Γέροντα, ὅταν ἀντιμετωπίζω ἕνα θέμα καὶ προσεύχωμαι γι’ αὐτό, πὼς θὰ καταλάβω ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;
Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν βρίσκεται ἔτσι. Καλύτερα νὰ ρωτᾷς γιὰ ἕνα πρόβλημά σου. Νὰ μὴ ζητᾷς πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεό, ἐφόσον μπορεῖς νὰ συμβουλευθῇς κάποιον ἄνθρωπο, γιατί μπορεῖ νὰ πλανηθῇς. Κάποιος πήγαινε σὲ μιὰ ἐκκλησία, στεκόταν μπροστὰ στὸ εἰκονοστάσι καὶ ἔλεγε: «Παναγία μου, νὰ πάρω χρήματα ἀπὸ τὸ κουτί;». Τοῦ ἔλεγε ὁ λογισμός: «Πάρ’ τα». «Ναί, θὰ τὰ πάρω», ἔλεγε καὶ ἔπαιρνε τὰ χρήματα. Μιά-δυό-τρεῖς φορές, ἕνας ἐπίτροπος προβληματίσθηκε. «Τί γίνεται; Λέει. Κάποιος πρέπει νὰ παίρνῃ τὰ χρήματα» καὶ πῆγε νὰ παρακολουθήσῃ. Τί νὰ δῇ; Σὲ λίγο ἦρθε αὐτὸς καὶ ἐπανέλαβε τὰ ἴδια: «Παναγία μου, νὰ πάρω τὰ χρήματα ἀπὸ τὸ κουτί;… Ναί, θὰ τὰ πάρω», εἶπε, ὁπότε τὸν ἔπιασε ὁ ἐπίτροπος.
Πάντοτε, ὅταν ὑπάρχῃ ἄνθρωπος πνευματικός, τὸν ὁποῖο μπορεῖς νὰ ρωτήσῃς, πρέπει νὰ ρωτήσῃς. Ὅταν δὲν ὑπάρχῃ ἄνθρωπος νὰ ρωτήσῃς – λ.χ. βρίσκεσαι στὴν ἔρημο -, ἀλλὰ ὑπάρχῃ μέσα σου ἡ δίψα τῆς ὑπακοῆς, τότε ὁ Καλὸς Θεὸς γίνεται ὁ Ἴδιος Γέροντας καὶ σὲ φωτίζει καὶ σὲ πληροφορεῖ. Δὲν μπορεῖς, ἂς ὑποθέσουμε, νὰ βρῇς κάποιον, γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσῃ ἕνα χωρίο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή; Τότε σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς καὶ τὸ καταλαβαίνεις.
Γέροντα, πῶς θὰ καταλάβη κανείς, ἂν κάτι ποὺ συμβαίνει στὸν ἀγῶνα του εἶναι ἀπὸ τὸν πειρασμὸ ἢ ἀπὸ δική του ἀπροσεξία;
Θὰ πάη νὰ ρωτήσῃ.
Δηλαδὴ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ;
Καὶ νὰ καταλαβαίνῃ κάτι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρος. Ἐδῶ καὶ ἕνας ποὺ ἔχει ἐμπειρία, πάει καὶ ρωτάει κάποιον ἄλλον. Ἐγὼ γιὰ ἕνα ἀτομικό μου θέμα πάντοτε θὰ ρωτήσω. Τὴν δική μου λύση, καὶ σοφώτερη νὰ εἶναι, τὴν θεωρῶ τὴν μεγαλύτερη βλακεία, ὅταν πρόκειται γιὰ προσωπικό μου θέμα. Οὔτε πάω σὲ κάποιον ποὺ ξέρει τί μὲ ἀναπαύει, ἀλλὰ σὲ κάποιον ποὺ δὲν ξέρει. Βλέπεις, καὶ ἕνας γιατρός, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι ἔκανε καλὴ διάγνωση σὲ μιὰ δύσκολη περίπτωση, συμβουλεύεται καὶ ἄλλον γιατρό, πόσο μᾶλλον ἕνας φοιτητής! Ὅσο πνευματικὸς ἄνθρωπος κι ἂν εἶναι κανείς, καὶ ὅσο καλὴ τακτοποίηση κι ἂν κάνῃ μόνος του στὰ θέματά του, δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπαυθῇ, γιατί ὁ Θεὸς θέλει ὁ ἄνθρωπος νὰ βοηθιέται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ διορθώνεται διὰ τοῦ ἀνθρώπου. Τὰ οἰκονομάει ἔτσι ὁ Καλὸς Θεός, γιὰ νὰ ταπεινώνεται ὁ ἄνθρωπος.
Πρέπει νὰ ἐκθέτῃ κανεὶς τοὺς λογισμούς του καὶ τὶς καταστάσεις ποὺ περνάει στὸν πνευματικό του, νὰ τὸν συμβουλεύεται καὶ νὰ μὴν ἀποφασίζῃ μόνος του γιὰ τὰ δύσκολα θέματα οὔτε νὰ ἀντιμετωπίζῃ μόνος τους τὶς δυσκολίες ποὺ συναντάει στὸν ἀγῶνα του, κάνοντας πρόβες στὸν ἑαυτό του, γιατί ὁ πειρασμὸς θὰ τὸν μπερδέψη καὶ θὰ τοῦ δημιουργήση προβλήματα. Μερικοὶ φθάνουν στὸ σημεῖο νὰ βάζουν μόνοι τους κανόνα στὸν ἑαυτό τους. Εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνα αὐτὰ τὰ πράγματα.
Ὅποιος δὲν ἔχει πνευματικό, γιὰ νὰ τὸν συμβουλεύεται στὴν πνευματική του πορεία, μπερδεύεται, κουράζεται, καθυστερεῖ καὶ δύσκολα θὰ φθάση στὸν προορισμό του. Ἂν δίνῃ μόνος του λύση στὰ προβλήματά του, ὅσο σοφὸς καὶ ἂν εἶναι, ἐπειδὴ κινεῖται μὲ αὐτοπεποίθηση καὶ ὑπερηφάνεια, μένει σκοτισμένος. Ἐνῷ, ὅποιος ταπεινώνεται καὶ πηγαίνει μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ αὐταπάρνηση στὸν πνευματικὸ καὶ ζητᾶ τὴν γνώμη του, βοηθιέται καὶ τοῦ δίνει τὴν σωστὴ ἀπάντηση. Νά, ὅταν ἔρχεται κάποιος μὲ εὐλάβεια, μὲ τὸν λογισμὸ πὼς εἶμαι ἅγιος, ἐνῷ ἐγὼ εἶμαι τενεκές, ἔχω προσέξει ὅτι νιώθω μέσα μου μιὰ ἀλλοίωση καὶ αὐτὰ ποὺ τοῦ λέω δὲν εἶναι δικά μου. Ἀπὸ αὐτὸ καταλαβαίνω ξεκάθαρα ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει ἔρθει μὲ εὐλάβεια, καὶ ὁ Θεός, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀδικήσῃ, δίνει σ’ ἐμένα αὐτὴν τὴν καλὴ κατάσταση. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἂν πρόκειται γιὰ ἕνα σοβαρὸ θέμα, ὁ Θεὸς σὲ πληροφορεῖ καὶ μπορεῖς νὰ τοῦ πῇς τί θὰ συμβῇ, πότε θὰ συμβῇ καὶ πῶς νὰ τὸ ἀντιμετωπίση.