Τὸ Εὐαγγέλιο παραμένει πάντα προκλητικὸ στὸν κόσμο τοῦ ἐφησυχασμοῦ, τοῦ ἠθικισμοῦ καὶ τῆς αὐτάρκειας. Γιατί, περισσότερο ἀπ’ ὅποια ἄλλη Θρησκεία, ἰδεολογία ἢ διδασκαλία, «κτυπᾷ κέντρο». Διαγνώνει καὶ ἀποκαλύπτει τὴ νωθρότητα, τὴν πονηρία καὶ τὴν ἐγωκεντρικότητά μας, ὥστε καθένας ποὺ ἐπιθυμεῖ τὴν οὐσία τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀλήθεια της, νὰ μπορεῖ νὰ πορευτεῖ μὲ ἀσφάλεια.
Ἔτσι, ὅταν ὁ Χριστὸς διαχωρίζει τὴ Θέση του ἀπὸ ὅσους δὲν θέλουν νὰ σωθοῦν, λέγοντας πὼς «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν», αὐτόματα καθορίζει καὶ τὴν ἀφετηρία γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας.
Ἡ συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητας εἶναι βάση γιὰ τὴ βίωση τῆς μετάνοιας. Ὡστόσο ἡ ἀμαρτωλότητα ὅπως καὶ στὴ συνέχεια ἡ μετάνοια, εἶναι ὑπαρξιακὲς καταστάσεις ποὺ ἀναφέρονται στὸν ὅλο ἄνθρωπο, τὴ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι στὴν οὐσία της παράβαση κάποιου νόμου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ ἐσωτερικὴ ἀπομάκρυνση – ἑκούσια καὶ οὐσιαστική – ἀπὸ τὴν κοινωνία τῆς Θεϊκῆς Ἀγάπης. Οἱ ὅποιες ἁμαρτίες ὡς πράξεις, λόγια ἢ διαλογισμοί, εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ὄντως ἁμαρτίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ ἐπισήμανση αὐτῆς τῆς οὐσιαστικῆς καὶ συγχρόνως λεπτῆς ἁμαρτίας, καθίσταται δύσκολη στοὺς περισσότερους ἀνθρώπους, ὑπάρχουν οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ μᾶς τὴν ὑποδεικνύουν. Ὅπως τὰ συμπτώματα στὴν ἀσθένεια (πόνος, πυρετὸς κ.λ.π.) δὲν εἶναι ἡ ἀσθένεια, ἔτσι καὶ οἱ ὅποιες πράξεις, λόγια ἢ λογισμοί, εἶναι τὰ συμπτώματα τῆς ἀπόρριψης τῆς ἀγάπης, δηλαδὴ τῆς ἁμαρτίας.
«Ἡ μόνη ἁμαρτία τελικά, εἶναι ἡ θέληση νὰ καταστραφεῖ ὁ ἄλλος, ἔστω καὶ μόνο μὲ τὸ λόγο, ἔστω καὶ μόνο μὲ τὴν περιφρόνηση» (Πατέρας τῆς Ἐρήμου).
Ἡ συνειδητοποίηση πὼς «ἥμαρτον ὑπέρ την πόρνην» (Κοντάκιο Μεγάλης Τετάρτης) καὶ πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε στὸν κόσμον «ἁμαρτωλοὺς σῶσαι ὧν πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ» (Ἀπ. Παῦλος), δὲν εἶναι σχήματα λόγου. Γιατί «πᾶσα παρέκκλισις τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδίας ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐκλαμβάνεται ὡς πνευματικὴ «μοιχεία», ἤτοι παράβασις εἰς βάρος τῆς Θείας ἀγάπης» (Ἄρχιμ. Σωφρόνιος Ζαχάρωφ). Κι ἀλήθεια, ποιός μπορεῖ νὰ καυχηθεῖ πὼς δὲν περιέπεσαι σὲ τέτοιαν «μοιχείαν» ;
Στὰ βάθη τῆς ὕπαρξης, στὰ ἔγκατα τῆς καρδίας, διενεργεῖται τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας. Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος «εἰς ἑαυτὸν» ἀναλογίζεται τὴν κατάντια του, τὴν ἀθλιότητα του. Κι ἐκεῖ, ἀθόρυβα καὶ ἀδημοσίευτα, γίνεται ἡ νεκρανάσταση.
Ἡ προσέγγιση κάθε ἀνθρώπου, ἡ συνάντηση κάθε ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἀδιαπέραστο μυστήριο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μερικοὶ ἄνθρωποι προσέρχονται στὸ Θεὸ μέσῳ τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως, ἄλλοι μέσῳ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐτυχίας. Ἔτσι ἦταν καὶ ἔτσι θὰ εἶναι πάντοτε» (π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν).
Ἡ μετάνοια βασικὰ δὲν εἶναι μόνο ἡ συνειδητοποίηση τοῦ λάθους, ἀλλὰ ἡ ἀλλαγὴ στὸν τρόπο σκέψεως, στὴ νοοτροπία, στὴν ἀντίληψη γιὰ τὴ ζωή. Ὁ Ἰούδας κατάλαβε τὸ λάθος του ὥστε «μεταμεληθεῖς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῶον» (Μάτθ. 27,3-4), ἀλλὰ βρισκόταν στὴν ἴδια σκοτεινὴ κατάσταση, ὅπως καὶ πρίν. Γι’ αὐτὸ «καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο».
Χρειάζεται ἡ αἴσθηση πὼς ὁ Θεός μᾶς ἀγαπᾶ ὅπως εἴμαστε. Μᾶς ἀγάπησε μέσα στὴν ἀμαρτωλότητά μας καὶ δὲν θὰ πάψει νὰ μᾶς ἀγαπᾶ, ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸν σταυρώνουμε καὶ τὸν ξανασταυρώνουμε. «Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸ Σταυρὸ εἶναι ἡ κατάκριση τῆς κατάκρισης, ἡ καταδίκη τῆς καταδίκης» (Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής).
Μιὰ ἄλλη ἀντίληψη τῶν σχέσεων Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου. Ἄλλη διάσταση στὸν παραλογισμὸ τῆς ἀνθρώπινης κακίας. Δὲν ἀπαντᾶ στὴ γροθιὰ μὲ γροθιά, ἀλλὰ μὲ τὸ χάδι. Ἡ συνειδητοποίηση τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης, εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεταπήδησης ἀπὸ τὸ θάνατο τῆς ἁμαρτίας στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς μετάνοιας.
Σήμερα ποὺ ψηλαφοῦμε τὴν ἀδυναμία μας νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς δαιμονικὲς δυνάμεις, ποὺ συνειδητοποιοῦμε τὴ μοναχικὴ πορεία στὴ ζωή, ἡ ἐμπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα δῶρα. Γιατί εἶναι ἐμπειρία, ποὺ κανένας λόγος ἀνθρώπινος δὲν μπορεῖ ν’αμφισβητήσει ἢ ν’ανατρέψει. Κι ὡς ἐκ τούτου ἱκανὴ νὰ μεταμορφώσει τὴν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας σὲ ὀμορφιὰ Θεϊκῆς παρουσίας, τήν ‘πορνεία’ σέ ‘παρθενία’ καὶ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο σὲ χαρὰ ἀνεκλάλητη, καθὼς θὰ γεύεται ἐμπειρικὰ τὴ σωτηρία τῆς ὕπαρξής του.