Ἄνθρωπος καὶ φύση βρίσκονται σὲ μία ἄμεση ἀλληλεξάρτηση. Ἀπὸ τὸ σεβασμὸ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ φυσικὸ περιβάλλον ἐξαρτᾶται ἡ ὁμαλὴ καὶ ἁρμονικὴ λειτουργία τῆς κτίσεως. Ἡ δυσαρμονία στὸ φυσικὸ κόσμο, ποὺ σήμερα παρατηρεῖται, ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀνατράπηκαν οἱ νόμοι, ποὺ ὁ Θεὸς ἔθεσε γιὰ τὴ λειτουργία τῆς κτίσεως. Ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ στὴ φύση ἔφερε τὰ προβλήματα διαταραχῆς τοῦ οἰκοσυστήματος, τῆς καταστροφῆς τοῦ στρατοσφαιρικοῦ ὀζονικοῦ στρώματος, τῆς ἐπιβαρύνσεως τῶν θαλασσίων ὑδάτων καὶ τῶν ἀκτῶν μὲ ἀπορρίμματα μὴ βιοδιασπάσιμα, τῆς ἄλογης ἐκμεταλλεύσεως τοῦ φυτικοῦ καὶ ζωικοῦ βασιλείου.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία διμερὴς ὕπαρξη, βιολογικὴ καὶ πνευματικὴ ταυτόχρονα. Ἡ διπλὴ αὐτὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου τονίζεται στοὺς ἁγίους πατέρες καὶ ἐνδεικτικὰ στὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμά, ποὺ σημειώνει: «Διπλοὺς ἔστιν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἐκτός, τὸ σῶμα, καὶ ὁ ἐντὸς ἡμῶν ἄνθρωπος, ἡ ψυχὴ δηλονότι» [1]. Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ χῶμα ἀπὸ τὴ γῆ καὶ φύσηξε στὸ πρόσωπό του καὶ τοῦ μετέδωσε τὸ πνεῦμα. Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος ἔγινε μία ζωντανὴ ὑλικοπνευματικὴ ὕπαρξη. Αὐτὴ ἡ διπλὴ ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου τοῦ ἐπιτρέπει νὰ βασιλεύη ἐπὶ τοῦ φυσικοῦ κόσμου καὶ νὰ τὸν ἐξουσιάζη, ὅπως καὶ αὐτὸς ἐξουσιάζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ [2]. Εἶναι, ἑπομένως, ὁ κύριος καὶ ὁ ἐξουσιαστὴς τοῦ κόσμου καὶ τῆς δημιουργίας, γι’ αὐτὸ καὶ πλάστηκε τελευταῖος τῶν δημιουργημάτων, γιὰ νὰ τονισθῆ ἡ ἀνωτερότητά του καὶ τὸ ὅτι τὰ πάντα ἐποιήθησαν καλῶς λίαν, γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὶς ἀνάγκες του.
Ἡ ἐξουσία, βέβαια, τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴν ὑλικὴ δημιουργία δὲν εἶναι ἀπόλυτη καὶ ἀπεριόριστη. Μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ὅλες οἱ ἐξουσίες ἔχουν συγκεκριμένα ὅρια. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος σέβεται τὴ φύση καὶ ἐνεργεῖ χωρὶς αὐθαίρετη βία γίνεται πραγματικὰ δημιουργὸς καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι καταστροφεύς [3]. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ περιβάλλον δὲν εἶναι στατική ἀλλὰ δυναμική. Μὲ τὴν πνευματική του ἀνωτερότητα καὶ τὴν εὐαισθησία, καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νὰ προστατεύση τὸ φυσικὸ περιβάλλον. Καλεῖται νὰ διαφυλάξη τὴν ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει στὴ φύση, ἐνθυμούμενος, ὅτι ἔχει ὄχι μόνο δικαιώματα ἀλλὰ καὶ ὑποχρεώσεις, κατὰ τὴ φράση τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως: «Ἐργάζεσθαι καὶ φυλάττειν» [4]. Αὐτὸ δηλώνει χρήση καὶ ἐκμετάλλευση τῆς κτίσεως ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ προστασία της. Ὁ ἄνθρωπος, μὲ ἄλλα λόγια, πλάσθηκε νὰ κυριαρχῆ καὶ νὰ προστατεύη τὴν κτίση, νὰ ἀγαπᾶ τὴ δημιουργία καὶ νὰ συμβιώνη ἁρμονικὰ μαζί της καὶ μὲ τοὺς συνανθρώπους του.
Ἡ ἁρμονία καὶ τὸ κάλλος τῆς φύσεως βρίσκονται σὲ μία κατάσταση δυναμική. Ἡ δημιουργία δὲν ἀποτελεῖ γενονὸς τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ συνεχίζει νὰ συντελῆται καὶ σήμερα καὶ θὰ συνεχισθῆ καὶ αὔριο, μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι ὁ Θεός, ὁ Δημιουργὸς καὶ Κτίστης τοῦ σύμπαντος, συνέχει καὶ διακρατεῖ στὴν ὕπαρξη τὰ ὄντα. Θὰ ἔχανε τὴν ὕπαρξή του τὸ σύμπαν, ἂν ὁ Θεὸς δὲν συνέχιζε νὰ ἀσκῆ τὴ συνεκτική Του θέληση κάθε στιγμή. Τίποτα δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχη, ἂν δὲν τὸ ἤθελε ὁ Θεός. Αὐτὸς προνοεῖ γιὰ ὅλα. Αὐτὸς βρίσκεται στὴν καρδιὰ κάθε πράγματος καὶ διατηρεῖ τὰ πάντα στὴ ζωὴ [5].Ἡ Ἁγία Γραφὴ, καὶ ἰδιαίτερα ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, προβάλλει τὴν τελειότητα στὴ δημιουργία, γιὰ νὰ τονίση τὴ σοφία καὶ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ. Ἡ κτίση ἀκατάπαυστα διηγεῖται τὴ δόξα τοῦ αἰώνιου Πλαστουργοῦ. «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ποίησιν δὲ χειρῶν Αὐτοῦ ἀναγγέλλει τὸ στερέωμα» διατρανώνει ὁ ἱερὸς ψαλμωδὸς [6].
Ὅταν ὁ Θεὸς τελείωσε τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου «εἶδε πάντα ὅσα ἐποίησε καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν» [7]. Αυτή τὴν ὀμορφιὰ τῆς κτίσεως ὁ ἄνθρωπος τὴ δέχθηκε ὡς θεία δωρεά, ὡς εὐλογία. Ἡ εὐλογημένη μας πατρίδα, μὲ τὶς ἄπειρες φυσικές της καλλονές, τὰ ψηλὰ βουνὰ καὶ τὶς βαθειὲς χαράδρες, τὶς δαντελωτὲς ἀκτὲς καὶ τὰ καταγάλανα νερὰ της, καθὼς καὶ τὰ ἀναρίθμητα νησιά μας, ἁγιάσθηκε ἀπὸ πλῆθος ὁσίων ἀσκητῶν, ποὺ κατασκήνωσαν στὰ πέρατά της καὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ κάθε τόπου ἀνέβηκαν πνευματικὰ σὲ σφαῖρες ἀρρήτου μεγαλείου καὶ ἑνώθηκαν μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό. Δυστυχῶς, ὅμως, ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος αὐτὴ τὴν ὀμορφιὰ τὴν ἐκμεταλλεύτηκε καὶ τὴν καταδυνάστευσε, γιὰ νὰ ἱκανοποιήση τὰ πάθη του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐκμεταλεύσεως καὶ καταδυναστεύσεως εἶναι ἡ διαταραχὴ τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φύση καὶ ἡ δημιουργία τεραστίου οἰκολογικοῦ προβλήματος, τῆς μάστιγος τοῦ αἰῶνος μας. Ὅλοι βέβαια συμφωνοῦμε, ὅτι ἡ κρίση αὐτὴ εἶναι πρωτίστως πνευματικὴ καὶ ἠθική. Ἡ φυσικὴ μόλυνση, ἀλλοίωση καὶ καταστροφὴ τοῦ περιβάλλοντος ἀντανακλᾶ τὴν ἐσωτερικὴ μόλυνση καὶ πνευματικὴ ἀλλοίωση τοῦ ἀνθρώπου. Γεύεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος τὴν πίκρα τοῦ ἐγωισμοῦ του, τῆς πλεονεξίας του, τῆς ἀπληστίας του, τῆς σπατάλης του, τῆς φιληδονίας του. Ἐκβιάζει τὴ φύση καὶ αὐτὴ τὸν πληρώνει μὲ τὸ τίμημα τοῦ ἄγχους, τῶν ἀσθενειῶν, τῶν παθῶν, τοῦ θανάτου. Καιρὸς εἶναι νὰ ἔλθουμε σὲ συναίσθηση, σὲ ἐπίγνωση, νὰ τρυφήσουμε πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως καὶ ἐν μετανοίᾳ νὰ πέμπουμε καθ’ ἑκάστην δοξολογικὸ ὕμνο στὸν Τριαδικὸ Θεό μας, τὸν «πάσης κτίσεως Δημιουργό, τὸν τοὺς καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενον» [8]. Ἔτσι, ὄχι μόνο θὰ ζήσουμε τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς μας μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη ἀλλὰ καὶ στὶς ἑπόμενες γενεὲς θὰ δώσουμε παράδειγμα ζωῆς, γιὰ νὰ ξεπεράσουμε τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», στὴν ἀτελεύτητη εὐφροσύνη τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.
- Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΚΕ΄ PG 151,325 D.
- Μαξίμου ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον, PG 90, 269-276.
- Καλλίστου Γουέαρ, Ἡ ἀξία τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, στό «Ἄνθρωπος καὶ περιβάλλον», σελὶς 31, Συνάντηση Πάφου, 1994.
- Γέν. 2, 15.
- Καλλίστου Γουέαρ, Ὁ Ὀρθόδοξος Δρόμος, σελὶς 53, Ἔκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1984.
- Ψάλμ. 18, 2
- Γέν. 1, 31.
- Ἀπολυτίκιον τῆς Ἰνδίκτου