Ἐννόημα
    Ἐννόημα
  • !

    Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ
    σ’ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!
    Εἶμ’ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…
    κι’ ἀγράμματο θὰ μένω!

  • !

    Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,
    καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ
    μὲ τράνεψεν ἁγιέρι
    καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.

  • !

    Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,
    ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ
    καὶ μ’ ἀψηλὰ καπέλα
    χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!

  • !

    Ἀγάπησε καὶ τ’ ὀρφανό,
    Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!
    τὰ γράμματα νὰ μάθη,
    χίλια κακὰ κι’ ἂν πάθη.

  • !

    Μὲ εἶπαν πῶς ἐδῶ πολλοὶ
    σὰ ἰδοῦν ἒν’ ἄτυχο πουλὶ
    πού ἀγαπᾶ τὰ φῶτα
    δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»

  • !

    Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,
    οὒτ’ ἕνα ροῦχο στὸ κορμί·
    Διψῶ! διψῶ τὴ θεία
    ἀληθινὴ Παιδεία!

  • !

    Σεῖς ψάλλετε σ’ ὅλη τὴ γῆ.
    – Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,
    εἰς τὴ γρηὰ Ἑλλάδα,
    τῆς προκοπῆς τὴ δάδα.

  • !

    Καὶ ‘γω νὰ μείνω τ’ ὀρφανό;
    μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!
    εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!
    εἶμαι βλαστάρι ‘κείνων!

  • !

    Σ’ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ
    ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.
    Μὰ Ἕλλην ὑπομένει
    ἀπαίδευτος νὰ μένη;…

  • !

    Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.
    Βαστοῦν τὸν δίσκο μου ‘πο μιὰ
    αἱ Μοῦσαι, κι’ ἂπ’ τὴν ἄλλη
    ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.

    – Εἶναι ‘δικό μου τ’ ὀρφανό·
    καὶ ‘πάνου ‘κεί στὸν οὐρανό,
    δὲν θὰ μετανοήση
    ὅποιος τὸ βοηθήση.

Ὁ Φιλομαθὴς πτωχὸς

 

1872 Αὐγούστου 30

Ἀλλοίμονο! εἶμαι φτωχὸ

σ’ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχό!

Εἶμ’ ὀρφανὸ καὶ ξένο!…

κι’ ἀγράμματο θὰ μένω!

 

Τοῦ κάκου λὲν – Ὑπομονή·

πολλοὶ σὰν σένα ὀρφανοὶ

καὶ δύστυχοι καὶ ξένοι,

δὲν ἔμειναν θαμμένοι. –

 

Τοῦ κάκου, Γιατί ‘κεῖνοι ‘κεῖ

ἦσαν τῆς Τύχης ἐδικοί,

μὰ ‘μένα τὸ καϋμένο…

μ’ ἔχει λησμονημένο!

 

Καὶ νά. Ὠρφάνεψα μικρό,

καὶ τῆς ξενούρας τὸ πικρὸ

μὲ τράνεψεν ἁγιέρι

καὶ τοῦ Θεοῦ τὸ χέρι.

 

Ἀγάπησαν ἄλλοι φλουριά,

ἄλλοι νὰ τρέχουν μὲ βεριὰ

καὶ μ’ ἀψηλὰ καπέλα

χωρὶς δουλειά. Τί τρέλλα!

 

Τῆς Ἀφροδίτης τὸ παιδὶ

οἱ ἄλλοι, κι’ ἄλλοι ὀπαδοὶ

τοῦ Βάκχου νὰ ‘πεθάνουν

κι’ ἄλλοι ἄλλα νὰ κάνουν.

 

Ἀγάπησε καὶ τ’ ὀρφανό,

Θεέ μου, τί πολὺ πονῶ!

τὰ γράμματα νὰ μάθη,

χίλια κακὰ κι’ ἂν πάθη.

 

Μ’ ἄπληστο στόμα ἀρχηνὰ

τὰ νάματα τὰ φωτεινὰ

τοῦ Παρνασσοῦ νὰ πίνη

μὲ τόση εὐφροσύνη!…

 

Ἂν φταίγω τ’ ἄκακο ἐγὼ

φωτιὰ νὰ πέση νὰ καγῶ·

θαρροῦσα πώς χορταίνει

ἐκεῖνος πού μαθαίνει.

 

Δὲν ἤξερα πώς τ’ ἀργυρὸ

τῆς Κασταλίας μας νερό,

σὰ μιὰ φορὰ τὸ πιοῦμε

αἰώνια τὸ διψοῦμε!

 

Τόρα ἡ ψυχή μου λαχταρᾶ,

μὰ δὲ βαστῶ οὔτε παρὰ

νὰ ‘πάγω ‘κεῖ ‘πού τρέχει

τὴν γλῶσσά μου νὰ βρέχη!…

 

Μὲ εἶπαν πῶς ἐδῶ πολλοὶ

σὰ ἰδοῦν ἒν’ ἄτυχο πουλὶ

πού ἀγαπᾶ τὰ φῶτα

δὲν «τῷ γυρνοῦν τὰ νῶτα.»

 

Έ, νὰ λοιπόν! Στὸ ἀψηλὸ

κατώφλοιό σας κι’ ἐγώ, δειλὸ

ἐκάθησα πουλάκι

μ’ αὐτὸ τὸ τραγουδάκι.

 

Ὢ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,

ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ,

καὶ τίποτε δὲν μένει

πιστὸ στὴν οἰκουμένη.

 

Δὲν σᾶς ζητῶ οὔτε ψωμί,

οὒτ’ ἕνα ροῦχο στὸ κορμί·

Διψῶ! διψῶ τὴ θεία

ἀληθινὴ Παιδεία!

 

Σεῖς ψάλλετε σ’ ὅλη τὴ γῆ.

– Ἀνάφτουμε οἱ ἀρχηγοί,

εἰς τὴ γρηὰ Ἑλλάδα,

τῆς προκοπῆς τὴ δάδα.

 

Καὶ σεῖς, ὢ Ἀχαιῶν παιδιά,

τοῦ Ἑλικῶνος τὴν ποδιὰ

εἰς τὸ ἑξῆς ἀφῆτε

καὶ στὴν κορφὴ ἀναβῆτε. –

 

Καὶ ‘γω νὰ μείνω τ’ ὀρφανό;

μαρτύρομαι τὸν οὐρανό!

εἶμαι παιδὶ Ἑλλήνων!

εἶμαι βλαστάρι ‘κείνων!

 

Σ’ αὐτοῦ τοῦ κόσμου τὸν τροχὸ

ναί, ἐγεννήθηκα φτωχό.

Μὰ Ἕλλην ὑπομένει

ἀπαίδευτος νὰ μένη;…

 

Ὢ σεῖς, τοῦ γένους οἱ τρανοί,

ἡ Τύχη ὅλα τὰ φθονεῖ

καὶ τίποτε δὲν μένει

ἐδῶ στὴν οἰκουμένη.

 

Ἀφήσετε τὴν ἀπονιά.

Βαστοῦν τὸν δίσκο μου ‘πο μιὰ

αἱ Μοῦσαι, κι’ ἂπ’ τὴν ἄλλη

ὁ Λυτρωτής, καὶ ψάλλει.

 

– Εἶναι ‘δικό μου τ’ ὀρφανό·

καὶ ‘πάνου ‘κεί στὸν οὐρανό,

δὲν θὰ μετανοήση

ὅποιος τὸ βοηθήση.

 

Ποιητικὰ πρωτόλεια Γεωργίου Μ. Βιζυηνοὺ ἱεροσπουδαστοὺ τῆς ἐν Χάλκη Θεολογικῆς Σχολῆς. Ἐξεδόθησαν δαπάνη φιλοκάλου τινὸς Ὁμογενοῦς, ἐν Κωνσταντινουπόλει, τύποις Βυζαντίδος, 1873, σσ. 18-21