Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 2016. Ἅγιον Ὅρος. Μονὴ Ἰβήρων.
    Μὲ τὸν χρόνο νὰ μετριέται μὲ τὶς ἀκολουθίες. Χωρὶς ἔθιμα, εἰθισμένα δεδομένα, ἀγορές, συναισθηματικὰ ἀναβολικά, μικρόφωνα καὶ φιλαρμονικές.
    Μέχρι καὶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, ἡ ἔναρξη τῆς ἀκολουθίας εἶναι στὶς τρεισήμισι τὸ πρωΐ.
    Μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα προετοιμασίας καὶ ὑπαρξιακῆς ἀναμονῆς. Μέχρι τὴν μεγάλη ἔκρηξη, τὴν πασχαλινή. Ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται κατανυκτικὰ μὲ τό πρὶν, τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος» ἢ τὸ «Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί», ψαλλόμενο σὲ ἀργό ἀλλὰ ὄχι ράθυμο καὶ μακρόσυρτο, μέλος, ἀλληλούια. Τὸ ἀκοῦς καὶ νιώθεις, λέει κάπου ὁ Γέροντας Βασίλειος ὁ Ἰβηρίτης, σὰν νὰ βρίσκεσαι στὴν πρώτη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας, τότε, ποὺ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος.
    Μὲ τὸ «Δι’ εὐχῶν», μόλις ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ φέγγει. Ἐπιστροφὴ στὸ «κελλί».

  • !

    Πρὸς τὸ μεσημέρι, τελεῖται ὁ Ἑσπερινὸς καὶ ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Κατόπιν, παρατίθεται τράπεζα μὲ ἀνάλαδο, μὰ μόνο γιὰ μᾶς τοὺς λαϊκούς. Ἄφαντοι οἱ Μοναχοί. Ἄλλωστε, τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ὁ λόγος δίδεται στὴν εὔγλωττη σιωπή. Καὶ ὅποιος χρείαν ἔχει περισσεύματος πρὸς ξηροφαγία, λειτουργεῖ δίπλα ἀπὸ τὴν τελοῦσα σὲ ἀργία κουζίνα τὸ λεγόμενο παξιμαδιό. Καὶ πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ παξιμάδι αὐτὸ, εἰδικὰ ἂν τὸ βουτήξεις ἀπὸ τὸ παρατηρητήριο ἐκείνου τοῦ μπαλκονιοῦ στοῦ Αἰγαίου τὸ νερό!
    Τὰ ἀπογεύματα, Ἀπόδειπνο καὶ Παράκληση στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα. Καὶ νὰ, οἱ ἐδαφιαῖες μετάνοιες τῶν Μοναχῶν στὸ εἰκόνισμά της! Ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ μὰ καὶ ἄμεσης ζεστῆς σχέσης τοῦ κάθε μοναχογιοῦ μετὰ τῆς Γερόντισσας τῆς Μονῆς, Μητέρας καὶ Τροφοῦ.
    Κλείνοντας μέσα σου ὅλα αὐτὰ καὶ ἀφοῦ ὁ ἥλιος ἔχει δύσει πιά, ἀποσύρεσαι χωρὶς κουβέντες καὶ ἐρωτήσεις, ὄχι γιὰ νὰ τὰ σκεφτεῖς καὶ νὰ τὰ ἐξηγήσεις ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἐγκολπωθεῖς καὶ νὰ τὰ (ξανα)ζήσεις…

  • !

    Τὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου τελεῖται Μεγάλη Πέμπτη πρωΐ. Σὲ μυρώνουν ὅλοι οἱ Ἱερεῖς ποὺ λαμβάνουν μέρος.
    Ἡ ἑπόμενη σύναξη εἶναι γιὰ τὶς δωδεκάμισι τὴ νύχτα. Κυριολεκτικὰ ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός. Ἀκολουθία τῶν Παθῶν. Οἱ χοροὶ τῶν ψαλτῶν ἔχουν ἐνισχυθεῖ. Ἔχουν φθάσει Κελλιῶτες Μοναχοὶ γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ Πάσχα στὴ Μονή. Κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, ὅπως ὁ Γέροντας Ἀντύπας, εἶναι ξακουστοὶ ψάλτες. Καὶ ἀρχίζει ἡ Παννυχίδα. Τὰ ἀντίφωνα, δηλαδὴ τὰ τροπάρια μέχρι τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», λέγονται ὅλα ἀπὸ δυὸ φορές. Ψάλλονται ὅμως τόσο ρυθμικὰ, ποὺ δὲν καταλαβαίνεις γιὰ πότε ἡ ἀκολουθία ἔχει φθάσει κιόλας στὰ μισά. Ὕμνοι συντόνως τεθηγμένοι. Συνεχὴς διαδοχὴ ψαλτῶν στὰ ἀναλόγια. Ἀνάγνωση τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς κατὰ τὴν τάξη, μὲ πρῶτο τὸν Ἡγούμενο καὶ δεύτερο τὸν καὶ (Πρό)ἡγούμενο Γέροντα Βασίλειο. Ἔξοδος τοῦ Σταυροῦ. Καὶ μετὰ τὴν προσκύνηση, εἶναι ὁ Ἡγούμενος, ὁ ἁπλοῦς καὶ εὐλαβὴς πατὴρ Ναθαναήλ, ποὺ ἀναλαμβάνει τοὺς Μακαρισμούς: «Διὰ ξύλου ὁ Ἀδὰμ παραδείσου γέγονεν ἄποικος…».
    Πόσο δίκιο ἔχει ὁ Γέροντας Βασίλειος, ποὺ λέει, ὅτι ὅλα στὴν Ἐκκλησία εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ Θεία Λειτουργία!

  • !

    Μεγάλη Παρασκευή…
    «Ἐδῶ δὲν παρακολουθοῦμε μαθήματα θεολογίας καὶ ἱστορίας. Μετέχουμε στὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, ποὺ δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία τραγωδία, ὅπου δρᾶ ἡ ἀνθρώπινη εὐφυΐα καὶ καλλιτεχνία ἀλλὰ εἶναι ἡ θεία μυσταγωγία, ὅπου ὅλα θεοπρεπῶς ἱερουργοῦνται καὶ γνωρίζεται ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ὡς “ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος”, “ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας”» (Γέροντας Βασίλειος γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα).
    Μεγάλες Ὧρες. Δεήσεις καὶ ἱκεσίες ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης.
    Γιατί ὁ Σταυρωθεὶς δὲν ἦταν ἁπλᾶ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ποὺ ὁ Πιλάτος ὑποβίβασε σὲ «Βασιλιᾶ τῶν Ἰουδαίων», οὔτε τὸ ἀθῶο θῦμα μιᾶς σκευωρίας ἀλλὰ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς πάνω στὴν δόξα Του, ποὺ εἶναι ἡ ἑκούσια θυσία καὶ ὁ Σταυρός. Καὶ γι’ αὐτὸ, τὸν ἀντικρίζεις στὸν Σταυρὸ νὰ μὴν «κρεμιέται», νὰ μὴν μορφάζει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ νὰ μὴν συσπᾶται ἀλλὰ σὰν νὰ κοιμᾶται, μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτά, σὲ ἀγκαλιά, καὶ ἀπολύτως, ὡς πρὸς τὸν ἠθελημένο θάνατο, κυριαρχικά.
    Τελειώνοντας οἱ Μεγάλες Ὧρες, ἄρχεται ὁ Ἑσπερινὸς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἀποκαθήλωση.
    Σχεδὸν γονατιστοὶ λιτανεύουν ἐπιτάφια τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
    «Θὰ μποροῦσε μέσα σ’ ἕνα δευτερόλεπτο νὰ κάνει τοὺς πάντες νὰ πιστέψουν. Δὲν τὸ ἔκανε ἀλλὰ σήκωσε ὅλο τὸ φορτίο καὶ πέθανε. “Καί πάντα ὑπομείνας ἅπαντας ἔσωσεν”. Καὶ ἐδῶ μπροστά τὸν βλέπουμε δολοφονημένο. “Πάντα ὁ ἀναμάρτητος ἑκουσίως καταδέχεται, ἵνα πᾶσι δωρήσηται τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν”. Καὶ τὸν νιώθουν κάποιες διαλυμένες καὶ ἐξουθενωμένες ὑπάρξεις, σὰν τὴν αἱμορροοῦσα, καὶ ὄχι οἱ σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες…».

  • !

    Τρεῖς μὲ τέσσερις ἡ ὥρα. Ξημερώματα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ψιλοβρέχει. Ἡ μεγάλη καμπάνα χτυπᾶ ἀργά. Τὸ μόνο ποὺ ἀκοῦς εἶναι τὸ «Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας» καὶ τὸν Ἰωσήφ τὸν Ἀριμαθαίας νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πιλάτο, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, νὰ τοῦ δώσει «τοῦτον τὸν ξένον».
    Τὸ ἑπόμενο πρωινό, Μεγάλο Σάββατο, τό ἐν ἀναμονῇ τελοῦν σιωπηλό, μὲ τὸ ποὺ τελειώνει ἡ ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν, γίνεται μιὰ διακοπή. Τί συμβαίνει, ρωτᾶς, πᾶμε νὰ φέρουμε τὴν Παναγία, σοῦ ἀπαντοῦν. Καὶ πᾶμε ὅλοι μαζὶ στὸ Παρεκκλήσι, ποὺ βρίσκεται πλησίον τῆς θύρας τῆς Μονῆς, ὅπου ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας καί, ἄδοντας καὶ ψάλλοντας, μεταφέρουμε τὴν Εἰκόνα στὸν κεντρικὸ Ναὸ (στὸ λεγόμενο Καθολικό). Είναι σὰν νὰ τῆς λέμε: «Λόγῳ τοῦ δεινοῦ ἄλγους καὶ τοῦ μεγάλου πόνου, ποὺ ὡς μητέρα ἔνιωσες τότε, ποὺ τὸ γλυκύ σου ἔαρ ἔπασχε καὶ σταυρωνόταν, δικαιοῦσαι νὰ ἀκούσεις πρώτη τὸ “Χριστὸς
    Ἀνέστη” καὶ νὰ προεξάρξεις στὴν Πανήγυρη».
    Μὲ τὴν Πορταΐτισσα στὸ μέσον, ὁ Ἑσπερινὸς τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καὶ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεὸς» δίνουν τὸ παράγγελμα: Ἑτοιμαστεῖτε τὸ βράδυ γιὰ ψυχικὸ χορό..

  • !

    «Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζονται, ἀμέσως μετὰ τὸν Σταὺρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ “Πράξεις”( σήμ. ὅλη τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι καὶ τὴν Πεντηκοστή, τὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα λαμβάνονται ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων), ποὺ περιγράφουν τὰ θαύματα τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπικυρώνουν τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ ἀναμφισβήτητη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη: Δὲν τὸν εἶδες Ἀναστάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος; Ἀλλὰ τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια τῆς Πίστεως. Δὲν τὸν εἶδες μὲ τὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ θαύματα ἐκεῖνα. Τῶν θαυμάτων ἡ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγεῖ στῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη. Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι, ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ. Γιὰ σκέψου, ἂν οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἔβλεπαν τὸν Χρὶστὸ Ἀναστάντα, πῶς τοὺς ἦρθε νὰ φαντασθοῦν, ὅτι θὰ κυριέψουν τὴν οἰκουμένη; Μήπως τρελάθηκαν, ὥστε νὰ νομίζουν, ὅτι θὰ κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Ἂν ὅμως ἦταν στὰ λογικά τους, ὅπως ἔδειξαν καὶ τὰ πράγματα, πῶς, χωρὶς ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ χωρὶς θεία δύναμη, πῶς, πές μου, θ᾿ ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν σὲ τόσους πολέμους, νὰ τὰ βάλουν μὲ στεριὲς καὶ θάλασσες καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ν᾿ ἀγωνισθοῦν μὲ τόση γενναιότητα γιὰ νὰ μεταβάλουν ὅλης τῆς οἰκουμένης τὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν ἐπὶ τόσα χρόνια νεκρὰ ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία; Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ ἐπαναλάβω: Ἂν δὲν ἀναστήθηκε, πῶς ἔγιναν ἀργότερα στὸ ὄνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανεὶς βέβαια δὲν κάνει μετὰ τὸν θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν ζοῦσε. Ἐνῶ ἐδῶ, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γίνονται θαύματα μεγαλύτερα καὶ κατὰ τὸν τρόπο καὶ κατὰ τὴν φύση: Κατὰ τὴν φύση ἦταν μεγαλύτερα, γιατί ποτὲ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θαυματούργησε. Ἐνῶ οἱ σκιὲς τῶν ἀποστόλων ἔκαναν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὸν τρόπο πάλι ἦταν μεγαλύτερα, ἐπειδὴ τότε μὲν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρόσταζε καὶ θαυματουργοῦσε. Μετὰ τὴν Σταύρωση ὅμως καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμενοι ἁπλῶς τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄνομά του μεγαλύτερα καὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσαν. Ἔτσι δοξαζόταν κι ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἡ δύναμή Του».

  • !

    Μεγάλο Σάββατο, 9 τὸ βράδυ. «Εὐλογητὸς» στὴν Παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως.
    Μὲ τὸ Δεῦτε λάβετε φώς, θάμβος ἢν κατιδεῖν τὴν τοῦ ἀναστασίμου φωτὸς ἔκλαμψη καὶ τῆς σκοτίας τὴν διάλυση. Τὰ πάντα γίνονται φωτοειδή καὶ διάφανα.
    Ὥρα ἢν πρώτη πρὸς δευτέρα μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὅταν τὸ ποθούμενο καὶ προσδοκώμενο σέλας ἐκρήγνυται στὸν Οὐρανό. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ὅπως ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα κωδωνοκρούεται καὶ διαλαλεῖται!

  • !

    Καὶ τί εἶναι αὐτό, ὅταν ἐπιστρέφουμε μετὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Ναό! Εἰλικρινά, ἔτσι ὅπως τὸ φῶς ἔχει πλημμυρίσει τὰ πάντα καὶ χορεύουν οἱ πολυέλεοι καὶ ψάλλεται τὸ Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, ἔ, κάτι σὲ ἁρπάζει καὶ σὲ πάει κάπου ἀλλοῦ! Μπαίνεις κι ἐσὺ σ’ ἕναν ἄλλου εἴδους νικητήριο χορό. Ἀνοίγουν οἱ Ἱερεῖς τὸν κύκλο στὸ δεξιὸ ψαλτήρι, κρατῶντας ὁ καθένας μία εἰκόνα τῆς Παναγίας ἢ κάποιου Ἁγίου, καὶ περνοῦμε μὲ τὴν σειρὰ ἀποκρινόμενοι τὸ Ἀληθῶς Ἀνέστη στὸ δικό τους Χριστὸς Ἀνέστη. Ἀσπαζόμαστε τὴν εἰκόνα ποὺ κρατοῦν καὶ συνεχίζουμε στὸν κύκλο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη μεγαλώσει μὲ τοὺς Μοναχοὺς καὶ γενικὰ ὅσους ἔχουν προηγηθεῖ. Καὶ ὅταν περάσουμε καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖο, «πιανόμαστε» στὸν ἴδιο κύκλο καὶ, ἔτσι, οἱ ἑπόμενοι θὰ κάνουν τὸν αὐτὸ κύκλο, περνῶντας κι ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἀνταλλάσοντας μαζὶ μας τὴν ὄχι εὐχή ἀλλὰ εἴδηση καὶ δήλωση, ὅτι ἀληθῶς Χριστὸς Ἀνέστη! Τοῦτο ἐστὶ τὸ τῆς Ἀνάστασης χοροστάσι, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴ ἐπαύριον κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης!

  • !

    Καὶ μετά τό «τὴν Θεοτόκον καὶ Μητέρα τοῦ φωτός», τότε δηλαδὴ ποὺ ψάλλεται ἡ ἐνάτη τοῦ ἀναστάσιμου κανόνα ὠδή, ἐκεῖνο τὸ «Φωτίζου, φωτίζου ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ», ἔγινε τὸ ἀναπάντεχο! Ὅπως θυμίαζε ὁ Ἱερέας, ἀπευθυνόταν σὲ καθέναν σὲ ἀπολύτως ἄμεσο καὶ προσωπικὸ τόνο καὶ τοῦ ἔλεγε «Χριστὸς Ἀνέστη», σὰν τοῦ ἔλεγε ὡς κάτι πολὺ ἁπλὸ καὶ φυσικὸ, ὅτι ὁ πεθαμένος, γιὰ παράδειγμα, πατέρας σου, ἀνέστη, ξέρεις! Ἐγὼ ποὺ δὲν τὸ εἶχα ξαναπεράσει αὐτὸ καὶ ποὺ εἶχα λίγους μῆνες πρὶν «χάσει» τὸν πατέρα μου, κυριολεκτικά, τὰ ἔχασα. Σὲ μένα μιλᾶ; ἀντέδρασα ἀπὸ μέσα μου. Καὶ τί τόσο προσωπικό μοῦ λέει τώρα; Ὅταν συνῆλθα ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ σάστισμα, τὸ «δίλημμα» εἶχε λάβει τὴν τελικὴ διατύπωση καὶ μορφή: Ἢ ὅλοι οἱ Ἰβηρίτες ἔχουν τελείως τρελαθεῖ ἢ πράγματι Χριστὸς Ἀνέστη…!
    Κάπου στὶς τέσσερις τὸ πρωΐ καὶ μὲ τὸ « ἐπικράνθη» (ὁ Ἅδης) καὶ τὸ «ἀνέστη» (ο Χριστὸς) ὡς τίς, μέχρι τότε, πιὸ βροντόφωνες καὶ ἐπιβεβαιωμένες ἀπαντήσεις στὶς σχετικὲς κλήσεις καὶ προτάσεις τοῦ Κατηχητικοῦ Λόγου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ Παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως πέρας ἔσχεν.

  • !

    Γύρισα στὸ δωμάτιο. Δὲν μὲ ἔπιανε ὕπνος. Βγῆκα στὸ μπαλκόνι προσευχῆς τοῦ ξενῶνα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχω ἤδη μιλήσει, περίμενα τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων καὶ τὸ ἀποφάσισα:
    Μετὰ τὰ ὅσα εἶδα καὶ ἔζησα μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ Big Bang, κάθε φορὰ ποὺ θὰ τυχαίνει κάποιος νὰ ζητᾶ, σὲ συζητήσεις, ἀποδείξεις καὶ τεκμήρια γιὰ τὸ ἂν ὁ Χριστὸς ἀνέστη, νὰ ἀπαντῶ, καὶ ἔκτοτε τὸ τηρῶ, πὼς βεβαιώθηκα κι ἐγὼ μὲ ἕναν τρόπο, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἔχω κάτι περισσότερο νὰ ἀναλύσω καὶ νὰ ἐπιχειρηματολογήσω, ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα μοῦ χαρίστηκαν ὡς ἐμπειρίες τῷ Πάσχᾳ ἐκείνῳ ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων….

Μεγάλη Ἑβδομάδα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἰβήρων

Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 2016. Ἅγιον Ὅρος. Μονὴ Ἰβήρων. «Μόνος». Μὲ μόνο τὸν Μάρκελλο ὡς τὴν πλησίον οἰκογένειά μου καὶ μὲ μία ἄλλης ποιότητας ἐγγύτητα νὰ μὲ συνδέει πόρρωθεν μὲ τὴν σύζυγο καὶ τὰ παιδιά μου. Ἄλλο πρόγραμμα .Ἄλλος βιορυθμός. Μέσα σ’ ἕνα κλίμα ἐλευθερίας καὶ μὴ καταπιεστικῆς φιλοξενίας. Στὴν «ποδιὰ» τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας. Μὲ γρηγοροῦσα ἠρεμία καὶ καταλλαγὴ καὶ μὲ τὴν ἀγχώδη διαταραχὴ σὲ ἀναστολή. Μὲ βαθιὲς ἀνάσες ὀξυγόνωσης μὲς στὸ καταστάλαγμα τῆς δροσιᾶς τῶν Ἁγίων. Μὲ τὸν χρόνο νὰ μετριέται μὲ τὶς ἀκολουθίες. Χωρὶς ἔθιμα, εἰθισμένα δεδομένα, ἀγορές, συναισθηματικὰ ἀναβολικά, μικρόφωνα καὶ φιλαρμονικές. Χωρὶς διαγγέλματα, ἐπιτηδεύσεις καὶ αὐτοματοποιημένες συνήθειες καὶ ἕξεις. Μὲ τὰ λίγα ὡς πολλὰ καὶ τὰ μέχρι τότε ἄγνωστα νὰ δίδουν ἄλλο περιεχόμενο στὰ θεωρούμενα γνωστά. Μὲ παύσεις γεμᾶτες ρυθμὸ καὶ ἐσωτερικὸ καρδιακὸ παλμό. Σ΄ ἕναν ψυχικὸ σαββατισμό. Μὲ τὸ καθετὶ νὰ ἐμπνέει σιωπηλὰ καὶ νὰ σοῦ μιλᾶ διακριτικά.

Μέχρι καὶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, ἡ ἔναρξη τῆς ἀκολουθίας εἶναι στὶς τρεισήμισι τὸ πρωΐ. Μὲ τὸν φακὸ ἀπὸ τὸ δωμάτιο στὸ Ναό. Φωτοσκιάσεις Μοναχῶν στὰ στασίδια. Σταδιακὴ διὰ κηρῶν ἡ φωταυγία. Προοδευτικά, γίνεται τὸ σκοτάδι ἥμερο φώς. Μέσα σὲ μία ἀτμόσφαιρα προετοιμασίας καὶ ὑπαρξιακῆς ἀναμονῆς. Μέχρι τὴν μεγάλη ἔκρηξη, τὴν πασχαλινή. Ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται κατανυκτικὰ μὲ τό πρὶν, τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος» ἢ τὸ «Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί», ψαλλόμενο σὲ ἀργό ἀλλὰ ὄχι ράθυμο καὶ μακρόσυρτο, μέλος, ἀλληλούια. Τὸ ἀκοῦς καὶ νιώθεις, λέει κάπου ὁ Γέροντας Βασίλειος ὁ Ἰβηρίτης, σὰν νὰ βρίσκεσαι στὴν πρώτη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας, τότε, ποὺ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Συντονίζεσαι σὲ ἕναν κυματοειδῆ ρυθμό, σὰν παφλασμό, συμπαντικῆς κοσμογένεσης καὶ ἐξανάστασης. Ἄλλωστε, στὸ Ὅρος ὅλα τὰ ἀργὰ μουσικὰ μαθήματα, ὅπως τὰ λένε, ἀποδίδονται τόσο ρυθμικὰ, ποὺ ἡ μελωδία δὲν κουράζει ἀλλὰ ρέει σὲ μία ἀβίαστη δραστηριότητα μεταφορᾶς τοῦ λόγου καὶ τῆς προσμονῆς γι’ αὐτὸ τὸ πολὺ μεγάλο, ποὺ εἶναι κιόλας ἐγγύς.

Μὲ τὸ «Δι’ εὐχῶν», μόλις ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ φέγγει. Ἐπιστροφὴ στὸ «κελλί». Πῶς ὅμως νὰ συνηθίσεις τόσο σύντομα τὴν ἀλλαγὴ τῶν ὡραρίων; Στὸν ξενῶνα ὑπάρχει ἕνα μπαλκονάκι ποὺ βλέπει στὸ Αἰγαῖο. Δὲν εἶναι ἁπλά ἡ ἐκπληκτικὴ θέα. Εἶναι αὐτὸ μὲ τὶς σταλαγματιὲς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σ’ ὅλη τὴν κτίση ποὺ ψηλαφεῖς ἀπὸ ἐκεῖ, κατὰ τὴν τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου ποιητική. Σταλάγματα αὐτῆς τῆς ἀγάπης δέχεσαι παντοῦ: στὸ Καθολικό, στὴν αὐλή, στὸν περίπατο μὲ τὸν Μάρκελλο στὰ περιβόλια καὶ τοὺς ἀγροὺς τῆς Μονῆς, σὲ κάθε νοερὸ «εὐλόγησον», ὅπου καὶ δή, σὰν ἀπὸ μία ἀείροη ἀρτεσιανὴ πηγή.

Πρὸς τὸ μεσημέρι, τελεῖται ὁ Ἑσπερινὸς καὶ ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων. Κατόπιν, παρατίθεται τράπεζα μὲ ἀνάλαδο, μὰ μόνο γιὰ μᾶς τοὺς λαϊκούς. Ἄφαντοι οἱ Μοναχοί. Ἄλλωστε, τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα ὁ λόγος δίδεται στὴν εὔγλωττη σιωπή. Καὶ ὅποιος χρείαν ἔχει περισσεύματος πρὸς ξηροφαγία, λειτουργεῖ δίπλα ἀπὸ τὴν τελοῦσα σὲ ἀργία κουζίνα τὸ λεγόμενο παξιμαδιό. Καὶ πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ παξιμάδι αὐτὸ, εἰδικὰ ἂν τὸ βουτήξεις ἀπὸ τὸ παρατηρητήριο ἐκείνου τοῦ μπαλκονιοῦ στοῦ Αἰγαίου τὸ νερό!

Τὰ ἀπογεύματα, Ἀπόδειπνο καὶ Παράκληση στὴν Παναγία τὴν Πορταΐτισσα. Καὶ νὰ, οἱ ἐδαφιαῖες μετάνοιες τῶν Μοναχῶν στὸ εἰκόνισμά της! Ἐκδηλώσεις σεβασμοῦ μὰ καὶ ἄμεσης ζεστῆς σχέσης τοῦ κάθε μοναχογιοῦ μετὰ τῆς Γερόντισσας τῆς Μονῆς, Μητέρας καὶ Τροφοῦ.

Κλείνοντας μέσα σου ὅλα αὐτὰ καὶ ἀφοῦ ὁ ἥλιος ἔχει δύσει πιά, ἀποσύρεσαι χωρὶς κουβέντες καὶ ἐρωτήσεις, ὄχι γιὰ νὰ τὰ σκεφτεῖς καὶ νὰ τὰ ἐξηγήσεις ἀλλὰ γιὰ νὰ τὰ ἐγκολπωθεῖς καὶ νὰ τὰ (ξανα)ζήσεις…

Τὸ Μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου τελεῖται Μεγάλη Πέμπτη πρωΐ. Σὲ μυρώνουν ὅλοι οἱ Ἱερεῖς ποὺ λαμβάνουν μέρος. Ἵστανται στὸν δεξιὸ χορὸ καὶ περνᾶ ὁ καθένας μας ἀπὸ ὅλους τους μὲ τὴν σειρά, σὲ μία κίνηση κυκλοτερῆ ποὺ θὰ ἐπαναληφθεῖ τὸ Μεγάλο Σάββατο τὸ βράδυ, στῆς Ἀνάστασης τὸ χοροστάσι.

Ἀκολουθεῖ ὁ Ἑσπερινὸς καὶ ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Οἱ χοροὶ τῶν ψαλτῶν συνεχίζουν νὰ ἐναλλάσσονται . Τούτη τὴν φορὰ, ὁ ἀριστερὸς χορὸς ἐκτελεῖ χρέη δεξιοῦ καὶ γι’ αὐτὸ θὰ πεῖ ἀντὶ Χερουβικοῦ τό «Τοῦ Δείπνου Σου τοῦ Μυστικοῦ». Ψαλτικὴ «δημοκρατία» ἐδῶ.

Τράπεζα λιτὴ καὶ ἐν συνεχείᾳ σιγή. Ἀγνάντι ἀπὸ τοῦ μπαλκονιοῦ τὴν βίγλα. Κεράσματα εὐωδιῶν ἀπὸ τὴν φύση καὶ ἠμεροφαὴ περπατήματα.

Ἡ ἑπόμενη σύναξη εἶναι γιὰ τὶς δωδεκάμισι τὴ νύχτα. Κυριολεκτικὰ ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός. Ἀκολουθία τῶν Παθῶν. Οἱ χοροὶ τῶν ψαλτῶν ἔχουν ἐνισχυθεῖ. Ἔχουν φθάσει Κελλιῶτες Μοναχοὶ γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ Πάσχα στὴ Μονή. Κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, ὅπως ὁ Γέροντας Ἀντύπας, εἶναι ξακουστοὶ ψάλτες. Καὶ ἀρχίζει ἡ Παννυχίδα. Τὰ ἀντίφωνα, δηλαδὴ τὰ τροπάρια μέχρι τὸ «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου», λέγονται ὅλα ἀπὸ δυὸ φορές. Ψάλλονται ὅμως τόσο ρυθμικὰ, ποὺ δὲν καταλαβαίνεις γιὰ πότε ἡ ἀκολουθία ἔχει φθάσει κιόλας στὰ μισά. Ὕμνοι συντόνως τεθηγμένοι. Συνεχὴς διαδοχὴ ψαλτῶν στὰ ἀναλόγια. Ἀνάγνωση τῶν εὐαγγελικῶν περικοπῶν ἀπὸ τοὺς Ἱερεῖς κατὰ τὴν τάξη, μὲ πρῶτο τὸν Ἡγούμενο καὶ δεύτερο τὸν καὶ (Πρό)ἡγούμενο Γέροντα Βασίλειο. Ἔξοδος τοῦ Σταυροῦ. Καὶ μετὰ τὴν προσκύνηση, εἶναι ὁ Ἡγούμενος, ὁ ἁπλοῦς καὶ εὐλαβὴς πατὴρ Ναθαναήλ, ποὺ ἀναλαμβάνει τοὺς Μακαρισμούς: «Διὰ ξύλου ὁ Ἀδὰμ παραδείσου γέγονεν ἄποικος…».

Ἔπος καὶ μέλος; Ραψωδία; Καλύτερα ἀκόμη: Μυσταγωγία.

Πόσο δίκιο ἔχει ὁ Γέροντας Βασίλειος, ποὺ λέει, ὅτι ὅλα στὴν Ἐκκλησία εἶναι Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ Θεία Λειτουργία!

Τελειώνει ἡ ἀκολουθία. Σὲ λίγο θὰ ἀρχίζει νὰ προβάλλει ἡ ἡμέρα. Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ μεταφέρουν τὸν Ἰησοῦ ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ Πραιτώριον. Μεγάλη Παρασκευή…

«Ἐδῶ δὲν παρακολουθοῦμε μαθήματα θεολογίας καὶ ἱστορίας. Μετέχουμε στὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, ποὺ δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία τραγωδία, ὅπου δρᾶ ἡ ἀνθρώπινη εὐφυΐα καὶ καλλιτεχνία ἀλλὰ εἶναι ἡ θεία μυσταγωγία, ὅπου ὅλα θεοπρεπῶς ἱερουργοῦνται καὶ γνωρίζεται ὁ Θεάνθρωπος Κύριος ὡς “ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος”, “ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς καὶ σωτηρίας”» (Γέροντας Βασίλειος γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα).

Μεγάλες Ὧρες. Δεήσεις καὶ ἱκεσίες ἐνώπιον τοῦ Βασιλέως τῆς Δόξης. Καὶ τί περίεργο ἀλήθεια: Τὸ «ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης» δὲν ἀναγράφεται στὴν παράσταση τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Χριστοῦ στὸ Θαβὼρ ἢ τῆς Ἀνάστασής Του, ποὺ θὰ ἦταν μὲ τὴν δική μας λογικὴ πιὸ ταιριαστό, ἀλλὰ ἐπιγράφεται, σύμφωνα μὲ τοὺς κανόνες τῆς ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας, ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Γιατί ὁ Σταυρωθεὶς δὲν ἦταν ἁπλᾶ ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ποὺ ὁ Πιλάτος ὑποβίβασε σὲ «Βασιλιᾶ τῶν Ἰουδαίων», οὔτε τὸ ἀθῶο θῦμα μιᾶς σκευωρίας ἀλλὰ ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς πάνω στὴν δόξα Του, ποὺ εἶναι ἡ ἑκούσια θυσία καὶ ὁ Σταυρός. Καὶ γι’ αὐτὸ, τὸν ἀντικρίζεις στὸν Σταυρὸ νὰ μὴν «κρεμιέται», νὰ μὴν μορφάζει ἀπὸ τὸν πόνο καὶ νὰ μὴν συσπᾶται ἀλλὰ σὰν νὰ κοιμᾶται, μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτά, σὲ ἀγκαλιά, καὶ ἀπολύτως, ὡς πρὸς τὸν ἠθελημένο θάνατο, κυριαρχικά.

Τελειώνοντας οἱ Μεγάλες Ὧρες, ἄρχεται ὁ Ἑσπερινὸς τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἀποκαθήλωση. Καὶ μετά, «Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σὲ νεκρὸν ὁ Ἀριμαθείας καθεῖλε, τὴν τῶν ἁπάντων ζωήν». Σχεδὸν γονατιστοὶ λιτανεύουν ἐπιτάφια τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Μία ἀπὸ τὶς κεντρικότερες στιγμὲς τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Τὸ τροπάριο σὲ μέλος ἀργό ἀλλὰ ὄχι λυπητερό. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ μελωδία εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὸ «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν», τὸ συναίσθημά σου ζητᾶ νὰ ἐκφραστεῖ καὶ αὐτὸ στὸν χαρτογραφημένο καμβᾶ τοῦ πένθους καὶ τῆς θλίψης. Καὶ ἂς μὴν εἶναι αὐτὸ τὸ νόημα καὶ τὸ πνεῦμα του ὕμνων καὶ τῆς ἡμέρας. Εἶναι ἐξάλλου πιὸ εὔκολο νὰ κλάψεις ἀπὸ τὸ νὰ κατανυγεῖς πνευματικὰ καὶ νὰ ἀλλάξεις μυαλά….

«Θὰ μποροῦσε μέσα σ’ ἕνα δευτερόλεπτο νὰ κάνει τοὺς πάντες νὰ πιστέψουν. Δὲν τὸ ἔκανε ἀλλὰ σήκωσε ὅλο τὸ φορτίο καὶ πέθανε. “Καί πάντα ὑπομείνας ἅπαντας ἔσωσεν”. Καὶ ἐδῶ μπροστά τὸν βλέπουμε δολοφονημένο. “Πάντα ὁ ἀναμάρτητος ἑκουσίως καταδέχεται, ἵνα πᾶσι δωρήσηται τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν”. Καὶ τὸν νιώθουν κάποιες διαλυμένες καὶ ἐξουθενωμένες ὑπάρξεις, σὰν τὴν αἱμορροοῦσα, καὶ ὄχι οἱ σοφοὶ καὶ ἐπιστήμονες…». Γέροντας Βασίλειος στὸ προσκέφαλο τοῦ Ἐπιταφίου τῆς Ἰβήρων, Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ 2016…

Τρεῖς μὲ τέσσερις ἡ ὥρα. Ξημερώματα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ψιλοβρέχει. Ἡ μεγάλη καμπάνα χτυπᾶ ἀργά. Τὸ μόνο ποὺ ἀκοῦς εἶναι τὸ «Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτῖνας» καὶ τὸν Ἰωσήφ τὸν Ἀριμαθαίας νὰ ζητᾶ ἀπὸ τὸν Πιλάτο, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, νὰ τοῦ δώσει «τοῦτον τὸν ξένον». «Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, τοῦ λέει, ποὺ ἀπὸ βρέφος σὰν ξένος φιλοξενήθηκε στὸν κόσμο. Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, ποὺ οἱ ὁμόφυλοι ἀπὸ μῖσος τὸν θανατώνουν σὰν ξένο. Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, ποὺ παραξενεύομαι νὰ βλέπω τοῦ θανάτου τὸ (παρά)ξενο. Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, ποὺ ἤξερε νὰ φιλοξενεῖ τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς ξένους. Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, ποὺ οἱ Ἑβραῖοι ἀπὸ φθόνο τὸν ἀποξένωσαν ἀπὸ τὸν κόσμο. Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, γιὰ νὰ κρύψω σὲ τάφο, ποὺ σὰν ξένος δὲν εἶχε, ποῦ νὰ γείρει τὸ κεφάλι. Δῶσε μου τοῦτον τὸν ξένο, ποὺ βλέποντάς τον νεκρὸ ἡ Μητέρα φώναζε: Ὦ, Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, ἂν καὶ στὰ σπλάχνα πληγώνομαι καὶ στὴν καρδιὰ σπαράζω, ποὺ σὲ βλέπω νεκρό, ἀλλὰ ἀναθαρρῶντας ἀπὸ τὴν ἀνάστασή σου, δοξάζω».

Ψαλλομένου σὲ ἀργὸ μέλος τοῦ τροπαρίου αὐτοῦ, περιφέρουμε τὸν Ἐπιτάφιο γύρω ἀπὸ τὸ Ναό. Στὶς στάσεις ποὺ γίνονται, μνημονεύονται οἱ κοιμηθέντες τὸ προηγούμενο ἔτος Μοναχοί. Δὲν σοῦ βγαίνει λυγμὸς σ’ αὐτὴ τὴν περιφορὰ καὶ τὸ συναίσθημα ψάχνεται, πρὸς τὰ ποῦ θὰ κινηθεῖ. Ἐν τέλει, κάθεται ἥσυχο καὶ μιὰ ἄλλου εἴδους αἴσθηση ἀναδύεται: Ὅλους καὶ ὅλα τώρα, τοὺς ἐγγὺς καὶ τοὺς μακράν, τοὺς ζῶντες καὶ ὅσους ἔχουν φύγει ἀπὸ τούτη τὴΝ ζωή, τοὺς νιώθεις ἑνωμένους καὶ ἀγκαλιασμένους. Δὲν εἶναι ἄραγε αἰωνιότητα αὐτό;

Τὸ ἑπόμενο πρωινό, Μεγάλο Σάββατο, τό ἐν ἀναμονῇ τελοῦν σιωπηλό, μὲ τὸ ποὺ τελειώνει ἡ ἀκολουθία τῶν Ὡρῶν, γίνεται μιὰ διακοπή. Τί συμβαίνει, ρωτᾶς, πᾶμε νὰ φέρουμε τὴν Παναγία, σοῦ ἀπαντοῦν. Καὶ πᾶμε ὅλοι μαζὶ στὸ Παρεκκλήσι, ποὺ βρίσκεται πλησίον τῆς θύρας τῆς Μονῆς, ὅπου ἡ Εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας καί, ἄδοντας καὶ ψάλλοντας, μεταφέρουμε τὴν Εἰκόνα στὸν κεντρικὸ Ναὸ (στὸ λεγόμενο Καθολικό). Είναι σὰν νὰ τῆς λέμε: «Λόγῳ τοῦ δεινοῦ ἄλγους καὶ τοῦ μεγάλου πόνου, ποὺ ὡς μητέρα ἔνιωσες τότε, ποὺ τὸ γλυκύ σου ἔαρ ἔπασχε καὶ σταυρωνόταν, δικαιοῦσαι νὰ ἀκούσεις πρώτη τὸ “Χριστὸς Ἀνέστη” καὶ νὰ προεξάρξεις στὴν Πανήγυρη».

Μὲ τὴν Πορταΐτισσα στὸ μέσον, ὁ Ἑσπερινὸς τοῦ Μεγάλου Σαββάτου καὶ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεὸς» δίνουν τὸ παράγγελμα: Ἑτοιμαστεῖτε τὸ βράδυ γιὰ ψυχικὸ χορό..

«Εἶναι κάποιοι, σὰν μεγάλα ἀεροπλάνα γεμᾶτα μὲ πολλὰ ἐφόδια (γνώσεις, σπουδές, ἐπιστημονικοὺς τίτλους, διαβάσματα, ἐμπειρίες, περγαμηνές) ἀλλὰ μὲ μηχανὴ γιὰ μοτοσακό. Πῶς νὰ ἀπογειωθεῖ ἕνα ἀεροπλάνο καὶ μάλιστα τόσο πολὺ φορτωμένο, ἂν ἔχει μηχανὴ γιὰ μοτοσακό; Καὶ εἶναι καὶ κάποιοι ἄλλοι, ποὺ δὲν ἔχουν τὶς παραπάνω προϋποθέσεις καὶ τὰ φορτώματα, γίνονται ὅμως πύραυλοι καὶ ἀπογειώνονται ἀπὸ τὸ πουθενά…. », ἀκοῦμε τὸν πατέρα Βασίλειο νὰ μᾶς λέγει στὴν αὐλὴ, ἐνῶ κρατᾶμε τὰ βάγια τῆς πρώτης Ἀνάστασης. Ἡ συνέχεια προβλέπεται συναρπαστικὰ ἀπογειωτική. Ἀρκεῖ νὰ μὴν σὲ καθηλώσει τὸ ἐγωιστικὸ καὶ πολύξερο «μοτοσακό»…

«Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅρισαν νὰ διαβάζονται, ἀμέσως μετὰ τὸν Σταὺρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ “Πράξεις”( σήμ. ὅλη τὴν περίοδο ἀπὸ τὸ Πάσχα μέχρι καὶ τὴν Πεντηκοστή, τὰ ἀποστολικὰ ἀναγνώσματα λαμβάνονται ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων), ποὺ περιγράφουν τὰ θαύματα τῶν Ἀποστόλων καὶ κατ᾿ ἐξοχὴν ἐπικυρώνουν τὴν Ἀνάσταση, γιὰ νὰ ἔχουμε σαφῆ καὶ ἀναμφισβήτητη τῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη: Δὲν τὸν εἶδες Ἀναστάντα μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος; Ἀλλὰ τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια τῆς Πίστεως. Δὲν τὸν εἶδες μὲ τὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θὰ τὸν δεῖς μὲ τὰ θαύματα ἐκεῖνα. Τῶν θαυμάτων ἡ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγεῖ στῆς Ἀναστάσεως τὴν ἀπόδειξη. Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι, ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ. Γιὰ σκέψου, ἂν οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἔβλεπαν τὸν Χρὶστὸ Ἀναστάντα, πῶς τοὺς ἦρθε νὰ φαντασθοῦν, ὅτι θὰ κυριέψουν τὴν οἰκουμένη; Μήπως τρελάθηκαν, ὥστε νὰ νομίζουν, ὅτι θὰ κατόρθωναν κάτι τέτοιο; Ἂν ὅμως ἦταν στὰ λογικά τους, ὅπως ἔδειξαν καὶ τὰ πράγματα, πῶς, χωρὶς ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ χωρὶς θεία δύναμη, πῶς, πές μου, θ᾿ ἀποφάσιζαν νὰ βγοῦν σὲ τόσους πολέμους, νὰ τὰ βάλουν μὲ στεριὲς καὶ θάλασσες καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ν᾿ ἀγωνισθοῦν μὲ τόση γενναιότητα γιὰ νὰ μεταβάλουν ὅλης τῆς οἰκουμένης τὰ ἔθνη, ποὺ ἦταν ἐπὶ τόσα χρόνια νεκρὰ ἀπ᾿ τὴν ἁμαρτία; Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ ἐπαναλάβω: Ἂν δὲν ἀναστήθηκε, πῶς ἔγιναν ἀργότερα στὸ ὄνομά του μεγαλύτερα θαύματα; Κανεὶς βέβαια δὲν κάνει μετὰ τὸν θάνατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ᾿ ὅσα ὅταν ζοῦσε. Ἐνῶ ἐδῶ, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, γίνονται θαύματα μεγαλύτερα καὶ κατὰ τὸν τρόπο καὶ κατὰ τὴν φύση: Κατὰ τὴν φύση ἦταν μεγαλύτερα, γιατί ποτὲ ἡ σκιὰ τοῦ Χριστοῦ δὲν θαυματούργησε. Ἐνῶ οἱ σκιὲς τῶν ἀποστόλων ἔκαναν πολλὰ θαύματα. Κατὰ τὸν τρόπο πάλι ἦταν μεγαλύτερα, ἐπειδὴ τότε μὲν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρόσταζε καὶ θαυματουργοῦσε. Μετὰ τὴν Σταύρωση ὅμως καὶ τὴν Ἀνάστασή του, οἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμενοι ἁπλῶς τὸ σεβάσμιο καὶ ἅγιο ὄνομά του μεγαλύτερα καὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσαν. Ἔτσι δοξαζόταν κι ἀκτινοβολοῦσε πιὸ πολὺ ἡ δύναμή Του».

Μεγάλο Σάββατο, 9 τὸ βράδυ. «Εὐλογητὸς» στὴν Παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ πῶς ἀρχίζει ἡ Παννυχίδα; Μὲ τὴν ἀνάγνωση ὅλου τοῦ Βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (!). Πέτρος, Ἰωάννης, Φίλιππος, Στέφανος, Βαρνάβας, Παῦλος, ὡς μάρτυρες καὶ ἔμψυχες ἁπτὲς «ἐμπράγματες» ἀποδείξεις τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ὡς ἄνω παρατεθέντα καὶ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου κομιζόμενο ἐπεξηγηματικὸ ὑπομνηματισμό.

Ἐν συνεχείᾳ, τὸ Μεσονυκτικὸ (ἡ ἀκολουθία μέχρι καὶ τὸ «Δεῦτε λάβετε φώς», κατὰ τὴν ὁποία ψάλλουμε καὶ πάλι τὸν Κανόνα του Μέγ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης..» εἶναι στὴν πραγματικότητα τὸ Μεσονυκτικὸ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα).

Ἔχοντας ὅλοι λάβει ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἡγουμένου τὴν λαμπάδα μας, περιμένουμε τὸ σύνθημα γιὰ νὰ φωτοβοληθοῦμε καὶ νὰ Τὸν δοῦμε ἐξαναστάντα, μὲ τὰ «μάτια» ποὺ μᾶς εἶχαν δώσει οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων Του.

Μὲ τὸ Δεῦτε λάβετε φώς, θάμβος ἢν κατιδεῖν τὴν τοῦ ἀναστασίμου φωτὸς ἔκλαμψη καὶ τῆς σκοτίας τὴν διάλυση. Τὰ πάντα γίνονται φωτοειδή καὶ διάφανα. Δέσμες φωτονίων σὲ διαπερνοῦν καὶ, φλογίζοντάς σε, σέ ἑνώνουν μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους σὲ μία κοινὴ ἐκτόξευση πρὸς τὸ ἀνέσπερο Φώς.

Ὥρα ἢν πρώτη πρὸς δευτέρα μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὅταν τὸ ποθούμενο καὶ προσδοκώμενο σέλας ἐκρήγνυται στὸν Οὐρανό. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ, ὅπως ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα κωδωνοκρούεται καὶ διαλαλεῖται!

Καὶ τί εἶναι αὐτό, ὅταν ἐπιστρέφουμε μετὰ τὴν τελετὴ τῆς Ἀναστάσεως στὸ Ναό! Εἰλικρινά, ἔτσι ὅπως τὸ φῶς ἔχει πλημμυρίσει τὰ πάντα καὶ χορεύουν οἱ πολυέλεοι καὶ ψάλλεται τὸ Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί, ἔ, κάτι σὲ ἁρπάζει καὶ σὲ πάει κάπου ἀλλοῦ! Μπαίνεις κι ἐσὺ σ’ ἕναν ἄλλου εἴδους νικητήριο χορό. Ἀνοίγουν οἱ Ἱερεῖς τὸν κύκλο στὸ δεξιὸ ψαλτήρι, κρατῶντας ὁ καθένας μία εἰκόνα τῆς Παναγίας ἢ κάποιου Ἁγίου, καὶ περνοῦμε μὲ τὴν σειρὰ ἀποκρινόμενοι τὸ Ἀληθῶς Ἀνέστη στὸ δικό τους Χριστὸς Ἀνέστη. Ἀσπαζόμαστε τὴν εἰκόνα ποὺ κρατοῦν καὶ συνεχίζουμε στὸν κύκλο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἤδη μεγαλώσει μὲ τοὺς Μοναχοὺς καὶ γενικὰ ὅσους ἔχουν προηγηθεῖ. Καὶ ὅταν περάσουμε καὶ ἀπὸ τὸν τελευταῖο, «πιανόμαστε» στὸν ἴδιο κύκλο καὶ, ἔτσι, οἱ ἑπόμενοι θὰ κάνουν τὸν αὐτὸ κύκλο, περνῶντας κι ἀπὸ ἐμᾶς καὶ ἀνταλλάσοντας μαζὶ μας τὴν ὄχι εὐχή ἀλλὰ εἴδηση καὶ δήλωση, ὅτι ἀληθῶς Χριστὸς Ἀνέστη! Τοῦτο ἐστὶ τὸ τῆς Ἀνάστασης χοροστάσι, ποὺ ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴ ἐπαύριον κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς Ἀγάπης!

Καὶ μετά τό «τὴν Θεοτόκον καὶ Μητέρα τοῦ φωτός», τότε δηλαδὴ ποὺ ψάλλεται ἡ ἐνάτη τοῦ ἀναστάσιμου κανόνα ὠδή, ἐκεῖνο τὸ «Φωτίζου, φωτίζου ἡ Νέα Ἱερουσαλήμ», ἔγινε τὸ ἀναπάντεχο! Ὅπως θυμίαζε ὁ Ἱερέας, ἀπευθυνόταν σὲ καθέναν σὲ ἀπολύτως ἄμεσο καὶ προσωπικὸ τόνο καὶ τοῦ ἔλεγε «Χριστὸς Ἀνέστη», σὰν τοῦ ἔλεγε ὡς κάτι πολὺ ἁπλὸ καὶ φυσικὸ, ὅτι ὁ πεθαμένος, γιὰ παράδειγμα, πατέρας σου, ἀνέστη, ξέρεις! Ἐγὼ ποὺ δὲν τὸ εἶχα ξαναπεράσει αὐτὸ καὶ ποὺ εἶχα λίγους μῆνες πρὶν «χάσει» τὸν πατέρα μου, κυριολεκτικά, τὰ ἔχασα. Σὲ μένα μιλᾶ; ἀντέδρασα ἀπὸ μέσα μου. Καὶ τί τόσο προσωπικό μοῦ  λέει τώρα; Ὅταν συνῆλθα ἀπὸ τὸ ἀρχικὸ σάστισμα, τὸ «δίλημμα» εἶχε λάβει τὴν τελικὴ διατύπωση καὶ μορφή: Ἢ ὅλοι οἱ Ἰβηρίτες ἔχουν τελείως τρελαθεῖ ἢ πράγματι Χριστὸς Ἀνέστη…!

Κάπου στὶς τέσσερις τὸ πρωΐ καὶ μὲ τὸ « ἐπικράνθη» (ὁ Ἅδης) καὶ τὸ «ἀνέστη» (ο Χριστὸς) ὡς τίς, μέχρι τότε, πιὸ βροντόφωνες καὶ ἐπιβεβαιωμένες ἀπαντήσεις στὶς σχετικὲς κλήσεις καὶ προτάσεις τοῦ Κατηχητικοῦ Λόγου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ Παννυχίδα τῆς Ἀναστάσεως πέρας ἔσχεν.

Μεταβήκαμε ἐν πομπῇ στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς, ὅπου μετὰ τὸ λαμπρὸ γεῦμα τῆς πανηγύρεως εἴχαμε τὴν ἐπιπρόσθετη εὐλογία νὰ ἀκούσουμε τὴν τοῦ Γέροντος Βασιλείου «ἐν ὑπερώῳ τόπῳ» πασχάλια διδαχή. Τί ἄραγε νὰ εἶπε στὴν ἐφετινὴ ἀναστάσιμη Τράπεζα ὁ πατὴρ Βασίλειος;

Γύρισα στὸ δωμάτιο. Δὲν μὲ ἔπιανε ὕπνος. Βγῆκα στὸ μπαλκόνι προσευχῆς τοῦ ξενῶνα, γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχω ἤδη μιλήσει, περίμενα τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου τῆς μιᾶς τῶν Σαββάτων καὶ τὸ ἀποφάσισα:

Μετὰ τὰ ὅσα εἶδα καὶ ἔζησα μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸ Big Bang, κάθε φορὰ ποὺ θὰ τυχαίνει κάποιος νὰ ζητᾶ, σὲ συζητήσεις, ἀποδείξεις καὶ τεκμήρια γιὰ τὸ ἂν ὁ Χριστὸς ἀνέστη, νὰ ἀπαντῶ, καὶ ἔκτοτε τὸ τηρῶ, πὼς βεβαιώθηκα κι ἐγὼ μὲ ἕναν τρόπο, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν ἔχω κάτι περισσότερο νὰ ἀναλύσω καὶ νὰ ἐπιχειρηματολογήσω, ἐκτὸς ἀπὸ ὅσα μοῦ χαρίστηκαν ὡς ἐμπειρίες τῷ Πάσχᾳ ἐκείνῳ ἐν τῇ Μονῇ τῶν Ἰβήρων….