Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Μία ὑπέρμετρη ἄσκηση, Γέροντα, πῶς εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ;
    Ἂν γίνεται ἀπὸ φιλότιμο, χαίρεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, χαίρεται καὶ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ φιλότιμο παιδί Του. Ἂν σφίγγεται ἀπὸ ἀγάπη, στάζει μέλι στὴν καρδιά του. Ἐνῶ, ἂν σφίγγεται ἀπὸ ἐγωισμό, βασανίζεται.
    Κάποιος ποὺ ἀγωνιζόταν ἐγωιστικὰ καὶ σφιγγόταν μὲ ἄγχος, εἶπε: «Ω Χριστέ μου, πολὺ στενὴ τὴν ἔκανες τὴν πύλη! Δὲν χωράω!».
    Ἐνῶ, ἂν ἀγωνιζόταν ταπεινά, θὰ χωροῦσε. Ὅσοι ἀγωνίζονται ἐγωιστικὰ μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες κ.λπ., ταλαιπωροῦνται χωρὶς πνευματικὴ ὠφέλεια, γιατί δέρνουν ἀέρα καὶ ὄχι δαίμονες.

  • !

    Γιὰ τίποτε νὰ μὴν ἔχετε ἄγχος. Τὸ ἄγχος εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὅταν βλέπετε ἄγχος, νὰ ξέρετε ὅτι ἐκεῖ ἔχει βάλει τὴν οὐρά του τὸ ταγκαλάκι.
    Ὁ διάβολος δὲν πηγαίνει κόντρα. Ἂν ὑπάρχει μία τάση, σπρώχνει καὶ αὐτός, γιὰ νὰ ταλαιπωρήσει καὶ νὰ πλανήσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν εὐαίσθητο λ.χ. τὸν κάνει ὑπερευαίσθητο.
    Ὅταν ἔχεις διάθεση νὰ κάνης μετάνοιες, σπρώχνει καὶ ὁ διάβολος νὰ κάνης περισσότερες ἀπὸ τὴν ἀντοχή σου καί, ἂν οἱ δυνάμεις σου εἶναι περιορισμένες, δημιουργεῖται μία νευρικότητα, γιατί δὲν τὰ βγάζεις πέρα, καὶ στὴν συνέχειά σου δημιουργεῖ ἄγχος μὲ ἐλαφρὰ ἀπελπισία κατ’ ἀρχὰς καὶ μετὰ συνεχίζει…
    Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα, μόλις ἔπεφτα νὰ κοιμηθῶ, μοῦ ἔλεγε ὁ πειρασμός: «Κοιμᾶσαι; Σήκω! Τόσοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν, τόσοι ἔχουν ἀνάγκη…».
    Σηκωνόμουν καὶ ἔκανα μετάνοιες, ὅ,τι μποροῦσα. Μόλις ἔπεφτα νὰ κοιμηθῶ, ἄρχιζε ξανά: «Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουν κι ἐσὺ κοιμᾶσαι; Σήκω!». Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι ποὺ ἔφθασα νὰ πῶ: «Ἄχ, νὰ μοῦ κόβονταν τὰ πόδια, τί καλά!
    Θὰ ἤμουν τότε δικαιολογημένος, ἀφοῦ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ κάνω μετάνοιες». Μία Μεγάλη Σαρακοστὴ τὴν ἔβγαλα μὲ τὸ ζόρι, γιατί πήγαινα νὰ στριμώξω τὸν ἑαυτό μου περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀντοχή μου.
    Ὅταν νιώθουμε στὸν ἀγῶνα μας ἄγχος, νὰ ξέρουμε ὅτι δὲν κινούμαστε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τύραννος νὰ μᾶς πνίγη. Καθένας νὰ ἀγωνίζεται μὲ φιλότιμο, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις του, καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ φιλότιμο, γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.

  • !

    Ὁ Χριστὸς ὅλο ἀγάπη, καλοσύνη καὶ παρηγοριὰ εἶναι καὶ ποτὲ δὲν πνίγει, ἀλλὰ ἔχει ἄφθονο πνευματικὸ ὀξυγόνο, θεία παρηγοριά.
    Ἄλλο εἶναι ἐργασία πνευματικὴ λεπτή, καὶ ἄλλο εἶναι ἀρρωστημένη σχολαστικότητα, ἡ ὁποία πνίγει μὲ τὸ ἐσωτερικὸ ἄγχος, ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ἀδιάκριτο ζόρισμα, ποὺ σπάει καὶ τὸ κεφάλι μὲ πονοκέφαλο.

Ἡ πνευματικὴ ζωή

Πνευματικός Αγώνας» - Άγιος Νικάνορας - Ιερός Ναός Αγίου Νικάνορος Καστοριάς

Γέροντα, λαϊκοὶ ποὺ ζοῦν πνευματικά, ὅταν γυρίζουν τὸ βράδυ ἀπὸ τὴν δουλειὰ κουρασμένοι, δυσκολεύονται νὰ κάνουν τὸ Ἀπόδειπνο καὶ στενοχωροῦνται.

Ὅταν ἐπιστρέφουν ἀργὰ τὸ βράδυ ἀπὸ τὴν δουλειὰ καὶ εἶναι κουρασμένοι, ποτὲ νὰ μὴν στριμώχνουν μὲ ἄγχος τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ πάντα μὲ φιλότιμο νὰ λένε στὸν ἑαυτό τους:

«Ἐὰν δὲν μπορεῖς νὰ διαβάσεις ὁλόκληρο τὸ Ἀπόδειπνο, διάβασε τὸ μισὸ ἤ τὸ ἕνα τρίτο» καὶ νὰ προσπαθοῦν ἄλλη φορὰ νὰ μὴν κουράζονται πολὺ τὴν ἡμέρα. Νὰ ἀγωνίζονται, ὅσο μποροῦν, μὲ φιλότιμο καὶ νὰ τὰ ἐμπιστεύονται ὅλα στὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς θὰ ἐνεργήσει.

Ὁ νοῦς πάντα νὰ βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ καλύτερη μελέτη.

Μία ὑπέρμετρη ἄσκηση, Γέροντα, πῶς εἶναι μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ;

Ἂν γίνεται ἀπὸ φιλότιμο, χαίρεται καὶ ὁ ἄνθρωπος, χαίρεται καὶ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ φιλότιμο παιδί Του. Ἂν σφίγγεται ἀπὸ ἀγάπη, στάζει μέλι στὴν καρδιά του. Ἐνῶ, ἂν σφίγγεται ἀπὸ ἐγωισμό, βασανίζεται.

Κάποιος ποὺ ἀγωνιζόταν ἐγωιστικὰ καὶ σφιγγόταν μὲ ἄγχος, εἶπε: «Ω Χριστέ μου, πολὺ στενὴ τὴν ἔκανες τὴν πύλη! Δὲν χωράω!».

Ἐνῶ, ἂν ἀγωνιζόταν ταπεινά, θὰ χωροῦσε. Ὅσοι ἀγωνίζονται ἐγωιστικὰ μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες κ.λπ., ταλαιπωροῦνται χωρὶς πνευματικὴ ὠφέλεια, γιατί δέρνουν ἀέρα καὶ ὄχι δαίμονες.

Ἀντὶ νὰ διώξουν πειρασμούς, δέχονται περισσότερους, καὶ ἑπόμενο εἶναι νὰ συναντοῦν πολλὴ δυσκολία στὸν ἀγῶνα τους, νὰ νιώθουν πνίξιμο ἀπὸ ἄγχος. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονται πολὺ μὲ πολλὴ ταπείνωση καὶ μὲ πολλὴ ἐλπίδα στὸν Θεό, ἡ καρδιά τους χαίρεται καὶ ἡ ψυχή τους φτερουγίζει.

Στὴν πνευματικὴ ζωὴ θέλει προσοχή. Ὅταν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι κινοῦνται ἀπὸ κενοδοξία, μένουν μὲ ἕνα κενὸ στὴν ψυχή τους.

Δὲν ὑπάρχει τὸ πλήρωμα, τὸ φτερούγισμα τῆς καρδιᾶς καί, ὅσο μεγαλώνουν τὴν κενοδοξία τους, μεγαλώνει καὶ τὸ κενὸ μέσα τους καὶ περισσότερο ὑποφέρουν.

Ὅπου ἄγχος καὶ ἀπελπισία, ἐκεῖ ταγκαλίστικη πνευματικὴ ζωή. Γιὰ τίποτε νὰ μὴν ἔχετε ἄγχος. Τὸ ἄγχος εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὅταν βλέπετε ἄγχος, νὰ ξέρετε ὅτι ἐκεῖ ἔχει βάλει τὴν οὐρά του τὸ ταγκαλάκι.

Ὁ διάβολος δὲν πηγαίνει κόντρα. Ἂν ὑπάρχει μία τάση, σπρώχνει καὶ αὐτός, γιὰ νὰ ταλαιπωρήσει καὶ νὰ πλανήσει τὸν ἄνθρωπο. Τὸν εὐαίσθητο λ.χ. τὸν κάνει ὑπερευαίσθητο.

Ὅταν ἔχεις διάθεση νὰ κάνης μετάνοιες, σπρώχνει καὶ ὁ διάβολος νὰ κάνης περισσότερες ἀπὸ τὴν ἀντοχή σου καί, ἂν οἱ δυνάμεις σου εἶναι περιορισμένες, δημιουργεῖται μία νευρικότητα, γιατί δὲν τὰ βγάζεις πέρα, καὶ στὴν συνέχειά σου δημιουργεῖ ἄγχος μὲ ἐλαφρὰ ἀπελπισία κατ’ ἀρχὰς καὶ μετὰ συνεχίζει…

Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν ἀρχάριος μοναχός, ἕνα διάστημα, μόλις ἔπεφτα νὰ κοιμηθῶ, μοῦ ἔλεγε ὁ πειρασμός: «Κοιμᾶσαι; Σήκω! Τόσοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν, τόσοι ἔχουν ἀνάγκη…».

Σηκωνόμουν καὶ ἔκανα μετάνοιες, ὅ,τι μποροῦσα. Μόλις ἔπεφτα νὰ κοιμηθῶ, ἄρχιζε ξανά: «Οἱ ἄλλοι ὑποφέρουν κι ἐσὺ κοιμᾶσαι; Σήκω!». Σηκωνόμουν πάλι. Μέχρι ποὺ ἔφθασα νὰ πῶ: «Ἄχ, νὰ μοῦ κόβονταν τὰ πόδια, τί καλά!

Θὰ ἤμουν τότε δικαιολογημένος, ἀφοῦ δὲν θὰ μποροῦσα νὰ κάνω μετάνοιες». Μία Μεγάλη Σαρακοστὴ τὴν ἔβγαλα μὲ τὸ ζόρι, γιατί πήγαινα νὰ στριμώξω τὸν ἑαυτό μου περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀντοχή μου.

Ὅταν νιώθουμε στὸν ἀγῶνα μας ἄγχος, νὰ ξέρουμε ὅτι δὲν κινούμαστε στὸν χῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι τύραννος νὰ μᾶς πνίγη. Καθένας νὰ ἀγωνίζεται μὲ φιλότιμο, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις του, καὶ νὰ καλλιεργεῖ τὸ φιλότιμο, γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.

Τότε θὰ πιέζεται ἀπὸ τὸ φιλότιμο, καὶ ὁ ἀγῶνας του, δηλαδὴ οἱ πολλὲς μετάνοιες, οἱ πολλὲς νηστεῖες κ.λπ., δὲν θὰ εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ ξεσπάσματα τῆς ἀγάπης του, καὶ θὰ προχωρεῖ μὲ πνευματικὴ λεβεντιά.

Δὲν πρέπει, δηλαδή, νὰ ἀγωνίζεται κανεὶς μὲ ἀρρωστημένη σχολαστικότητα καὶ νὰ πνίγεται μετὰ ἀπὸ ἄγχος, παλεύοντας μὲ τοὺς λογισμούς, ἀλλὰ νὰ ἁπλοποιήσει τὸν ἀγῶνα του καὶ νὰ ἐλπίζει στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι στὸν ἑαυτό του.

Ὁ Χριστὸς ὅλο ἀγάπη, καλοσύνη καὶ παρηγοριὰ εἶναι καὶ ποτὲ δὲν πνίγει, ἀλλὰ ἔχει ἄφθονο πνευματικὸ ὀξυγόνο, θεία παρηγοριά.

Ἄλλο εἶναι ἐργασία πνευματικὴ λεπτή, καὶ ἄλλο εἶναι ἀρρωστημένη σχολαστικότητα, ἡ ὁποία πνίγει μὲ τὸ ἐσωτερικὸ ἄγχος, ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ἀδιάκριτο ζόρισμα, ποὺ σπάει καὶ τὸ κεφάλι μὲ πονοκέφαλο.

Γέροντα, ἕνας ποὺ ἀπὸ τὴν φύση του σκέφτεται πολὺ καὶ ζορίζεται τὸ κεφάλι του, πῶς πρέπει νὰ ἀντιμετώπιση τὰ πράγματα, γιὰ νὰ μὴν κουράζεται;

Ἂν κινεῖται κανεὶς ἁπλά, δὲν κουράζεται. Ὅταν ὅμως μπεῖ ἔστω καὶ λίγο ὁ ἐγωισμός, σφίγγεται, γιὰ νὰ μὴν κάνη κανένα λάθος, καὶ κουράζεται. Δὲν πειράζει, ἂς κάνη καὶ κανένα λάθος καὶ ἂς τὸν μαλώσουν καὶ λίγο.

Αὐτὸ ποὺ λές, μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ λ.χ. σὲ ἕναν δικαστικό, ποὺ συνέχεια ἔχει νὰ ἀντιμετώπιση δύσκολες ὑποθέσεις καὶ φοβᾶται μήπως κρίνει ἄδικα καὶ γίνει αὐτὸς αἰτία νὰ τιμωρηθοῦν ἀθῶες ψυχές.

Πονοκέφαλος στὴν πνευματικὴ ζωὴ παρουσιάζεται, ὅταν κανεὶς φέρνει εὐθύνη καὶ βρίσκεται σὲ ἀδιέξοδο, γιατί πρέπει νὰ πάρει μία ἀπόφαση, ἡ ὁποία θὰ εἶναι εἰς βάρος κάποιων καί, ἂν δὲν τὴν πάρει, ἀδικοῦνται ἄλλοι.

Ὅταν δηλαδὴ στριμώχνεται συνέχεια ἡ συνείδηση. Ἐσύ, ἀδελφή, νὰ προσέξεις νὰ μὴν κάνης πνευματικὴ δουλειὰ μὲ τὸ μυαλὸ ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά.

Καὶ νὰ μὴν κάνης καὶ δουλειά, χωρὶς νὰ ἐμπιστεύεσαι στὸν θεὸ ταπεινά, γιατί ἀλλιῶς θὰ ἀγωνιᾶς, θὰ κουράζεις καὶ τὸ μυαλὸ καὶ θὰ νιώθεις ἄσχημα ψυχικά.

Μέσα στὴν ἀγωνία συνήθως εἶναι κρυμμένη ἡ ἀπιστία.

Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὑπερηφάνεια μπορεῖ νὰ ἔχει κανεὶς ἀγωνία.