Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Πλανᾶς πήγαινε γιὰ ἁγιασμὸ ἢ Εὐχέλαιο σὲ σπίτια χριστιανῶν. Κάποια φορὰ βρέθηκε στὸ Κολωνάκι (μὲ τὸν Παπαδιαμάντη ποὺ τοῦ ἔκανε τὸν ψάλτη), τὸν εἴχανε μάθει οἱ Κολωνακιῶτες ποὺ ἦταν εὐλαβὴς καὶ τὸν καλούσανε.
Κατεβαίνει, λοιπόν, ἀπὸ ἕνα ἀρχοντικὸ σπίτι, τὸν βλέπουν οἱ ζητιάνοι καὶ εἶπαν μεταξύ τους: «Ποῦ πάει ὁ παπᾶς; Πάει ἐκεῖ. Πᾶμε καί ‘μεις».
Καὶ ἤτανε στὴν οὐρά, μπῆκε λοιπὸν ἕνας ζητιάνος ποὺ ἦταν πιὸ τσίφτης καὶ πηγαίνει κοῦτσα -κοῦτσα καὶ τοῦ λέει, «Παπᾶ, δῶσε μου». Καὶ ὅτι εἶχε στὴ τσέπη του ὁ Ἅγιος τὰ ἔβγαλε καὶ τὰ ἔδωσε.
Ἤτανε δίπλα του ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τοῦ λέει: «Παπᾶ πρόσεξέ τον, γιατί αὐτὸν τὸν βλέπω στὴν πιάτσα».
Ναί, ναί, ναί, δὲν πειράζει, δὲν πειράζει.
Καὶ περπατῶντας τὸ τετράγωνο, αὐτὸς κάνει τὸ γῦρο τοῦ τετραγώνου ἀπὸ τὴν πολυκατοικία τὴν ἑπόμενη καὶ πάει στὸ δεύτερο στενό, καὶ κουτσαίνει πάλι καὶ ξαναπάει μπροστὰ στὸν Ἅγιο.
Καὶ ξαναβγάζει ἀπὸ τὴν ἄλλη τσέπη ὁ παπᾶς καὶ τὰ δίνει.
Θύμωσε ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τοῦ λέει:
Παπᾶ!!
Ναί, ναί, τὸ ἔχω ὑπόψη μου, τὸ ἔχω ὑπόψη μου.
Στὴν τρίτη φορὰ κάνει τὸ ἴδιο. Ἐκεῖ, τά ‘χασε, ἔχασε τὸν ἔλεγχο ὁ Παπαδιαμάντης καὶ τοῦ λέει:
Καλὰ δὲν βλέπεις βρὲ παπᾶ μου; Σήκωσε τὸ κεφάλι σου νὰ τὸν δεῖς. Ἀφοῦ εἶναι ὁ ἴδιος, φοράει τὰ ἴδια ροῦχα, τὰ ἴδια σκέρτσα κάνει.
Καὶ λέει:
Σώπα εὐλογημένε, εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μᾶς δοκιμάζει.