ρώτησε:
—Οἱ Πατριάρχες εἴσαστε;
—Ναί, λένε, εἴμαστε οἱ Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰακώβ.
—Νὰ ἔλθω κι ἐγὼ ἐκεῖ;
—Ἔλα.
—Ἀπὸ ποῦ νὰ ἔρθω;
—Νά, ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπὸ τὸ δρόμο.
—Δὲν βλέπω κανένα δρόμο.
—Ἐκεῖ εἶναι, ψάξε νὰ τὸν βρεῖς.
—Μά, δὲν βλέπω δρόμο!
—Ψάξε, εὐλογημένη, ψάξε καὶ θὰ τὸν βρεῖς.
—Μά, μόνο ἕνα μονοπάτι βλέπω ποὺ εἶναι δυσδιάκριτο, εἶναι μόνο δεκαπέντε πόντους! Πῶς θὰ τὸ περάσω; Ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια εἶναι γεμᾶτο. Θὰ σχίσω τὰ ροῦχα μου, θὰ ματώσω τὰ πόδια μου!
—Ἅ, κι ἐμεῖς ἀπὸ ἐκεῖ περάσαμε καὶ ἤρθαμε ἐδῶ πάνω, τους ἄκουσε νὰ τῆς λένε!
Κανείς, ἀδελφοί μου, δὲν πῆγε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν μὲ καλοπέραση, μὲ ἀμεριμνησία, μὲ ἄνεση. Μὲ λιμουζίνα δὲν πηγαίνουμε στὸν Παράδεισο! Τὸ εἰσιτήριο εἶναι ἀκριβὸ γιὰ νὰ μπεῖς στὴν Οὐράνια Βασιλεία. Πανάκριβο καὶ πολλὲς φορὲς ποτισμένο μὲ αἰμα.
Δῶσε, ἀδελφέ μου, ἀπὸ τὸ χρόνο σου στὴν προσευχή, γιὰ νὰ λάβεις ἱκανοποίηση τῶν αἰτημάτων σου.
Δῶσε τὴ σκέψη καὶ τοὺς λογισμούς σου στὸν Κύριο, γιὰ νὰ πραΰνεις τὰ πάθη σου καὶ νὰ ἠρεμήσεις πνευματικά.
Δῶσε λίγο ἀπὸ τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης σου στοὺς ἐμπεριστάτους ἀδελφούς μας καὶ θὰ λάβεις τὸ αἰώνιο ἀντιμίσθιο στοὺς οὐρανούς.
Γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μᾶς κυριεύουν χρειάζεται ἀγῶνας μὲ αἷμα, δηλαδὴ ἀγῶνας μὲ πόνο καὶ δάκρυ, γιὰ τὴ διόρθωση τοῦ διεστραμμένου ἑαυτοῦ μας. Δὲν βλέπετε καὶ τὰ κλήματα ὅταν τὰ κλαδεύουμε πῶς δακρύζουν, ἰδίως ὅταν οἱ χυμοί ἀνεβαίνουν; Ἂν ὅμως δὲν τὰ κλαδέψουμε τὶς ἔπόμενες χρονιὲς δὲν θὰ δώσουν καρπό. Ὁ ἀπελευθερωτικὸς ἀγῶνας τῶν λαῶν, καὶ ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἔχουμε φοβερὴ ἐμπειρία σὲ αὐτούς, δὲν στεφανώνεται, ἂν δὲν ποτισθεῖ μὲ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων καὶ ἡρώων. Τὸ κτίσιμο τῶν σπιτιῶν μας καὶ τοῦ οἴκου τῶν καρδιῶν μας δὲν ὁλοκληρώνεται καὶ δὲν ἔχει ἀντοχὴ στὸ χρόνο, ἂν στὴ λάσπη δὲν ἀναμιχθεῖ μαζὶ μὲ τὸ νερὸ καὶ ὁ ἱδρῶτας τῶν ἐργατῶν καὶ τῶν ἰδιοκτητῶν. Ἱδρῶτας σωματικὸς καὶ πνευματικός, ἀφοῦ καὶ ἡ ἐξοικονόμηση τῶν χρημάτων γιὰ τὸ κτίσιμο εἶναι ἀπαραίτητη καὶ πολλὲς φορὲς ἀπαιτεῖ περισσότερους ἱδρῶτες, ἀπὸ αὐτοὺς τῶν κτιστῶν. Γιὰ νὰ σπουδάσουμε ἢ νὰ ἀνεβοῦμε τὴ σκάλα τῆς ἀρετῆς χρειάζεται πολὺς ἱδρῶτας, τὸν ὁποῖο σκουπίζει ὁ Κύριός μας μὲ τὸ σφουγγάρι τῆς πατρικῆς Του ἀγάπης καὶ στοργῆς.
Ὅσο ὀφείλουμε νὰ ἀγωνιζόμαστε καὶ νὰ ἱδρώνουμε καὶ νὰ μοχθοῦμε γιὰ νὰ λάβουμε πνεῦμα θεῖο, ἄλλο τόσο πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε σκύβαλα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι «ἰσαρίθμους τῇ ψάμμῳ ἀγῶνας καὶ ἂν ἐπιτελῶμεν οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον». Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δὲν ἀγοράζεται, ἀλλὰ δίνεται δωρεὰν ἀπὸ τὸ Θεό μας. Ἔτσι δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ ὑπερηφανευθεῖ ὅτι κατόρθωσε κάτι μόνος του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέει ὅτι «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμούντί με Χριστῷ» (Φιλιπ. δ’ 13). Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς εἶπε· «Χωρὶς ἐμοῦ οὗ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ιωάν. ιε’ 5). Ἔτσι μὲ ἐπίγνωση τῶν ἀδυναμιῶν μας ἀγωνιζόμαστε ταπεινούμενοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μας, ὁ ὁποῖος «ταπεινοῖς δίδωσι χάριν» (Ιακ. δ’ 6) καὶ τὸν ἀγῶνα μας τὸν ἐκλαμβάνει ὡς αἷμα.
Ἀδελφοί μου, μιὰ λαϊκὴ ρήση λέει ὅτι «ὅ,τι δίνεις παίρνεις». Καὶ ἄλλη πάλιν «ὅ,τι σπέρνεις θὰ θερίσεις» ἢ «ὅπως στρώσεις, ἔτσι θὰ κοιμηθεῖς». Ὁ Ψαλμωδός μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι» (Ψαλμ 125,5), δηλαδὴ ὅσοι σπέρνουν στὸ χωράφι τῆς ψυχῆς τους μὲ ἄφθονα δάκρυα, θὰ θερίσουν πολὺ καρπὸ ποὺ θὰ τοὺς προκαλέσει μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Μὴ λησμονοῦμε ὅτι ἡ ἄρνηση νὰ σηκώσουμε τὸ σταυρό μας, μὲ ἐγωιστικὸ φρόνημα, κλείσιμο στὸν ἑαυτό μας καὶ ἀποδοχὴ τῶν λογισμῶν μας μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ μιὰ πνευματοφόρα ζωὴ καὶ ἀπὸ τὴν κατάκτηση τοῦ Παραδείσου. Ὁ ζυγός μας, αὐτὸς ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός μας νὰ σηκώνουμε, εἶναι ἐλαφρὺς καὶ εὐλογημένος. Ὁ ἐκκλησιασμός, ἡ ἐξομολόγηση, ἡ τιμὴ τῶν Ἁγίων μας, ἡ τυπικὴ εὐσέβεια ἀπὸ μόνες τους δὲν μᾶς ματώνουν καὶ δὲν μᾶς ἁγιάζουν. Ἡ ταπείνωση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑλκύει τὴ θεία Χάρη καὶ σφραγίζει τὸν ἀγῶνα μας στὴ χριστοκεντρική μας ζωή, ὅπου τὰ πάντα κατευθύνει ὁ Κύριος στὸν ὁποῖο ἐμπιστευόμαστε τὴ ζωή μας, ὄχι ὅμως παθητικά, ἀλλὰ μὲ διαρκῆ ἀγῶνα, μὲ μάτωμα. Καὶ Ἐκεῖνος μᾶς στεφανώνει σὰν γνήσιους φίλους Του, ἀφοῦ ἐφαρμόζουμε τὴν ἐντολή Τοῦ «ἀγωνίζεσθε» (Λούκ. ιγ’ 24) καὶ μᾶς κάνει πνευματοφόρους. Μᾶς ἁγιάζει, μᾶς ἀνανεώνει, μᾶς δίνει σοφία, μᾶς πλημμυρίζει μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶναι αὐτεξούσιο, παντοδύναμο, ἀγαθό, εὐθές, ἡγεμονικό, δηλαδὴ μὲ τὴν ἀγάπη, τὴ χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴ μακροθυμία, τὸ χρηστότητα, τὴν ἀγαθωσύνη, τὴν πίστη, τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐγκράτεια (Γαλ. ε’ 22). Αὐτὰ ὡς δῶρα Θεοῦ γιὰ τὴν παροῦσα καὶ τὴ μέλλουσα ζωὴ στὸ ματωμένο ἀγῶνα μας ποὺ βασίζεται στὴν ταπείνωση καὶ τὴν κενωτικὴ ἀγάπη.