Συμβαίνει, ἀγαπητοί μου, λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, συχνὰ ὁ ἄνθρωπος στὸν κόσμο νὰ φοβᾶται πολύ. Φοβᾶται μὴ ἀρρωστήσει, μὴ πάθει κάτι ἄσχημο, μὴ τοῦ κάνουν κακό, μὴ δὲν ἐπιτύχει, μὴ δὲν προοδεύσει, μὴ ἐκτεθεῖ, μὴ δὲν τιμηθεῖ, μὴ δὲν ἀναγνωρισθεῖ. Γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του δὲν πολυνοιάζεται, δὲν φοβᾶται, δὲν ἀγωνιᾶ, μόνο ἐλπίζει στὸν Πολυεύσπλαχνο Θεό, ἂν βέβαια πάλι νοιάζεται καὶ ἐνδιαφέρεται. Δὲν ἀγαπᾶ πολὺ τὴ σωτηρία του φαίνεται σήμερα ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἄραγε; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ τὸν κάνει ν’ ἁμαρτάνει εὔκολα καὶ νὰ μετανοεῖ δύσκολα; Εἶναι τόσο δύσκολο ν’ ἀλλάξει ὁ ἄνθρωπος; Εἶναι ὑποτιμητικὸ νὰ ζητήσει συγχώρεση; Εἶναι ἀναξιοπρεπὲς νὰ ταπεινωθεῖ; Τὸν ὁμιλητὴ παρακαλῶ καλεῖσθε ν’ ἀκούσετε ὡς ἀδελφό σας, ὡς συναγωνιστὴ καὶ ὄχι σὰν αὐστηρὸ δάσκαλο. Θὰ προσπαθήσει ν’ ἀπαντήσει στὰ βασικὰ καὶ καίρια παραπάνω ἐρωτήματα. Θὰ χρησιμοποιήσει πρὸς τοῦτο τὴν ἀπαράμιλλη Ἁγία Γραφή, τὴ θεοκίνητη Πατρολογία καὶ τὸν μυροβόλο Συναξαριστή.
Τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, θὰ πρέπει πάντα νὰ εἶναι, περὶ μετανοίας. Αὐτὸ ἦταν τὸ κήρυγμα ὅλων τῶν προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης ἕως τοῦ Τιμίου Προδρόμου, αὐτὸ ἦταν καὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μετάνοια δημιουργεῖ τὸ κατανυκτικὸ κλίμα τῆς ἐλεύσεως τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ, τῆς συναντήσεως μὲ Αὐτόν. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὁ Ἁγιορείτης, ὁ διαπρύσιος κήρυκας τῆς χάριτος καὶ τοῦ φωτός, λέγει χαρακτηριστικὰ πὼς ἡ ἀληθινὴ μετάνοια εἶναι ἀρχή, μέση καὶ τέλος τῆς ἐν Χριστῷ πνευματικῆς ζωῆς. Ὅλοι μὰ ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη μετανοίας, γιατί οὐδεὶς ἀναμάρτητος. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀρχίζει ὁπωσδήποτε μὲ τὴ μετάνοια. Τὸ ἔργο της δὲν παύει ποτέ. Ὁ Μ. Βασίλειος λέγει πὼς ὅλος ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρὸς μετάνοια. Ὁ ἀτελὴς ἄνθρωπος θέλει συνεχῆ ἀγῶνα γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Παντέλειο Θεό. Ἀτέλεστος ἡ τελειότητα θὰ πεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Δὲν ὑπάρχουν νιρβάνα στὴν Ὀρθοδοξία, ὅπου παύεις τὸν ἀγῶνα καὶ ἐπαναπαύεσαι μακάρια. Ὁ ἀγῶνας εἶναι ἕως τοῦ τάφου, ἀσταμάτητος, ἀδιάκοπος.
Ὁ μεγάλος δογματικὸς πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει πὼς μετάνοια σημαίνει ἐπάνοδο ἀπὸ τὸ παρὰ φύση στὸ κατὰ φύση καὶ ὄδευση πρὸς τὸ ὑπὲρ φύση. Εἶναι πορεία ἀπὸ τὸ κατ’ εἰκόνα στὸ καθ’ ὁμοίωση.
Ὁ Ἀδὰμ πλάσθηκε ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσή Τοῦ. Τὸ κατ’ εἰκόνα τοῦ δόθηκε ἀμέσως. Τὸ καθ’ ὁμοίωση θάπρεπε ὅμως νὰ τὸ καλλιεργήσει ἐλεύθερα καὶ φιλότιμα ὁ ἴδιος μὲ τὴ συνεργία βέβαια τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ κατάκτηση τοῦ καθ’ ὁμοίωση ἀποτελεῖ τὸν ἁγιασμό, τὴ χαρίτωση, τὴν τελείωση, τὴ θέωση. Ὁ Ἀδὰμ πρὶν τὴν πτώση εἶχε τὴν ἄνεση νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεὸ συνέχεια. Εἶχε καθαρότητα, φωτεινότητα, ἁπλότητα, ταπεινότητα. Μετὰ τὴν πτώση διαταράχθηκε αὐτὴ ἡ σχέση ἡ ὡραία. Σκοτείνιασε ὁ νοῦς του, θόλωσε, ἀμαυρώθηκε. Ὁ ἀκάθαρτος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δεκτικὸς τῆς θείας Χάριτος.
Ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ παρὰ φύσει κίνηση, ποὺ δὲν ἐπιφέρει ἁπλὰ στὸν Ἀδὰμ τὴ στέρηση τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ τώρα πλέον ἡ θεία ἐνέργεια να ’ναι καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοπτική. Ὁ παρασυρμὸς τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὴν Εὔα καὶ τῆς Εὖας ἀπὸ τὸν δαίμονα ἐπέφερε τὴ στέρηση τῆς θείας Χάριτος. Πῶς θὰ ἐπανέλθουν στὸ πρωτόκτιστο κάλλος; Μόνο διὰ τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινὴ εἶναι δυνατὴ νὰ θεραπεύσει, νὰ καθαρίσει, νὰ ἐπαναφέρει στὴν προπτωτικὴ κατάσταση. Ἡ θεόσδοτη καὶ θεοδώρητη μετάνοια εἶναι ἱκανὴ νὰ ξεσκοτεινιάσει τον νοῦ, νὰ καθαρίσει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν πνευματικὴ ὅραση. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τονίζει πὼς ἡ μετάνοια δύναται νὰ ἐπαναφέρει τον μετανοοῦντα σὲ μεγαλύτερη καθαρότητα καὶ ἀπὸ τὴν πρὶν τῆς ἁμαρτίας κατάσταση.
Κατὰ τὸν ἅγιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο ὁ Ἀδὰμ μὲ τὸ νὰ ὑπακούσει στὸν δαίμονα, ἀποδυναμώθηκε ἀλλὰ δὲν καταστράφηκε τελείως. Κέντρο του τώρα γίνεται ὁ ἑαυτός του κι ὄχι ὁ Θεός του. Ἡ βάση τῆς ἁμαρτίας κατὰ τὸν μακαριστὸ Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς εἶναι νὰ γίνουμε θεοὶ δίχως Θεό, μόνοι μας. Ἡ αὐτοθέωση αὐτὴ εἶναι ἀντίθεη, ἀντίχριστη, δαιμονιώδης. Πουλήθηκε στὸν δαίμονα ὁ Ἀδάμ, κάνοντας κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας του, καὶ ὁ δαίμονας τώρα τὸν κάνει ὅ,τι θέλει. Τά ’χασε ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἄνθρωπο, λέγει κάπου ὁ Μ. Ἀθανάσιος, δὲν περίμενε ὅτι θὰ βγοῦμε τόσο σκάρτοι. Ὁ ἅγιος Μακάριος συνεχίζει: Τὴ μέρα ποὺ ὁ Ἀδὰμ ἔπεσε, ἦλθε ὁ Θεὸς στὸν Παράδεισο καὶ ἔκλαψε γιὰ τὸ κατάντημά του. Προτίμησε τὸ κακὸ ἀντὶ τοῦ ἀγαθοῦ, τὴ ντροπὴ ἀπὸ τὴ δόξα, τὸ σκοτάδι ἀπὸ τὸ φῶς. Ὁ Ἀδὰμ παρέσυρε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν κακία.
Ἡ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν ἁμαρτία γεννᾶ τὰ πάθη. Ἡ τροπὴ αὐτὴ δὲν ἔχει ἐπιβληθεῖ, εἶναι ἐντελῶς ἑκούσια, ἀποτέλεσμα τῆς πλήρους ἐλευθερίας. Ἡ κακία εἶναι ξένη στὴ φύση τῆς ψυχῆς. Ἡ ἁμαρτία διάβρωσε τὴν ψυχή, τὴν ἀποδυνάμωσε. Ἡ συνήθεια τῆς ἁμαρτίας εἶναι ὡς πορνεία μὲ τὸν δαίμονα κατὰ τὸν ἔξοχο ὅσιο Μακάριο. Τὰ πάθη κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ εἶναι δαιμονοκίνητα. Ἡ παραμονὴ τῆς ἁμαρτίας τυφλώνει τὴν ψυχή, τὴ σκοτεινιάζει, τὴν ἀρρωσταίνει, τὴν τραυματίζει, τὴ θανατώνει. Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἐμπαίζεται ἀπὸ τοὺς μισάνθρωπους δαίμονες. Ὁ ἁμαρτωλός, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ, εἶναι κατὰ ἕνα τρόπο δαιμονισμένος. Ἡ ψυχὴ δὲν ταυτίζεται μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ποτὲ δὲν γίνεται ἕνα μὲ αὐτή. Ἡ παράβαση τοῦ Ἀδὰμ ἔδωσε δικαίωμα στὸν δαίμονα νὰ κτυπήσει καὶ νὰ σκοτίσει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὸ βασιλικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ὁ ἡγεμόνας νοῦς ποὺ ὁρᾶ τὸν Θεὸ κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες.
Ἔτσι ὁ ἡγεμόνας νοῦς γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τὸν κυριεύουν τότε ἄτοποι, ἀκάθαρτοι, πονηροὶ λογισμοί. Ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὰ κοσμικά, τὰ γήινα, τὰ φθαρτά. Λησμονᾶ νὰ προσεύχεται. Δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη. Ἐνίοτε τὸν ἐλέγχει ἡ μνήμη ἢ ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο. Σκανδαλίζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία, ἀγαπᾶ πιὸ πολὺ τὸν κόσμο. Τὸν αἰχμαλωτίζει τὸ κακό. Τότε νομίζει πὼς ζεῖ. Κυκλοφορεῖ νεκρός, νεκρὸς ψυχικά.
Τὸ κακὸ εἶναι ἠθελημένο, ἐπιλεγμένο καὶ πραγματούμενο ἑκούσια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ βούληση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύρια ὑπεύθυνη γιὰ κάθε ἁμαρτία. Ἀναίτιος τοῦ κακοῦ ἡ θεία αὐτοαγαθότητα λέγει ὁ Μ. Βασίλειος. Κανένα κακὸ ἔξω ἀπὸ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ὑπάρχει, λέγει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Ὁ Ἀδὰμ εἶναι ὁ κύριος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν παράβαση ὡς αὐτεξούσιος καὶ τέλεια ἐλεύθερος. Ἡ πτώση μόλυνε τὸν Ἀδάμ. Ὁ Χριστὸς λέγει ν’ ἀρνηθοῦμε τὸ θέλημά μας, νὰ τὸ ὑποτάξουμε, νὰ τὸ νεκρώσουμε καὶ ἔτσι αὐξάνουμε στὴν ἀρετή.
Ἡ ἁμαρτία εἶναι παράλογη, ἀφύσικη, ἀντίθεη καὶ δημιουργεῖ ἀποσύνθεση τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητος καὶ ἀποσύνδεση ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι θὰ λέγαμε ἡ λογική του δαίμονα, ποὺ εἶναι ἰδιαίτερα ὕποπτος, ὕπουλος, πονηρός, πανοῦργος, τεχνίτης, πλάνος, εὐφυής, ἔμπειρος καὶ μεγάλος ἀπατεῶνας. Μὲ τὴν πτώση του ὁ Ἀδὰμ παρέλαβε τὴ φθαρτότητα καὶ τὴ θνητότητα.
Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ θέωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση νίκησε τὸν θάνατο. Τ’ ἅγια Μυστήρια καὶ ἰδιαίτερα ἡ θεία Εὐχαριστία μᾶς ἀθανατίζει. Ἀπὸ τὰ παραπάνω νομίζουμε πὼς διαφάνηκε πὼς ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἀπόφαση στιγμῆς, προσωρινὴ ἀλλαγὴ δοκιμαστική, ψυχολογικὴ ἀνανέωση, ἁπλὴ νομικὴ πράξη, ἠθικιστικὴ διόρθωση καὶ ἐπιπόλαιο πείραμα, ἀλλὰ πράξη γενναία ζωῆς, ἀκολούθηση ὀρθοῦ βίου, ἤθους καὶ ὕφους, ἐκκλησιολογικῆς, ὑγιοῦς, γνήσιας, ἀνόθευτης, ἱερῆς καὶ ὡραίας νοηματισμένης βιοτῆς. Ἡ ἀποτυχία τοῦ Ἀδὰμ εἶναι διδακτική. Ἡ ἀκραιφνὴς ὁδὸς τῆς μετανοίας στηρίζεται στ’ ἀπαραίτητα στάδια: κάθαρσης, φωτισμοῦ καὶ θέωσης.
Μετάνοια ἀληθινὴ σημαίνει ὄχι ἁπλὰ ἀπομάκρυνση τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ μῖσος τῆς ἁμαρτίας καὶ τρυφερὴ ἀγάπηση τῶν ἔνθεων ἀρετῶν. Μόνος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύναμος νὰ τὸ καταφέρει. Ἔτσι συνδράμει οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅσο ἀγαπᾶμε τὸν Χριστὸ τόσο βοηθούμεθα νὰ μισοῦμε τὴν ἁμαρτία. Ἡ σύνδεση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστὸ δημιουργεῖ προσωπικὴ ἀναγέννηση, ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ κάκου, τὴν ἑωσφορικὴ ὑπερηφάνεια, καὶ στολισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ὑψοποιὸ ταπείνωση. Ὁ μετανοημένος πιστεύει, ἀγαπᾶ καὶ ἐλπίζει.
Ἡ μετάνοια εἶναι βασικὴ καὶ μεγάλη ἀρετή, πάνω στὴν ὁποία οἰκοδομεῖται ἡ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Ὁ μετανοημένος μόνο μπορεῖ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν Θεό. Πρόκειται γιὰ μεγάλο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν παύει ποτὲ ν’ ἀγαπᾶ, νὰ ἐμπνέει, νὰ μὴ ξεσυνερίζεται τὸν ἀγνώμονα ἁμαρτωλό. Εἶναι μιὰ τρανὴ ἀκόμη ἀπόδειξη τῆς ἄφατης καὶ φιλόστοργης φιλανθρωπίας τοῦ Παναγάθου Θεοῦ Πατέρα καὶ Πλάστη. Δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὸ ν’ ἀποδεχθεῖ αὐτόβουλα τὴν πρόκληση καὶ πρόσκληση πρὸς ἀπόλαυση τῶν πολλῶν ἀγαθῶν τῆς μετάνοιας. Ἡ ἀντίδραση, ἡ ἀντίθεση καὶ ἡ ἀπόδραση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ εὐγενὲς αὐτὸ προσκλητήριο τὸν καταταλαιπωρεῖ.
Καρποὶ ἄξιοι τῆς μετανοίας κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ εἶναι ἡ ἐξομολόγηση, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση. Οἱ ἀρετὲς ἀποτελοῦν ἀναμφισβήτητα σημαντικὸ ἔργο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ συνδράμουν στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Δίχως μετάνοια κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ὁ καταπληκτικὸς ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει πὼς ἀρχὴ μετάνοιας εἶναι ἡ ἀποχὴ τοῦ κακοῦ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς μετάνοιας εἶναι ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς πάλι λέγει πὼς ἡ μετάνοια ἀρχίζει μὲ τὴν αὐτομεμψία, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς κακίες. Δὲν μπορεῖ ποτὲ κανείς, λέγει, νὰ προχωρήσει καὶ προοδεύσει πνευματικὰ στὰ ὑψηλὰ καὶ τέλεια ἂν δὲν ἀγγίξει τὴν ἀρχὴ τῶν ἀρετῶν. Τὴ μετάνοια.
Μετὰ τὴ Σάρκωση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ Θεῖο βάπτισμα ὁ πιστὸς εἶναι ὑπεύθυνος ὁ ἴδιος ἂν θ’ ἀκολουθήσει τὸν Χριστὸ ἢ τὸν δαίμονα. Ὁ Ἀδὰμ προσκλήθηκε καὶ παρακλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐπίμονα νὰ μετανοήσει καὶ νὰ παραμείνει οἰκήτορας τοῦ ἔξοχου κήπου τῆς Ἐδέμ. Δὲν θέλησε ὅμως νὰ πεῖ τὸ «ἥμαρτον» καθόλου, λέγει ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος. Ὁ εἰλικρινὰ μετανοῶν παρουσιάζει λοιπὸν διάθεση καὶ στάση ἐντελῶς ἀντίθετη ἀπὸ αὐτὴ τοῦ ἀμετανόητου καὶ τελικὰ δυστυχισμένου Ἀδάμ. Ὁ μετανοῶν θὰ πρέπει νὰ πιστεύει στὸν Θεό, νὰ ἔχει φόβο Θεοῦ, ν’ ἀπαρνηθεῖ ὅ,τι τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἑκούσια καὶ νὰ λυπηθεῖ γιὰ τὴν πρότερη κατάσταση ποὺ λύπησε καὶ τὸν Θεό. Λυπᾶται λοιπὸν ὁ μετανοημένος εἰλικρινά. Δὲν ἄγχεται, δὲν φοβᾶται, δὲν εἶναι τρομοκρατημένος, θυμωμένος μὲ τὸν ἑαυτό του, δὲν εἶναι ταραγμένος, δὲν ἔχει ἐνοχές, δὲν τὸν κυνηγοῦν Ἐρινύες. Ἂν εἶναι ἔτσι, δὲν εἶναι σωστὴ ἡ μετάνοιά του. Παρουσιάζεται νὰ εἶναι θιγμένος ὁ ἐγωισμός του, νὰ ἔχει ἐκτεθεῖ, ρεζιλευθεῖ καὶ ντροπιασθεῖ ἀνεπανόρθωτα. Δὲν αἰσθάνεται διόλου ἔτσι ὁ πραγματικὰ μετανοημένος.
Ἡ μετάνοια εἶναι βάπτισμα μετὰ τὸ βάπτισμα, χάρη μετά τη χάρη. Ἡ μετάνοια συνυφαίνεται μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ ἀπαλλάσσεται ὁ ἐξομολογούμενος ἀπὸ τὸ βάρος τὸ κουραστικὸ τῶν ἁμαρτιῶν. Ἡ ἐμμονὴ στὴ μετάνοια θερμαίνει τὴν πίστη καὶ αὐξάνει τὴν ταπείνωση, κατὰ τὸν ἅγιο Συμεῶν τὸν Νέο Θεολόγο. Τότε, λέγει, ἀληθινὰ εὐτυχοῦμε γινόμενοι θεοχαρίτωτοι, ἁγιοπνευματικοί. Εἴμασθε μὲ τὸν Θεό, ὅπως ἦταν ὁ Ἀδὰμ στὸν παράδεισο τῆς τρυφῆς, προγευόμαστε τὴν ἀνεκλάλητη χαρὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, διατηρῶντας γνήσιο ταπεινὸ φρόνημα, κατάνυξη, κατὰ Θεὸν πένθος, καρδία καθαρή, πράττοντας πρόθυμα ἔργα μετανοίας, εὐάρεστα στὸν Θεό.
Εἴπαμε πὼς ἡ μετάνοια εἶναι διαρκής. Ὁ ἅγιος Συμεῶν μάλιστα λέγει πὼς καὶ ἂν χίλια χρόνια ζήσουμε στὴ γῆ, ποτὲ δὲν θὰ μπορέσουμε τέλεια νὰ κατανοήσουμε τὴ μετάνοια, ἀλλὰ καθημερινὰ νὰ βάζουμε ἀρχὴ σὲ αὐτὴ καὶ ν’ ἀγωνιζόμεθα. Ὁ ὅσιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τὴ θεωρεῖ ἀναβαπτισμό, νέα συνθήκη μὲ τὸν Θεό, ἐνδυνάμωση κατὰ τῆς ἀπελπισίας, λογισμὸς αὐτοκριτικῆς καὶ αὐτοκατάκρισης, ἐμπιστοσύνη στὸν Θεὸ καὶ ἀπόλυτη ἐλπίδα, συνδιαλλαγὴ καὶ ἀγαθοεργία, καθαρὴ συνείδηση, ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, ἀντοχὴ στὴ νηστεία, νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἑαυτοῦ. Ἡ μετάνοια κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ δὲν ἐξαντλεῖται στὸ μῖσος τῆς ἁμαρτίας ἀλλὰ καὶ στὴν ἀγάπη τῆς ἀρετῆς.
Πῶς θὰ μετανοήσει κανείς; Πῶς θ’ ἀρχίσει; Χρειάζεται νὰ ξαποστάσει κατ’ ἀρχάς, νὰ ξελαχανιάσει ἀπὸ τὸ καθημερινὸ τρεχαλητό, τὸ κυνηγητὸ τῆς ἡδονῆς, νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ μέσα του, νὰ κινηθεῖ ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἑτεροπαρατήρηση στὴν αὐτοπαρατήρηση, ἀπὸ τὸ κουτσομπολιὸ τῶν πάντων στὴ συνομιλία μὲ τὸν ἄγνωστο ἑαυτό του. Νὰ σκύψει λίγο μέσα του, νὰ σκάψει ἐντός του, νὰ δεῖ τὶς δυνάμεις, τὶς δυνατότητες, τὰ ὅρια, τὶς ἀντοχές, τὰ δοθέντα τάλαντα. Χρειάζεται περισυλλογή, αὐστηρὸς αὐτοέλεγχος, ἐπιείκεια καὶ κατανόηση τῶν ἄλλων. Νὰ βροῦμε τὰ ποσοστὰ τῆς προσωπικῆς μας εὐθύνης. Νὰ μὴ τὰ ρίχνουμε εὔκολα καὶ γρήγορα πάντα μόνο στοὺς ἄλλους. Ἁπλὰ καὶ εἰλικρινά, τίμια καὶ δίκαια πρέπει καὶ ἀξίζει νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἑαυτός μας, ποὺ συνηθίζει νὰ ξεγλυστράει σὰν χέλι, νὰ παραδεχθεῖ τὴν ἀμαρτωλότητά του. Νὰ θελήσει γενναῖα, ἡρωικὰ καὶ παλληκαρίσια ν’ ἀναχωρήσει ἀνεπίστροφα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Νὰ μὴ ἐπωάζει πιὰ μνῆμες καὶ φιλεπίστροφους λογισμοὺς στὰ πρότερα, τ’ ἄχαρα, τ’ ἁμαρτωλά, τ’ ἀνέντιμα τῆς προηγούμενης ζωῆς.
Ὅλ’ αὐτὰ φυσικὰ γίνονται ἐλεύθερα καὶ αὐτοπροαίρετα καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα νόημα σὲ κανενὸς εἴδους ἐξαναγκασμό. Ποτὲ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐκβιάσουμε κάποιον νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἐξομολόγηση ἐμπνέεται καὶ εἶναι ἱερὸ μυστήριο καὶ πράξη ἐλευθερίας. Προηγεῖται τῆς μετάνοιας ἡ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας, ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἀμαρτωλότητος. Ἀκολουθεῖ ἡ λύπη γιὰ τὴν ἁμαρτία. Ἕπεται ἡ ἐξομολόγηση, μὲ καρδιὰ συντετριμμένη καὶ πνεῦμα τεταπεινωμένο, δέηση γιὰ συγχώρεση καὶ ἄφεση καὶ ἀπόφαση ὑποσχετικὴ γιὰ μόνιμη ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κακό. Ἐλεύθερα καὶ αὐτόβουλα ἐπιλέγει ὁ ἁμαρτωλὸς τὴ μετάνοια καὶ πλουτίζει ἀπὸ τ’ ἀγαθὰ τῆς εἰρήνης. Πάντα ἰδιαίτερα μὲ προβληματίζει ὁ λόγος ἑνὸς σύγχρονου, σοφοῦ κι ἐνάρετου Ἁγιορείτου: Πολλοὶ ἐξομολογοῦνται, λίγοι μετανοοῦν!
Ἡ μετάνοια ἔχει ὁπωσδήποτε καθαρὰ προσωπικὸ χαρακτῆρα. Ὁ καθένας μετανοεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Στὴν ἐξομολόγηση ὁ ἐξομολογούμενος καταθέτει τὴν προσωπική του εὐθύνη. Δὲν ἀναλύει πόσο κακοὶ εἶναι οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν τὸν καταλαβαίνουν καὶ πόσο ἄστατος ὁ κόσμος ποὺ τὸν κουράζει. Ἡ μετάνοια δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπιφάνεια ἀλλὰ μὲ τὸ βάθος. Δὲν στηρίζεται τόσο στὰ λόγια ἀλλὰ στὶς πράξεις. Ἡ εὐσέβειά μας, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, δὲν μένει στὰ λόγια ἀλλὰ στὰ πράγματα. Ἡ μετάνοια ἐλευθερώνει καὶ δὲν ὑποδουλώνει τὸν ἄνθρωπο. Ὅσο ὁ πιστὸς βαθαίνει στὴ μετάνοια τόσο περισσότερο αἰσθάνεται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ βιώνει τὴν ἐλευθερία.
Μετανοεῖ ὁ χριστιανὸς γιατί ἐλπίζει ὅτι θὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ συγχώρηση κι ἔτσι εἶναι στὴν πραγματικότητα. Παραδεχόμενος εἰλικρινὰ τὴν ἀμαρτωλότητά του ὁ ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει καὶ ὁμολογεῖ τὴν ἀδυναμία του. Ἡ γνώση τῆς ἀδυναμίας εἶναι δύναμη. Ἡ παραδοχὴ τῆς ἥττας εἶναι νίκη. Ἡ δίχως δικαιολογίες συναίσθηση τῆς παραβατικότητος, ἀνυπακοῆς καὶ καταχρήσεως τῆς ἐλευθερίας ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια. Ἡ ἔξοδος τοῦ Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο ἐπῆλθε λόγῳ τῆς ἀμετανοησίας του. Φθάνουν μάλιστα οἱ ἅγιοι πατέρες νὰ λέγουν ὅτι ὁ Ἀδὰμ ἔχασε τὸν παράδεισο ὄχι λόγῳ τῆς συγκεκριμένης ἁμαρτίας του ἀλλὰ λόγῳ τῶν δικαιολογιῶν του. Ἂν ἀπροφάσιστα καὶ ντόμπρα παραδεχόταν τὸ σφάλμα του θὰ τὸν συγχωροῦσε ὁ Θεὸς καὶ θὰ παρέμενε στὸν παράδεισο. Ἔτσι φθάνει ὁ μακαριστὸς Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης νὰ λέγει τὸν φοβερὸ λόγο: Ὅποιος συνέχεια δικαιολογεῖται ἔχει Γέροντά του τὸν δαίμονα!
Ἐλπίζοντας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὁ πιστὸς καὶ πιστεύοντας στὴ συγχώρεση ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Παντοδύναμος Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸν ἐλεήσει καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς τὸν ἄσωτο τῆς παραβολῆς. Ἡ μετάνοια ὅμως θὰ πρέπει νὰ ὑπάρξει σὲ αὐτὴ τὴ ζωή. «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Ἡ ἀναβλητικότητα εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ πονηρὰ παιχνίδια τοῦ δαίμονα. Ὁ Γέροντας Τύχων ὁ Ρῶσος, ὁ Ἁγιορείτης, ἔλεγε πολὺ χαριτωμένα: Ἡ κόλαση εἶναι καλὰ στρωμένη ἀπὸ «θά»! Κατοικεῖται ἀπὸ ἀνθρώπους καλῶν προθέσεων καὶ ὡραίων, μακρυνῶν σχεδίων. Ἡ μετάνοια ἐπαναφέρει, ἐπανορθώνει, ἀνορθώνει. Ἂν ἐπιτρέπεται, ὅλα ἐπιτρέπονται ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπελπισία. Ὁ δαίμονας ἐπισταμένως ἐργάζεται νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπόγνωση. Ἀφοῦ συνέχεια πέφτουμε στὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, ποιός ὁ λόγος νὰ συνεχίσουμε ν’ ἀγωνιζόμαστε; Ὁ θεοφόρος ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει: Ἡ ἁμαρτία μαυρίζει, ἡ μετάνοια ἀσπρίζει. Καμιὰ ἁμαρτία δὲν εἶναι μεγαλύτερη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅλα συγχωροῦνται ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἔγκαιρα καὶ ἔγκυρα νὰ μετανοήσει. Ὁ μετανοῶν ἁμαρτωλὸς εἶναι πάντοτε συμπαθής, ὁ ἀμετανόητος πεισματάρης καὶ θεληματάρης ἀπομακρύνει τὴ θεία χάρη καὶ βρίσκεται σὲ δύσκολη θέση.
Οἱ νηπτικοὶ πατέρες συνδυάζουν πάντοτε μὲ τὴ μετάνοια τὴν κατάνυξη, τὴν ὁποία θεωροῦν ἀπαραίτητη ὅσο τ’ ὀξυγόνο. Ὁ ἅγιος Συμεῶν συνδυάζει τὴν κατάνυξη μὲ τὰ θερμὰ δάκρυα καὶ τὴν ἀγαθοεργία, διὰ τῶν ὁποίων καθαίρεται ὁ ἄνθρωπος. Ἡ κατανυκτικὴ προσευχὴ ἔχει δάκρυα, αὐτὰ ὅμως εἶναι ἄκοπα, θερμὰ καὶ γλυκά. Δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα συναισθηματικῶν καταστάσεων καὶ νοσηρῶν φαντασιῶν ἑνὸς στραπατσαρισμένου ἐγωισμοῦ καὶ μιᾶς κακομοίρικης ψευδοαμαρτωλότητος καὶ νόθας μηδαμινότητος. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει σκληραίνει, πωρώνεται, δὲν δακρύζει εὔκολα. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος μετανοεῖ, χύνει δάκρυα, σπάει ὁ πάγος, φανερώνεται ἡ ἐπίσκεψη τῆς θείας χάριτος. Τέλος, δακρύζει ἐνθυμούμενος τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὶς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων, ἰδιαίτερα τῆς Θεοτόκου. Τὰ δάκρυα τῆς χάριτος καμιὰ σχέση δὲν ἔχουν μὲ τὰ φυσικὰ δάκρυα λέγει ὁ πάντοτε εὐκατάνυκτος ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος. Ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος λέγει ἡ σκληροκαρδία θὰ μαλαχθεῖ μὲ δάκρυα, ἡ καρδιὰ θὰ ταπεινωθεῖ μὲ δάκρυα, ἡ ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ θὰ γίνει μὲ δάκρυα, ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπιτευχθεῖ δίχως δάκρυα.
Ὁ πρῶτος Ἀδάμ, κατὰ τὸν ἀββᾶ Δωρόθεο, ἀπογύμνωσε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς πνευματικὲς δυνατότητες τῆς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ ὑπάρξεώς του, γιατί ἐπέλεξε τὴν ὑπερηφάνεια καὶ ὄχι τὴ μετάνοια. Ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεὸς Χριστός, ὁ δεύτερος Ἀδάμ, κάλυψε τὴ γύμνωσή του, τοῦ ’δωσε τὴ δύναμη ν’ ἀνθίσταται στὴν ἁμαρτία καὶ ν’ ἀγαπᾶ τὴν ἀρετή. Ἡ μετάνοια συνδράμει σημαντικὰ νὰ γνωρίσουμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας μὲ τὴν ὅλη νηπτικὴ ἐργασία καὶ ὄχι νὰ θεωροῦμε, νὰ νομίζουμε ἢ νὰ φανταζόμαστε κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε στὴν πραγματικότητα. Ἡ βίωση τῆς μετάνοιας διασφαλίζει τὴν αὐθεντικότητα τῶν ἀρετῶν τοῦ ἀνθρώπου, τὶς ὁποῖες ἁρμολογεῖ, συνέχει καὶ συντηρεῖ ἡ πάντα ἀπαραίτητη, γνήσια ταπείνωση.
Οἱ κατὰ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως κανόνες – ἐπιτίμια, ὅταν τίθενται ἀπὸ τὸν πνευματικό, δὲν ἔχουν ποτὲ τὸν νομικὸ χαρακτῆρα, ἐκδικήσεως τοῦ παραβάτη, τιμωρίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἐξιλεώσεώς του πρὸς ἱκανοποίηση τοῦ προσβληθέντος Θεοῦ, ὅπως θεωροῦν οἱ Λατῖνοι. Τὰ ἐπιτίμια εἶναι φάρμακα πρὸς θεραπεία. Χρειάζεται μεγάλη διάκριση, γνώση, σοφία, τέχνη, προσοχή, προσευχή. Χρειάζεται ἀνάλογα ἡ αὐστηρότητα ἢ ἡ ἐπιείκεια καὶ ἡ κατάλληλη οἰκονομία. Ὄχι πάντα αὐστηρότητα, ὄχι πάντα οἰκονομία. Ὁ κύριος θεραπευτὴς εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἱερεὺς εἶναι διάκονος τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἄφεση ὅμως τῶν ἁμαρτιῶν γίνεται διὰ τοῦ πετραχηλιοῦ τοῦ ἔγκυρου, κανονικοῦ ἱερέως, ποὺ θὰ πρέπει νὰ στολίζεται ἀπὸ ἐμπειρία, πρὸς διάκριση τῶν πνευμάτων. Θὰ πρέπει νάχει ὁ πνευματικὸς κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ ὁδηγήσει καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν πλησιάζουν σὲ Αὐτόν.
Εἶναι σημαντικὴ ὁπωσδήποτε ἡ συνδρομὴ τοῦ πνευματικοῦ πατέρα στὴν ἀνόρθωση τοῦ πνευματικοῦ τέκνου. Ἡ μεγάλη μάχη ὅμως πρέπει νὰ ποῦμε δίνεται ἐντὸς τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ πρέπει ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν παθῶν, νὰ ἐνισχυθεῖ ἀπὸ τὶς εὐχὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ν’ ἀγωνισθεῖ ὑπομονετικὰ καὶ ἐπίμονα γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐνθυμήσεις, μνῆμες καὶ προσβολές, ἀγαπῶντας ὅλο καὶ πιὸ πολὺ τὸν Χριστό. Θὰ πρέπει νὰ φτιάξουμε, κατὰ τὸν Γέροντα Παΐσιο, ἕνα ἐργοστάσιο καλῶν λογισμῶν. Ὁ πνευματικὸς συνδέει τὸ τέκνο του πιὸ πολὺ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ λιγώτερο μὲ τὸν ἑαυτό του. Προσεύχεται γι’ αὐτό, ἀκόμη καὶ ὅταν παρακούει, ἴσως τότε πιὸ πολύ. Ἡ ὑπακοὴ ἐμπνέεται, δὲν ἐπιβάλλεται. Ἡ ὑπακοὴ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ στρατιωτικὴ πειθαρχία. Ἡ ὑπακοὴ βοηθᾶ στὴν ταπείνωση, στὴν ἐκκοπὴ τοῦ νοσηροῦ ἰδίου θελήματος.
Ὁ ἀνυπάκουος, ὁ αὐθαιρετῶν, αὐτὸς ποὺ πράττει ὅ,τι νομίζει, ὅ,τι τὸν συμφέρει, ὅ,τι τὸν ἀναπαύει, ἔχει πρόβλημα, πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα. Ἔχει ἀρχίσει νὰ χάνει τὸν προσανατολισμό του, να’χει μιὰ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό του, να’ναι ἕνας μικρὸς ἢ μεγάλος Φαρισαῖος. Ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικὸ πρέπει νάναι ἀβίαστη, ἐλεύθερη, πρόθυμη, φιλότιμη, εὐχάριστη. Χρειάζεται ἀγῶνας γιὰ να ’ναι ἔτσι. Ἡ ὑπακοὴ ἀπὸ μόνη της δὲν λέει πολλὰ πράγματα. Θὰ πρέπει νὰ συνδυάζεται μὲ τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ τὴ συνειδητὴ καὶ ἐμπροϋπόθετη συμμετοχὴ στ’ ἅγια μυστήρια καὶ ἰδιαίτερα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἡ ὑπομονὴ στοὺς πειρασμοὺς ἐνδυναμώνει τὸν ἀγῶνα, ὡριμάζει πνευματικὰ καὶ καλλιεργεῖ ψυχικὰ τὸν ταπεινὸ ἀγωνιστή.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς μετανοίας ἀγαπᾶ τὴν ἄσκηση, ἀντιμετωπίζει μ’ ἐγρήγορση καὶ γνώση τὶς παραχωρούμενες γιὰ καλὸ δοκιμασίες. Ὁ εἰλικρινὰ μετανοημένος δὲν ἔχει ψυχολογικὰ προβλήματα μειονεξιῶν, διχασμῶν, ἀνικανοποίητων καὶ ἀνολοκλήρωτων καταστάσεων, συναισθηματικῶν ἀσταθειῶν, φοβιῶν, καχυποψιῶν καὶ λοιπῶν κουραστικῶν παρόμοιων πραγμάτων. Ὁ μετανοημένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο, ταπεινώνεται, χαίρεται μυστικά, δοξολογεῖ, εὐχαριστεῖ καὶ εὐγνωμονεῖ τὸν Θεό.
Ὁ πνευματικὸς πατέρας μπορεῖ νὰ μὴ εἶναι ἅγιος καὶ τέλειος καὶ κάπου νὰ σφάλλει κιόλας, ὅμως πρέπει νὰ γνωρίζει τὶς θεραπευτικὲς μεθόδους τῶν παθῶν καλά, ὥστε νὰ μὴ ταλαιπωρεῖ τοὺς προσερχόμενους μὲ λαθεμένες διαγνώσεις καὶ ὁδηγίες. Συντείνει βεβαίως ἰδιαίτερα στὴ βοήθειά του ἡ εἰλικρίνεια καὶ ἡ μετάνοια τοῦ ἐξομολογούμενου. Ἔτσι πνευματικὸς κανεὶς καθίσταται κυρίως ὅταν τὸν διακρίνει αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, ποὺ πάντοτε δὲν ὑπάρχει μὲ τὴ μεγάλη ἡλικία. Ὁ ἐπίσκοπος θὰ πρέπει νὰ γνωρίζει ἐπίσης πολὺ καλὰ ποιούς τοποθετεῖ σὲ αὐτὴ τὴ διακονία καὶ νὰ εἶναι βαθὺς γνώστης τῶν διαχρονικῆς ἀξίας Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ ἐπιφανὴς π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, κάτοχος ἄριστος τοῦ Πηδαλίου, ἔλεγε: Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες δὲν εἶναι κανόνια! Καὶ ὁ σοφὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ἔλεγε: Μαχαίρι κρατᾶ καὶ ὁ ἰατρὸς καὶ ὁ κρεοπώλης… Ὁ σκοπὸς τῶν Ἱερῶν Κανόνων, κατὰ τὸν μητροπολίτη Ναυπάκτου Ἰερόθεο, εἶναι ἡ βίωση τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας τῆς πίστεως καὶ ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Πνευματικὴ ἀναγέννηση δὲν σημαίνει ἁπλὰ προσωπικὴ πρόοδο τοῦ χαρακτῆρα μας, ἀλλὰ ἐκκλησιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες συνδράμουν στὴν ἐπαναφορὰ τοῦ μετανοοῦντος ἁμαρτωλοῦ στὴν εὐθεῖα, τὴ μεσότητα, τὴν Ὀρθόδοξη πλεύση.
Τὸ Πηδάλιο στὰ χέρια ἑνὸς ἀδιάκριτου πνευματικοῦ πατέρα θὰ μπορεῖ νὰ δημιουργήσει καὶ συντρίμια. Ὁ προσευχόμενος, δηλαδὴ θεολόγος, καὶ μὲ διάκριση πνευματικὸς εἶναι ἀπαραίτητο νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει τὸ θεϊκὸ ἀπὸ τὸ δαιμονικό, τὸ ἀγγελικὸ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο, τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸ ὑλικό, τὸ ψυχικὸ ἀπὸ τὸ σωματικό, τὸ ψυχολογικὸ ἀπὸ τὸ νευρολογικό, τὸ ψυχιατρικὸ ἀπὸ τὸ νευρικό, τὸ ἀγχωτικὸ ἀπὸ τὸ ἀνυπόμονο καὶ πολλὰ ἄλλα παρόμοια. Ἡ ἀδιακρισία θὰ δημιουργήσει σύγχυση καὶ αὐτὴ σοβαρὴ πνευματικὴ ζημιά, ποὺ μπορεῖ πολὺ νὰ ταλαιπωρήσει καὶ τὸν ἐξομολόγο καὶ τὸν ἐξομολογούμενο.
Ὁ πνευματικὸς πρέπει νὰ γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, τὶς δυνατότητές του, τὶς ἁρμοδιότητές του καὶ τὸ μέτρο τῶν καθηκόντων του. Νὰ μὴ θέτει δυσβάστακτα φορτία στοὺς ἀνθρώπους καὶ λυγίσουν καὶ ἀποθαρρυνθοῦν καὶ ἀπογοητευθοῦν. Δὲν εἶναι γιὰ ὅλους πάντοτε ὅλα. Ἰδιαίτερα ἐδῶ χρειάζεται μία ἐξατομικευμένη ποιμαντική. Ἀκόμη σ’ ἕνα ἀρχάριο δὲν πρέπει νὰ παρουσιάζονται ὑψηλὲς καταστάσεις, ποὺ ἀδυνατεῖ τώρα ν’ ἀνέλθει. Ἡ σύγχυση τῆς ἀκριβοῦς διαγνώσεως, π.χ. ἕνα πρόβλημα ψυχολογικὸ νὰ θεωρηθεῖ ὡς δαιμονισμός, μπορεῖ ὅπως εἴπαμε νὰ δημιουργήσει μεγαλύτερες περιπλοκές, καθυστερήσεις καὶ ταλαιπωρίες. Καλὸ θὰ ἦταν ὁ κάθε ἐξομολόγος νὰ ἦταν καὶ Γέροντας, δηλαδὴ πνευματικὸς καθοδηγητής. Ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι στὸν κόσμο μποροῦν ἀπόλυτα νὰ μεταφερθοῦν τὰ μοναχικὰ πράγματα καὶ οἱ νέοι ἢ οἱ οἰκογενειάρχες ν’ ἀκολουθοῦν ἕνα ἀπαράβατο κανόνα ὑπακοῆς καὶ στὶς λεπτομέρειες κατὰ τὶς προτιμήσεις τοῦ πνευματικοῦ. Ἢ νὰ χρησιμοποιεῖ καὶ ἐκμεταλλεύεται κατὰ διάφορους γνωστοὺς τρόπους ὁ πνευματικὸς τὰ πρόσωπα ποὺ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ φέρνει στὸ ἅγιο πετραχήλι του. Ὁ πνευματικὸς ὁπωσδήποτε καὶ ποτὲ δὲν εἶναι παντογνώστης καὶ ἀλάθητος. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ πρέπει να’χει γνώμη ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ. Θὰ πρέπει νὰ περιορίζεται στὸ καθαρὰ πνευματικό του ἔργο, νὰ μορφώσει Χριστὸ στὶς καρδιὲς τῶν τέκνων του. Ὁ πνευματικὸς ὁ καλὸς σέβεται πάντοτε τὴν ἐλευθερία τοῦ τέκνου του, ἀκόμη καὶ ὅταν ἐλεύθερα τοῦ τὴν προσφέρει ἐκεῖνο. Μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀγωνίζεται νὰ θεραπεύσει τὸν μετανοημένο καὶ ὄχι νὰ τὸν κάνει ὀπαδό, ποὺ θὰ τὸν φοβᾶται, θὰ τὸν κολακεύει, θὰ τὸν χειροκροτεῖ, θὰ τὸν ἀκολουθεῖ παντοῦ καὶ πάντοτε.
Ἀντιλαμβάνεσθε πόσο σπουδαία εἶναι ἡ ἐξεύρεση ἑνὸς διακριτικοῦ πνευματικοῦ πρὸς ὀρθὴ καθοδήγηση μακρυὰ ἀπὸ ὑπερβολές, ἀκρότητες, συναισθηματισμοὺς καὶ νοσηρότητες. Ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδει ὁ πνευματικὸς συνδράμει στὸ ξεκαθάρισμα πολλῶν πραγμάτων, στὴν εἴσοδο στὴν οὐσία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, στὴ γνώση ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι ἕνας ὡραῖος καὶ ἱερὸς ἔστω θρησκευτικὸς ὀργανισμός, ἕνα σωματεῖο κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἕνας χῶρος ὅπου περνᾶμε εὐχάριστα, ἀποδεχόμενοι, συζητῶντας καὶ χαμογελῶντας συνέχεια, ὅπου ἱκανοποιοῦνται συναισθήματα καὶ καταξιωνόμαστε. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων, ἡ μόνη ὁδὸς θεώσεως τῶν μετανοούντων.
Ὁπωσδήποτε ἡ Ἐκκλησία εἶναι καὶ πνευματικὸ θεραπευτήριο καὶ πνευματικὴ οἰκογένεια καὶ ὁ σημερινὸς κυνηγημένος καὶ ἀνέραστος ἄνθρωπος μέσα στὶς δύσκολες καὶ μαζοποιημένες κοινωνίες ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴν ἀνεύρεση τῆς μοναδικότητος τοῦ ἱεροῦ προσώπου του καὶ τὴν ἀληθινὴ ἐπικοινωνία. Ὁ πνευματικὸς πατέρας εἶναι ἀπαραίτητος. Τὴν ἀνάγκη τοῦ κόσμου θὰ ἐκπληρώσουμε ὅταν εἴμεθα καθαροί, τίμιοι, ἀγαθοὶ καὶ ταπεινοί. Δὲν μπορεῖ ἕνας νὰ εἶναι πνευματικὸς καὶ νὰ μὴ ἔχει πνευματικό.
Τὸ θαυματουργὸ καὶ ἰαματικὸ μυστήριο τῆς μετανοίας πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ πιστοὶ ἐξομολογούμενοι, συχνὰ δὲν τὸ μεταχειρίζονται σωστά, ὥστε τελικὰ νὰ μένουν ἀθεράπευτοι. Ἡ κάθε ἁμαρτία εἶναι μία μικρὴ ἐπανάσταση τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τοῦ Θεοῦ, διαχωρίζεται ἀπὸ Αὐτόν, ἀπομακρύνεται, φεύγει ἀπὸ τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ἀποξενώνεται, τελικὰ νεκρώνεται. Ἡ ἁμαρτία αὐτοκαταστρέφει, ἀπομονώνει καὶ στενοχωρεῖ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ μετάνοια, ὅπως εἴπαμε, εἶναι μία διορθωτικὴ πράξη, ἐπαναφέρει, ἀποκαθιστᾶ στὴν ἀρχαία ὡραιότητα. Μερικοὶ δὲν γνωρίζουν, λένε, γιατί νὰ μετανοήσουν. Τὸ πρόβλημα εἶναι σοβαρό. Ἔχουν ἀμβλυνθεῖ φοβερὰ τὰ κριτήρια. Ἡ θεωρούμενη ἐλευθερία ἔχει ἐξασθενήσει ἠθικά, τρομερὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο. Ἡ μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντλεῖται σὲ μία ἐντελῶς τυπικὴ ἐξομολόγηση πρὶν τὶς μεγάλες ἑορτές, μὲ τὸ ξεμπέρδεμα τῶν θρησκευτικῶν μας καθηκόντων καὶ τὴν κατάθεση τοῦ βάρους μας γιὰ νὰ ξαλαφρώσουμε ψυχικά. Ἡ μετάνοια εἶναι ριζικὴ ἀλλαγὴ ὅλης τῆς ζωῆς, ἀναποδογύρισμα, ἐπανατοποθέτηση, ἐπαναπροσανατολισμός, ἄρνηση καὶ μῖσος τοῦ κακοῦ, πλήρης ἀλλαγὴ νοοτροπίας, ἀγάπη ὁλοκάρδια τοῦ ἀγαθοῦ καὶ πιστὴ καὶ ὑπομονετικὴ ἀκολούθησή του.
Ἡ μετάνοια δὲν τελειώνει σὲ μία ἐξομολόγηση μὲ λίγα ἔστω δάκρυα. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἀστραπὴ ἢ φωτοβολίδα, ἀλλὰ συνεχές, ἐπίπονο ἔργο ζωῆς. Ἡ ἐξομολόγηση δὲν εἶναι πάλι ἁπλὴ διαλογικὴ συζήτηση, λύση ἀποριῶν, τυπικὴ ἐξαγόρευση δυσκολιῶν ποὺ ἔχουμε μὲ τοὺς ἄλλους, ποὺ δὲν μᾶς καταλαβαίνουν καὶ δὲν μᾶς ἀγαποῦν τόσο. Ἡ ἐξομολόγηση δὲν γίνεται ἀπὸ καλὴ συνήθεια, γιὰ τὸ καλό, γιὰ τὸ ἔθιμο, ἀπὸ φόβο μὴ μᾶς τιμωρήσει ὁ Θεὸς καὶ λοιπά. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι βαθειὰ ἀνάγκη τῆς μετανοημένης ψυχῆς, ταπεινὴ κατάθεση τοῦ βάρους τῶν πλημμελημάτων.
Δὲν εἶναι σωστὸ ν’ ἀλλάζει κανεὶς συνέχεια πνευματικούς. Νὰ ἔχει συγχρόνως δύο πνευματικούς. Νὰ λέγει λίγα ἐδῶ καὶ λίγα ἐκεῖ. Τοῦτο φανερώνει μεγάλη πνευματικὴ ἀνωριμότητα, ἐπιπολαιότητα καὶ ἀστάθεια. Θέλει μιὰ κάποια προετοιμασία ἡ ἐξομολόγηση. Μὴ ζητῶντας τὸν τέλειο καὶ ἅγιο πνευματικὸ δὲν πᾶμε καθόλου. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μεταδοτική. Ὁ πιὸ ἅγιος πνευματικὸς δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς κάνει τίποτε ἂν δὲν ἀγωνισθοῦμε. Μὴ νομίζουμε ὅτι ἀνεβαίνουν οἱ πνευματικὲς μετοχές μας μὲ τὸ νὰ ἔχουμε ὀνομαστοὺς πνευματικούς, μᾶλλον αὐξάνονται οἱ ὑποχρεώσεις μας καὶ θὰ πρέπει νὰ ἐλεγχόμεθα. Καλὸ εἶναι νὰ ζητᾶμε τὸ καλὸ καὶ τὸ τέλειο, ὄχι ὅμως νὰ πάσχουμε ὡς ἀτελεῖς καὶ δεινοὶ εὐσεβιστές. Μὴ φοβόμαστε νὰ παραδεχθοῦμε τὴν ἧττα μας, τὴν ἀδυναμία μας, τὴν ἀμέλειά μας.
Δὲν θὰ κατακριθοῦμε γιατί πέσαμε, ἀλλὰ γιατί δὲν σηκωθήκαμε. Μόνο ὁ δαίμονας ἔπεσε καὶ δὲν σηκώθηκε ποτέ. Δὲν θὰ κολασθοῦμε, ἀδελφοί μου, γιατί ἁμαρτήσαμε, ἀλλὰ γιατί δὲν μετανοήσαμε. Ἡ ὑγιὴς παραδοχή της ἀμαρτωλότητός μας εἶναι πολὺ σημαντική. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ τὴν παραδοχὴ εἶχαν μόνιμα. Αὐτὸ τὸ συντετριμμένο πνεῦμα πρέπει πάντοτε νὰ ὑπάρχει στὴν καρδιὰ τοῦ μετανοοῦντος χριστιανοῦ, πολὺ περισσότερο κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως. Μὴ ἀναμένουμε ἀνακριτικὲς ἐρωτήσεις, μὴ φοβόμαστε, μὴ δειλιάζουμε, μὴ ντρεπόμαστε, μὴ ἀναβάλλουμε, μὴ θεωροῦμε ἁμαρτίες μόνο τὸν φόνο καὶ τὴν κλοπή. Οὔτε ἀδιάφοροι οὔτε σχολαστικοί, οὔτε φοβισμένοι οὔτε ξεθαρρεμένοι. Θὰ μποροῦσε κανεὶς πολλὰ νὰ πεῖ ἐπὶ τοῦ σοβαροῦ αὐτοῦ θέματος. Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς φωτίζει ν’ ἀναχωροῦμε ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήριο ὄχι μὲ πρόσθετες ἁμαρτίες. Παρουσιάζοντας ἀκόμη καὶ ἐκεῖ προφάσεις καὶ δικαιολογίες γιὰ τὸν καλὸ ἑαυτό μας καὶ τὸν κακὸ κόσμο….
Ὁ ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης στὸν ὡραιότατο λόγο του περὶ μετανοίας μεταξὺ ἄλλων γράφει χαρακτηριστικά, ἐμπνευσμένα καὶ θεοχαρίτωτα: Γνωρίζω ὅτι εἰς ὅσους παλαίουν κατὰ τῆς ἁμαρτίας, ὁ Κύριος χαρίζει ὄχι μόνον τὴν ἄφεσιν ἀλλὰ καὶ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία χαροποιεῖ καὶ πληροῖ τὴν ψυχὴν μὲ βαθεῖαν καὶ γλυκεῖαν εἰρήνην… Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερον θαῦμα ἀπὸ τὸ νὰ ἀγαπᾶ τίς τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς τὴν πτῶσιν του. Τὸν ἅγιον εἶναι εὔκολον νὰ ἀγαπᾶς – εἶναι ἄξιος… Χαίρει ὁ Κύριος ἐπὶ τῇ μετανοίᾳ τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ὅλαι αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἀναμένουν, ὅπως καὶ ἡμεῖς ἀπολαύσωμεν τῆς γλυκύτητος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ ἴδωμεν τὸ κάλλος τοῦ προσώπου Αὐτοῦ… Δόξα τῷ Κυρίω, ὅτι ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τὴν μετάνοιαν, καὶ διὰ τῆς μετανοίας σωζόμεθα πάντες ἡμεῖς, ἄνευ ἐξαιρέσεως. Δὲν θὰ σωθοῦν μόνο οἱ μὴ μετανοοῦντες… Σημεῖον τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ὅτι ἐμίσησαν τὴν ἁμαρτίαν… Ἂς ταπεινωθῶμεν, ἵνα διὰ τῆς μετανοίας ἀποκτήσωμεν ἐλεητικὴν καρδίαν καὶ τότε θὰ ἴδωμεν τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου… Ὅστις μετανοεῖ ἀληθῶς, οὗτος εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑπομένῃ κάθε θλῖψιν… Εἰς τὸν ἐλεήμονα ὁ Κύριος παρευθὺς συγχωρεῖ τὰ ἁμαρτήματα… Θὰ ἠυχόμην νὰ μάθω μόνον τὴν ταπείνωσιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ὥστε οὐδένα νὰ προσβάλλω, ἀλλὰ νὰ προσεύχωμαι δι’ ὅλους, ὡς δι’ ἐμαυτόν….
Ταπεινῶς φρονῶ ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ εἶναι συμπύκνωση ὅλων τῶν προηγουμένων. Λησμονῆστε, λοιπόν, ἂν θέλετε τὰ παραπάνω. Νὰ θυμάσθε πάντα ὅμως ὅτι ὅποιος παλεύει κατὰ τῆς ἁμαρτίας χαριτώνεται καὶ εὐλογεῖται ἀπὸ τὸν Θεό. Ν’ ἀγαπᾶμε τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ μισοῦμε τὴν ἁμαρτία, ὅπως λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Χαρὰ λαμβάνει ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ μετάνοιά μας, χαρὰ ἀληθινὴ αἰσθανόμεθα τότε κι ἐμεῖς. Ἀπόδειξη ὅτι μᾶς συγχώρεσε ὁ Θεὸς εἶναι τὸ μῖσος κατὰ τῆς ἁμαρτίας. Ἡ συγχωρητικότητα εἶναι χαρακτηριστικό του ἀληθινὰ μετανοημένου.
Εὔχεσθε νὰ συνεχίζουμε ἐλπιδοφόρα τὸ ὡραῖο ταξείδι στὰ βαθειὰ νερὰ τῆς μετανοίας, ὁδηγούμενοι στὸν εὔδιο λιμένα τῆς σωτηρίας μας ἀπὸ τὸν Σωτῆρα καὶ Λυτρωτὴ Κύριο, διὰ πρεσβειῶν πάντων τῶν ἁγίων καὶ τῆς Θεοτόκου.