Κάποτε, μοῦ συνέβη ἕνα γεγονὸς. Ἤμουνα νεαρὸς πρεσβύτερος καὶ διακονοῦσα σὲ κάποια χωριὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ταυτόχρονα ἤμουνα βοηθὸς στὴν θεολογικὴ σχολὴ ἑνὸς πολὺ μεγάλου θεολόγου. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζοῦσα, γράφοντας καὶ τὴν διδακτορικὴ διατριβή μου στὴν θεολογικὴ σχολὴ ταυτόχρονα, ἦταν μιὰ φοβερὴ ἀντίθεση. Ἀπὸ τὴν μιὰ στὴν θεολογικὴ σχολὴ εἶχα ἐπαφὴ μὲ τὰ μεγάλα τῆς θεολογίας καὶ παράδοξα καὶ τὰ δυσνόητα καὶ τὰ βαθυνόητα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σὰν ἕνας παπὰς σὲ 10 χωριὰ πού μοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ τότε ἐπίσκοπός μου, τρία-τέσσερα χωριὰ στὰ ὁποῖα πήγαινα καὶ ἔκανα τὸν ἱεροκήρυκα, αὐτὸ ἔκανα τότε. Ἔνοιωθα φοβερὴ μοναξιά, διότι δὲν μὲ καταλαβαίνανε, ἢ ἐγὼ εὐθυνόμουνα ποὺ δὲν μὲ καταλαβαίνανε.
Ἔλεγα λοιπὸν 5 πράγματα, ἔβλεπα ὅτι ὁ κόσμος ἔ, ἄκουγε ὅ,τι ἄκουγε, γύρναγε ἔσκυβε τὸ κεφάλι καὶ ἐντάξει συνέχιζε κανονικὰ τὴν ζωή του, σὰν νὰ μὴν συνέβαινε τίποτα. Ἡ μοναξιὰ αὐτὴ ἤτανε βαρὺ αἴσθημα, ἔλεγα μὰ τί κάνω ἐγὼ σὰν παπὰς αὐτὴ τὴν στιγμή, τί νόημα ἔχει νὰ ξαναπάω τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ ξαναμιλήσω στὸ τάδε χωριὸ ἀφοῦ πάλι …; ναί, δὲν μποροῦσα, δὲν λέω ὅτι εἶναι εὔκολο, ἀλλά σήμερα σᾶς εἶπα διάλεξα νὰ μιλήσω δύσκολα. Θέλω νὰ πῶ πιστεύω ὅτι τὸ ἀκροατήριο ἔχει τέτοιες δυνατότητες, ἀλλὰ ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ τότε, πάντως εἶχα μεγάλη δυσκολία. Λοιπὸν κάποια στιγμή μοῦ συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς σὰν νὰ μοῦ ἔμαθε πολλὰ πράγματα.
Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς Κυριακές, τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, μοῦ λέει ὁ παπάς, ἕνας ἁπλὸς παπὰς καὶ δύο ἁπλοὶ-ἁπλούστατοι ἐπίτροποι, ἀγράμματοι ἄνθρωποι, πᾶμε νὰ πιοῦμε πάτερ ἕναν καφέ, προτοῦ φύγεις. Μὴν φύγεις ἔτσι. Ἐντάξει. Τελειώνει ἡ Λειτουργία, ἐγὼ πάντα θλιμμένα πολὺ μέσα στὴν μοναξιὰ κλπ κλπ κλπ. Καὶ πᾶμε νὰ πιοῦμε τὸν καφὲ στὴν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Ἐκεῖ λοιπὸν ποὺ πίναμε τὸν καφέ, ξαφνικὰ γυρίζει ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐπιτρόπους, μὲ κοιτάζει καὶ μοῦ λέει:
– Λοιπὸν πάτερ, μοῦ λέει, ἐγὼ μὲ τὸν κυρ-Γιάννη ἀπὸ ἐδῶ (κυρ-Γιάννης ἦταν ὁ ἄλλος ὁ ἐπίτροπος) εἴχαμε μία ἀπορία. Ὁ ναός μας ἐδῶ δὲν ἦταν καθαγιασμένος – δὲν εἶχαν γίνει, ναὶ – καὶ εἴχαμε τὴν ἀπορία, μὴ ὄντας καθαγιασμένος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο, τὰ μυστήρια καὶ ἡ Θεία Λειτουργία δὲν ἦταν κανονικά;
Λέω ὤχ, ὢχ τί γίνεται ἐδῶ! τέτοια ἀπορία, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.
Καὶ λέει:
– Ξέρεις τί κάναμε, εἴπαμε νὰ κάνουμε τρεῖς ἑβδομάδες νηστεία, γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὁ Θεός. Καὶ κάναμε, καὶ πραγματικὰ μιὰ Κυριακὴ, προτοῦ ἔλθει ὁ Δεσπότης νὰ κάνει τὰ αὐτά, εἴδαμε τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ξανὰ αὐτὸ τὸ φῶς.
Ἐγὼ ἄρχισα νὰ θορυβοῦμαι:
– Ποιὸ φῶς, τί φῶς;
– Ἐκεῖνο τὸ φῶς, τὸ ἀείφωτο, βλέπεις μετὰ τὸν ἥλιο καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σκοτάδι, ἕνα φῶς τὸ ὁποῖο κατεβαίνει καὶ βλέπεις πράγματα, πολλὰ πράγματα, καταστάσεις, παρόν, παρελθόν, τὸ μέλλον ἐκεῖ μέσα κλπ.
Ἄρχισα νὰ συγκλονίζομαι, εἶχα νὰ κάνω μὲ ἀνθρώπους ποὺ εἶχαν τὴν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ τοῦ ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου καὶ βέβαια καὶ ὁ ἄλλος εὐλογοῦσε ἐκεῖ καὶ ὁ ἁπλὸς ὁ παπὰς ἔλεγε κι αὐτὸς ναί, ναί, ἤτανε ὅλοι σὰν …;
Ἦταν συγκλονιστικὴ ἡ ἐμπειρία αὐτὴ γιὰ μένα, βέβαια δὲν σταμάτησε ἐκεῖ ἀλλὰ ἄρχισα νὰ τὸν ψάχνω αὐτὸν τὸν ἐπίτροπο, αὐτὸν τὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο.
– Πῶς ζεῖς ἐσύ, (ἀφοῦ ἔπαθα τὸ σὸκ τὸ ὁποῖο μὲ συνόδευε γιὰ χρόνια μετά). Πῶς ζεῖς ἐσύ;
– Ἒ πῶς ζῶ ἐγώ….. Φτωχά.
– Τί κάνεις, πῶς ἀκριβῶς περνᾶς τὴν μέρα σου, τί ἀκριβῶς κάνεις στὴν διάρκεια τῆς μέρας;
– Δὲν κάνω, λέει, ἀπολύτως τίποτα, δὲν ἔχω, λέει, κάποια ἰδιαίτερη αὐτή, ἀγαπῶ τὸν Θεὸ ἀλλὰ λίγη ὑπομονὴ κάνω. Λίγη ὑπομονὴ κάνω.
Εἶχε ὑπομονὴ αὐτός, ξέρεις τί θὰ πεῖ ὑπομονή; Ὑπομονὴ σημαίνει αὐτὸς ὁ σταυρὸς τῆς ἐλευθερίας νὰ ἀγκαλιάζει τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖ μέσα ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός.
Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγαλειῶδες δίδαγμα, ὁ ἡσυχασμὸς εἶναι βιωμένη φυσιολογία, μὴν νομίζετε ὅτι ὁ ἡσυχασμός, ἐσεῖς οἱ θεολόγοι, εἶναι ἀτομικὴ ἐπίδοση ὅπως κάνουν οἱ ἰνδουιστὲς ἢ αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι καταργοῦνε τὸ θέλημα γιὰ νὰ δοῦνε τὰ θεάματα. Εἶναι αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα στὴν κοινωνία, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν γίνονται μεγάλες ἀποκαλύψεις τὶς ὁποῖες ἐγὼ φυσικά, ὡς ὑποψήφιος διδάκτωρ καὶ μετέπειτα δὲν ἀξιώθηκα, οὔτε ἀξιώθηκα ἔκτοτε.
anastasiosk