Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἀπό μικρό παιδί κούρνιαζε στά πόδια τῆς γιαγιᾶς του, ἡ ὁποία, εἶχε γνώσεις καί βιώματα τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Ἁπλά καί ταπεινά μετέδιδε αὐτά στόν μικρό της ἐγγονό, ὁ ὁποῖος κυριολεκτικά ρουφοῦσε ὅλο αὐτό τό πνευματικό γάλα πού τοῦ προσφερόταν.
    Τό ὄνειρό του ἦταν, ὅταν μεγαλώση νά ὑπηρετῆ τόν Χριστό, ὄχι μέσα στόν κόσμο ἀλλά νά γίνη μοναχός, νά ἀφιερωθῆ καί νά μπῆ σέ κάποιο μοναστήρι. Οἱ δικοί του, βέβαια, οὔτε νά τό ἀκούσουν ἤθελαν.

  • !

    Ἡ ὥρα τῆς στράτευσής του ἔφτ¬σε σέ ἡλικία 22 ἐτῶν. Ἀπό τόν Πει¬ραιᾶ γιά Θεσσαλονίκη, χρειάστηκαν μία ἑβδομάδα γιά νά φτάσουν μέ συνεχῆ θαλασσοταραχή. «Μή σκιαζώσαστένε, θά ἀρεβάρουμε (φθάσουμε) καλά».Ἀμέσως ἡ ἀτμόσφαιρα ἄλλαξε, ἡλιαχτιδα ἐλπίδας καί χαρᾶς ἁπλώθηκε σέ ὅλους, ἀναθάρρησαν οἱ ναῦτες, πού σταυροκοπήθηκαν μα¬ζί μέ τόν καπετάνιο. Μέ τό ξημέρωμα τῆς ἕκτης μέρας, ὁ καιρός γύρισε, ἡ θάλασσα ἠρέμησε.

  • !

    Μέ τό πρόσχημα τῆς φύλαξης τῶν ζώων ζήτησε νά ἐγκατασταθῆ κι αὐτός ἐκεῖ, στήνοντας τήν δική του καλύβα κοντά στίς καλύβες τῶν ζώων.
    Σέ κάποιον ἐμπιστεύτηκε, ὅτι δέν παρέλειψε ποτέ νά ἀγωνίζεται σάν μοναχός, γιατί ἔτσι αἰσθανόταν, κι ἂς μήν εἶχε τό σχῆμα. Ἐκτός ἀπό τόν κανόνα του, διάβαζε ὅλες τίς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου (Ἑσπερινό, Ἀπόδειπνο, Μεσονυκτικό, Ὄρθρο, Ὧρες).
    Μεγάλο καί σκληρό ἀγῶνα ἔκανε νά κρατηθῆ ἁγνός στήν ψυχή καί στό σῶμα.

  • !

    Μέχρι τόν τελευταῖο χρόνο τῆς ζω¬ῆς του, δέν ἔλειψε ποτέ ἀπό τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας καί πήγαινε κοντά στό Ἅγιο Βῆμα νά ὑπηρετῆ τόν ἐφημέριο, ὅπως στά παιδικά του χρόνια.
    Ἀπ᾿ ἔξω ἀπό τήν καλύβα του καί κάτω ἀπό μία κληματαριά εἶχε φτιάξει ξύλινα καθίσματα. Ἐκεῖ δεχόταν τά ἀπογεύματα, πολλούς ἐπισκέπτες πού εἶχαν ἀνάγκη νά ἀναπαυτοῦν καί νά καταθέσουν τά προβλήματά τους.
    Ἦταν ἄνθρωπος μεγάλης σωματικῆς ἀντοχῆς καί εἶχε πολλή ἀγάπη. Διψοῦσε γιά ἐλεημοσύνη, τήν ὁποία ἔκαμε πάντα κρυφά, παρ᾽ ὅλους τούς περιορισμούς πού εἶχε ὅταν ζοῦσε ὁ πατέρας του.

  • !

    Τήν ἄλλη μέρα, ὅταν πῆγαν στό σπίτι του, βρῆκαν τόν γέροντα νά ἔχη ἀναχωρήσει γιά τούς οὐρανούς. Πῶς ὅμως τόν βρῆκαν; Ἦταν γονατιστός στό πάτωμα μέ τά χέρια ἀκουμπισμένα στήν μέση τοῦ κρεββατιοῦ καί τό κεφάλι του γερμένο πάνω στά χέρια. Ἦταν ὁλοφάνερο ὅτι ἔφυγε σέ ὥρα προσευχῆς. Αὐτή τήν στιγμή διάλεξε ὁ Κύριος νά τόν πάρη κοντά Του.
    Τό πρόσωπό του κατά τήν κηδεία ἦταν γαλήνιο καί ροδαλό, χαρούμενο. Καθόλου δέν ἔδειχνε ὅτι εἶχε τήν ἡλικία τῶν ἐνενήντα δυό ἐτῶν. Κατά ἐπιθυμία του, εἶχε τοποθετηθῆ στά χέρια του ἕνα παλαιό Εὐαγγέλιο πού τό εἶ¬χε πάντα μόνιμο σύντρο¬φό του.

Ὁ κοσμοκαλόγηρος Δημήτριος ὁ καλυβίτης

 

Ὁ Δη­μή­τρης γεν­νή­θη­κε στίς 14 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 1903, στό χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κέρκυρας, καί βα­πτί­στη­κε στίς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1904, στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Κα­λυ­βί­του, ἀ­πό τόν ἔ­χοντα φή­μη ἁ­γί­ου ἐ­φη­μέ­ρι­ο τοῦ χω­ριοῦ παπα–Κων­σταντῆ. Ἦ­ταν τό δεύ­τε­ρο παι­δί τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας τοῦ Σπύ­ρου Γραμ­μέ­νου, τοῦ ἐ­πο­νο­μα­ζο­μέ­νου «Γαρ­δε­λῆ», καί τῆς Μα­ρί­ας Βέρ­γη. Ἡ για­γιά του (μη­τέ­ρα τοῦ πα­τέ­ρα του) λε­γό­ταν Λου­κί­α ἢ Λου­τσέ­τα, ὅ­πως τήν φώ­να­ζαν, καί ἦ­ταν ἐγ­γο­νή τοῦ παπα–Νι­κό­λα Κο­σκι­νᾶ.

Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν ἀ­πό τίς πλέ­ον εὐ­κα­τά­στα­τες τοῦ χω­ριοῦ. Εἶ­χαν σπί­τια, ἐ­λι­ές, ἀ­μπέ­λια, χω­ρά­φια, ζῶ­α, ἐ­λαι­ο­τρι­βεῖ­α. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν ση­μαῖ­νον πρό­σω­πο τοῦ χω­ριοῦ, ὁ δέ παπ­πούς του ἦ­ταν γι­ά χρό­νια προ­ε­στώς. Εἶ­χαν με­γά­λη πε­ρι­ου­σί­α καί ἀπα­σχο­λοῦ­σαν πολ­λούς ἐρ­γά­τες, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες.

Ὁ Δη­μή­τρης, ὡς πρῶ­τος ἀ­πό τά ἀρ­σε­νι­κά παι­διά, ἀ­νέ­λα­βε τήν εὐ­θύ­νη τῆς ἐρ­γα­σί­ας καί ἐ­πί­βλε­ψης ὅ­λης αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ου­σί­ας. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦ­ταν αὐ­στη­ρῶς πα­τρι­αρ­χι­κή. Κα­τά τά οἰ­κο­γε­νεια­κά ἤ­θη τῆς ἐ­πο­χῆς, τά παι­διά ἔ­πρε­πε νά δεί­χνουν τυ­φλή ὑ­πα­κο­ή στούς γο­νεῖς ἐφ᾿ ὅρου ζω­ῆς, εἰ­δι­κά στόν πα­τέ­ρα, πού τό­τε τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν «ἀ­φέντη».

Τά ἐν­δι­α­φέ­ροντα, ὅ­μως, τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν ἄλ­λα. Ἀ­πό μι­κρό παι­δί κούρ­νια­ζε στά πό­δια τῆς για­γιᾶς του Λου­τσέ­τας, ἡ ὁ­ποί­α, ὡς ἐγ­γο­νή πα­πᾶ, εἶ­χε γνώ­σεις καί βι­ώ­μα­τα τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης. Ἁ­πλά καί τα­πει­νά με­τέ­δι­δε αὐ­τά στόν μι­κρό της ἐγ­γο­νό, ὁ ὁ­ποῖ­ος κυρι­ο­λε­κτι­κά ρου­φοῦ­σε ὅ­λο αὐ­τό τό πνευ­μα­τι­κό γά­λα πού τοῦ προ­σφε­ρό­ταν. Τόν ἀ­νέ­παυ­αν, ὄ­χι μό­νο τά λό­για πού ἦ­ταν ὅ­λο εὐ­χές καί συμ­βου­λές ἀλ­λά καί ὅ­λη ἡ γε­μά­τη ἀ­γά­πη συμ­πε­ρι­φο­ρά της. Κα­τά και­ρούς, ἡ γρι­ά Λου­τσέ­τα εὐ­ω­δί­α­ζε τό­σο, πού με­ρι­κές γει­τό­νισ­σες, ὅ­ταν πα­ρα­τη­ροῦ­σαν τό φαι­νό­με­νο, κα­θώς ἦ­ταν ἄ­σχε­τες ἀ­πό τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, ἔ­λε­γαν πε­ρι­παι­κτι­κά: «Ἡ Λου­τσέ­τα ξελα­δί­ζει (βγά­ζει λά­δι, ἄ­ρω­μα) πά­λε. Ἐ­λᾶ­τε βο­ρές (βρέ) νά τσῆ (τῆς) μά­σου­με τό λά­δι». Ἡ ἴ­δια δέν κα­τα­λά­βαι­νε, για­τί τῆς συνέβαινε αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, καί ἔ­λε­γε ὅτι θά εἶ­χε μοιά­σει σέ κά­ποι­ον πρό­γο­νό της.

Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γράμ­μα­τα ὁ Δη­μή­τρης, τό μό­νο πού τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε ἦ­ταν νά δι­α­βά­ζη θρη­σκευ­τι­κά βι­βλί­α, ὅ­πως τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί τό νά βρί­σκε­ται κοντά στόν πα­πᾶ, νά τόν ὑ­πη­ρε­τῆ σέ ὅ­λες τίς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἀ­κο­λου­θί­ες καί νά βρί­σκε­ται μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό ὡς γραμ­μα­τι­κοῦ­δι (παι­δί πού ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τόν ἱ­ε­ρέ­α). Τό ὄ­νει­ρό του ἦ­ταν, ὅ­ταν με­γα­λώ­ση νά γί­νη καί αὐ­τός πα­πᾶς καί νά ὑ­πη­ρε­τῆ τόν Χρι­στό. Νά ὑ­πη­ρε­τῆ ὅ­μως τόν Χρι­στό, ὄ­χι μέ­σα στόν κό­σμο ἀλ­λά νά γί­νη μο­να­χός, νά ἀ­φι­ε­ρω­θῆ καί νά μπῆ σέ κά­ποι­ο μο­να­στή­ρι. Οἱ δι­κοί του, βέ­βαι­α, οὔ­τε νά τό ἀ­κού­σουν ἤ­θε­λαν. Στό μυα­λό τους εἶ­χαν νά τόν παντρέ­ψουν, γιά νά δι­α­χει­ρί­ζε­ται τήν με­γά­λη τους πε­ρι­ου­σί­α, ἀ­κό­μα κι ἂν γι­νό­ταν πα­πᾶς, ἀρ­κεῖ νά ἔ­με­νε στό σπί­τι.

Πῶς νά στα­θῆ ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος, ὅ­ταν ἡ νε­α­νι­κή του καρ­διά φλο­γιζό­ταν ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ, πού τοῦ ἔ­δι­νε ὤ­θη­ση νά φύ­γη;

Ὅ­μως, ποῦ νά πά­η; Χρή­μα­τα δέν εἶ­χε γι­ά νά φύ­γη ἐ­κτός Κέρκυρας. Εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τούς γο­νεῖς του δέν θά ἔ­παιρ­νε πο­τέ γι­ά ἕ­να τέτοιο ἐγ­χεί­ρη­μα. Ἀ­κό­μα καί ἂν πή­γαι­νε σέ κά­ποι­ο μο­να­στή­ρι τῆς Κέρκυρας, ὁ πα­τέ­ρας του θά τόν γύ­ρι­ζε σί­γου­ρα πί­σω. Ἔ­τσι, θά ἔ­πρε­πε νά κά­νη ὑ­πο­μο­νή καί ὑ­πα­κο­ή, ἕ­ως ὅ­του ἐ­νη­λι­κι­ω­θῆ καί πά­η στρα­τι­ώ­της˙ με­τά θά ἔ­βλε­πε τί θά γι­νό­ταν. Ἄλ­λω­στε εἶ­χε στήριγ­μα τήν ἁ­γι­α­σμέ­νη για­γιά του καί τόν σο­φό κα­τά Θε­ό καί χα­ρι­τω­μέ­νο γέ­ροντα Πνευ­μα­τι­κό του, ἐ­φη­μέ­ριο τοῦ χω­ριοῦ παπα–Κων­σταντῆ, πού τόν κα­θω­δη­γοῦ­σαν. Τήν προ­σευ­χή καί τόν ἐκ­κλη­σια­σμό εἶ­χε κα­τα­φύ­γιο καί ἐλ­πί­δα του.

Ἡ ὥ­ρα τῆς στρά­τευ­σής του ἔ­φτα­σε σέ ἡ­λι­κί­α 22 ἐ­τῶν. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρά πού ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό σπί­τι καί ἡ πρώ­τη φο­ρά πού ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα στά χέ­ρια του, αὐ­τά πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ πα­τέ­ρας του γι­ά ναῦ­λα. Πῆ­ρε τίς εὐ­χές ὅ­λων, ἀλ­λά πρό πάντων τῆς για­γιᾶς του, γιατί τίς εἶ­χε πο­λ­λή ἀ­νάγ­κη.

Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στήν Πρέ­βε­ζα μέ ἄλ­λους τέσ­σε­ρις συγ­χω­ρια­νούς συ­νο­μή­λι­κούς του καί ἀ­πό ἐ­κεῖ, με­τά τήν βα­σι­κή ἐκ­παί­δευ­ση, τούς ἔ­στει­λαν μέ­σῳ Πει­ραι­ᾶ στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἕ­να τα­ξί­δι ὅ­μως μέ πλοῖ­ο τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης καί ἐν και­ρῷ χει­μῶ­νος δέν ἦ­ταν εὔκο­λη ὑ­πό­θε­ση. Ἀ­πό τόν Πει­ραι­ᾶ γι­ά Θεσ­σα­λο­νί­κη, χρει­ά­στη­καν μί­α ἑ­βδο­μά­δα γιά νά φτά­σουν μέ συ­νε­χῆ θα­λασ­σο­τα­ρα­χή. Τό πλοῖ­ο ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο μέ στρα­τι­ῶ­τες καί πο­λε­μο­φό­δια πα­ρά­δερ­νε μέ­σα στά ἀ­φρι­σμέ­να καί ψη­λά σάν βου­νά κύ­μα­τα. Ὁ Δη­μή­τρης στρι­μωγ­μέ­νος κά­που στήν μέ­ση τοῦ κα­τα­στρώ­μα­τος δέν φο­βό­ταν, πα­ρ᾽ ὅ­λο πού ὅ­λοι εἶ­χαν πα­νι­κο­βλη­θῆ.

Οἱ συγ­χω­ρια­νοί του εἶχαν στραμ­μέ­νο τό βλέμ­μα τους στό ἀ­τά­ρα­χο καί γα­λή­νιο πρό­σω­πο τοῦ Δη­μή­τρη καί τοῦ φώ­να­ζαν ἱ­κε­τευ­τι­κά: «Δη­μή­τρη, κά­νε κά­τι, χα­νό­μα­στε!». Δι­αι­σθά­νονταν ὅ­τι ὁ Δη­μή­τρης, σάν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ, μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­ση μα­ζί Του μέ­σῳ τῆς κα­θα­ρῆς προ­σευ­χῆς του καί νά γλυ­τώ­σουν ἀ­πό αὐ­τόν τόν ἐ­φιά­λτη. Τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν αὐ­τοί, πού στό χω­ριό τόν χλεύαζαν καί τόν εἰ­ρω­νεύ­ονταν, ὡς ἀ­σχο­λού­με­νο μέ τά κα­λο­γε­ρι­κά.

Ὁ Δη­μή­τρης, ὅ­μως, δέν θυ­μό­ταν τί­πο­τα ἀ­πό αὐ­τά. Πο­νοῦ­σε βλέ­πο­ντας τήν ἀ­γω­νί­α καί τόν φό­βο τους καί ἔ­βγα­λε μέ δά­κρυ­α ἀ­πό μέ­σα του τήν πύ­ρι­νη προ­σευ­χή: «Θε­έ μου, γι­ά μέ­να δέν μέ νοιά­ζει, τό ξέ­ρεις, καί ἄν πνι­γῶ, θά ᾿ρθῶ κοντά Σου πι­ό γρή­γο­ρα. Ὅ­μως, τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου ὅ­λα τοῦ­τα φο­βοῦνται˙ πολ­λοί ἔ­χουν καί φα­μί­λια˙ ὡς Με­γα­λο­δύ­να­μος πού εἶ­σαι, βο­ή­θη­σέ μας. Πα­να­γί­α μου, σπλα­χνί­σου μας, ἅγι­ε Δη­μή­τρη μου, ἀ­ξί­ω­σέ μας νά φτά­σου­με στήν πό­λη σου σῶ­οι καί νά σέ εὐ­χα­ρι­στή­σου­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α σου…».

Πῆ­ρε τήν πλη­ρο­φο­ρί­α καί τούς κα­θη­σύ­χα­σε: «Μή σκι­α­ζώ­σα­στένε, θά ἀ­ρε­βά­ρου­με (φθά­σου­με) κα­λά». Οἱ χω­ρια­νοί ἠ­ρέ­μη­σαν, πίστε­ψαν, ἐνῶ οἱ ἄλ­λοι στρα­τι­ῶ­τες ρω­τοῦ­σαν: «Τί λέ­ει αὐ­τός, δέν βλέ­πει; Ἀ­πό στιγ­μή σέ στιγ­μή πνι­γό­μα­στε. Ἀ­φοῦ καί οἱ ναῦ­τες ἀπελ­πί­στη­καν». «Ὁ Δη­μή­τρης ξέ­ρει τί λέ­ει, εἶ­ναι ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ καί νά τόν πι­στεύ­ε­τε», ἀ­πάντη­σαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του. Ἀμέσως ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα ἄλ­λα­ξε, ἡ­λι­α­χτί­δα ἐλ­πί­δας καί χα­ρᾶς ἁ­πλώ­θη­κε σέ ὅ­λους, ἀ­να­θάρ­ρη­σαν οἱ ναῦ­τες, πού σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν μα­ζί μέ τόν κα­πε­τά­νιο. Μέ τό ξη­μέ­ρω­μα τῆς ἕ­κτης ἡ­μέ­ρας, ὁ και­ρός γύ­ρι­σε, ἡ θά­λασ­σα ἠ­ρέ­μη­σε.

Σάν ἔ­φτα­σαν στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, μέ τήν πρώ­τη εὐ­και­ρί­α, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πῆ­γαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁγί­ου Δη­μη­τρί­ου νά κά­νουν πα­ρα­κλή­σεις καί νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­σουν πού βο­ή­θη­σε στήν σω­τη­ρί­α τους. Ἔκ­πλη­κτος ἔ­μει­νε ὁ Δη­μή­τρης γι­ά τήν ὀ­μορ­φιά καί τήν με­γα­λο­πρέ­πεια τοῦ να­οῦ, ἀλ­λά ἀ­κό­μα πι­ό ἔκ­πλη­κτος γι­ά τήν ἔντο­νη καί δυ­να­τή οὐ­ρά­νια εὐ­ω­δί­α πού αἰ­σθάν­θη­κε. «Τί νά σοῦ πῶ», ἔ­λε­γε, «ὅ­λη ἡ ἐκ­κλη­σί­α ἐ­τρι­ώντι­ζε (εὐ­ω­δί­α­ζε). Μοῦ κα­ζό­του­νε (νό­μι­ζα) πού ‘­μου­να μέσ᾽ τόν Πα­ρά­δει­σο».

Με­τά τήν στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τεί­α, ὁ Δη­μή­τρης ἐ­πα­νῆλ­θε μέ τήν ἐλ­πί­δα νά πά­ρη εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­ση­ σέ Μο­να­στή­ρι. Ἀντι­με­τώ­πι­σε ὅ­μως τήν ἄρ­νη­σή του μέ τήν πρό­φα­ση, ὅ­τι ἔ­πρε­πε νά παντρευ­τοῦν οἱ ἀ­δελ­φές του πρῶ­τα κι ὕ­στε­ρα θά ἔ­βλε­πε. Τώ­ρα, κοντά στίς ἄλ­λες δου­λει­ές, τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε ἡ ἐ­κτρο­φή καί μέ­ρι­μνα ἀ­γε­λά­δων πού ἀ­γό­ρα­σε ὁ πα­τέ­ρας του καί τίς ἐγκα­τέ­στη­σε σέ ἕ­να με­γά­λο κτῆ­μα πού εἶ­χαν, ὄ­χι μα­κρυ­ά ἀ­πό τό χω­ριό, στήν θέ­ση Κου­νᾶ. Γι­ά τόν Δη­μή­τρη, αὐ­τό ἦ­ταν μί­α με­γά­λη εὐ­λο­γί­α καί δῶ­ρο ἀ­πό τόν Θε­ό, για­τί μέ τό πρό­σχη­μα τῆς φύ­λα­ξης τῶν ζώ­ων ζή­τη­σε νά ἐγ­κα­τα­στα­θῆ κι αὐ­τός ἐ­κεῖ, στήνοντας τήν δι­κή του κα­λύ­βα κοντά στίς κα­λύ­βες τῶν ζώ­ων.

Ἀ­παρ­νή­θη­κε εὐ­χα­ρί­στως τίς εὐ­ρύ­χω­ρες κά­μα­ρες μέ τούς λι­θό­κτι­στους τοί­χους καί τά σα­νι­δέ­νια πα­τώ­μα­τα τοῦ σπι­τιοῦ του, τά μα­λα­κά στρώ­μα­τα καί τά ζε­στά σκε­πά­σμα­τα τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ του, ἀ­κό­μα καί τά χορ­τα­στι­κά γεύ­μα­τα τοῦ τρα­πε­ζιοῦ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀντί αὐ­τῶν, προ­τί­μη­σε μί­α στε­νή κα­λύ­βα πέντε τ.μ. πε­ρί­που μέ κα­λα­μέ­νιους τοί­χους, πού εἶ­χε λά­τες (λα­μα­ρί­νες) γι­ά σκε­πή, τρεῖς σα­νί­δες καρ­φω­μέ­νες γι­ά κρεβ­βά­τι, μέ στρῶ­μα ἕ­να φθαρ­μέ­νο πά­πλω­μα τῆς για­γιᾶς του τόν χει­μῶνα καί μί­α ψά­θα τό κα­λο­καί­ρι. Γιά σκέ­πα­σμα εἶ­χε μό­νο μί­α πα­λαι­ά στρα­τι­ω­τι­κή κου­βέρ­τα καί γι­ά προ­σκέ­φα­λο μία πέ­τρα, τήν ὁ­ποί­α ἔ­κρυ­βε κά­τω ἀ­πό τό κρεββάτι.

Ἡ ἐ­πί­πλω­ση τῆς κα­λύ­βας ἦ­ταν μί­α κα­σε­λί­τσα γι­ά τά ροῦ­χα του καί ἕ­να τρα­πε­ζά­κι, πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε το­πο­θε­τή­σει τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γιᾶς καί τό χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε γι­ά νά γρά­φη καί νά δι­α­βά­ζη. Εἶ­χε ἀ­κό­μη μί­α σα­νι­δέ­νια κα­ρέ­κλα, λί­γα ρά­φια γι­ά βι­βλί­α, με­ρι­κές χάρ­τι­νες εἰ­κό­νες ἀ­ναρ­τη­μέ­νες, ἕ­να καντῆλι (ἀ­κοί­μη­το) κρε­μα­σμέ­νο μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γιᾶς, ἕ­να θυ­μια­τό, ἕ­να κη­ρο­πή­γιο καί ἕ­να κα­να­τά­κι γιά νε­ρό. Ὅ­λα αὐ­τά ἔ­φτα­ναν γι­ά νά αἰ­σθαν­θῆ μο­να­χός καί νά κά­νη τόν ἀ­γῶ­να του. Τοῦ ἔ­λει­πε ὅ­μως κά­τι πο­λύ βα­σι­κό. Δέν εἶ­χε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα βι­βλί­α, του­λά­χι­στον αὐ­τά, πού χρει­α­ζό­ταν γιά νά δι­α­βά­ζη τίς νυ­χθή­με­ρες ἀ­κο­λου­θί­ες πού πρέ­πει νά κά­νη ἕ­νας μο­να­χός.

Χρή­μα­τα δέν εἶ­χε νά τά ἀ­γο­ρά­ση καί ὁ ἀ­φέντης του φυσικά δέν τοῦ ἔ­δι­νε. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός πού εἶ­δε τήν ἀ­νάγ­κη του, οἰ­κο­νό­μη­σε και, μά­λι­στα, πλού­σια. Ἡ βι­βλι­ο­θή­κη τῶν συγ­γε­νῶν του Κο­σκι­νά­των Ἱ­ε­ρέ­ων ἔ­μενε ἀ­πό χρό­νια ἀ­χρη­σι­μο­ποί­η­τη, ἐπειδή ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἀπό­γο­νος, πού προ­ω­ρι­ζό­ταν γι­ά ἱ­ε­ρέ­ας, δέν ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά γί­νη. Οἱ δέ κό­ρες του, πα­ρα­μέ­νο­ντας ἀ­νύ­παντρες καί ἀ­γράμ­μα­τες κα­θώς ἦ­ταν, με­τα­χει­ρί­ζο­νταν τά βι­βλί­α ὡς κοι­νό χαρ­τί γι­ά πε­ρι­τύ­λιγ­μα ἢ προ­σά­ναμ­μα. Ὁ Δη­μή­τρης πο­νοῦ­σε πού ἔ­βλε­πε νά καταστρέφεται ὅ­λος αὐ­τός ὁ πνευ­μα­τι­κός πλοῦ­τος και, ἔ­τσι, τίς πα­ρα­κά­λε­σε νά τοῦ τά δώ­σουν. Ἐ­κεῖ­νες, ὅ­μως, βλέ­ποντας τόν ζῆ­λο του, θέ­λη­σαν νά τόν ἐ­κμε­ταλ­λευ­τοῦν καί τοῦ ζή­τη­σαν γι­ά κά­θε βι­βλίο νά ἐρ­γά­ζε­ται στά χω­ρά­φια τους μία ἡ­μέ­ρα και μά­λι­στα τό κα­λο­καί­ρι, ὅ­ταν οἱ μέ­ρες εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρες.

Ὁ Δη­μή­τρης, παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά, δέ­χτη­κε μέ χα­ρά, καί ἔ­τσι, μέ πο­λύ κό­πο καί ἱ­δρῶτα, ἀλ­λά καί πό­λε­μο ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του, ἀ­πέ­κτη­σε τά ἀ­γα­πη­μέ­να του βι­βλί­α. Αὐ­τά τά βι­βλί­α τά εἶ­χε κοντά του σέ ὅ­λη σχε­δόν τήν ζω­ή του, συντρο­φιά καί πα­ρη­γο­ριά, στήν μι­κρή καλύ­βα του, ἐ­κεῖ ὅ­που πέ­ρα­σε ὅ­λες τίς πα­γω­μέ­νες χει­μω­νι­ά­τι­κες νύ­χτες καί ἡ­μέ­ρες γι­ά πε­νήντα καί πλέ­ον χρό­νια τῆς ζω­ῆς του. Ἀλλά πῶς τά πέ­ρα­σε; Τά σκλη­ρά πνευ­μα­τι­κά του πα­λαί­σμα­τα καί τούς ἀ­γῶ­νες του μό­νο ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει.

Σέ κά­ποι­ον ἐμ­πι­στεύ­τη­κε, ὅ­τι δέν πα­ρέ­λει­ψε πο­τέ νά ἀ­γω­νί­ζε­ται σάν μο­να­χός, για­τί ἔ­τσι αἰ­σθα­νό­ταν, κι ἂς μήν εἶ­χε τό σχῆ­μα. Ἐκτός ἀ­πό τόν κα­νό­να του, δι­ά­βα­ζε ὅ­λες τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ νυχθημέρου (Ἑ­σπε­ρι­νό, Ἀ­πό­δει­πνο, Με­σο­νυ­κτι­κό, Ὄρ­θρο, Ὧρες).

Με­γά­λο καί σκλη­ρό ἀ­γῶ­να ἔ­κα­νε νά κρα­τη­θῆ ἁ­γνός στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα. Πά­λευ­ε νύ­χτα–μέ­ρα νά δα­μά­ση τήν εὔ­ρω­στη καί νεα­νι­κή του σάρ­κα μέ χί­λιους δυ­ό πει­ρα­σμούς πού τόν πε­ρι­τρι­γύ­ρι­ζαν, μέ­σα στόν κό­σμο πού ζοῦ­σε, συ­να­να­στρε­φό­με­νος καθημερι­νά μέ νε­α­ρές γυ­ναῖ­κες ἐρ­γά­τρι­ες στά κτή­μα­τα τοῦ πα­τέ­ρα του. Ἀ­γρυ­πνοῦ­σε κά­θε βρά­δυ μέ προ­σευ­χές καί γο­νυ­κλι­σί­ες. Ὁ ὕ­πνος του δέν ἦ­ταν πα­ρα­πά­νω ἀ­πό δυ­ό–τρεῖς ὧ­ρες τό εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο. «Μά κα­λά, Δη­μή­τρη, δέν κοι­μᾶ­σαι κα­θό­λου;» τόν ρωτοῦσαν οἱ χω­ρια­νοί, πού δι­ά­βαι­ναν ἀ­πό τόν δη­μό­σιο δρό­μο πού εἶ­ναι κοντά στό κα­λύ­βι του, καί ὅταν φώ­να­ζαν, αὐ­τός ἀ­μέ­σως ἀ­πο­κρι­νό­ταν. Ὁ Δη­μή­τρης, γι­ά νά κα­λύ­ψη τήν ἄ­σκη­σή του, τούς ἔ­λε­γε: «Κοι­μᾶ­μαι ὅ­λη νύ­χτα ἀλ­λά ἔ­χω ἐ­λα­φρύ ὕ­πνο καί σᾶς ἀπολο­γι­ῶ­μαι (ἀ­πο­κρί­νο­μαι) χω­ρίς νά ξυ­πνά­ω».

Τό φα­γη­τό τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν λί­γο καί λι­τό. Ἀ­πό τό σπί­τι του τόν πί­ε­ζαν νά τρώ­η πε­ρισ­σό­τε­ρο καί κα­λύ­τε­ρα γιά νά μήν ἀρ­ρω­στή­ση, ἐ­πει­δή καί ἐρ­γα­ζό­ταν σκλη­ρά καί κατ᾿ αὐ­τούς τό εἶ­χε με­γά­λη ἀνάγ­κη. Τούς ἔ­λε­γε ὅ­τι τό στο­μά­χι του δέν ἄντε­χε τό πο­λύ καί βα­ρύ φα­γη­τό. Κρα­σί ἔ­βα­λε στό στό­μα του μό­νον ὅ­ταν πλη­σί­α­ζε τά ἑ­βδο­μήντα του, κι αὐ­τό λί­γο καί νε­ρω­μέ­νο. Δέν τό δε­χό­ταν καί αὐ­τό τό στο­μά­χι του, ὅπως ἔ­λε­γε. Σέ πε­ρι­ό­δους νη­στει­ῶν ἐ­σκλή­ραι­νε πο­λύ τήν δί­αι­τά του. Ξη­ρο­φα­γί­α καί ἄ­λα­δο κά­θε μέ­ρα, ἔ­τρω­γε λίγο ἀ­φοῦ δι­ά­βα­ζε τόν Ἑ­σπε­ρι­νό πρός τήν δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά, δέν ἀ­δυ­νά­τι­ζε πο­λύ, δέν ἀρ­ρώ­σται­νε καί τό πρό­σω­πό του πα­ρέ­μει­νε νε­α­νι­κό καί ρο­δα­λό μέ­χρι τά βα­θιά του γε­ρά­μα­τα.

ΘΑΡ και­ρούς, ἔ­παιρ­νε ἄ­δεια ἀ­πό τόν ἀ­φέντη του καί ἐ­πι­σκε­πτό­ταν προ­σκυ­νη­μα­τι­κά τά ἀν­δρι­κά μο­να­στή­ρια τῆς Κέρκυρας, ὅ­πως τῆς Μυρ­τι­διώ­τισ­σας, τῆς Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσας, τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, ἤ πή­γαι­νε νά ἀ­σπα­στῆ τά ἱ­ε­ρά Λεί­ψα­να τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος καί τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας, προ­πάντων στίς πα­νη­γύ­ρεις καί στίς ἀ­γρυ­πνί­ες. Πα­ρό­λο πού στό σπί­τι του εἶ­χαν ἄ­λο­γα, προ­τι­μοῦ­σε νά πη­γαί­νη πε­ζός καί μά­λι­στα φορ­τω­μέ­νος μέ τό «στρα­ΐ­στρο» (ντορ­βά) μέ λά­δι καί κρα­σί, εὐ­λο­γί­ες γι­ά τά Μο­να­στή­ρια. Παντοῦ, ὅ­που πή­γαι­νε, ἦ­ταν κα­λο­δε­χού­με­νος ἀ­πό τούς μο­να­χούς, πού τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν, για­τί τούς ἀ­νέ­παυ­ε. Τούς βο­η­θοῦ­σε μέ ζῆ­λο στόν φόρ­το τῆς δι­α­κο­νί­ας τους, εἰ­δι­κά στίς πα­νη­γύ­ρεις. Οἱ ἡ­γού­με­νοι καί τῶν τρι­ῶν μο­να­στη­ρι­ῶν (ὁ Καλ­λί­νι­κος τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, ὁ Ἀμ­βρό­σιος τῆς Μυρ­τι­διώ­τισ­σας καί ὁ Προ­κό­πιος τῆς Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσας) τοῦ ἔ­κα­ναν συ­νε­χῶς προ­τά­σεις νά μο­νά­ση κοντά τους. Ὁ ἀ­φέντης του ὅ­μως δέν ἐ­νέ­δι­δε: «Ποῦ θά ἀ­φή­σεις ἐ­μᾶς, τίς ἀ­δελ­φά­δες σου πού εἶ­ναι ἀ­νύ­παντρες, ποι­ός θά τίς κοι­τά­ξει, ἂν δέν παντρευ­τοῦ­νε;». Καί ἔ­τσι, ἔ­με­νε ὁ Δη­μή­τρης χω­ρίς τό σχῆ­μα πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε.

Κά­πο­τε στήν Πλα­τυ­τέ­ρα συ­ναντή­θη­κε καί γνω­ρί­στη­κε μέ τόν μα­κα­ρι­στό Γέ­ροντα Φι­λό­θε­ο Ζερ­βά­κο. Ὁ πα­τήρ Φι­λό­θε­ος τόν συμπάθη­σε καί ἄ­νοι­ξε ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α μα­ζί του. Σέ ἕ­να γράμ­μα, τοῦ πρό­τει­νε νά πά­η νά μο­νά­ση στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί νά τόν συ­στή­ση νά μπῆ σκευ­ο­φύ­λα­κας τοῦ Πα­να­γί­ου Τά­φου, πού ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό χρει­ά­ζονταν. Γι­ά τόν Δη­μή­τρη, ὅ­πως ἔ­λε­γε, ἄ­νοι­ξαν οἱ οὐ­ρα­νοί, ἔ­λαμ­ψε ὁ­λό­κλη­ρος. Τέ­τοι­α τι­μή καί τέ­τοι­α χα­ρά δέν τήν πε­ρί­με­νε, νά βρε­θῆ καί νά ὑ­πη­ρε­τή­ση στόν Ζω­ο­δό­χο Τά­φο τοῦ ἀγα­πη­μέ­νου Χρι­στοῦ. Πε­τοῦ­σε καί χαι­ρό­ταν. Γρή­γο­ρα ὅ­μως τόν προ­σγεί­ω­σε ὁ ἀ­φέ­ντης του: «Μά­ζω­σε τό μυα­λό σου, ποῦ θά βρεῖς τά λε­φτά γι­ά νά πᾶς, για­τί ἀ­πό ἐ­μέ­να μή στο­χά­ζε­σαι νά πά­ρης οὔ­τε φράγ­κο». Σκο­τεί­νια­σε πά­λι ὁ ὁ­ρί­ζο­ντας γι­ά τόν Δη­μή­τρη. Ἀπάντη­σε πε­ρί­λυ­πος στόν πα­τέ­ρα Φι­λό­θε­ο: «Δέν ξέ­ρεις, πό­σο τό λα­χτα­ροῦ­σα αὐ­τό καί πό­σο ἡ καρ­δί­α μου εἶ­ναι πλη­γω­μέ­νη ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ἐ­πι­θυ­μί­α μου, ὁ Θε­ός τό ξέ­ρει. Ὅ­μως, δέν κα­τέ­χω οὔ­τε μί­α δραχ­μή, ποῦ νά βρῶ τά ναῦ­λα;».

Ὁ πα­τέ­ρας του κά­θε Κυ­ρια­κή τοῦ ἔ­δι­νε μό­νο μι­σή δραχ­μή γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­φτα­σε σέ ἡ­λι­κί­α τρι­αντα­ε­πτά ἐ­τῶν καί νό­μι­σε, ὅ­τι πλέ­ον μπο­ροῦ­σε νά δι­α­θέ­ση τόν ἑ­αυ­τό του κα­τά τήν ἔν­θε­ο ἐ­πι­θυ­μί­α του, νά γί­νη μο­να­χός. Συ­νεν­νο­ή­θη­κε κρυ­φά μέ τό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσας, πού ἦ­ταν τό πι­ό μα­κρι­νό ἀ­πό τό χω­ριό, καί τό ἀ­πο­με­σή­με­ρο τῆς Κυ­ρια­κῆς τῆς Τυ­ρι­νῆς τοῦ ἔ­τους 1940, ὁ ἡγού­με­νος τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ ἔ­στει­λε ἕ­ναν μο­να­χό μέ δυ­ό μου­λά­ρια, πιστεύοντας ὅτι αὐ­τήν τήν μέ­ρα δέν θά τούς ἔ­βλε­πε κα­νέ­νας ἀ­πό τούς χω­ρια­νούς λό­γῳ τῆς γι­ορ­τῆς τῆς Ἀπο­κριᾶς, για­τί ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι στό χω­ριό, ὅ­που εἶ­χαν χο­ρούς. Μά­ζε­ψε τά λι­γο­στά του πράγ­μα­τα καί ἔφυ­γαν.

Ἔγινε με­γά­λη ἀ­να­στά­τω­ση στό σπί­τι σάν ξη­μέ­ρω­σε καί δέν εἶ­δαν τόν Δη­μή­τρη, νἄρ­θη καί κα­τά τήν συ­νή­θεια νά φέ­ρη τό γά­λα. Πῆγαν νά δοῦν καί βρῆ­καν τά ζωντα­νά μό­να­ τους. Δέν ἤ­θε­λαν νά τό πι­στέ­ψουν. Ἀ­να­ρω­τι­ό­νταν, τί νά τοῦ συ­νέ­βη­κε, ποῦ νά πῆ­γε χω­ρίς νά τούς ρω­τή­ση, αὐ­τός πού ἦ­ταν πά­ντα ὑ­πά­κου­ος καί ὑ­πο­τασ­σό­με­νος. Μοι­ρο­λο­γοῦ­σε ἡ μά­ννα, ἔ­κλαι­γαν οἱ ἀ­δερ­φές. Ὁ πα­τέ­ρας θύ­μω­σε, τοῦ μπῆ­κε λο­γι­σμός: «Σι­ά­ζο­μαι (φο­βοῦ­μαι), ὅ­τι αὐ­τός, μέ τά ἁ­γι­ω­τι­κά καί τούς κα­λο­γέ­ρους πού ἀ­να­κα­τευ­ό­τα­νε, ἐ­μί­σε­ψε (ἔ­φυ­γε) γι­ά κα­νέ­να Μο­να­στή­ρι». Ἔβα­λε ἀν­θρώ­πους νά γυ­ρί­σουν ὅ­λα τά μο­να­στή­ρια. Δέν ἄρ­γη­σαν νά τόν ἀ­να­κα­λύ­ψουν στήν Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσα. Τοῦ με­τέ­φε­ραν τήν ἐντο­λή τοῦ πα­τέ­ρα του: «Νά γυ­ρί­ση δε­λέγ­κου (χω­ρίς δεύ­τε­ρη κου­βέντα) σπί­τι». Ὁ Δη­μή­τρης ὅ­μως δέν πεί­στη­κε νά τούς ἀ­κο­λου­θή­ση οὔ­τε μέ τό κα­λό οὔ­τε μέ τίς ἀ­πει­λές πού τοῦ με­τέ­φε­ραν. Γύ­ρι­σαν στόν πα­τέ­ρα του καί τοῦ εἶ­παν: «Ὁ γυιός σου ἔ­χει ποντή­λιο (πεῖ­σμα) καί θέ­λει νά κά­τση στό μο­να­στή­ρι γιά πάντα».

Λυ­πή­θη­καν πο­λύ ἡ μά­ννα καί οἱ ἀ­δελ­φές του σάν τό ἄκου­σαν, καί πα­ρώ­τρυ­ναν τόν ἀφέ­ντη νά πάη ὁ ἴδιος νά τόν φέ­ρη. «Ἐ­γώ νά πάω;», ἔλε­γε, «νἄρ­θη ὁ ἴδιος καί νά πέ­ση ἐ­πί γό­να­τος νά τόν ἐσυ­μπα­θή­σω (συγ­χω­ρή­σω), πού τόν εἶ­χα νοι­κο­κύ­ρη στό βι­ός μου καί στά κτή­μα­τά μου καί δέν στει­μά­ρη­σε (δέν εἶ­δε τό συμ­φέ­ρον του) μ᾽ ὅ­λα τά κα­λά πού εἶ­χε καί πῆ­γε τσού κα­λο­γέ­ρους π᾿ ἔ­χουν τό­ση φτώ­χεια καί στάντα (ταλαιπωρία) καί δι­α­κο­νᾶ­νε (ζη­τια­νεύ­ουν) τήν στά­λα τό λά­δι».

Ὁ Δη­μή­τρης ὅ­μως ἄλ­λα κα­λά ἔ­βλε­πε ἐ­κεῖ πού πῆ­γε, ὅ­που ὁ πα­τέ­ρας του δέν μπο­ροῦ­σε νά δι­α­κρί­νη. Γι᾿ αὐ­το, δό­θη­κε ὁ­λό­ψυ­χα καί μέ ζῆ­λο, χω­ρίς πε­ρι­σπα­σμούς καί πε­ρι­ο­ρι­σμούς στίς ἀ­γα­πη­μέ­νες του ἀσκή­σεις· νη­στεί­α, ἀ­γρυ­πνί­α, προ­σευ­χή, στίς τό­σες κοι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες μέ τήν Ἀ­δελ­φό­τη­τα, πού μά­λι­στα στήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, πού μπῆ­κε στό μο­να­στή­ρι, εἶ­χαν μεγάλη διά­ρκεια καί ἦ­ταν γι­᾽ αὐ­τόν οἱ κα­λύ­τε­ρες ἀ­πο­λαύ­σεις. Ἀ­κού­ρα­στος στό δι­α­κό­νη­μά του μέ πλή­ρη αὐ­τα­πάρ­νη­ση. Ὁ Ἡ­γού­με­νος τόν κα­μά­ρω­νε, για­τί στά πάντα ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή. Τόν εἶ­χε ἀ­πό κοντά καί τόν κα­θω­δη­γοῦ­σε. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἁ­πλός, ἁ­γνός καί κα­θα­ρός τόν συμ­βου­λευ­ό­ταν ὁ Ἡγούμενος, για­τί ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἕ­να πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά­λα­βε, ὅ­τι εἶ­χε τό χά­ρι­σμα τῆς δι­α­κρί­σε­ως.

Στό Μο­να­στή­ρι εἶ­χαν κά­ποι­ους νέ­ους δό­κι­μους καί κα­τά σει­ρά τούς ἔ­κα­ναν κου­ρά μο­να­χοῦ. Γι­ά κά­ποι­ον ὁ Ἡ­γού­με­νος εἶ­χε ἀ­πο­φα­σί­σει νά τόν κά­νη κου­ρά καί ὁ Δη­μή­τρης στε­νο­χω­ρή­θη­κε. Ἔ­λα­βε τό θάρ­ρος καί εἶ­πε ἐμ­πι­στευ­τι­κά στόν Ἡ­γού­με­νο νά μήν κά­νη κά­τι τέ­τοι­ο, για­τί θά δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκάν­δα­λο στό Μο­να­στή­ρι καί λί­γες μέ­ρες με­τά τήν κου­ρά θά πε­τοῦ­σε τά ρά­σα. Ὁ Ἡ­γού­με­νος, ἂν καί τόν ἀ­γα­ποῦ­σε, τό θε­ώ­ρη­σε αὐ­θά­δεια νά ὑ­πο­δει­κνύ­η ἕ­νας δό­κι­μος στόν Ἡ­γού­με­νο, τί νά κά­νη σέ τέ­τοι­α σο­βα­ρά θέ­μα­τα. Τόν ἐπέπλη­ξε καί προ­χώ­ρη­σε στήν κου­ρά. Ὅ­μως ὁ Δη­μή­τρης δέν δι­α­ψεύ­σθη­κε, για­τι, ὅ­πως τοῦ τά εἶ­πε, ἔ­τσι πράγ­μα­τι ἔ­γι­ναν. Ἀ­κό­μη καί γι­ά κά­ποι­ον ἄλ­λον, πού ἤ­θε­λαν νά δι­ώ­ξουν ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι ὡς μή ἠ­θι­κό στοι­χεῖ­ο ἐ­πει­δή ἔ­λε­γε «ἀ­φαντό­λο­γα» (λό­για ἄ­πρε­πα), ὁ Δη­μή­τρης ἔ­πει­σε τόν Ἡ­γού­με­νο νά τόν κρα­τή­σουν. Τό ἐ­λάτ­τω­μά του, ἔλε­γε, ἦταν ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ ἐ­σω­τε­ρι­κά ἦ­ταν πεντα­κά­θα­ρος˙ καί κα­τά τόν Δη­μή­τρη ἐ­τρι­όντι­ζε (εὐ­ω­δί­α­ζε), ἐνῶ γιά τήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση τοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι μύ­ρι­ζε τρα­γί­λα.

Πλη­σί­α­ζε ὁ και­ρός νά ρα­σο­φο­ρε­θῆ ὁ Δη­μή­τρης καί ἦ­ταν πα­νευ­τυ­χής. Ὅ­μως στό χω­ριό, ὁ πα­τέ­ρας του εἶ­χε ἔρ­θει σέ δύ­σκο­λη θέ­ση. Τί νά κά­νη μέ τό­σες δου­λει­ές, πού τόν Μά­ϊ­ο μῆ­να ἐντεί­νονταν καί δέν τίς πρό­φθα­ναν; Ἔ­τσι, ὁ ἀ­φέντης ἀ­πο­φά­σι­σε, μιά καί τό­σον και­ρό πε­ρί­με­νε νά τόν φέ­ρη ἡ πεῖ­να στό σπί­τι, ὅπως νό­μι­ζε, νά πά­η ὁ ἴ­διος νά τόν φέ­ρη, με­τα­χει­ρι­ζό­με­νος μά­λι­στα δό­λο γι­ά νά τόν πεί­ση νά ἔρ­θη. Πῆ­ρε μέ ἕ­ναν ἄλ­λο ἀ­δελ­φό του τό ἀ­γο­ραῖ­ο αὐ­το­κί­νη­το τοῦ χω­ριοῦ καί ἔφθα­σαν στό Μο­να­στή­ρι τήν ὥρα τῆς Τρα­πέ­ζης. Μό­λις τούς ἀντι­λή­φθη­κε ὁ Δη­μή­τρης, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος, τό φα­γη­τό ἔ­γι­νε κόμ­πος στόν λαι­μό του καί πῆ­γε νά πνι­γῆ ἀ­πό τήν τα­ρα­χή καί τήν στε­νο­χώ­ρια του. Τοῦ εἶ­παν, ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα του ἦ­ταν δῆ­θεν πο­λύ ἄρ­ρω­στη, στά τε­λευ­ταῖ­α της, καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά τόν δῆ γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά πρίν πε­θά­νη. Τούς πί­στε­ψε ὁ Δη­μή­τρης καί ζή­τη­σε τήν εὐ­χή καί τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου νά τούς ἀκολου­θή­ση. Μό­λις ἔ­φθα­σαν στό χω­ριό ὁ Δη­μή­τρης κα­τά­λα­βε ὅ­τι πε­ρι­παί­χτη­κε, ἀλ­λά τί νά κά­νη; Νά γυ­ρί­ση στό Μο­να­στή­ρι καί νά πῆ, ὅ­τι ὁ πα­τέ­ρας του ἐ­ξα­πά­τη­σε αὐ­τόν καί τόν Ἡ­γού­με­νο; Ὁ σε­βα­σμός καί ἡ εὐ­θύ­νη γι­ά τήν ὑ­πό­λη­ψη τοῦ πα­τέ­ρα του, δέν τοῦ τό ἐ­πέ­τρε­παν. Ἔ­σκυ­ψε τό κε­φά­λι καί σκέ­φτη­κε νά πα­ρα­μεί­νη γι­ά λί­γο ἐ­κεῖ μέ­χρι νά ἀ­πο­φα­σί­ση τί θά κά­νει. Ὁ πα­τέ­ρας του ὅ­μως τόν πρό­λα­βε καί σέ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο πη­γαί­νει πά­λι μέ τό ἀ­γο­ραῖ­ο στό μο­να­στή­ρι, ζη­τώντας ἀ­πό τόν Ἡ­γού­με­νο τά πράγ­μα­τα τοῦ Δη­μή­τρη, για­τί δῆ­θεν εἶ­χε με­τα­νοι­ώ­σει καί δέν εἶ­χε σκο­πό νά ξα­να­πά­η στό μο­να­στή­ρι. Δεύ­τε­ρο πλή­γω­μα στήν καρ­διά τοῦ Δη­μή­τρη. Συμ­βου­λεύ­τη­κε τόν γέ­ροντα ἱ­ε­ρέ­α τοῦ χω­ριοῦ καί ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε νά κά­μη ὑ­πα­κο­ή καί ἐν και­ρῷ θά ἔ­βλε­πε, πῶς θά τά οἰκονομήσει ὁ Θε­ός. Ἔ­τσι, ξα­να­κλεί­στη­κε πά­λι στήν κα­λύ­βη του καί ξα­νάρ­χι­σε τούς κα­τά μό­νας πνευ­μα­τι­κούς ἀ­γῶ­νες του μέ καρ­τε­ρί­α καί αὐ­τα­πάρ­νη­ση.

Οἱ γο­νεῖς του πε­θαί­νοντας τοῦ ἄ­φη­σαν ἐντο­λή νά μεί­νη στό χω­ριό, γι­ά νά προ­στα­τεύ­ση τήν μί­α του ἀ­δερ­φή πού εἶ­χε μεί­νει ἀ­νύ­παν­δρη καί ἦ­ταν φι­λά­σθε­νη. Ἀλ­λά ὁ ζῆ­λος τοῦ Δη­μή­τρη, παρ᾿ ὅ­λη τήν ἡ­λι­κί­α τῶν 57 χρό­νων, πού ἦ­ταν ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ὁ πα­τέ­ρας του, ἦ­ταν νε­α­νι­κός. Πα­ρά­τη­σε τό χω­ριό καί τήν ἀ­δερ­φή του καί ἐ­νῶ, στό με­τα­ξύ, εἶ­χε κοι­μη­θῆ ὁ γέ­ροντας Ἀμ­βρό­σιος, πῆ­γε καί ἐγκα­τα­στά­θη­κε στό μο­να­στή­ρι τῆς Μυρ­τι­δι­ώ­τισ­σας μή λο­γα­ρι­ά­ζοντας τήν ἐντο­λή τοῦ πα­τέ­ρα του. Ἐ­κεῖ ὁ Δη­μή­τρης ἐ­πι­δό­θη­κε σέ με­γα­λύ­τε­ρες πνευ­μα­τι­κές ἀ­σκή­σεις ἀλ­λά καί σέ βα­ρι­ές χει­ρω­να­κτι­κές ἐρ­γα­σί­ες, για­τί τό Μο­να­στή­ρι, με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου, εἶ­χε πο­λύ ἀ­με­λη­θῆ. Ὁ δέ μο­να­χός πού τόν ἀ­ντι­κα­τέ­στη­σε πα­ρ᾽ ὅ­λο πού ἦ­ταν πολ­λά χρό­νια στό Μο­να­στή­ρι, δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τό κα­λό τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί ἀ­σχο­λεῖ­το πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ κο­σμι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἡ ἔντο­νη ἄ­σκη­ση καί οἱ βα­ρι­ές χει­ρω­να­κτι­κές ἐρ­γα­σί­ες, πού ἄ­με­τρα ἐ­πι­δό­θη­κε ὁ Δη­μή­τρης, εἶ­χαν σάν ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κλο­νι­σθῆ σο­βα­ρά ἡ ὑ­γεί­α του καί νά πέ­ση βα­ριά ἄρ­ρω­στος. Κατ᾿ ἐντο­λή τοῦ το­πι­κοῦ για­τροῦ, ἔ­πρε­πε νά με­τα­φερ­θῆ στό χω­ριό στό σπί­τι του, νά τοῦ γί­νη ἡ ἀ­πα­ραί­τη­τη θε­ρα­πευ­τι­κή ἀ­γω­γή, για­τί στό ἐ­ρη­μι­κό μέ­ρος πού ἦ­ταν τό Μο­να­στή­ρι δέν μπο­ροῦ­σε νά τοῦ προ­σφέ­ρη τί­πο­τα, καί ἂν πα­ρέ­με­νε ἐκεῖ σί­γου­ρα θά πέ­θαι­νε. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος τοῦ δι­ε­μή­νυ­σε νά κά­νη ὑ­πα­κο­ή στόν για­τρό καί ἔ­τσι, ἀ­κού­σια καί βε­βι­α­σμέ­να, βρέ­θη­κε πάλι ὁ Δη­μή­τρης στό σπί­τι του. Ὅ­μως, ἡ ἀ­σθέ­νειά του­ τρά­βη­ξε πο­λύ καί ἔ­κα­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό δυ­ό μῆ­νες νά ἀ­ναρ­ρώ­ση.

Σκέ­φθη­κε κα­λύ­τε­ρα τήν ἐντο­λή τοῦ πα­τέ­ρα του καί εἶ­δε, ὅ­τι ἴ­σως ἦ­ταν θέ­λη­μα Θε­οῦ νά ξα­ναμ­πῆ πά­λι στήν κα­λα­μέ­νια ἡ­συ­χα­στι­κή κα­λύ­βα του καί ἐκεῖ νά συ­νε­χί­ση κα­τά μό­νας τόν σκλη­ρό πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να του. Σ᾿ αὐ­τή τήν κα­λύ­βα, ἀ­σκή­τε­ψε σχε­δόν ἑ­ξῆντα χρό­ναι, μέ­χρι πού τόν πῆ­ραν τά γε­ρά­μα­τα καί ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά τήν ἐγ­κα­τα­λεί­ψη τόν χει­μῶ­να καί τά βρά­δια, για­τί συχνοαρρώσταινε. Ἂν καί ἀ­πέ­φευ­γε νά ἀ­να­φέ­ρη τίς πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες πού ἔ­ζη­σε στήν κα­λύ­βα αὐ­τή, ἦ­ταν βέβαιο ἀ­πό μισόλογα πού τοῦ ξέ­φευ­γαν, ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­σκέ­ψεις τῆς Πα­να­γί­ας καί πολ­λῶν Ἁ­γί­ων˙ πολ­λά πρω­ϊ­νά, ἂν τυ­χόν τόν ἔ­βλε­πε κα­νείς, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν φω­τει­νό καί ἔ­λαμ­πε. Ὁ Θε­ός, ὅ­πως ἔ­λε­γε, τόν φύ­λα­ξε ἀ­πό δαι­μο­νι­κές ἐ­πι­σκέ­ψεις καί μό­νο μί­α φο­ρά, ὅ­που τό ζή­τη­σε ὁ ἴ­διος χά­ριν πε­ρι­ερ­γείας, τό ἐ­πέ­τρε­ψε νά τόν ἐ­πι­σκε­φτοῦν καί νά γνω­ρί­ση τίς ἀ­παί­σι­ες καί ζο­φε­ρές μορ­φές τους, τίς ὁποῖες πε­ρι­έ­γρα­ψε.

Μέ­χρι τόν τε­λευ­ταῖ­ο χρό­νο τῆς ζω­ῆς του, δέν ἔ­λει­ψε πο­τέ ἀ­πό τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ χω­ριοῦ καί πή­γαι­νε κοντά στό Ἅγιο Βῆ­μα νά ὑ­πη­ρε­τῆ τόν ἐ­φη­μέ­ριο, ὅ­πως στά παι­δι­κά του χρό­νια. Ἂν καί ἤ­ξε­ρε πο­λύ κα­λά βυ­ζαντι­νή ψαλ­τι­κή, δέν ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν πο­τέ μέ τούς ψάλ­τες, ἐ­πει­δή στό χω­ριό χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τήν ἰ­δι­ά­ζου­σα ντό­πια ψαλ­τι­κή τέ­χνη. Βο­η­θοῦ­σε ὅ­μως μέ τίς γνώ­σεις του, για­τί στό τυ­πι­κό ἦ­ταν ἄ­ρι­στος, καί ἔ­τσι σέ κά­θε δυ­σκο­λί­α τόν συμ­βου­λεύ­ονταν ἢ ὁ ἴ­διος δι­ώρ­θω­νε τυ­χόν ἀ­βλε­ψί­α καί πα­ρά­λει­ψή τους.

Ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά δῆ (στόν ὕ­πνο του) τούς Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες νά συλ­λει­τουρ­γοῦν ἐ­κεῖ, στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ του, καί μά­λι­στα τόν κάλεσαν μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό νά τούς δι­α­κο­νή­ση. Τούς πε­ρι­έ­γρα­φε ὡς τρεῖς ἥ­λιους, πού φώ­τι­ζαν ὅ­λο τό Ἅγιο Βῆ­μα. Μά­λι­στα, τοῦ εἶ­παν νά πῆ στόν ψάλ­τη νά δι­ορ­θώ­ση τήν πα­ρα­τυ­πία­ πού ἔ­κα­νε, ὅ­ταν ἔ­ψα­λε πρίν ἀπό τό ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριο τό «Ἅ­γιος Κύ­ριος, ὁ Θε­ός ἡμῶν», για­τί ἦ­ταν κα­θη­με­ρι­νή ἡ­μέ­ρα˙ αὐ­τό ψέλ­νε­ται μό­νο πρίν ἀπό τό Ἀ­να­στά­σι­μο Ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριο τῆς Κυ­ρια­κῆς. Ἡ ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη πού εἶ­δε τό ὄ­νει­ρο δέν ἦ­ταν Κυ­ρια­κή για­τί, ἂν ἦ­ταν Κυ­ρια­κή, ὅ­πως ἔ­λε­γε, δέν θά ἔ­κα­νε ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τήν προ­σκο­μι­δή γο­να­τι­στός.

Οἱ συμ­βου­λές τοῦ Δη­μή­τρη δέν πε­ρι­ο­ρί­ζονταν μό­νο στόν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ τήν σο­φή ἁ­πλό­τη­τά του, ὅ­ταν τοῦ τό ζη­τοῦσαν, συμ­βού­λευ­ε γιά τά πάντα, ἔ­δι­νε λύ­σεις καί πα­ρη­γο­ροῦ­σε σέ οἰ­κο­γε­νεια­κά προ­βλή­μα­τα, σέ θέ­μα­τα ὑ­γεί­ας, σέ οἰ­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρει­ες, σέ ἀ­σθέ­νει­ες ζώ­ων καί φυ­τῶν, σέ δι­ε­νέ­ξεις τῶν χω­ρια­νῶν, σέ ὀ­δύ­νες πέν­θους καί θα­νά­του. Κά­πο­τε ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἕ­ναν ἑτοιμο­θά­να­το, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γω­νι­οῦ­σε καί ἔ­τρε­με βλέ­ποντας νά πλη­σιά­ζη τό τέ­λος του, καί τοῦ εἶ­πε ὁ Δη­μή­τρης: «Μή σκι­ά­ζε­σαι, ἅ­μα ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς καί κοι­νω­νή­σης, καί νά πε­θά­νης, δέν πε­θαί­νεις, θά εἶ­σαι πάντα ζωντα­νός». Γα­λή­νε­ψε καί ἀ­να­κου­φί­στη­κε ὁ ἄν­θρω­πος.

Ἀπ᾿ ἔ­ξω ἀ­πό τήν κα­λύ­βα του καί κά­τω ἀ­πό μία­ κλη­μα­τα­ριά εἶ­χε φτιά­ξει ξύ­λι­να κα­θί­σμα­τα. Ἐκεῖ δε­χό­ταν τά ἀ­πο­γεύ­μα­τα, ἐ­κτός χει­μῶ­να, πολ­λούς ἐ­πι­σκέ­πτες πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη νά ἀ­να­παυ­τοῦν καί νά κα­τα­θέ­σουν τά προ­βλή­μα­τά τους, ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τό χω­ριό ἀλ­λά καί ἀ­πό τά γύ­ρω χω­ριά. Ἦ­ταν τό ὑ­παί­θριο ἀρ­χοντα­ρί­κι του. Τούς κερ­νοῦ­σε νε­ρό ἀ­πό τό πη­γά­δι καί ὅ,τι φροῦ­τα βρί­σκονταν στό κτῆ­μα του. Γι­ά σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα καί ἁ­μαρ­τή­μα­τα δε­χό­ταν σέ νυ­κτε­ρι­νές ὧ­ρες. Με­γά­λα φορ­τί­α, μέ­χρι καί φό­νοι, ἐνα­πο­τέ­θη­καν στήν κα­λα­μέ­νια κα­λύ­βα του. Ἔ­τσι, ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔ­παιρ­ναν θάρ­ρος καί μέ τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη πού τούς ἐ­νέ­πνε­ε τό πρό­σω­πό του, κα­τέ­λη­γαν στόν Πνευ­μα­τι­κό πού τούς ὑ­πε­δεί­κνυ­ε, γιά νά λά­βουν τήν ἄ­φε­ση, νά κοι­νω­νή­σουν τῶν Ἀ­χράντων Μυ­στη­ρί­ων καί νά σω­θοῦν. Τό κα­λύ­βι του ἐ­πι­σκέ­πτονταν καί ἄν­θρω­ποι μέ πνευ­μα­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ροντα, ἀ­κό­μα καί ἱ­ε­ρεῖς, ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι, μο­να­χοί, καί ἄ­νοι­γε ἡ καρ­διά του, ὅ­ταν ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε μα­ζί τους γι­ά νά δώ­ση ἢ νά πά­ρη ἀ­πό αὐ­τούς.

Πέ­ρα­σε κά­πο­τε ἀ­πό τό κα­λύ­βι του, σέ ἐ­πο­χή χει­μῶ­να, ὁ Ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, πού τόν ἀ­γα­ποῦ­σε, καί ὁ Δη­μή­τρης τοῦ πρό­τει­νε νά κοι­μη­θῆ στό κα­λύ­βι του. Ὁ πα­τήρ Καλ­λί­νι­κος τό θε­ώ­ρη­σε εὐ­λο­γί­α καί δέ­χθη­κε μέ χα­ρά. Ὁ Δη­μή­τρης ἀ­πο­σύρ­θη­κε σέ ἕνα ἄλ­λο κα­λύ­βι, ὅ­που εἶ­χε τά ζῶ­α. Κα­τά τά ξη­με­ρώ­μα­τα πού πῆ­γε ὁ Δη­μή­τρης νά τόν ξυ­πνή­ση, τόν βρῆ­κε ὄρ­θιο, τρέ­μοντα, σχεδόν με­λα­νι­α­σμέ­νο, χω­ρίς νά ἔ­χη κοι­μη­θῆ κα­θό­λου ἀ­πό τό ὑ­περ­βο­λι­κό κρύ­ο. Ἀ­ναγ­κά­στη­κε ἔ­τσι ὁ Δη­μή­τρης, νά τόν πά­ρη στό χω­ριό καί νά τοῦ ἀ­νά­ψη φω­τιά νά συ­νέλ­θη, πρίν πά­η νά λει­τουρ­γή­ση στό δι­πλα­νό χω­ριό, ὅ­πως εἶ­χε προ­ο­ρι­σμό. Πλή­ρω­σε ὅ­μως αὐ­τήν τήν βρα­διά ὁ κα­λο­κά­γα­θος Ἡ­γού­με­νος μέ τρί­μη­νη νο­ση­λεί­α. Ἀ­κό­μη καί μέ­χρι τήν Ἀ­θή­να ἔ­φτα­σε, γι­ά νά γί­νη κα­λά.

Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος με­γά­λης σω­μα­τι­κῆς ἀντο­χῆς καί εἶ­χε πολ­λή ἀ­γά­πη. Δι­ψοῦ­σε γι­ά ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τήν ὁ­ποί­α ἔ­κα­με πάντα κρυ­φά, παρ᾽ ὅ­λους τούς πε­ρι­ο­ρι­σμούς πού εἶ­χε ὅ­ταν ζοῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας του. Στά φα­νε­ρά δέν ἔ­δει­χνε καί τό­σο ἐ­λε­ή­μων καί τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζαν μᾶλ­λον σκλη­ρό, για­τί φώ­να­ζε ὅ­ταν ἔ­κα­ναν ζη­μι­ές στά χω­ρά­φια του. Φώ­να­ζε καί ὅ­ταν ἔβλε­πε βέ­βαια νά ἀ­δι­κοῦνται ἄλ­λοι. Ἦταν πολύ ἐ­λεγ­κτι­κός ἀλ­λά πάντα μέ δι­ά­κρι­ση χω­ρίς νά ἐ­πι­δι­ώ­κη νά πλη­γώ­νη τόν ἄλ­λο. Αὐ­τό τό ἔ­κα­νε, ἀ­πό τήν μιά γι­ά νά δι­ορ­θώ­ση καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη γι­ά νά μή γί­νη ἀντι­κεί­με­νο σε­βα­σμοῦ καί ὑ­ψη­λῆς ἐ­κτί­μη­σης, κά­τι πού ἤ­θε­λε νά τό ἀ­πο­φύ­γη. Ἔ­λε­γε: «Ἐ­μέ­να, μή μέ πο­λυ­ζυ­γώ­νε­τε καί μή μέ πο­λυ­πει­ρά­ζε­τε, για­τί εἶ­μαι ἰ­δι­ό­τρο­πος. Δέν ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει, μα­κρυά ἀ­πό ἄν­θρω­πο ἀ­νύ­παντρο, για­τί ἔ­χει ὅλες τίς πα­ρα­ξε­νι­ές τοῦ κό­σμου ἀπά­νω του;».

Τήν ἀ­γα­θό­τη­τά του τήν γνώ­ρι­ζαν πε­ρισ­σό­τε­ρο τά ζῶ­α, κα­θώς εἶ­χε τρό­πο νά ἡ­με­ρεύ­η ἀ­κό­μα καί τά πι­ό ἄ­γρια, ὥ­στε νά στέ­κωνται φι­λι­κά κοντά του. Σέ ἕνα ἀμ­πέ­λι πού εἶ­χε, φι­λο­ξε­νοῦ­σε γι­ά πολ­λά χρό­νια ἕνα πε­λώ­ριο φί­δι, δεντρο­γα­λιά, τό ὁ­ποῖ­ο, μό­λις πή­γαι­νε ἐ­κεῖ καί τό φώ­να­ζε, ἔ­τρε­χε κοντά του, κα­θό­ταν στά πό­δια του καί ἔ­πι­νε τό γά­λα πού τοῦ ἔδι­νε. Μι­λοῦ­σε μέ τά ζῶ­α, μέ τά που­λιά, μέ τά με­λίσ­σια πού ἔ­τρε­φε, ἀ­κό­μη καί τά δέν­δρα καί τά ἄλ­λα φυ­τά, κα­θώς εἶ­χε εὐ­αι­σθη­σί­α καί στορ­γή γι­ά ὅ­λα, τά συμ­πο­νοῦ­σε καί τά πε­ρι­ποι­εῖ­το.

Πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα, ὅ­μως, εἶ­χε εὐ­αι­σθη­σί­α καί πο­νοῦ­σε γι­ά τίς ψυ­χές τῶν συ­ναν­θρώ­πων του, τῶν ζω­ντα­νῶν ἀλ­λά προ­πάντων τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων, γι­ά τίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­φι­έ­ρω­νε πο­λύ χρό­νο στήν προ­σευ­χή του. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὅ­μως γύ­ρω του δέν κα­τα­λά­βαι­ναν τήν διάθεσή του καί ἐνω­χλοῦ­νταν ἂν καμ­μιά φο­ρά προ­σπα­θοῦ­σε μέ πολ­λή διά­κρι­ση νά τούς συμ­βου­λεύ­ση ἤ μέ ἀ­γά­πη νά τούς ἐ­λέγ­ξη.

Ὅταν συν­δι­α­λε­γό­ταν μέ νέ­ους, ἐπε­σή­μαι­νε πά­ντα τήν ἀξί­α τῆς κα­θα­ρό­τη­τας καί τῆς ἁ­γνό­τη­τας ὥ­στε νά μή μο­λύ­νουν τήν πο­λύ­τι­μη καί ἀ­θά­να­τη ψυ­χή τους. Ἄν κά­ποι­ος ἦ­ταν κα­λο­προ­αί­ρε­τος, τοῦ ἔδι­νε νά δια­βά­ση πα­τε­ρι­κά βι­βλί­α ἤ βί­ους Ἁγί­ων. Στήν ἐ­πο­χή του, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Πνευ­μα­τι­κοί ἦταν πο­λύ αὐ­στη­ροί σέ θέ­μα­τα ἠ­θι­κῆς καί ἀντι­με­τώ­πι­ζαν σκλη­ρά τόν κά­θε πα­ρε­κτρε­πό­με­νο πού πήγαι­νε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ. Ὁ Δη­μή­τρης ἄν καί ἁ­γνό­τα­τος ἦ­ταν συγ­κα­τα­βα­τι­κός, τούς πα­ρη­γο­ροῦ­σε μέ ἁ­πλό­τη­τα καί τούς ἔ­δι­νε θάρρος, ὥ­στε νά μή δι­στά­ζουν νά ἐ­ξα­γο­ρεύ­ουν τά ἀ­το­πή­μα­τά τους στούς ἐ­ξο­μο­λό­γους, καί νά στε­ροῦ­νται ἔτσι τό Πο­τή­ριο τῆς Ζω­ῆς.

Στά τε­λευ­ταῖ­α δε­κα­πέντε πε­ρί­που χρό­νια τῆς ζω­ῆς του, ὁ Δη­μή­τρης δέν κα­τοι­κοῦ­σε πλέ­ον στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του κα­λύ­βα· τήν εἶ­χε ὅ­μως ὡς χῶ­ρο προ­σευ­χῆς καί με­ση­με­ρια­νῆς ἀ­νά­παυ­σης στούς κα­λο­και­ρι­νούς μῆ­νες. Τά βρά­δια καί τίς χει­μω­νι­ά­τι­κες μέ­ρες δι­έ­με­νε ἀ­ναγ­κα­στι­κά στό πα­τρι­κό του σπί­τι στό χω­ριό, καί για­τί ἡ ἡ­λι­κί­α του τό ἐ­πέ­βαλ­λε ἀλλά καί γι­ά νά φροντί­ζη τήν ἀ­νύ­παντρη ἀ­δελ­φή του, τήν κα­λο­κά­γα­θη Ἀ­φρο­δί­τη, πού ἦ­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη καί φι­λά­σθε­νη. Ὄ­χι ὅ­τι στό χω­ριό εἶ­χε καί πολ­λές ἀ­νέ­σεις, κα­θώς μέ πρό­σχη­μα τήν πα­ρά­δο­ση, προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀ­πο­φύ­γη τίς ὅ­ποι­ες εὐ­κο­λί­ες πα­ρέ­χει ἡ τε­χνο­λο­γί­α τῶν τε­λευ­ταί­ων ἐ­τῶν. Στό σπί­τι αὐ­το, ἐ­κτός ἀ­πό με­ρι­κές λάμ­πες χα­μη­λοῦ φω­τι­σμοῦ, δέν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη ἠ­λε­κτρι­κή συ­σκευ­ή. Μα­γεί­ρευ­αν, ὅ­πως πα­λιά, μέ ξύ­λα στήν «ὠγνίστρα», (γω­νια­κό τζά­κι), ὅ­που εἶ­χαν κα­θί­σμα­τα ἀ­πό κορ­μούς δέ­ντρων, στά ὁ­ποῖ­α κά­θονταν γι­ά νά ζε­στα­θοῦν τόν χει­μῶ­να. Ἐ­κεῖ ἔ­τρω­γαν, ἐ­κεῖ δι­ά­βα­ζε ὁ Δη­μή­τρης θρη­σκευ­τι­κά βι­βλί­α γιά νά ἀ­κού­η καί ἡ ἀ­δελ­φή του. Τό δά­πε­δο ἦ­ταν χω­μά­τι­νο καί ἡ σκε­πή κα­τά­μαυ­ρη ἀ­πό τούς κα­πνούς, ὅ­πως καί τά κα­τσα­ρο­λι­κά καί τά πή­λι­να δο­χεῖ­α πού μα­γεί­ρευ­αν. Τό βρά­δυ, ὁ Δη­μή­τρης ἀ­πο­συ­ρόταν σέ ἕ­να δω­μά­τιο ἄ­δει­ο καί σκο­τει­νό στό ἀ­νώ­γει­ο (δέν ἄ­νοι­γε πο­τέ τά πα­ρά­θυ­ρα), χω­ρίς θέρ­μαν­ση. Ἐ­κεῖ δι­ά­βα­ζε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες καί ἔκα­νε τίς προ­σευ­χές του. Κοι­μό­ταν ἐ­λά­χι­στα καί τά ὄ­νει­ρά του εἶ­χαν οὐ­ρά­νι­ες πα­ρα­στά­σεις. Κά­πο­τε εἶ­δε τόν πα­τέ­ρα Καλλίνι­κο νά ἱ­ε­ρουρ­γῆ στό ἐ­που­ρά­νιο θυ­σι­α­στή­ριο καί νά φο­ρᾶ ἱ­ε­ρά ἄμφια πού φεγ­γο­βο­λοῦ­σαν˙ τόν ἀ­σπά­στη­κε πα­τρι­κά.

Τόν τε­λευ­ταῖ­ο χρό­νο τῆς ζω­ῆς του, εἶ­χε ἐ­ξα­σθε­νή­σει πο­λύ και, ἐ­νῶ βα­σα­νι­ζό­ταν ἀ­πό πό­νους σέ ὅ­λο του τό κορ­μί, μέ τό ζό­ρι ἔ­παιρ­νε παυ­σί­πο­να. Τό φῶς του ἦ­ταν λι­γο­στό καί ἄ­κου­γε ἁ­μυ­δρά. Μέ πο­λύ κό­πο ση­κω­νό­ταν ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι καί περ­πα­τοῦ­σε ὑπο­βα­στα­ζό­με­νος. Ἡ ἀ­δελ­φή του εἶ­χε κοι­μη­θῆ στό με­τα­ξύ καί τόν φρόντιζε μί­α ἀνι­ψιά του μέ τόν ἄν­δρα της, τούς ὁ­ποί­ους εἶ­χε καταστήσει κλη­ρο­νό­μους τῆς πε­ρι­ου­σί­ας του.

Ζη­τοῦ­σε καί τοῦ ἔ­φερ­ναν κά­θε Κυ­ρια­κή ἀντί­δω­ρο. Ἀπό αὐ­τό ἔ­παιρ­νε ἀ­πό λί­γο κά­θε πρω­ΐ καί ἔ­πι­νε λί­γο ἁ­για­σμό. Μι­λοῦ­σε λί­γο καί μό­νο γι­ά πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ἐ­νῶ ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν πο­λύ νά μα­θαί­νη γι­ά μο­να­στή­ρια καί μο­να­χούς, εἰ­δι­κά τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους˙ ζη­τοῦ­σε ὀ­νό­μα­τα μο­να­χῶν νά τά βά­ζη στήν προ­σευ­χή του, ἔ­στω καί ἂν τοῦ ἦ­ταν ἄ­γνω­στοι. Ἔ­λε­γε: «Ἐ­δῶ πού στέ­κο­μαι δέν ἔ­χω τώ­ρα νά κά­νω τί­πο­τα ἄλ­λο ἀ­πό τό νά προ­σεύ­χω­μαι καί νά σκέ­φτω­μαι τό τα­ξί­δι μου».

Μέ δική του πρόσκληση πή­γαι­νε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας νά τόν κοι­νω­νή­ση. Τίς τε­λευ­ταῖ­ες ὅ­μως μέ­ρες, πα­ρό­λο πού τοῦ δι­α­μη­νοῦ­σε ἐ­πί­μο­να, ὁ ἐ­φη­μέ­ριος ἀ­μέ­λη­σε, ἐ­πει­δή ὑ­πο­λό­γι­ζε νά πά­η ὅ­ταν θά λει­τουρ­γοῦ­σε σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α κοντά στό σπί­τι τοῦ Δη­μή­τρη. Ἄλ­λω­στε δέν πί­στευ­ε ὅ­τι ὁ γέ­ροντας ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α του. Τε­λι­κά δέν πρό­λα­βε, κα­θώς, δυ­ό μέ­ρες πρίν ἀπό τήν Λει­τουρ­γί­α, ὁ Δη­μή­τρης πῆ­ρε μί­α ἐ­πεί­γου­σα κλή­ση νά φύ­γη. Πλη­σί­α­ζαν με­σά­νυ­χτα καί ὁ ἄν­δρας τῆς ἀνι­ψιᾶς του, ἀ­φοῦ τόν εἶ­χε τα­κτο­ποι­ή­σει γι­ά τή νύ­χτα, ἑ­τοι­μα­ζό­ταν νά φύ­γη, χω­ρίς νά ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται ὅτι ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α του νύ­χτα, για­τί δέν ὑ­πῆρ­ξε ἔν­δει­ξη γι­ά κά­τι τέ­τοι­ο. Τοῦ φά­νη­κε δέ πα­ρά­δο­ξο, ὅ­ταν ὁ Δη­μή­τρης τόν πα­ρα­κά­λε­σε πρίν φύ­γη νά τοῦ δώ­ση μιά μπου­κιά ψω­μί καί μι­ά γου­λιά κρα­σί.

Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, 29 Δε­κεμ­βρί­ου 1995, ὅ­ταν πῆ­γαν στό σπί­τι του, βρῆ­καν τόν γέ­ροντα νά ἔ­χη ἀνα­χω­ρή­σει γιά τούς οὐ­ρα­νούς. Πῶς ὅμως τόν βρῆ­καν; Ἦ­ταν γο­να­τι­στός στό πά­τω­μα μέ τά χέ­ρια ἀ­κου­μπι­σμέ­να στήν μέ­ση τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ καί τό κε­φά­λι του γερ­μέ­νο πά­νω στά χέ­ρια. Ἦ­ταν ὁ­λο­φά­νε­ρο ὅ­τι ἔφυ­γε σέ ὥ­ρα προ­σευ­χῆς. Αὐ­τή τήν στιγ­μή δι­ά­λε­ξε ὁ Κύ­ριος νά τόν πά­ρη κοντά Του.

Τό πρό­σω­πό του κα­τά τήν κη­δεί­α ἦ­ταν γα­λή­νιο καί ρο­δα­λό, χα­ρού­με­νο. Κα­θό­λου δέν ἔ­δει­χνε ὅ­τι εἶ­χε τήν ἡ­λι­κί­α τῶν ἐ­νε­νήντα δυ­ό ἐ­τῶν. Κα­τά ἐ­πι­θυ­μί­α του, στήν κη­δεί­α του προ­ΐ­στα­το ὁ Ἡγούμενος τῆς Μο­νῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, πα­τήρ Με­θό­διος, ἐ­νῶ, ἐ­πί­σης κα­τό­πιν ἐ­πι­θυ­μί­ας του, εἶ­χε το­πο­θε­τη­θῆ στά χέ­ρια του ἕ­να πα­λαι­ό Εὐ­αγ­γέ­λιο πού τό εἶ­χε πάντα μό­νι­μο σύντρο­φό του.

Ὁ Δη­μή­τρης στήν ἐ­πί­γεια αὐ­τή ζω­ή του δέν ἔ­κα­νε γά­μο, παι­διά, πε­ρι­ου­σί­α. Δέν ἀ­να­λώ­θη­κε σέ σπου­δές γι­ά δό­ξα, πλού­τη καί ἀνέσεις. Δέν πό­θη­σε ἀξι­ώ­μα­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, πα­ρά μό­νο τό σχῆ­μα τοῦ ἁπλοῦ μο­να­χοῦ, καί αὐ­τό τε­λι­κά δέν ἀξιώ­θηκε νά φο­ρέ­ση. Ξε­κί­νη­σε μέ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὅ­που δι­ά­βα­ζε καί ἔκα­νε πρά­ξη τό «εἴ τίς θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἐλ­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τόν καί ἀ­ρά­τω τόν σταυ­ρόν αὐ­τοῦ καί ἀ­κο­λου­θεί­τω μοι» (Ματθ. ι­στ΄, 24). Πλη­σί­α­σε στήν πρά­ξη τόν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Κα­λυ­βί­τη, κα­θώς «ἔ­πη­ξε τήν κα­λύ­βην πρό πυ­λῶν» τῶν γο­νέ­ων του καί «ἔ­θραυ­σε τῶν δαι­μό­νων τάς ἐ­νέ­δρας». Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κα­λυ­βί­της ἦ­ταν τό πρό­τυ­πό του. Στήν Ἐκ­κλη­σί­α του βα­πτί­στη­κε καί ἐ­τά­φη. Σάν τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη καί αὐ­τός, πε­θαί­νοντας δέν πῆ­ρε τί­πο­τε ἀ­πό τόν ψεύ­τι­κο αὐ­τό κό­σμο πα­ρά μό­νο τό ἅ­γιο Εὐ­αγ­γέ­λιο, πού τοῦ ἔ­δει­ξε τόν δρό­μο νά ἀ­παρ­νη­θῆ τόν κό­σμο καί νά πε­τύ­χη τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς.

Αἰωνία ἡ μνήμη του. Ἀ­μήν.