Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ὁλοκληρωμένων ὑπάρξεων καὶ ὄχι μᾶζα, ἀποτελούμενη ἀπὸ κομμάτια. Τὸ πρόσωπο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς διαφοροποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία προσώπων ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν προσωπείων. Ἡ κοινωνία τῶν προσωπείων εἶναι τὸ σύνολο των εἰδώλων, τὸ σύνολο τῶν ἀποσπασματικῶν ὑπάρξεων, τὸ σύνολο τῶν μοναχικῶν ἀτόμων καὶ γι΄ αὐτό, τὸ σύνολο τῶν ψευδῶν ἑαυτῶν.

  • !

    Ἀντίθετα, μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἐπαναπαύεσαι. Ἡ ἐλευθερία ἐπιβεβαιώνει ἢ ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ τὶς ἐπιλογὲς καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ καλεῖ σ΄ αὐτὴ τὴν διαρκῆ ἀνοιχτὴ ἐπικοινωνία. Ὁ χειρότερος πειρασμὸς δὲν εἶναι ἡ ρήξη μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ ἀπόθεση τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ βύθιση σὲ μιὰ σχέση, ὅπου ὁ Δημιουργὸς ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναντίρρητη ὑπεροχὴ συντρίβει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

  • !

    Γιὰ τὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ κατάργηση τῆς ἀτομικότητας ἰσοδυναμεῖ μὲ καταστροφή. Γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ὅμως ἄνθρωπο, ἡ κίνηση αὐτὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἕνωση τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ἀγάπη. Εἶναι ἡ στιγμή, ποὺ ἀποκαλύπτεται μία διάσταση πέρα ἀπὸ τὸ «εἶναι» καὶ τὸν χωροχρόνο. Εἶναι ἡ στιγμὴ συνάντησης μὲ τὴν ἀληθινὴ φύση καὶ τὴν κατὰ χάριν θέωση. Ὁπότε φτάνει ἡ στιγμὴ ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι νὰ ἀγαπᾶ. Μὲ τὴν ἀγάπη διαστέλλεται καὶ παίρνει τὶς πραγματικές του διαστάσεις.«Ζω γιὰ τὸν ἄλλο» σημαίνει ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὁ ἄλλος δὲν εἶναι κἂν μιὰ προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἂν φτάσω σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ νιώσω ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ ἑαυτός μου, οὐσιαστικὰ θωρακίζω τὸ πρόσωπό μου.

  • !

    Γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε μεταβεῖ ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ γιατί ἀγαποῦμε τοὺς ἀδελφούς μας, γιατί δὲ ζοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ τῶν ὑπὲρ ὑμῶν Ἀποθανόντα καὶ Ἀναστάντα καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὶς ἀδελφές μας. Νιώθουμε ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάτι μαγικὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἔρθει μετὰ τὸ θάνατό μας, ἀλλὰ εἶναι μία αἴσθηση καὶ μιὰ πραγματικότητα, ἡ ὁποία συγκροτεῖ το «εἶναι» μας ἀπὸ σήμερα.

  • !

    Ἡ δύναμη νὰ ζήσω, νὰ κινηθῶ, νὰ χορέψω, νὰ μάθω γλῶσσες, νὰ σπουδάσω, νὰ ἀναπτύξω αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, πρέπει ὅλα μέσα στὴν ἐκκλησία νὰ ἐμβαπτιστοῦν, νὰ νοηματοδοτηθοῦν καὶ νὰ χάσουν μιὰ ἐγωιστικὴ κεντρομόλο φορά, βρίσκοντας μιὰ ἀντίστοιχη ἀγαπητικὴ φυγόκεντρο. Νὰ βροῦμε τὰ πάντα καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὰ δώσουμε στὸν ἄλλο κρυφά, ἀθέατα, χωρὶς κἂν τὴν ἀνάγκη εὐχαριστίας. Ἂς ξεχαστοῦμε, ἂς χαρεῖ ὁ κάθε εὐεργετημένος ἀπὸ τὰ ἀσήμαντα δῶρα μου, ἂς ζήσει εὐτυχισμένος, χωρὶς νὰ μὲ ξαναφέρει στὸ μυαλό του κι ἂς νιώσει ὅτι ἡ φύση του καὶ ἡ φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι φύση καλὴ καὶ μάλιστα «καλὴ λίαν». Κι αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση ἂς γίνει τρεῖς λέξεις: «Δόξα τῷ Θεῷ».

Πρόσωπα γινόμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία

 

Ὅταν ὁ Καλὸς Ποιμένας καλεῖ τὰ δικά του πρόβατα μὲ τ΄ ὄνομά τους καὶ τὰ ὁδηγεῖ, ἡ κλήση αὐτὴ ἀποτελεῖ εἴσοδο σὲ μιὰ ζωὴ κοινωνίας. Ἕνα ὄνομα, δοσμένο σὲ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους, ἀποκτᾶ συγχρόνως καὶ μοναδικότητα, καθὼς ἕνας μοναδικὸς ἄνθρωπος καλεῖται μέσῳ αὐτοῦ, ὄχι μόνο ΣΤΗΝ Ἐκκλησία ἀλλὰ καὶ ΣΕ Ἐκκλησία. Ὁ καθένας εἶναι ἕνα ὄνομα, μοναδικό, τὸ ὁποῖο ἀνακεφαλαιώνει τὸ ὅλον.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ὁλοκληρωμένων ὑπάρξεων καὶ ὄχι μᾶζα, ἀποτελούμενη ἀπὸ κομμάτια. Τὸ πρόσωπο εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα μας. Αὐτὸ ἀκριβῶς διαφοροποιεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς κοινωνία προσώπων ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν προσωπείων. Ἡ κοινωνία τῶν προσωπείων εἶναι τὸ σύνολο των εἰδώλων, τὸ σύνολο τῶν ἀποσπασματικῶν ὑπάρξεων, τὸ σύνολο τῶν μοναχικῶν ἀτόμων καὶ γι΄ αὐτό, τὸ σύνολο τῶν ψευδῶν ἑαυτῶν.

Ἡ κοινωνία τῶν προσώπων εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ γιὰ νὰ φτάσουμε σ’ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, πρέπει νὰ κινηθοῦμε τόσο ἐν ἐλευθερίᾳ ὅσο καὶ ἐν ἀγάπῃ. Ἡ λύση τοῦ προσωπείου εἶναι ἡ εὔκολη λύση, εἶναι ἡ λύση τῆς ἀκινησίας, τῆς παγίωσης τῶν ἀποστάσεων, τῆς ἐγκαθίδρυσης τῆς νεκρικῆς σιγῆς τῆς ἀδράνειας τοῦ εἰδώλου, ἔστω καὶ ἀν πολλὲς φορὲς δίνεται ἡ ἐντύπωση τῆς τάξης καὶ τῆς ἡσυχίας.

Ἀντίθετα, μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἐπαναπαύεσαι. Ἡ ἐλευθερία ἐπιβεβαιώνει ἢ ἀμφισβητεῖ κάθε στιγμὴ τὶς ἐπιλογὲς καὶ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ποὺ καλεῖ σ΄ αὐτὴ τὴν διαρκῆ ἀνοιχτὴ ἐπικοινωνία. Ὁ χειρότερος πειρασμὸς δὲν εἶναι ἡ ρήξη μὲ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ ἀπόθεση τῆς ἐλευθερίας καὶ ἡ βύθιση σὲ μιὰ σχέση, ὅπου ὁ Δημιουργὸς ἐκλαμβάνεται ὡς ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος, τοῦ ὁποίου ἡ ἀναντίρρητη ὑπεροχὴ συντρίβει τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

Πρέπει νὰ κινηθεῖς ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ ἂν τυχὸν δὲν κινηθεῖς ἐν ἐλευθερίᾳ, καὶ ἂν τυχὸν θελήσεις νὰ ἀποθέσεις τὸ ζυγὸ τῆς ἐλευθερίας, τότε δὲ θὰ νιώσεις ποτὲ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς, τὸ δυναμισμὸ καὶ τὴν πάλη της ζωῆς, τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχεις μέσα σου, τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ὁποία ἔχεις πλαστεῖ. Χωρὶς ἐλευθερία, τὰ δῶρα τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸν ἄνθρωπο θὰ μείνουν γιὰ πάντα ἀνενεργὰ καὶ ἀκατανόητα.

Ἡ φύση μας, ὅπως λέει ἡ ἀρχαία τραγωδία ἀλλὰ κι ὁ μέγας Βασίλειος, εἶναι νὰ ἀγαπάει. Ὅταν φτάσει κανεὶς σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ν’ ἀγαπᾶ, ὄχι συναισθηματικὰ ἀλλὰ νὰ νιώθει αὐτὸ ποὺ διδάσκει ἡ Θεία Λειτουργία, ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου, τότε παραχωρεῖ τὴν ὕπαρξή του στὸν ἄλλον.

Γιὰ τὸν κοσμικὸ ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ κατάργηση τῆς ἀτομικότητας ἰσοδυναμεῖ μὲ καταστροφή. Γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ὅμως ἄνθρωπο, ἡ κίνηση αὐτὴ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἕνωση τῆς ἐλευθερίας μὲ τὴν ἀγάπη. Εἶναι ἡ στιγμή, ποὺ ἀποκαλύπτεται μία διάσταση πέρα ἀπὸ τὸ «εἶναι» καὶ τὸν χωροχρόνο. Εἶναι ἡ στιγμὴ συνάντησης μὲ τὴν ἀληθινὴ φύση καὶ τὴν κατὰ χάριν θέωση. Ὁπότε φτάνει ἡ στιγμὴ ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι γεννήθηκε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του εἶναι νὰ ἀγαπᾶ. Μὲ τὴν ἀγάπη διαστέλλεται καὶ παίρνει τὶς πραγματικές του διαστάσεις.«Ζω γιὰ τὸν ἄλλο» σημαίνει ζωὴ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὁ ἄλλος δὲν εἶναι κἂν μιὰ προέκταση τοῦ ἑαυτοῦ μου, ἀλλὰ εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἂν φτάσω σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ νιώσω ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ ἑαυτός μου, οὐσιαστικὰ θωρακίζω τὸ πρόσωπό μου.

Λέγεται ὅτι οἱ μάρτυρες ἔπασχαν ὡς ἐν ἑτέρῳ σώματι. Ἡ ἀγάπη τους εἶχε μεταστεῖ στὸ Χριστὸ καὶ ὅταν οἱ δήμιοι κατέσφαζαν τὸ σῶμα, αὐτοὶ τὸ ἔβλεπαν τὸ σῶμα καὶ ἔπασχον «ὡς ἐν ἑτέρῳ σώματι». Ἤτανε σὰν νὰ ἤτανε τὸ σπίτι τους ἐγκαταλελειμμένο, γιατί ἡ ἀγάπη τους εἶχε μεταστεῖ στὸ Χριστό. Ὅταν νιώθεις ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ ἑαυτός σου, τότε εἶσαι ὀχυρωμένος καὶ δὲ φοβᾶσαι τίποτα. Τότε μπῆκες στὴν αἰώνια ζωὴ ἀπὸ σήμερα.

Γνωρίζουμε ὅτι ἔχουμε μεταβεῖ ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωὴ γιατί ἀγαποῦμε τοὺς ἀδελφούς μας, γιατί δὲ ζοῦμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ τῶν ὑπὲρ ὑμῶν Ἀποθανόντα καὶ Ἀναστάντα καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὶς ἀδελφές μας. Νιώθουμε ὅτι ἡ αἰώνια ζωὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι κάτι μαγικὸ ποὺ πιθανῶς θὰ ἔρθει μετὰ τὸ θάνατό μας, ἀλλὰ εἶναι μία αἴσθηση καὶ μιὰ πραγματικότητα, ἡ ὁποία συγκροτεῖ το «εἶναι» μας ἀπὸ σήμερα.

Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι αἰωνιότης. Εἴδαμε ὅτι ζοῦμε γιατί ἀγαπᾶμε τοὺς ἀδελφούς μας. Εἴδαμε ὅτι αὐτοὶ ποὺ μᾶς βοηθᾶνε εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης, δηλαδὴ εἶναι οἱ ταπεινοί, εἶναι οἱ ἅγιοι. Ἀκόμη κι ὅταν φύγουν ἀπ΄ αὐτή τη ζωή, ὁ ταπεινός, ποὺ προσεγγίζει καὶ ἀσπάζεται το λείψανο, νιώθει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὅτι ἡ ὕλη εἶναι ἔμβιος θείας χάριτος. Καὶ ἀκουμπῶντας ἕνας συντετριμμένος στὴν ὕλη αὐτή, γεμίζει ἀπὸ χάρη.

Ὅταν ἐμεῖς ἀποτραβιόμαστε διακριτικὰ γιὰ νὰ δώσουμε χῶρο στὸν ἄλλο, ὅταν δίνουμε τὴ δυνατότητα στὸν ἄλλο νὰ κινηθεῖ ἐλεύθερα, νὰ κάνει τὴ ζωή του, ἂν θέλετε καὶ νὰ σφάλλει κάποτε γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ἰσορροπία του, τότε νιώθουμε ὅτι ἀρχίζουμε νὰ ὑπάρχουμε. Ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἔχει τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ μέσα του, νιώθει ὅτι τρέφεται ἀπὸ ἄλλους καὶ δὲν θέλει νὰ σταματήσει νὰ δίνεται στοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα ἀθόρυβα καὶ ἀθέατα, διότι φαίνεται πὼς αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἡράκλειτος γιὰ τὴν φύση, ἡ ὁποία «κρύπτεσθαι φιλεῖν», ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐπιθυμεῖ νὰ κρύβεται, ὅπως αὐτὸ ἐπεθύμησε ὁ Χριστὸς καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό Του, τὰ λίγα χρόνια ποὺ ντύθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Ἡ δύναμη νὰ ζήσω, νὰ κινηθῶ, νὰ χορέψω, νὰ μάθω γλῶσσες, νὰ σπουδάσω, νὰ ἀναπτύξω αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, πρέπει ὅλα μέσα στὴν ἐκκλησία νὰ ἐμβαπτιστοῦν, νὰ νοηματοδοτηθοῦν καὶ νὰ χάσουν μιὰ ἐγωιστικὴ κεντρομόλο φορά, βρίσκοντας μιὰ ἀντίστοιχη ἀγαπητικὴ φυγόκεντρο. Νὰ βροῦμε τὰ πάντα καὶ στὴ συνέχεια νὰ τὰ δώσουμε στὸν ἄλλο κρυφά, ἀθέατα, χωρὶς κἂν τὴν ἀνάγκη εὐχαριστίας. Ἂς ξεχαστοῦμε, ἂς χαρεῖ ὁ κάθε εὐεργετημένος ἀπὸ τὰ ἀσήμαντα δῶρα μου, ἂς ζήσει εὐτυχισμένος, χωρὶς νὰ μὲ ξαναφέρει στὸ μυαλό του κι ἂς νιώσει ὅτι ἡ φύση του καὶ ἡ φύση ὅλων τῶν ἀνθρώπων εἶναι φύση καλὴ καὶ μάλιστα «καλὴ λίαν». Κι αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση ἂς γίνει τρεῖς λέξεις: «Δόξα τῷ Θεῷ».

Εἶναι ἡ ὥρα ποὺ κι ὁ εὐεργετημένος καὶ ἐγὼ καὶ ὅλοι μας, ἀνοιχτήκαμε στὸ ἄπειρο. Καὶ ἴσως ἀφήσει ὁ Θεὸς κάποιες ἀναμνήσεις μιᾶς περασμένης ζωῆς, βυθισμένης στὸν φόβο καὶ στὴν τσιγγουνιά, τὴν κάθε εἴδους τσιγγουνιά, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀναρωτιόμαστε στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων, πῶς ἀντέχαμε νὰ ζοῦμε μακριά Του.-

 

(Ἀνέκδοτη ὁμιλία ἀπὸ συνέδριο στὴν Ὀρθόδοξη Ἀκαδημία Κρήτης τὸ 1987)