Τοῦ Τάκη Θεοδωρόπουλου
Στή διάρκεια τοῦ πρώτου αἰώνα πρίν ἀπό τόν Χριστό, στά χρόνια τῶν ἐμφυλίων πού ὁδήγησαν στό τέλος τῆς ρωμαϊκῆς δημοκρατίας, οἱ Ἀθηναῖοι, σέ ἀπόλυτη πολιτική παρακμή, ἔπεφταν μονίμως ἔξω στίς ἐπιλογές τους. Τάχθηκαν μέ τόν Πομπήϊο ὁ ὁποῖος ἡττήθηκε ἀπό τόν Ἰούλιο Καίσαρα στά Φάρσαλα. Μετά ἔστησαν δύο ἀνδριάντες τοῦ Βρούτου καί τοῦ Κράσσου, τῶν δολοφόνων τοῦ Καίσαρα, οἱ ὁποῖοι ἡττήθηκαν στούς Φιλίππους ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ Ὀκταβιανοῦ καί τοῦ Μάρκου Ἀντωνίου. Παρά ταῦτα δέν τιμωρήθηκαν γιά τίς ἐπιλογές τους ἀπό τούς νικητές. Στή σκιά τοῦ Παρθενώνα ἤκμαζαν ἀκόμη οἱ φιλοσοφικές σχολές καί ἡ πόλη διατηροῦσε τήν πνευματική της αἴγλη. Ὑποδέχθηκαν τόν Ἀντώνιο μέ τήν πρέπουσα δουλοπρέπεια καί τίς συνήθεις ὑπερβολές, ὁ δέ Καίσαρ, μετά τά Φάρσαλα, εἶπε τό ἱστορικό: «Ἀθηναῖοι, ὥς πότε θά σᾶς σώζουμε χάρη στό κλέος τῶν προγόνων σας;».
Στή διάρκεια τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἡ Ἑλλάδα τίς κρίσιμες στιγμές βρέθηκε στήν πλευρά τῶν νικητῶν. Ἔκανε τίς σωστές ἐπιλογές. Μία ἐξ αὐτῶν ἑορτάζουμε μέ τήν ἐπέτειο τοῦ «Ὄχι». Γνωρίζω τίς ἐνστάσεις. Εἴμαστε ἡ μόνη εὐρωπαϊκή χώρα πού τιμᾶ τήν ἀρχή καί ὄχι τό τέλος τοῦ πολέμου. Λογικόν. Τό τέλος ὑπῆρξε καταστροφικό, ἐξαιτίας τῆς κομμουνιστικῆς ἀνταρσίας καί τοῦ ἐμφυλίου πολέμου πού ἀκολούθησε. Ὁ πατριωτισμός πού ξεσήκωσε τό «Ὄχι» διελύθη εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη.
Πῶς κατάφερε ὁ Ἰωάννης Μεταξᾶς, δικτάτορας πού εἶχε ἐξουδετερώσει καί ἐξορίσει τούς πολιτικούς του ἀντιπάλους, νά ἐμπνεύσει ἕναν ὁλόκληρο λαό ὁ ὁποῖος τόν ἀντιμετώπιζε τουλάχιστον μέ καχυποψία; Ἀκόμη καί ὁ Ζαχαριάδης τόν ὑπερασπίστηκε στήν ἀρχή, παρότι ὁ ἡγέτης του, ὁ Στάλιν, εἶχε συμμαχήσει τότε μέ τόν Χίτλερ. Ὁ ἐνθουσιασμός πού προκάλεσε ἡ ἀπόφασή του σίγουρα δέν ἦταν πολιτικός. Ἦταν ἕνα ρεῦμα πού παρέσυρε καί τίς πολιτικές συγκρούσεις καί τίς ταξικές διαφορές καί τίς προσωπικές ἀντιπαλότητες, αὐτό πού κάποτε ὀνομάζαμε «πατριωτισμό», λέξη σχεδόν ἀπαγορευμένη στό σημερινό μας λεξιλόγιο. Πίσω ἀπό τό «Ὄχι» κρυβόταν μία κατάφαση, τό «Ναί» στήν πατρίδα.
Τά ἱστορικά «ἄν» εἶναι ἄκυρα, ὅμως ποιός θά μποροῦσε νά πεῖ πῶς θά ἦταν ἡ Ἑλλάδα ἐάν ὁ Μεταξᾶς δέν εἶχε ταχθεῖ στό πλευρό τῶν Βρετανῶν τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1940; Καί πῶς νά μήν ὑπολογίσεις τό βάρος τοῦ «Ὄχι» στά ὅσα ἀκολούθησαν, στό γεγονός ὅτι ἡ Ἑλλάδα γλίτωσε ἀπό τό Σιδηροῦν Παραπέτασμα καί ἔπειτα ἀπό μία ἀκόμη δικτατορία ἔγινε δεκτή στόν πανίσχυρο ὅμιλο τῆς Εὐρώπης;
Ὅπως ὅλες οἱ λέξεις ἔτσι κι αὐτή ἔχει φθαρεῖ ἀπό τήν πολυχρησία καί ἔχει χάσει τή σημασία της. Καί ἡ πραγματική σημασία τοῦ «Ὄχι» εἶναι τό «Ναί» πού τό ἀκολουθεῖ. Ἀρνεῖσαι κάτι γιατί ἐπέλεξες κάτι ἄλλο. Ἐκτός κι ἄν εἶσαι «ἀγανακτισμένος» ἤ πονεμένος ἤ αἰσθάνεσαι ἀδικημένος, ὁπότε λές «Ὄχι» χωρίς νά σέ ἐνδιαφέρει ποιά κατάφαση θά πάρει τή θέση τῆς ἄρνησης. Αὐτό συνέβη στήν ἑλληνική κοινωνία τά χρόνια τοῦ πανικοῦ. Τό «Ὄχι» προήχθη σέ φετίχ, πολιτικό, κοινωνικό καί, πολύ φοβοῦμαι, πολιτισμικό. Εἶναι ὁ καταλύτης τῆς κατεστημένης ἀνομίας καί τοῦ κυνισμοῦ τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας.
Ἀδυνατοῦμε νά βροῦμε τήν κατάφαση, δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε τί θέλουμε νά κάνουμε μέ τήν κοινή μας ζωή καί συμπεριφερόμαστε σάν φοβισμένα ἐνεργούμενα μίας μοίρας πού μᾶς ὑπερβαίνει. Μᾶς λείπει ἡ ἔμπνευση τοῦ πατριωτισμοῦ. Καί γι’ αὐτό μετατρέψαμε τήν ἀνάμνηση τοῦ ἡρωισμοῦ πού καταθέτει τό «Ὄχι» τῶν πατεράδων μας καί τῶν παππούδων μας σέ κοινό πολιτικό τσαμπουκά.
Ἐφημερίδα Καθημερινή 28-10-2015