Οἱ Ἕλληνες Πατέρες παρομοιάζουν τὴ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ μὲ τὴν ἐμπειρία κάποιου ποὺ περπατάει πάνω στὰ βουνὰ μέσα στὴν ὁμίχλη· κάνει ἕνα βῆμα μπροστὰ καὶ ξαφνικὰ βρίσκει ὅτι εἶναι στὴν ἄκρη ἑνὸς γκρεμοῦ, δίχως στέρεο ἔδαφος κάτω ἀπ’ τὰ πόδια του, παρὰ μόνο μιὰν ἀπύθμενη ἄβυσσο. Ἤ, ἀλλοῦ, χρησιμοποιοῦν τὸ παράδειγμα ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ στέκεται τὴ νύχτα, σ’ ἕνα σκοτεινὸ δωμάτιο· ἀνοίγει τὸ παραθυρόφυλλο σ’ ἕνα παράθυρο, καὶ καθὼς κοιτάζει ἔξω, μιὰ ξαφνικὴ λάμψη ἀστραπῆς τὸν κάνει νὰ ὀπισθοχωρήσει τρομαγμένος καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ τυφλωμένος. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ὅταν ἔρχεται κανεὶς πρόσωπο μὲ πρόσωπο μὲ τὸ ζωντανὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς φέρνει ἴλιγγο· ὅλα τὰ γνώριμα πατήματα ἐξαφανίζονται, καὶ φαίνεται νὰ μὴν ὑπάρχει γιὰ μᾶς τίποτε γιὰ νὰ πιαστοῦμε· τὰ ἐσωτερικά μας μάτια εἶναι τυφλωμένα, οἱ φυσικές μας δυνατότητες κλονίζονται.
Οἱ Πατέρες ἐπίσης θεωροῦν σύμβολα τῆς πνευματικῆς Ὁδοῦ, τὶς δύο μορφὲς τῆς Π. Διαθήκης, Τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸ Μωϋσή. Ὁ Ἀβραάμ, ὅταν ζοῦσε ἀκόμη στὸ προγονικό του σπίτι, στὴν Ὄυρ των Χαλδαίων, ἄκουσε ἀπὸ τὸ Θεό το: «…ἔξελθε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ πατρός σου καὶ δεῦρο εἰς τὴν γῆν, ἥν ἂν σοὶ δείξω». (Γέν. 12,1). Δεχόμενος τὸ θεῖο κάλεσμα, ξεριζώνεται ἀπὸ τὸ γνώριμό του περιβάλλον καὶ ριψοκινδυνεύει στὸ ἄγνωστο, δίχως καμιὰ καθαρὴ ἀντίληψη τοῦ τελικοῦ του προορισμοῦ. Ἔχει ἁπλῶς πάρει τὴ διαταγή, «ἔξελθε…» καὶ ὑπακούει μὲ πίστη.
Ὁ Μωϋσὴς δέχεται διαδοχικὰ τρία ὁράματα ἀπὸ τὸ Θεό: πρῶτα βλέπει τὸ Θεὸ σ’ ἕνα ὅραμα φωτὸς στὴν Φλεγομένη Βάτο (Εξοδ. 3,2)· ἔπειτα ὁ Θεός τοῦ ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπὸ ἕνα φῶς ἀνακατεμένο μὲ σκοτάδι, στὴ «στήλη νέφους καὶ πυρὸς» ποὺ συνοδεύει τοὺς Ἰσραηλῖτες μέσα στὴν ἔρημο (Εξοδ. 13,21)· καὶ τέλος συναντᾷ τὸ Θεὸ σ’ ἕνα «μὴ ὅραμα», ὅταν μιλάει μαζί του μέσα στὸ «γνόφο», στὴν κορφὴ τοῦ Ὅρους Σινᾶ (Εξοδ. 20,21).
Ὁ Ἀβραὰμ ταξιδεύει ἀπὸ τὸ γνώριμο σπίτι του μέσα σὲ μιὰν ἄγνωστη χώρα· ὁ Μωϋσὴς προχωρεῖ ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι. Κι ἔτσι ἀποδεικνύεται πὼς συμβαίνει μὲ τὸν καθένα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν πνευματικὴ Ὁδό. Φεύγουμε ἀπὸ τὸ γνωστὸ πρὸς τὸ ἄγνωστο, προχωροῦμε ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι. Δὲν προχωροῦμε ἁπλῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἄγνοιας στὸ φῶς τῆς γνώσης, ἀλλὰ κατευθυνόμαστε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς μερικῆς σὲ μιὰ μεγαλύτερη γνώση ποὺ εἶναι τόσο πολὺ βαθύτερη ὥστε μπορεῖ μόνο νὰ περιγραφεῖ σὰν «σκοτάδι τοῦ ἀγνώστου». Σὰν τὸ Σωκράτη ἀρχίζουμε ν’ ἀντιλαμβανόμαστε πόσο λίγα καταλαβαίνουμε. Βλέπουμε ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι νὰ παρέχει εὔκολες ἀπαντήσεις σὲ κάθε ἐρώτηση, ἀλλὰ νὰ μᾶς κάνει προοδευτικὰ γνῶστες ἑνὸς μυστηρίου. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τόσο τὸ ἀντικείμενο τῆς γνώσης μας ὅσο ἡ αἰτία τοῦ θαυμασμοῦ μας.