Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σὰν καλιακούδα·
Κἂν ὁ Καλύβας ἔρχεται, κἂν ὁ Λεβεντογιάννης;
«Οὐδ’ ὁ Καλύβας ἔρχεται, οὐδ’ ὁ Λεβεντογιάννης·
Ὀμὲρ Βρυώνης πλάκωσε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες.
Ὁ Διάκος σὰν τ’ ἀγροίκησε, πολὺ τοῦ κακοφάνη·
Ψηλὴ φωνὴν ἐσήκωσε, τὸν πρῶτο τοῦ φωνάζει·
«Τὸ στράτευμά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια.
Δῶσ’ τους μπαρούτην περισσὴν καὶ βόλια μὲ τὲς φοῦχτες.
Γλήγορα· καὶ νὰ πιάσομεν κάτω στὴν Ἀλαμάναν,
Καλὰ ταμπόρια δυνατὰ ἔχει καὶ μετερίζια.» 91
Ἐπῆραν τὰ ἀλαφρὰ σπαθιὰ καὶ τὰ βαρεὰ τουφέκια,
Στὴν Ἀλαμάναν ἔφθασαν κι ἔπιασαν τα ταμπόρια·
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μὴ φοβηθεῖτε·
Ἀνδρεῖα, ὡσὰν Ἕλληνες, ὡσὰν Γραικοὶ σταθεῖτε.»
Ἐκεῖνοι ἐφοβήθηκαν κι ἐσκόρπισαν στοὺς λόγγους,
Ἔμειν’ ὁ Διάκος στὴν φωτιὰ μὲ δεκοχτὼ λεβέντες,
Τρεῖς ὧρες ἐπολέμαε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες.
Σχίσθηκε τὸ τουφέκι του κι ἐγίνηκε κομμάτια.
Καὶ τὸ σπαθί του ἔσυρε καὶ στὴν φωτιὰν ἐμβῆκεν.
Ἔκοψε Τούρκους ἄπειρους κι ἑφτὰ μπουλουκπασάδες. 92
Πλὴν τὸ σπαθί του ἔσπασεν ἀπὰν’ ἀπὸ τὴ χούφταν,
Κι ἔπεσ’ ὁ Διάκος ζωντανὸς εἰς τῶν ἐχθρῶν τὰ χέρια.
Χίλιοι τὸν πῆραν ἀπ’ ἐμπρὸς καὶ δυὸ χιλιάδες πίσω.
Κι Ὀμὲρ Βρυώνης μυστικὰ στὸν δρόμο τον ἐρώτα·
«Γένεσαι Τοῦρκος, Διάκο μου, τὴν πίστιν σου ν’ ἀλλάξεις;
Νὰ προσκυνᾶς εἰς τὸ τσαμί, τὴν ἐκκλησιὰν ν’ ἀφήσεις;»
Κι ἐκεῖνος τ’ ἀπεκρίθηκε καὶ μὲ θυμόν τοῦ λέγει·
«Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστις σας, μουρτάτες, νὰ χαθεῖτε.»
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα, Γραικὸς θέλ’ ἀπεθάνω,
Ἂν θέλετε χίλια φλωριὰ καὶ χίλιους μαχμουτιέδες,
Μόνον πὲντ’ ἕξι ἡμερῶν ζωὴ νὰ μοῦ χαρίστε,
Ὅσο νὰ φθάσει ὁ Ὀδυσσεὺς κι ὁ Θανάσης Βάγιας».
Σὰν τ’ ἄκουσ’ ὁ Χαλίλμπεης, μὲ δάκρυα φωνάζει·
«Χίλια πουγκιά σᾶς δίνω ΄γὼ κι ἀκόμα πεντακόσια,
Τὸν Διάκον νὰ χαλάσετε, τὸν φοβερόν τὸν κλέφτην·
Ὅτι θὰ σβήσει τὴν Τουρκιὰν καὶ ὅλον τὸ Δεβλέτι».
Τὸν Διάκον τότε πήρανε καὶ στὸ σουβλὶ τὸν βάλαν·
Ὁλόρθον τὸν ἐστήσανε κι αὐτὸς χαμογελοῦσε.
Τὴν πίστιν τους τοῦ ὕβριζε, τοὺς ἔλεγε μουρτάτες·
«Ἐμὲν’ ἂν ἐσουβλίσετε, ἕνας Γραικὸς ἐχάθη·
Ἂς εἶν’ καλὰ ὁ Ὀδυσσεὺς κι ὁ Καπετὰν Νικήτας,
Αὐτοὶ θὰ κάψουν τὴν Τουρκιά, κι ὅλο σας τὸ Δεβλέτι».