Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα,
    δὲν περνῶ µὲ τὰ χρόνια,
    µ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ µ᾿ ἔνιωσες
    στὰ µαρµαρένια ἁλώνια;

  • !

    Εἶµ᾿ ἐγὼ ἡ ἀκατάλυτη
    ψυχὴ τῶν Σαλαµίνων·
    στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
    τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

  • !

    Δὲ χάνοµαι στὰ Τάρταρα,
    µονάχα ξαποσταίνω·
    στὴ ζωὴ ξαναφαίνοµαι
    καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!

Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας

Καβάλα πάει ὁ Χάροντας
τὸ Διγενῆ στον Ἅδη,
κι ἄλλους µαζί… Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεµένους τὰ καπούλια
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεµο,
τῆς ὀµορφιᾶς τὴν πούλια.

Καὶ σὰ νὰ µὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι,
Ὁ Ἀκρίτας µόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλάρη.

«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα,
δὲν περνῶ µὲ τὰ χρόνια,
µ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ µ᾿ ἔνιωσες
στὰ µαρµαρένια ἁλώνια;

Εἶµ᾿ ἐγὼ ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαµίνων·
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

Δὲ χάνοµαι στὰ Τάρταρα,
µονάχα ξαποσταίνω·
στὴ ζωὴ ξαναφαίνοµαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»