Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὅποιος ἀγαπάει τὸ Θεὸ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ γνωρίζει τὸ Θεό, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ, δὲν γνωρίζει τὸ Θεὸ γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α΄ Ἰωάν. 4, 7-8). Ἀποκτοῦμε ἐπίγνωση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀγάπη (Κόλ. 2,2). Ὁ Θεὸς μένει μέσα μας ὅταν ἀγαπιόμαστε μεταξὺ μας (Α΄ Ἰωάν. 4, 12). Μόνο ἑνωμένοι γινόμαστε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. 2,22). Ἂν τὸ νὰ μείνουμε στὸ Θεὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ ἐντολὴ εἶναι νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, τὸ νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Θεὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο.[1]

  • !

    Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ τελειωθεῖ παρὰ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὸν πλησίον του καὶ πλησίον δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται μόνον οἱ φίλοι μας ἢ οἱ γνωστοί μας, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουμε κοινὴ φύση, εἴτε εἶναι ἐχθροί, εἴτε εἶναι σύμμαχοι, εἴτε ἀνήκουν στὴν ἴδια κοινωνικὴ τάξη μέ μας, εἴτε ὄχι, γιατί μᾶς ἔφτιαξε ὁ ἴδιος δημιουργὸς καὶ μᾶς ἔδωσε πνοὴ ζωῆς, γιατί ὅλοι χαιρόμαστε τὸν ἴδιο οὐρανὸ καὶ τὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα, τὶς ἴδιες ἡμέρες καὶ τὶς ἴδιες νύχτες, καὶ ἂν καὶ μερικοὶ εἶναι καλύτεροι καὶ ἄλλοι χειρότεροι, μερικοὶ δικαιότεροι καὶ ἄλλοι λιγότερο δίκαιοι, ὁ Θεὸς εἶναι πλουσιοπάροχος καὶ καλὸς σὲ ὅλους.[5] Ὅταν ἀγαπάει κανεὶς πραγματικὰ δὲν ἐξαρτᾶται ἡ διάθεσή του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοὺς ἀλλά, ἀποβλέποντας στὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ ὅλοι ἔχουμε κοινή, ἀγαπάει ἐξίσου ὅλους τους ἀνθρώπους.[6]

  • !

    «Χιλιάδες καλὰ καὶ ἀρετὲς νὰ κάμωμεν, νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, κἄν τὸ αἷμα μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», ἂν δὲν ἔχουμε ἀγάπη γιὰ τὸ συνάνθρωπο «ὅλα χαμένα εἶναι καὶ δὲν μᾶς ὠφελοῦν τίποτε καὶ εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν».[18]

  • !

    Πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σήμερα δὲν θὰ εὔχονταν νὰ ζοῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς βρισκόταν στὴ γῆ, ὥστε νὰ κάθονται καὶ νὰ συντρώγουν μαζί Του στὸ ἴδιο τραπέζι. Ἀλλὰ καὶ τώρα μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό. Μποροῦμε καὶ τώρα νὰ Τὸν καλέσουμε γιὰ φαγητὸ καὶ νὰ φᾶμε μαζί Του καὶ μάλιστα μὲ περισσότερη ὠφέλεια, γιατί πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔφαγαν μαζί Του τότε χάθηκαν (ὅπως ὁ Ἰούδας καὶ ἄλλοι παρόμοιοί του) ἐνῶ ὁ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν προσκαλοῦν σήμερα στὸ σπίτι τους καὶ τοῦ προσφέρουν στέγη καὶ φαγητὸ θὰ ἀπολαύσει μεγάλη εὐλογία.[27]

  • !

    Πραγματικά, μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ συναντήσουμε τὸν ἀναστημένο Χριστό. Πολὺ συχνὰ ἐμεῖς «οἱ χριστιανοὶ» ὅταν ἀντιμετωπίζουμε ἀνθρώπους ποὺ ἀρνιοῦνται ἢ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τοὺς βομβαρδίζουμε μὲ διαλεκτικὰ πυροτεχνήματα χωρὶς νὰ ὑποπτευόμαστε πόσο εἴμαστε, ὅταν τὸ κάνουμε αὐτό, κύμβαλα ἀλαλάζοντα, χωρὶς νὰ ὑποπτευόμαστε ἀκόμη ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς παρουσιάζουμε ὡς τὸν ἀναστημένο Χριστὸ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀξιοθρήνητο διανοητικὸ σχῆμα, ἕνα παιδικὸ δημιούργημα τῆς φαντασίας μας, ἕνα θλιβερὸ εἴδωλο, γιατί τὸν πραγματικὸ Χριστὸ δὲν Τὸν ἔχουμε δεῖ, καὶ δὲν Τὸν ἔχουμε δεῖ γιατί δὲν ἔχουμε κοιτάξει ποτὲ βαθιὰ στὰ μάτια τὸ συνάνθρωπό μας. Τὰ διανοητικά μας ἐπιχειρήματα εἶναι ἡ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἔχουμε πραγματικὰ συναντήσει τὸ Χριστό, γιατί ἂν Τὸν εἴχαμε πραγματικὰ συναντήσει θὰ Τὸν συναντούσαμε καὶ πάλι στὸ πρόσωπο αὐτοῦ του ἀρνητῆ ἢ τοῦ ἀμφισβητία καὶ ἀντὶ νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε σὰν ἐχθρὸ ποὺ πρέπει νὰ κατατροπώσουμε θὰ τὸν ἀποκαλούσαμε, σὰν τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, «χαρά μου» καὶ τότε αὐτὸς θὰ ἔνιωθε ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ βλέπουμε τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ θὰ Τὸν ἔβλεπε καὶ ἐκεῖνος.

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται καὶ γιγνώσκει τὸν Θεὸν

 

Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος  νὰ ἐπιστρέψει στὸ Θεὸ καὶ νὰ τὸν συναντήσει χωρὶς προηγουμένως νὰ συναντήσει τὸ συνάνθρωπο, γι’ αὐτὸ τὸ ἑπόμενο βῆμα στὴν πορεία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν ἀναστημένο Χριστὸ εἶναι ἀκριβῶς ἡ συνάντηση μὲ τὸ συνάνθρωπο.

Θέμα τῆς τρίτης Κυριακῆς τοῦ Τριωδίου εἶναι ἡ κρίση ποὺ θὰ βασιστεῖ ἀποκλειστικὰ στὴν ἀγάπη ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔχει δείξει γιὰ τὸ συνάνθρωπό του καὶ ποὺ τελικὰ μεταβαίνει σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ Θεό· «ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μάτθ. 25,40).

Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὅποιος ἀγαπάει τὸ Θεὸ εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ καὶ γνωρίζει τὸ Θεό, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ,  δὲν γνωρίζει τὸ Θεὸ γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη (Α΄ Ἰωάν. 4, 7-8). Ἀποκτοῦμε ἐπίγνωση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀγάπη (Κόλ. 2,2). Ὁ Θεὸς μένει μέσα μας ὅταν ἀγαπιόμαστε μεταξὺ μας (Α΄ Ἰωάν. 4, 12). Μόνο ἑνωμένοι γινόμαστε κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. 2,22). Ἂν τὸ νὰ μείνουμε στὸ Θεὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ ἡ ἀγάπη ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν καὶ ἡ ἐντολὴ εἶναι νὰ ἀγαποῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, τὸ νὰ μείνουμε κοντὰ στὸ Θεὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχουμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο.[1]

«Ὅθεν ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην πρῶτον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δεύτερον εἰς τὸν ἀδελφόν του τὸν χριστιανόν, αὐτὸς ἀξιώνεται καὶ δέχεται τὴν Παναγίαν Τριάδα μέσα εἰς τὴν καρδίαν του».[2]

Ὑπάρχουν πολλὰ χωρία στὴ Γραφὴ ὅπου φαίνεται νὰ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν τελειότητα μόνο ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον ἐνῶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ παρασιωπᾶται, ἂν καὶ ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες κρέμονται καὶ ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς ἐντολές. Ἀλλὰ αὐτὸ συμβαίνει ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ ἀγαπάει τὸν πλησίον πρέπει πάνω ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο νὰ ἀγαπάει αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη. Ὅμως ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεὸς «καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».[3]

Ἀγκάλιασε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγκαλιάζοντας τὴν ἀγάπη ἀγκαλιάζεις τὸν ἴδιο τὸ Θεό.[4]

Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ τελειωθεῖ παρὰ μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὸν πλησίον του καὶ πλησίον δὲν πρέπει νὰ θεωροῦνται μόνον οἱ φίλοι μας ἢ οἱ γνωστοί μας, ἀλλὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουμε κοινὴ φύση, εἴτε εἶναι ἐχθροί, εἴτε εἶναι σύμμαχοι, εἴτε ἀνήκουν στὴν ἴδια κοινωνικὴ τάξη μέ μας, εἴτε ὄχι, γιατί μᾶς ἔφτιαξε ὁ ἴδιος δημιουργὸς καὶ μᾶς ἔδωσε πνοὴ ζωῆς, γιατί ὅλοι χαιρόμαστε τὸν ἴδιο οὐρανὸ καὶ τὴν ἴδια ἀτμόσφαιρα, τὶς ἴδιες ἡμέρες καὶ τὶς ἴδιες νύχτες, καὶ ἂν καὶ μερικοὶ εἶναι καλύτεροι καὶ ἄλλοι χειρότεροι, μερικοὶ δικαιότεροι καὶ ἄλλοι λιγότερο δίκαιοι, ὁ Θεὸς εἶναι πλουσιοπάροχος καὶ καλὸς σὲ ὅλους.[5] Ὅταν ἀγαπάει κανεὶς πραγματικὰ δὲν ἐξαρτᾶται ἡ διάθεσή του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς ἀπόψεις τοὺς ἀλλά, ἀποβλέποντας στὴν ἀνθρώπινη φύση ποὺ ὅλοι ἔχουμε κοινή, ἀγαπάει ἐξίσου ὅλους τους ἀνθρώπους.[6]

Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπάει καὶ κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του.[7] Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸ Θεὸ ἔχει προαγαπήσει τὸν ἀδελφό του, γιατί ἡ δεύτερη ἀγάπη εἶναι ἀπόδειξη τῆς πρώτης. Ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ἀγαπάει τὸν Κύριο καὶ ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του μοιάζει μὲ ὑπνοβάτη.[8]

Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει συνηθίσει νὰ ἀγαπάει τὸ Θεὸ στὸ συνάνθρωπο, ἐπεκτείνει σ’ αὐτὸν τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης του μὲ τὴν ἴδια διάθεση μὲ τὴν ὁποία πλησιάζει τὸ Χριστό.[9]

Φαντάσου ἕναν κύκλο σημειωμένο πάνω στὸ χῶμα, λέει ὁ Δωρόθεος. Ὑπόθεσε ὅτι ὁ κύκλος εἶναι ὁ κόσμος καὶ ὅτι τὸ κέντρο τοῦ κύκλου εἶναι ὁ Θεός. Ἕνας ἀριθμὸς γραμμῶν ὁδηγοῦν ἀπὸ τὴν περιφέρεια στὸ κέντρο καὶ αὐτὲς οἱ γραμμὲς ἀντιπροσωπεύουν τοὺς δρόμους τῆς ζωῆς ποὺ οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ ἀκολουθήσουν. Στὴν ἐπιθυμία τους νὰ πλησιάσουν τὸ Θεὸ οἱ ἅγιοι προχωροῦν ἀκολουθώντας αὐτὲς τὶς γραμμὲς πρὸς τὸ κέντρο τοῦ κύκλου. Ἔτσι, ὅσο πιὸ πολὺ προχωροῦν τόσο πιὸ πολὺ πλησιάζουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο καὶ τὸ Θεό. Ὅσο πιὸ κοντὰ ἔρχονται στὸ Θεὸ τόσο πιὸ κοντὰ ἔρχονται στὸν ἄνθρωπο. Αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τῆς ἀγάπης, ὅσο πιὸ πολὺ ἑνωνόμαστε μὲ τὸ συνάνθρωπο τόσο περισσότερη εἶναι ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεό.

Δείχνουμε ἀγάπη στὸ συνάνθρωπο ὅταν τοῦ δίνουμε κάτι ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς καὶ ποὺ ἐκεῖνος τὸ ἔχει ἀνάγκη· «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Μάτθ. 25, 35).

«Ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμὶ νὰ φάω, ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἀν ἵσως καὶ σοῦ δώσω κομμάτι καὶ ἐσένα ὅπου δὲν ἔχεις, ε, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ. Ἀμὴ ἐγὼ νὰ φάω ὅλο τὸ ψωμὶ καὶ ἐσὺ νὰ πεινᾶς, τί φανερώνω; φανερώνω πὼς ἡ ἀγάπη ὅπου ἔχω εἰς ἐσένα εἶναι ψεύτικη. Ἔχω δύο ποτήρια κρασὶ νὰ πιῶ, ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἀν ἵσως καὶ σοὺ δώσω καὶ ἐσένα, ἀπὸ αὐτὸ νὰ πιεῖς, τότε φανερώνω πὼς σὲ ἀγαπῶ, ἀμὴ ἀν ἵσως καὶ δὲν σὲ δώσω ἐσένα, εἶναι κάλπικη ἡ ἀγάπη. Ἀμὴ ἐγὼ νὰ ἔχω τὰ φορέματα μέσα εἰς τὸ σεντούκι φυλαγμένα νὰ τὰ τρώγει τὸ σκουλήκι καὶ ἐσὺ νὰ περιπατεῖς γυμνός, εἶναι κάλπικη ἡ ἀγάπη. Ἐσὺ εἶσαι λυπημένος, ἀπέθανε ἡ μητέρα σου, ὁ πατέρας σου ἢ τὸ παιδί σου ἢ ἄρρωστος εἶσαι. Ἀν ἵσως καὶ ἔλθω νὰ σὲ παρηγορήσω, τότε εἶναι ἀληθινὴ ἡ ἀγάπη. Ἀμὴ ἀν ἵσως ἐσὺ κλαίης καὶ θρηνεῖς, καὶ ἐγὼ κάθομαι τρώγω, πίνω, χορεύω, τραγουδῶ, ξεφαντώνω, εἶναι ψεύτικη ἡ ἀγάπη».[10]

«Δὲν περιγράφεται τὸ ὕψος στὸ ὁποῖο μᾶς ἀνεβάζει ἡ ἀγάπη· ἡ ἀγάπη μᾶς ἑνώνει μὲ τὸ Θεό, καλύπτει πλῆθος ἁμαρτιῶν, ἀνέχεται τὰ πάντα, μακροθυμεῖ πάντοτε. Στὴν ἀγάπη δὲν ὑπάρχει τίποτε βάναυσο, τίποτε ὑπερήφανο, ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει σχίσμα, δὲν στασιάζει, ἡ ἀγάπη τὰ κάνει ὅλα μὲ ὁμόνοια· στὴν ἀγάπη τελειώθηκαν ὅλοι οἱ ἐκλεκτοί του Θεοῦ, χωρὶς ἀγάπη τίποτε δὲν εἶναι εὐάρεστο στὸ Θεό. Μὲ τὴν ἀγάπη μᾶς προσέλαβε στὸν ἑαυτὸ του ὁ Δεσπότης».[11]

Αὐτὸς ποὺ ἔχει κάποιο ἴχνος μίσους μέσα στὴν καρδιά του γιὰ κάποιον ἄλλο ἐξαιτίας κάποιου λάθους του εἶναι ἀπόλυτα ἀποξενωμένος ἀπὸ τὸ Θεό.[12] Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει εἰρήνη μὲ τὸ Θεὸ ἐκεῖνος ποὺ ἐξαιτίας μίας φθονερῆς διαμάχης δὲν ἔχει εἰρήνη μὲ τὸ συνάνθρωπό του.[13]

«Ὅθεν πρέπει καὶ ἠμεῖς, ἀν ἵσως καὶ θέλωμεν νὰ λέγωμεν αὐτὸν τὸν Θεὸν μας πατέρα, νὰ εἴμεσθεν εὔσπλαχνοι καὶ φιλάνθρωποι καὶ νὰ χαροποιοῦμεν τοὺς ἀδελφούς μας τοὺς χριστιανούς. Εἶδε καὶ εἴμεσθεν ἄσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι καὶ πικραίνομεν τοὺς ἀδελφούς μας καὶ τοὺς φαρμακεύομεν καὶ τοὺς βάνομεν τὸν θάνατον εἰς τὴν καρδίαν, δὲν πρέπει νὰ λέγωμεν τὸν Θεὸν μᾶς πατέρα, ἀλλὰ τὸν Διάβολον».[14]

Ὅταν ἀγαποῦμε ἕνα ἢ δύο φίλους μας ἢ τοὺς δικούς μας ἀνθρώπους, δὲν ἀγαποῦμε γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀγαπηθοῦμε κι ἐμεῖς ἀπ’ αὐτούς. Θὰ μοιάσουμε πραγματικὰ μὲ τὸ Θεὸ ὄχι ὅταν κάνουμε θαύματα, ἀλλ’ ὅταν ἀγαποῦμε ὅλους τους ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς μας.[15]

Ἐπειδὴ πρέπει νὰ ἀγαπιόμαστε μεταξὺ μας μὲ τὸ ἴδιο μέτρο, εἶναι ἀπαράδεκτο νὰ σχηματίζουμε φατρίες καὶ κλίκες. Γιατί ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸν ἕνα πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς ἄλλους κατηγορεῖ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του ὅτι γιὰ τοὺς ἄλλους δὲν ἔχει πραγματικὴ ἀγάπη.[16]

Ὅπως ἡ ἀνάμνηση τῆς φωτιᾶς δὲν ζεσταίνει τὸ σῶμα ἔτσι καὶ ἡ πίστη χωρὶς ἀγάπη δὲ φέρνει τὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.[17]

«Χιλιάδες καλὰ καὶ ἀρετὲς νὰ κάμωμεν, νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, κἄν τὸ αἷμα μας νὰ χύσωμεν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ», ἂν δὲν ἔχουμε ἀγάπη γιὰ τὸ συνάνθρωπο «ὅλα χαμένα εἶναι καὶ δὲν μᾶς ὠφελοῦν τίποτε καὶ εἰς τὴν κόλασιν πηγαίνομεν».[18]

«Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἐστι κέρδος νηστείας, ὅσον ὀργῆς ζημία, οὔτε τοσαύτη τῆς ἀναγνώσεως (τῶν Ἄγ. Γραφῶν) ὠφέλεια, ὅσον βλάβη ἐκ τοῦ περιφρονῆσαι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ λυπῆσαι αὐτόν. Καὶ γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ γύμνωσις τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἀποταγὴ ὅλου του κόσμου οὐκ ἔστιν τελειότης, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα, ἐπειδὴ οὐκ ἐν τούτοις εὑρίσκεται ἡ τελειότης, ἀλλὰ διὰ τούτων προσγίνεται. Εἰς μάτην, τοίνυν, ἐπὶ νηστείᾳ, καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ καὶ ἀναγνώσει Γραφῶν ἐγκαυχώμεθα, ὅταν μὴ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην κατορθώσωμεν· ὁ γὰρ κατορθώσας τὴν ἀγάπην, ἐν ἐαυτῷ ἔχει τὸν Θεὸν καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ ἀεὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐστιν».[19]

Ὅπως τὸ σῶμα εἶναι ἕνα ἂν καὶ ἔχει πολλὰ μέλη καὶ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματος, ἂν καὶ εἶναι πολλὰ εἶναι ἕνα σῶμα, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς (Α΄ Κόρ. 12, 12). Ὁ Χριστὸς συνηθίζει νὰ ἀναλαμβάνει τὴ μορφὴ τῶν μελῶν Του καὶ νὰ ἀποδίδει στὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ Του ὅ,τι λέγεται γιὰ ἐκεῖνα, γιατί τὸ κεφάλι καὶ τὸ σῶμα εἶναι ἕνας Χριστός.[20]

Ὁ πραγματικὸς ναὸς τοῦ Κυρίου, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ πιστοῦ. Ἂς τὸν λατρεύσουμε αὐτὸν τὸ ναό, ἂς τὸν διακοσμήσουμε, ἂς προσφέρουμε σ’ αὐτὸν δῶρα, ἂς ὑποδεχτοῦμε σ’ αὐτὸν τὸ Χριστό.[21] Τί καλύτερους θησαυροὺς ἔχει ὁ Χριστὸς ἀπὸ ἐκείνους διὰ τῶν ὁποίων θέλει νὰ παρουσιάζεται;[22]

Νὰ φοβᾶσαι τὸ Χριστὸ ἐπάνω, ἀναγνώριζε Τὸν ἐδῶ κάτω. Ἔχε τὸ Χριστὸ ἐπάνω παρέχοντα τὶς πλούσιες δωρεές Του, ἀναγνώριζε Τὸν ἐδῶ κάτω δυστυχοῦντα. Ἐδῶ εἶναι φτωχός, ἐκεῖ εἶναι πλούσιος.[23]

Ὁ Χριστὸς πέθανε καὶ τάφηκε μία φορὰ ἀλλὰ θέλει νὰ χύνεται καθημερινὰ μύρο στὰ πόδια Του. Τί εἶναι λοιπὸν αὐτοὶ στοὺς ὁποίους χύνουμε τὸ μύρο; Εἶναι τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ γι’ αὐτοὺς λέει αὐτὸς ὁ ἴδιος «ὅ,τι ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Αὐτὰ τὰ πόδια ποὺ ἡ γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου τὰ ξεκουράζει καὶ τὰ δροσίζει μὲ τὰ δάκρυά της, αὐτὰ τὰ πόδια ραίνει μὲ μύρο ἐκεῖνος ποὺ προσφέρει τὴ γλυκύτητα τῆς καλοσύνης του ἀκόμη καὶ στὸν πιὸ ἀδύνατο. Σ’ αὐτὰ οἱ μάρτυρες, σ’ αὐτὰ οἱ ἀπόστολοι, σ’ αὐτὰ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δηλώνει ὅτι τιμᾶται.[24]

«Ἔτσι ξέρουμε ὅτι ἀγαπᾶμε τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» λέει ὁ Ἰωάννης (Α΄Ἰωάν. 5,2). Τί σημαίνει αὐτό; Προηγουμένως μιλοῦσε γιὰ τὸ γιὸ τοῦ Θεοῦ, μᾶς πρόβαλε τὸ Χριστὸ καὶ εἶπε· «ὅποιος πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς γεννιέται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὅποιος ἀγαπάει Ἐκεῖνον ποὺ γέννησε, δηλαδὴ τὸν Πατέρα, ἀγαπάει ἐπίσης καὶ Ἐκεῖνον ποὺ γεννήθηκε ἀπ’ Αὐτόν, δηλαδὴ τὸ Γιό, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ» καὶ συνεχίζει: «Ἔτσι ξέρουμε ὅτι ἀγαποῦμε τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ», σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ πεῖ «ἔτσι ξέρουμε ὅτι ἀγαποῦμε τὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ». Εἶπε τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἐνῶ μιλοῦσε ἀκριβῶς πρὶν γιὰ τὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ μόνου Γιοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀφοῦ Ἐκεῖνος εἶναι τὸ κεφάλι καὶ ἐμεῖς τὰ μέλη, εἶναι ἕνας Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὅποιος ἀγαπάει τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπάει τὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅποιος ἀγαπάει τὸ Γιὸ τοῦ Θεοῦ, ἀγαπάει τὸν Πατέρα.[25]

Ἂν λοιπὸν μᾶς πεῖ κάποιος, δεῖξε μου Ἐκεῖνον γιὰ νὰ τὸν ἀγαπήσω, τί ἄλλο θὰ πρέπει νὰ ἀπαντήσουμε παρὰ αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἰωάννης: «Κανεὶς δὲν εἶδε ποτὲ τὸ Θεὸ» (Ἰωάν. 1, 18) καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ καθόλου τὸ Θεό, εἶπε «ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη» καὶ «ὅποιος μένει στὴν ἀγάπη μένει στὸ Θεὸ» (Α΄ Ἰωάν. 4,16). Γι’ αὐτὸ ἀγάπα τὸν πλησίον σου, ἐκεῖ θὰ δεῖς, ὅσο μπορεῖς, τὸ Θεό.[26]

Πόσοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σήμερα δὲν θὰ εὔχονταν νὰ ζοῦσαν ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς βρισκόταν στὴ γῆ, ὥστε νὰ κάθονται καὶ νὰ συντρώγουν μαζί Του στὸ ἴδιο τραπέζι. Ἀλλὰ καὶ τώρα μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό. Μποροῦμε καὶ τώρα νὰ Τὸν καλέσουμε γιὰ φαγητὸ καὶ νὰ φᾶμε μαζί Του καὶ μάλιστα μὲ περισσότερη ὠφέλεια, γιατί πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔφαγαν μαζί Του τότε χάθηκαν (ὅπως ὁ Ἰούδας καὶ ἄλλοι παρόμοιοί του) ἐνῶ ὁ καθένας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν προσκαλοῦν σήμερα στὸ σπίτι τους καὶ τοῦ προσφέρουν στέγη καὶ φαγητὸ θὰ ἀπολαύσει μεγάλη εὐλογία.[27]

Γι’ αὐτὸ κανεὶς δὲν θὰ πρέπει νὰ λέει, εὐλογημένοι ἐκεῖνοι ποὺ δέχθηκαν τὴ χάρη νὰ ἔχουν τὸ Χριστὸ στὸ σπίτι τους. Δὲν θὰ πρέπει νὰ λυπόμαστε καὶ νὰ παραπονιόμαστε ποὺ δὲν εἴχαμε γεννηθεῖ τότε, γιατί δὲν μᾶς ἔχει ἀποστερήσει αὐτῆς τῆς εὐλογίας. «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», λέει, «ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μάτθ. 25,40)[28] καὶ συνεχίζει «σᾶς λέω ὅτι ὅποιος δέχεται ἐκεῖνον ποὺ θὰ στείλω ἐγώ, δέχεται ἐμένα καὶ ὅποιος δέχεται ἐμένα δέχεται Ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε» (Ἰωάννης 13,20) καὶ «ἐὰν δεχθεῖτε στὸ ὄνομά μου ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ παιδιά, δέχεστε ἐμένα καὶ ὅποιος δέχεται ἐμένα, δὲν δέχεται ἐμένα ἀλλὰ Ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε» (Μάρκ. 9, 37).

Ὅ,τι κάνετε σ’ ἕναν ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς ἐλαχίστους τὸ κάνετε σὲ μένα. Καὶ ἂν αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ Παῦλος, ὅμως εἶναι κάποιος πιστός, κι ἂν ἀκόμα εἶναι ἀσήμαντος, ὅμως «ὁ Χριστὸς δὶ  αὐτοῦ παραγίνεται».[29]

Ὅποιος δέχεται αὐτοὺς τοὺς ἐλάχιστους γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ κάποιον ἄλλο λόγο, δέχεται τὸ Χριστό.[30]

Ὅποιος λοιπὸν πέφτει στὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν, ἀγγίζει τὸ Χριστό, παρακαλεῖ τὸ Χριστό. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅταν ἐκεῖνοι χύνουν δάκρυα, γι’ αὐτὸν εἶναι ὁ Χριστὸς ποὺ ὑποφέρει καὶ ποὺ προσεύχεται γι’ αὐτὸν στὸν Πατέρα.[31]

Ὁ Ἀβραὰμ ἀναζητώντας ξένους νὰ τοὺς φιλοξενήσει δέχθηκε καὶ περιποιήθηκε αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ ὁ Λὼτ δέχθηκε τοὺς ἀγγέλους καὶ ἐμεῖς ἂν θὰ δεχθοῦμε τοὺς ἀνθρώπους, θὰ δεχθοῦμε τὸ Χριστό.[32]

Οἱ μοναχοὶ πού γνώριζαν καλὰ πώς θὰ συναντοῦσαν ἀσφαλῶς τὸ Χριστὸ ἂν πλησίαζαν μὲ ἀγάπη τὸ συνάνθρωπο, ὅταν τοὺς ρωτοῦσαν πῶς κατόρθωναν νὰ ὑπηρετοῦν μὲ τόση προθυμία τοὺς ἀνθρώπους, ἀπαντοῦσαν: «Οὐδέποτε ἀνθρώποις μὲ δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλὰ τῷ Θεῷ».[33] Αὐτοὶ λένε καὶ σέ μας: «Δεῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνεῖν· οὐ γὰρ αὐτοὺς ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσεκύνησας εἶδες γὰρ φησιν τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».[34]

Πραγματικά, μόνο ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ συναντήσουμε τὸν ἀναστημένο Χριστό. Πολὺ συχνὰ ἐμεῖς «οἱ χριστιανοὶ» ὅταν ἀντιμετωπίζουμε ἀνθρώπους ποὺ ἀρνιοῦνται ἢ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τοὺς βομβαρδίζουμε μὲ διαλεκτικὰ πυροτεχνήματα χωρὶς νὰ ὑποπτευόμαστε πόσο εἴμαστε, ὅταν τὸ κάνουμε αὐτό, κύμβαλα ἀλαλάζοντα, χωρὶς νὰ ὑποπτευόμαστε ἀκόμη ὅτι αὐτὸ ποὺ τοὺς παρουσιάζουμε ὡς τὸν ἀναστημένο Χριστὸ δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἀξιοθρήνητο διανοητικὸ σχῆμα, ἕνα παιδικὸ δημιούργημα τῆς φαντασίας μας, ἕνα θλιβερὸ εἴδωλο, γιατί τὸν πραγματικὸ Χριστὸ δὲν Τὸν ἔχουμε δεῖ, καὶ δὲν Τὸν ἔχουμε δεῖ γιατί δὲν ἔχουμε κοιτάξει ποτὲ βαθιὰ στὰ μάτια τὸ συνάνθρωπό μας. Τὰ διανοητικά μας ἐπιχειρήματα εἶναι ἡ ἀδιάψευστη ἀπόδειξη ὅτι δὲν ἔχουμε πραγματικὰ συναντήσει τὸ Χριστό, γιατί ἂν Τὸν εἴχαμε πραγματικὰ συναντήσει θὰ Τὸν συναντούσαμε καὶ πάλι στὸ πρόσωπο αὐτοῦ του ἀρνητῆ ἢ τοῦ ἀμφισβητία καὶ ἀντὶ νὰ τὸν ἀντιμετωπίζουμε σὰν ἐχθρὸ ποὺ πρέπει νὰ κατατροπώσουμε θὰ τὸν ἀποκαλούσαμε, σὰν τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, «χαρά μου» καὶ τότε αὐτὸς θὰ ἔνιωθε ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ βλέπουμε τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ θὰ Τὸν ἔβλεπε καὶ ἐκεῖνος.

[1] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τόμ. 14, σέλ. 476.

[2] Κοσμᾶ αἰτωλού, Διδαχὴ Ἃ 2, Ι. Μενούνου, ἔκδ. Τῆνος, σέλ. 155.

[3] Αὐγουστίνου, On Trinity, κέφ. 7, §10.

[4] Ὅπου παραπάνω, κέφ. 8, §10.

[5] Leo the Great Sermons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. XII, σέλ. 122.

[6] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης, ἑκατοντὰς πρώτη, Ο΄, ΟΑ΄.

[7] Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Περὶ ἀγάπης, ἑκατοντὰς πρώτη, ΙΓ΄.

[8] Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, Migne 88, 1157.

[9] Αὐγουστίνου, The City of God, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σέλ. 476.

[10] Κοσμᾶ Αἰτωλού, Διδαχὴ Ἃ 1, Ι. Μενούνου, ἔκδ. Τῆνος, σέλ. 124.

[11] Κλήμεντος Ρώμης, Πρὸς Κορινθίους Α΄ XLIX, 4-6.

[12] Μαξίμου, ὅπου παραπάνω, ΙΕ΄.

[13] Cyprian Treatises Ante Nicene Fathers, vol. V, σέλ. 425

[14] Κοσμᾶ Αἰτωλού, Διδαχὴ Α2, ὅπου παραπάνω, σέλ. 155.

[15] Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους Ὁμιλ. ΙΙΙ,§ 10.

[16] Βασιλείου, Migne 31, 885.

[17] Μαξίμου, ὅπου παραπάνω, λά΄.

[18] Κοσμᾶ Αἰτωλού, ὅπου παραπάνω, σέλ. 154.

[19] Ἰωάννου Κασσιανοῦ, Διαλέξεις Πατέρων, ἔκδ. Κ. Δυοβουνιώτου (ἀνατύπωση ἀπὸ τὸ περιοδ. «Ἐκκλησιαστικὸς Φάρος» ΙΑ΄, 1913). σέλ. 11-13.

[20] Αὐγουστίνου, The City of God, ὅπου παραπάνω, σέλ. 356.

[21] Jerome’s letter LVIII to Paulinus, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. Ἱ.

[22] Ἀμβροσίου, Duties of the Clergy, book II, chapter XXVII.

[23] Αὐγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons LXXII, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. Ἱ, σέλ. 473.

[24] Ἀμβροσίου, Ἐπιστολὴ XLI, § 23.

[25] Αὐγουστίνος, Homily X on the Epistle of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. Ἱ, σέλ. 521.

[26] Αὐγουστίνου, On the gospel of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σέλ. 114.

[27] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, σέλ. 112.

[28] Αὐγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. Ἱ, σέλ. 427.

[29] Χρυσοστόμου, Migne 60, σέλ. 317.

[30] Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, εἰς τὸ κατὰ Μάρκον, Catenae, τόμ. 1, σ. 365.

[31] Τερτυλλιανού, On Repentance, chapter X, Ante Nicene Fathers, vol. VIII.

[32] Ἀμβροσίου, Duties of the Clergy, chapt. XXI, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. X, σέλ. 60.

[33] Ἰωάννου Κλίμακος, Migne 88, σέλ. 685.

[34] Societe des Bollandistes, Subsidia Hagiographica, Historia Monachorum in Aegypto, caput VIII, § 55, σέλ. 68.