Ἔχω παρατηρήσει ὅτι σήμερα μικροί-μεγάλοι ὅλα τὰ δικαιολογοῦν μὲ ἕναν λογισμὸ σατανικό. Ὅλα ὁ διάβολος τοὺς τὰ ἑρμηνεύει μὲ τὸν δικό του τρόπο, καὶ ἔτσι βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Ἡ δικαιολογία εἶναι σατανικὴ ἑρμηνεία.
Καὶ πῶς γίνεται, Γέροντα, μερικοὶ σὲ κάθε λόγο νὰ βρίσκουν ἀντίλογο;
Ω, εἶναι φοβερὸ νὰ συζητᾶς μὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ συνήθισε νὰ δικαιολογῆται! Εἶναι σάν νὰ μιλᾶς μὲ ἕναν δαιμονισμένο! Ὅσοι δικαιολογοῦνται – ὁ Θεὸς νὰ μὲ συγχώρεση – ἔχουν γέροντα τὸν διάβολο.
Εἶναι βασανισμένοι ἄνθρωποι. Δὲν ἔχουν μέσα τους εἰρήνη. Τὸ ἔχουν κάνει ἐπιστήμη αὐτό. Δηλαδή, ὅπως ἕνας κλέφτης δὲν κοιμᾶται ὅλη νύχτα καὶ σκέφτεται πῶς θὰ τὰ καταφέρη γιὰ νὰ κλέψη, ἔτσι καὶ αὐτοὶ συνέχεια σκέφτονται πῶς νὰ δικαιολογήσουν το ἕνα ἢ τὸ ἄλλο σφάλμα τους.
Ἤ, ὅπως κάποιος σκέφτεται πῶς νὰ βρῇ εὐκαιρία νὰ κάνη ἕνα καλὸ ἡ πῶς νὰ ταπεινωθῇ, αὐτοὶ ἀντίθετα σκέφτονται πῶς νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα. Δικηγόροι γίνονται! Δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βγάλης πέρα μαζί τους. Εἶναι σὰν νὰ μιλᾶς μὲ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο.
Τί ἔχω πάθει μὲ κάποιον! Ἐνῷ τοῦ λέω: «ἐκεῖνο ποὺ κάνεις εἶναι στραβό, τὸ ἄλλο πρέπει νὰ τὸ προσέξης, δὲν πᾶς καλά, πρέπει νὰ κάνης αὐτὸ κι αὐτό…», κι ἐκεῖνος γιὰ τὸ καθετὶ βρίσκει δικαιολογίες, στὸ τέλος μοῦ λέει: «Δὲν μοῦ εἶπες τί νὰ κάνω»!
«Βρὲ χρυσέ μου ἄνθρωπε, τόσες ὧρες τί λέμε; Λέμε τὰ σφάλματα σου, ὅτι δὲν πᾶς καλά, κι ἐσὺ συνέχεια δικαιολογεῖσαι. Τρεῖς ὧρες τώρα μὲ ἔσκασες, μὲ ἔλιωσες! Πῶς δὲν σοῦ εἶπα»;
Νὰ τοῦ λὲς παραδείγματα, γιὰ νὰ τοῦ δώσης νὰ καταλάβη ὅτι εἶναι σατανικὸς ἐγωισμὸς ἔτσι ὅπως ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα, ὅτι δέχεται δαιμονικὲς ἐπιδράσεις καί, ἂν δὲν ἀλλάξη, χάθηκε, καὶ τελικὰ νὰ λέη: «Δὲν μοῦ εἶπες τί νὰ κάνω»! Ἀλήθεια, εἶναι νὰ μὴ σκάσης;
Ἂν εἶναι ἀδιάφορος κανείς, τὰ προσπερνάει ὅλα μὲ τὸ «δὲν βαριέσαι». Ἀλλά, ἂν δὲν εἶναι ἀδιάφορος, σκάζει. Ἐγώ τους μακαρίζω τοὺς ἀδιάφορους.
Δὲν θὰ θέλατε ὅμως, Γέροντα, σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ εἶστε ἀδιάφορος.
Βρὲ παιδί, τοὐλάχιστον ὁ ἀδιάφορος δὲν σκάει ἔτσι ἄσκοπα. Νὰ ὑποφέρης γιὰ ἕναν πονεμένο, ἐκεῖνο ἔχει νόημα. Ἀλλὰ νὰ λειώνης μὲ αὐτόν, νὰ τοῦ λὲς τόσα καὶ τόσα, καὶ τελικὰ νὰ σοῦ λέη: «δὲν μοῦ εἶπες τί νὰ κάνω» καὶ νὰ δικαιολογῇ τὰ ἀδικαιολόγητα! Ἔτσι ἀπὸ ἄνθρωπος καταλήγει δαίμονας! Φοβερό!
Ἂν σκεφτόταν μόνον τὸν κόπο ποὺ κάνεις – ἄσε τὸν πόνο -, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσης, λίγο θὰ ἄλλαζε. Ἀφοῦ σὲ βλέπει ὅτι ὑποφέρεις, κοπιάζεις, ταλαιπωρεῖσαι, δὲν τὸ λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν!
Γέροντα, ὅταν δικαιολογῆται κάποιος γιὰ μιὰ ἀταξία ποὺ ἔκανε καὶ τοῦ λές: «αὐτὸ εἶναι δικαιολογία», καὶ συνεχίζη νὰ δικαιολογῆται, γιὰ νὰ ἀποδείξη ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι δικαιολογία, εἶναι δυνατὸν νὰ διορθωθῇ;
Πῶς νὰ διορθωθῇ; Καταλαβαίνει ὅτι εἶναι λάθος, γιατί βασανίζεται, ἀλλά ἀπὸ ἐγωισμό δὲν θέλει νὰ τὸ παραδεχθῇ. Εἶναι πολὺ φοβερό!
Ναί, ἀλλά λέει: «Δὲν μὲ βοηθᾶς, θέλω νὰ μὲ βοηθήσης, δὲν μὲ φωνάζεις νὰ συζητήσουμε, μὲ περιφρονεῖς».
Ε, πάλι ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ξεκινάει αὐτό. Εἶναι δηλαδὴ σὰν νὰ λέη: «Ἐγὼ δὲν φταίω, ἐσὺ φταῖς ποὺ δὲν πηγαίνω καλά»! Ἐκεῖ καταλήγει. Ἄφησε τὸν δὲν χρειάζεται νὰ ἀσχοληθῇ κανεὶς μ’ αὐτόν, γιατί δὲν βοηθιέται. Οὔτε φέρει εὐθύνη ὁ Πνευματικὸς ἢ ὁ Γέροντας ἢ ἡ Γερόντισσα γιὰ μιὰ τέτοια ψυχή. Εἶναι σατανικὸς ἐγωισμὸς αὐτὸς δὲν εἶναι ἀνθρώπινος.
Ἀνθρώπινο ἐγωισμὸ ἔχει ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ ταπεινωθῇ νὰ πῇ «εὐλόγησον», ἄλλα τοὐλάχιστον δὲν θὰ μιλήση, γιὰ νὰ δικαιολογηθῇ. Ὅποιος δικαιολογεῖ τὸν ἑαυτό του, ὅταν σφάλλη, μεταβάλλει τὴν καρδιά του σὲ δαιμονικὸ καταφύγιο. Ἂν δὲν σύντριψη τὸ ἐγώ του, θὰ συνεχίζη νὰ σφάλλη περισσότερο καὶ θὰ συντρίβεται ἀνώφελα ἀπὸ τὸν ἐγωισμό του.
Καὶ ὅταν δὲν ξέρη κανεὶς πόσο κακὸ εἶναι ἡ δικαιολογία, ἔχει ἐλαφρυντικά. Ἄλλα, ὅταν ξέρη ἢ τοῦ τὸ λένε οἱ ἄλλοι, τότε δὲν ἔχει ἐλαφρυντικά.
Θέλει πολλὴ προσοχή, ὅταν πᾶς νὰ βοηθήσης κάποιον ποὺ ἔχει μάθει νὰ δικαιολογῆται, γιατί μερικὲς φορὲς γίνεται τὸ ἕξης: Ἀφοῦ δικαιολογεῖται, σημαίνει ὅτι ἔχει πολὺ ἐγωισμό, ὁπότε, ὅταν τοῦ πῇς ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔκανε δὲν εἶναι σωστό, θὰ πῇ καὶ ἄλλα ψέματα καὶ ἄλλες δικαιολογίες, ὥσπου νὰ σοῦ ἀπόδειξη κι ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ μὴ θιχτῇ.
Ἔτσι ὅμως γίνεσαι αἰτία ἐσύ, ποὺ πῆγες νὰ τοῦ ἀπόδειξης ὅτι σφάλλει, νὰ γίνη πιὸ ἐγωιστής, πιὸ ψεύτης. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ δῇς ὅτι συνεχίζει τὶς δικαιολογίες, δὲν χρειάζεται νὰ τοῦ ἀπόδειξης τίποτε.
Κάνε προσευχὴ νὰ τὸν φωτίση ὁ Θεός.