Χριστὸς Ἀνέστη καὶ ζωὴ πολιτεύεται ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸν Κατηχητικὸ του Λόγο γιὰ τὸ Πάσχα. Ἀνέστη Χριστὸς καὶ ζωὴ πολιτεύεται σημαίνει ὅτι κυριαρχεῖ ἡ ζωὴ ἢ ἀλλιῶς ὑπάρχει ὄντως ζωὴ ἢ καὶ πιὸ συγκεκριμένα Ἀνέστη Χριστὸς καὶ μπορῶ νὰ ζῶ ὡς ἐλεύθερος πολίτης, εἶμαι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ πονηροῦ, εἶμαι ἐλεύθερος ἀπὸ τὸν θάνατο, ζῶ τὴν ὄντως ζωὴ ποὺ μοῦ τὴν χάρισε ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Κύριος.
Ἡ Ἀνάστασις λοιπὸν τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ ἱστορικὸ γεγονός. Εἶναι κάτι ἀσυγκρίτως ἀνώτερο καὶ σπουδαιώτερο ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ ἀναφέρει ἡ ἱστορία. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι πηγὴ ζωῆς, ἐλπίδος καὶ δυνάμεως πνευματικῆς ἀνυπολογίστου. Ἴσως κανεὶς δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰ ἐκφράσει πλήρως αὐτὴν τὴν δύναμη ποὺ ἐκπέμπεται ἀπὸ τὸν ἀναστάντα Κύριο καὶ μεταγγίζεται στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.
Ὁ Κύριος Ἰησούς Χριστὸς μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μένει σαράντα ἡμέρες ζῶντας μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὲς Του. Αὐτὲς οἱ ἡμέρες ἦταν μία μύηση καὶ μία μυσταγωγία, μία μαθητεία, θὰ λέγαμε, σὲ ἕνα μυστήριο. Πλέον οἱ μαθητὲς ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων δὲν θὰ ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ μέσῳ τῶν αἰσθήσεων καὶ τῆς συνήθους μορφῆς Του, ἀλλὰ μέσῳ τῆς πίστεως καὶ τῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων. Δὲν εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνη ποὺ εἶχαν γνωρίσει μέσα σ’ ἕνα σῶμα ποὺ εἶχε ὁ Χριστὸς προσλάβει γιὰ τὴν ἀγάπη τῶν ἀποστόλων καὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Δὲν εἶναι πλέον ὁ Χριστὸς ὁ φαινόμενος, ὁ ἁπλῶς ὁρώμενος, δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶχε γνωρίσει ἡ ἁγία Μαγδαληνή. Γι’ αὐτὸ ὅταν πῆγε νὰ τὸν ψηλαφήσει ἀπέτυχε καὶ ἄκουσε τὸ «μὴ μοῦ ἅπτου», διότι πήγαινε νὰ ἐγγίσει κάποιον ποὺ νόμιζε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ποὺ ἔβλεπε πρὸ τῆς ἀναστάσεως. Ὁ τωρινὸς ἦταν ὁ Χριστὸς «μετὰ τὸ παθεῖν», ὁ δοξασμένος, καὶ παίρνει αὐτὴ τὴν ἄφθαρτη ζωὴ μετὰ τὸ πάθος, ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔλαβε ὁ ἴδιος καὶ ὄχι αὐτὸ ποὺ οἱ μαθητὲς εἶχαν ἐνταφιάσει καὶ τὸ εἶδαν κατὰ τὴν ἀποκαθήλωση. Τώρα τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπόκειται στοὺς νόμους τῆς φθορᾶς καὶ τῆς φύσεως. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ψάλλομε «ὅσα ἠθέλησε ἐποίησε». Αὐτὸς εἶναι ὅπως λέγει ὁ γέροντας Αἰμιλιανός, «ὅ,τι καὶ ὅπως καὶ ὅσο παρουσιάζεται, ὡς ὅ,τι προσφέρεται, ὅσο προσφέρεται εἰς τοὺς μαθητὰς Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ διδόμενος, αὐτὸς εἶναι ὁ διαδιδόμενος, ὁ μεταλαμβανόμενος, ἀλλὰ ὅσο θέλει Ἐκεῖνος… χωράμε ἐμείς, ὅ,τι μποροῦμε ἐμείς, ὅ,τι καταλαβαίνομε ἐμείς, ὅ,τι θέλομε ἐμείς».
Ἂς προσπαθήσουμε λοιπὸν νὰ προσεγγίσουμε λίγο αὐτὸ τὸ μυστήριο καὶ νὰ κατανοήσουμε ἀπὸ μία μόνο ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ μετὰ τὴν ἀνάστασή Του στοὺς δύο μαθητὲς καθὼς ἦταν πορευόμενοι πρὸς τὴν κώμην Ἐμμαοὺς, ἡ ὁποία βρισκόταν λίγο μακρύτερα, «σταδίους ἑξήκοντα» (11 χιλιόμετρα) ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὴν ἐμφάνιση αὐτὴ τοῦ Κυρίου τὴν ἐξιστορεῖ μόνο ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκάς καὶ εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ πιὸ ζωντανὲς σκηνὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἀπὸ τὴν διήγηση αὐτῆς τῆς περικοπῆς φαίνεται πὼς οἱ δύο μαθητές, ὁ Κλεόπας (ἐκ τῶν ἑβδομήκοντα) καὶ ἴσως ὁ Λουκάς, ἦταν βαθιὰ θλιμμένοι καὶ ἀπελπισμένοι γιὰ τὰ γεγονότα τῶν τελευταίων ἐκείνων ἡμερῶν, δηλαδὴ γιὰ τὴν καταδίκη, τὴν σταύρωση καὶ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου τους Ἰησοῦ στὸν ὁποῖο εἶχαν στηρίξει τὶς μεσσιανικές τους ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες πλέον εἶχαν σβήσει παντελῶς. Παρ’ ὅλη ὅμως τὴν θλίψη τους ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸν Ἰησοῦ δὲν εἶχε σβήσει ἀπὸ τὶς ἁγνὲς καὶ εἰλικρινεῖς καρδιές τους. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τῆς συζητήσεώς τους, τὸ ὁποῖο ἀφοροῦσε τὸ πρόσωπό Του. Δὲν μπορούσαν νὰ κατανοήσουν, πῶς ξαφνικὰ ἀνατράπηκαν ὅλα καὶ μέσα σὲ λίγο χρόνο πέθαναν ὅλες τους οἱ ἐλπίδες μαζὶ μὲ τὸν ἀγαπημένο τους διδάσκαλο.
Ὅμως πάλι ξαφνικὰ καὶ ἀνέλπιστα ἐμφανίζεται σὲ αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς ὡς ἕνας ἄγνωστος συνοδοιπόρος καὶ τοὺς πλησιάζει ἐνῶ αὐτοὶ συνομιλοὺν μεταξύ τους. Ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος κάνοντας μόνο μία μικρὴ ἀναφορὰ στὸ γεγονὸς αὐτό, μᾶς λέει ὅτι «ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» ὁ Ἰησοῦς. Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκάς μᾶς ἀναφέρει πὼς «οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν ἐκρατοῦντο τοῦ μὴ ἐπιγνῶναι Αὐτόν». Σὲ αὐτοὺς τοὺς στίχους κρύβεται ἕνα μεγάλο καὶ πολὺ σημαντικὸ μυστήριο. Πλέον οἱ σχέσεις τῶν μαθητῶν μὲ τὸν Ἰησοῦ καὶ τῶν πιστῶν σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες ἀλλάζουν. Δὲν θέλει στὸ ἑξῆς ὁ Κύριος νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἀνθρώπινης μορφῆς Του ἀλλὰ διὰ τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐμπειρίας. Πουθενὰ καὶ σὲ κανένα εὐαγγέλιο δὲν ἀναφέρεται τὸ πῶς ἦταν ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ Του μορφή. Μόνο μέσῳ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως μποροῦμε λίγο νὰ Τὸν προσεγγίσουμε καὶ νὰ Τὸν εἰκονίσουμε. Ἴσως γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἱεροὶ εὐαγγελιστὲς δὲν μᾶς καταθέτουν καμμία τέτοια πληροφορία, γιὰ νὰ μυήσουν κι ἐμᾶς στὸ ἴδιο μυστήριο.
Ὁ Ἰησοῦς πλησιάζει τοὺς μαθητὲς καὶ ζητάει νὰ ποῦνε τί συζητοῦν μεταξύ τους καὶ εἶναι σκυθρωποί. Προσποιεῖται ἄγνοια γιὰ νὰ φανερώσουν οἱ ἴδιοι τὸ περιεχόμενο τῆς συζητήσεώς τους. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θέλει νὰ λάβει τὴν ἀφορμὴ, ὥστε νὰ τοὺς ὁμιλήσει καὶ νὰ τοὺς δώσει νὰ κατανοήσουν μέσα ἀπὸ τὶς προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅτι ὁ Μεσσίας εἶναι παθητὸς καὶ «ταῦτα ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ». Καθὼς ὅμως Κύριος τοὺς ὁμιλοῦσε καὶ τοὺς ἑρμήνευε τὶς Γραφὲς, οἱ καρδιὲς τῶν δύο μαθητῶν ἐφλέγοντο ἀπὸ τὸ θεϊκὸ πῦρ καὶ μία γλυκιὰ παρηγοριὰ καὶ εἰρήνη κυριαρχοῦσε μέσα τους. Τὸ εἶδος τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἕτερον ἀλλὰ ἡ ἐνέργεια τοῦ λόγου τῆς χάριτος καὶ τῆς παρουσίας ἦταν ἡ ἴδια καὶ γνώριμη. Οἱ δύο μαθητὲς ἔκπληκτοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν ξαφνικὴ καὶ ἀνέλπιστη ἐσωτερικὴ ἀλλαγὴ τῶν αἰσθημάτων τῆς καρδιᾶς των δὲν θέλουν νά ἀποσπαστοῦν ἀπὸ τὸν ἄγνωστο ἀκόμη συνοδοιπόρο τους καὶ ἐνῶ ἐκεῖνος «προσεποιεῖτο πορρωτέρω πορεύεσθαι», διότι εἶχαν πλησιάσει στὸ χωριὸ Ἐμμαούς, ἐκεῖνοι «παρεβιάσαντο αὐτὸν λέγοντες» τὴν τόσο βαθειὰ σὲ περιεχόμενο καὶ νόημα φράση «μεῖνον μεθ’ ἡμῶν, ὅτι πρὸς ἑσπέρα ἐστὶ καὶ κέκλικεν ἡ ἡμέρα. Καὶ εἰσῆλθε τοῦ μεῖναι σὺν αὐτοῖς». Ὁ Ἰησοῦς, εὐγενέστατος, προσποιήθηκε ὅτι θὰ περπατήσει μακρύτερα. Ὅμως οἱ μαθητὲς ἐπέμεναν πολὺ καὶ ὁ Κύριος δείχνοντας ἀκόμη μία φορᾶ τὴν ἄκρα εὐγένειά Του εἰσῆλθε καὶ ἔμεινε μαζί τους.
«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακλιθῆναι αὐτὸν μετ’ αὐτῶν, λαβών τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου αὐτοῖς. Αὐτῶν δὲ διηνοίχθησαν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἐπέγνωσαν αὐτὸν (ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου) καὶ Αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο ἀπ’ αὐτῶν». Βλέπουμε, λοιπὸν, πὼς ἀρχικῶς ὁ Χριστὸς συμπορεύεται μὲ τοὺς μαθητὲς κατὰ μυστικὸν τρόπον καὶ στὴ συνέχεια ἀποκαλύπτεται ὅλο καὶ καθαρώτερα. «Ἐγνώσθη αὐτοῖς ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Κάτι παρόμοιο συμβαίνει καὶ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐμφανίζεται «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» καὶ γνωρίζεται «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου», δηλαδὴ μέσῳ τῶν θείων Του μυστηρίων καὶ κυρίως τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ μεταλήψεως τοῦ σώματος καὶ αἵματὸς Του ἐν τῷ εἴδει τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου καὶ ἔχουμε ὅλην τὴν αἴσθησιν καὶ τὴν πληροφορία ὅτι μέσα μας εἰσῆλθε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς, ἄσχετα ἐὰν οἱ ὀφθαλμοί μας βλέπουν ψωμὶ καὶ κρασί.
«Καὶ Αὐτὸς ἄφαντος ἐγένετο». Στὴν κλάση τοῦ ἄρτου Τὸν γνώρισαν καὶ μόλις Τὸν γνώρισαν ἔγινε ἄφαντος καὶ ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια τους. Ἂν ὅμως ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν ἀναγνώριση ἔμενε δὲν θὰ Τὸν κατανοοῦσαν ὀρθά, διότι θὰ Τὸν ἐντόπιζαν καὶ θὰ Τὸν ἑρμήνευαν διαφορετικά. Θὰ θεωροῦσαν ὅτι εἶναι μόνο ἐκεῖ μαζί τους, ἐνῶ ὁ Κύριος εἶναι πανταχοῦ παρών. Ὅμως σὲ αὐτὴν τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὰ μάτια τῶν μαθητῶν βλέπουμε καὶ κατανοοῦμε ἕνα ἀκόμη μυστήριο ποὺ ἔτσι συνηθίζει νὰ ἐνεργεῖ ἡ πρόνοια τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ὁ Κύριος ἐνδημεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Πνεύματός Του καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸν θεωρεί, στὴν συνέχεια ἀναχωρεῖ, μέχρις ὅτου ἡ ψυχὴ ποὺ τὸν ἀγαπᾷ νὰ τὸν ποθήσει περισσότερο ὡς τὸ ἀκρότατον ἐφετόν της. Ὅσοι λοιπὸν Τὸν γνώρισαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἔχουν στὸ ἑξῆς μία ἐπιπλέον μαρτυρία τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ὅπου ἦταν οἱ αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, τώρα πλέον γίνεται ἕνα προσωπικὸ βίωμα καὶ μία προσωπικὴ μαρτυρία ὅτι ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος.
Ἡ προσωπικὴ μαρτυρία ὅτι ἀληθῶς ἀνέστη ὁ Κύριος μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ ἴδιος νίκησε τὸν θάνατο, συνέτριψε τὴν δύναμη τοῦ διαβόλου καὶ ὅτι ἐμεὶς δὲν εἴμαστε δέσμιοι τοῦ τάφου καὶ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ προορισμένοι γιὰ ζωὴ αἰώνια καὶ ἀνάσταση. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλ’ ἔχομε μεγαλύτερο δικαίωμα νὰ μετέχουμε, νὰ ἔχουμε μερίδιο, θέση στὴν ἀνέσπερη ἡμέρα τῆς βασιλείας Του καὶ πλήρη κοινωνία στὴν αἰώνια δόξα Του.
Τὸ βίωμα ὅμως αὐτὸ ἀπαιτεῖ δύο πράγματα. Τὸ πρῶτο εἶναι αὐτὸ ποὺ διατυπώνει ἕνας προσευχόμενος μοναχὸς ἐνώπιον τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου «….Κύριε, χθὲς κατάλαβα κάτι καινούργιο. Ὅτι δηλαδή, γιὰ νὰ ἔλθεις στὴν ψυχή, δημιουργεῖς πρῶτα κλίμα ταπεινώσεως. Πραγματικὰ, τί μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἐνώπιόν Σου ὅταν ἔρχεσαι μέσα μου, τί εἶμαι γιὰ Σένα περισσότερο ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχα πρὶν μὲ δημιουργήσεις». «Κύριε δῶσε τὴν ταπείνωση ποὺ θὰ Σὲ ἑλκύσει ἐντός μου. Μετὰ ὅλα Ἐσὺ θὰ τὰ δώσεις. Ὅταν ἔλθεις Ἐσύ, πόση ἐλευθερία καὶ εὐλογία πνευματικὴ θὰ φέρεις. Ποιός θὰ μπορέσει νὰ ἐκφράσει τὴν στοργικὴ ἁπλότητα μὲ τὴν ὁποία ἀναστρέφεσαι Κύριε μέσα στὴν ψυχὴ ποὺ ἐπισκέπτεσαι;…. Δὲν ἔχω νὰ κάμω τίποτε. Μόνο νὰ «κρεμασθῶ ἀπὸ τὸν Θεὸν» γιὰ νὰ μὲ ταπεινώσει καὶ νὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ….. Τον ἐρχομὸ Σου προαναγγέλλει μία βαθειὰ ταπείνωση ποὺ Σὺ ἐκχέεις μέσα στὴν ψυχή». Ἡ ταπείνωση λοιπόν.
Καὶ τὸ δεύτερο εἶναι νὰ συναντᾶς τὸν Χριστὸ «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ», νὰ συναντᾶς τὴν «μορφὴν» τοῦ Χριστοῦ στὰ πρόσωπα τῶν ἀδελφῶν σου. Κάθε ἐλάχιστος ἀδελφός μας εἶναι ὁ Χριστὸς «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ». Κάθε ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» καὶ ἡ τιμὴ τῆς εἰκόνος διαβαίνει στὸ πρωτότυπο. Ἡ Ἀνάστασις λοιπὸν συνεχίζεται καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀναστημένος Χριστὸς συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν ἱστορικὴ ἀνάσταση νὰ περπατᾶ μαζί μας καὶ νὰ μᾶς λέγει, νὰ μᾶς ἐξηγεῖ «τα περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὅπως λέγει ὁ γέροντας Αἰμιλιανός: ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖ ποὺ ὁ Θεὸς ἀναπαύεται, ἐκεῖ ποὺ ὁ Θεὸς ὑπάρχει, καὶ δὲν ὑπάρχει παρὰ ἐν ἑαυτῷ, καθ’ ἑαυτόν. Ἑπομένως, Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸς ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριο τῆς ἀδιαλείπτου ἑνώσεως ἀπὸ τώρα, μετὰ τὴν ἀνάσταση, τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγει «εἶμαι ζῶν ὡς πρὸς ἐσένα, ὅταν μὲ προσλαμβάνεις. Καὶ ἐγὼ ζῶ ἐν σοὶ καὶ σὺ ζῆς ἐν ἐμοί». Καὶ τελειώνοντας ἐπανερχόμαστε στὴν ἀρχὴ, «Χριστὸς ἀνέστη καὶ ζωὴ πολιτεύεται». Ζῶ γιὰ τὸν Χριστό, τὸν σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο. Ἡ ζωή μου ζητᾶ τὴν Ζωή, ἡ προσωπική μας ζωὴ ζητᾶ τὸ πρόσωπο, τὸ ζωντανό, τὸ μετὰ τὴν ἀνάσταση πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ζητεῖ τὸν Χριστὸν ὡς τὸν προσωπικὸν της Θεόν. Τότε ἡ ἀληθινὴ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως θὰ συνεχίζεται καὶ θὰ εἶναι μία μαρτυρία φωταυγής τῆς παρούσης ζωῆς καὶ ἀνταύγεια τῆς αἰωνίου, τῆς ἄλλης βιοτῆς. Ἰδοὺ ἕνας ἑλκυστικὸς ἀγῶνας γιὰ τὸ Πεντηκοστάριο, μέσα στὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς μὲ κάθε γιορτή, «μετὰ τὸ παθεῖν» καὶ μὲ κάθε τρόπο, ἐμφανίζει «τὸν ἑαυτό του ζῶντα ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις καὶ λέγων ἡμῖν περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».